24 Φεβρουαρίου 2021

Το κάστρο της Κελεφάς και η μονή Τσίγκου

Αντιπροσωπευτικά δείγματα της οχυρωματικής και μοναστηριακής αρχιτεκτονικής στη Μάνη

Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Η μονή Τσίγκου, αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου (πηγή: Γιάννης Τούντας)
Trending
Όμορφο χωριό της Αποσκιερής Μέσα Μάνης, το Οίτυλο, χτισμένο στην κορυφή υψώματος, κατέχει τη θέση της αρχαίας πόλης Οιτύλου (Βοιτύλου), που μνημονεύεται από τον Όμηρο.
Το Οίτυλο έχει υπέροχη θέα στον ιδιαίτερα γραφικό, κλειστό όρμο της περιοχής, όπου οι ταξιδιώτες συναντούν, από βορράν προς νότον, τρεις παραλιακούς οικισμούς: το Καραβοστάσι, επίνειο του Οιτύλου, το Νέο Οίτυλο, παραθεριστικό οικισμό με ωραίο ηλιοβασίλεμα, και το Λιμένι, το ιστορικό επίνειο της Αρεόπολης.
Σε λόφο πάνω από το Νέο Οίτυλο ορθώνεται το κάστρο της Κελεφάς, σε μικρή απόσταση από το ομώνυμο χωριό με τα πετρόχτιστα σπίτια.
Το κάστρο οικοδομήθηκε από τους Τούρκους τη δεκαετία 1660-1670, με τη σύμπραξη του μανιάτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη.
Η στρατηγικής σημασίας θέση του καθιστούσε δυνατή την εποπτεία της ακτογραμμής και (σε συνδυασμό με το κάστρο του Πασσαβά, νοτιοδυτικά του Γυθείου) τον έλεγχο των προσβάσεων προς το νότιο τμήμα της βραχώδους και άνυδρης χερσονήσου της Μάνης.
Το κάστρο της Κελεφάς αποτέλεσε έδρα της τουρκικής διοίκησης και φρουράς από το έτος κατασκευής του έως το 1685, αλλά και έδρα των Ενετών κατά τα έτη 1685-1715.
Σε απόσταση 6 χιλιομέτρων βόρεια από το Οίτυλο, σε μια τοποθεσία σπάνιας φυσικής ομορφιάς, είναι χτισμένη η μονή Τσίγκου.
Το μοναστηριακό συγκρότημα με τη φρουριακή μορφή και την ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο (Γενέθλιο) της Θεοτόκου.
Ως κτήτορας της μονής αναφέρεται ο Στέφανος Αλεξίου Κομνηνός, η δε αφιέρωση στο Γενέσιο της Θεοτόκου οφείλεται στην εικόνα της Παναγίας που είχε φέρει από την Τραπεζούντα στο Οίτυλο ο Νικηφόρος Κομνηνός το 1472.
Ο Στέφανος Κομνηνός αντιμετώπισε επιτυχώς την επίθεση των Οθωμανών κατά του Οιτύλου στις 7-8 Σεπτεμβρίου 1537 και έχασε τη ζωή του από ενέδρα το 1545, σε ηλικία μόλις 29 ετών.
Εξ όσων γνωρίζουμε από τις πηγές, ο Κομνηνός, μετά τη νίκη του επί των Τούρκων και θέλοντας να ευχαριστήσει την Παναγία για τη βοήθεια που του είχε προσφέρει, προέβη κατά τα έτη 1537-1540 στην ίδρυση ναού αφιερωμένου στο Γενέσιο της Θεοτόκου, όπως και στην οικοδόμηση οχυρωματικού περιβόλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Κομνηνοί του Οιτύλου ήδη από το 1537, πολλώ δε μάλλον μετά τον αιφνίδιο χαμό του κτήτορα της μονής, το 1545, είχαν αρχίσει να υιοθετούν την προσωνυμία Στεφανόπουλοι, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σταδιακά ο κλάδος των Στεφανόπουλων Κομνηνών.
Σύμφωνα με την επιθυμία που είχε εκφράσει ο κτήτορας του ναού στη διαθήκη του, στη θέση του οχυρού ιδρύθηκε μονή, με πρώτο μοναχό τον Παναγιωτάκη Στεφανόπουλο, γιο του Ιωάννη Νικολάου Στεφανόπουλου ή Τσίγκου (εξ ου και η ονομασία της μονής).
Η μονή Τσίγκου γνώρισε περίοδο ανάπτυξης από τα τέλη του 17ου αιώνα έως τα τέλη του 18ου αιώνα.

9 Φεβρουαρίου 2021

Ιστορία της Παλιάς Καρυούπολις

Περιληπτική παράθεση της ιστορίας διαχρονικά

Η χερσόνησος του Ταινάρου είναι πλούσια σε προϊστορικά ευρήματα, πράγμα που αποδεικνύει, την συνεχή ανθρώπινη παρουσία, και δραστηριότητα από την παλαιολιθική εποχή (Ταινάριος άνθρωπος).Τα σπήλαια, Καλαμάκια στο οποίο έγινε έρευνα από τον αρχαιολόγο Ανδρέα Ντάρλα, και τα γνωστότερα Απήδημα και Διρό, έχουν αποδώσει σπουδαία ευρήματα, που μας οδηγούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων, για την γεωμορφολογική κατάσταση, αλλά και για τις δραστηριότητες των ανθρώπων την Παλαιολιθική και Νεολιθική εποχή.
Τα παράλια λοιπόν, στους ήμερους κόλπους, που σήμερα καλύπτονται από την θάλασσα ήταν πεδιάδες, πριν από το λιώσιμο των πάγων, και οι άνθρωποι ήταν κυνηγοί που ζούσαν σαν νομάδες, για να βρίσκουν τροφή και πρώτες ύλες, σκληρά πετρώματα για τα όπλα, και τα εργαλεία τους.
Κατοικούσαν μέσα σε ασφαλή σπήλαια και βραχοσκεπές, σίγουρα σε περιοχές, που είχαν εξασφαλίσει τροφή και νερό. Η περιοχή μας, καλύπτει αυτές τις προϋποθέσεις, έχει εφ΄ ενός αρκετό νερό, σπήλαια ή βραχοσκεπές σε αραιά δάση, αφ΄ ετέρου και κατά συνέπεια επάρκεια καρπών και ζώων. Ακόμη και να μην ήταν τόπος διαμονής, θα ήταν μέρος ημερήσιων εξορμήσεων του Ταινάριου ανθρώπου από τα σπήλαια των κοντινών ακτών, προς εξεύρεση της τροφής του.Ας αφήσω όμως την ομιχλώδη Παλαιολιθική και Νεολιθική εποχή, και να έλθω σε μια περισσότερο γνωστή περίοδο, επειδή υπάρχουν γραπτές αναφορές από τον Όμηρο, για τους χρόνους πριν από την επάνοδο των Ηρακλειδών. Αναφέρονται λοιπόν στο επικό του έργο, η Λάς, το λιμάνι του Μενελάου, και το Οίτυλο μεταξύ των άλλων πόλεων που προσέφεραν πλοία και στρατό στην εκστρατεία της Τροίας, (1200π.χ.) πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι όχι μόνο ήταν γνωστές αλλά και ακμάζουσες πόλεις, κατά συνέπεια ακμάζουσα και παραγωγική ήταν και η μεταξύ τους γεωγραφική περιοχή.Υπάρχουν και παλαιότερες αναφορές, για τους Διόσκουρους, Κάστορα και Πολυδεύκη όσον αφορά, την συμμετοχή τους στην Αργοναυτική εκστρατεία, για τον Ηρακλή, και την διένεξη του με τον Απόλλωνα, τον Τυνδάρεω και την Ελένη, τον Αχιλλέα, με γιο του Πύρρο, το φίλο του Πάτροκλο, και τον οικιστή της ομώνυμης πόλης, Λα. Οι τάφοι των Διόσκουρων εικάζεται, ότι είναι στην περιοχή της Καρδαμύλης, αλλά οι ίδιοι αναφέρεται απο τον Στράβωνα (Η΄ V3), ότι κατέλαβαν μετά απο πολιορκεία,την πόλη Λα, και για αυτό ονομάσθηκαν Λαπέρσες.
Αυτή η αναφορά, αποτελεί απόδειξη της επικοινωνίας, και της στενής επαφής των δύο πόλεων. Αβίαστα λοιπόν φανταζόμαστε ποία ήταν η διαδρομή που ακολουθούσαν, και μέσα από ποία περιοχή.Για τα ανωτέρω, μας ενημερώνει με αρκετές λεπτομέρειες ο Παυσανίας, στο έργο του Λακωνικά, που περιηγήθηκε στην περιοχή τον 2ομ.χ.αιώνα (ΧΙV.6-11, & XXV.1-10).

Στεριανή διαδρομή Παυσανία---- Ποταμός Σκύρας -----
Τα κείμενα αυτά είναι και η πρώτη περιγραφική γραπτή πηγή, που μας φωτίζει για την περιοχή. 
Πριν ερμηνεύσω τις εντυπώσεις του Παυσανία, θα παραθέσω την προσωπική μου άποψη, με όλο το σεβασμό στο έργο του περιηγητή. Οι περιγραφές του στα σημεία που μελέτησα είναι φτωχές και σύντομες, σε ότι αφορά την αποτύπωση των τόπων, τουλάχιστον αυτούς που δεν θεωρεί τόσο σημαντικούς, ή που δεν είναι τόσο εύκολο να τους επισκεφθεί. Εκεί περιορίζεται να παρουσιάζει θέσεις που του ανέφεραν άλλοι, ή στην καλύτερη περίπτωση, όπως τους είδε παραπλέοντας στις ακτές. Αντίθετα έχουμε αναφορές πολλών παραδόσεων, που χάνονται στο παρελθόν, και συμπεριλαμβάνονται στην μυθολογική περίοδο, ή σε γεγονότα παλαιότερα κατά 1200 και πλέον χρόνια, τα οποία δεν έχουν την αντικειμενικότητα που απαιτεί η ιστορία. Από τα γραφόμενα φαίνεται ότι κάποιες πόλεις επισκέφτηκε ίσως τις σημαντικότερες και με την ευκολότερη πρόσβαση, και για κάποιες άλλες, έγραψε από τις διηγήσεις των κατοίκων.
Ξεκινά λοιπόν το δισυπόστατο ταξίδι μου, πραγματικά από την μία, με κριτήριο τα σημερινά δεδομένα και νοητά από την άλλη σαν μέλος της ακολουθίας του περιηγητή, αφομοιώνοντας το παρελθόν, ούτως ώστε όσο είναι δυνατόν, να κατανοήσω να ερμηνεύσω, και να παρουσιάσω την πλησιέστερη στην πραγματικότητα άποψη.Μετά από το Γύθειο, ο περιηγητής φτάνει στην Λα, την οποία ορίζει σαφώς,(Τά δε εν δεξιά Γυθείου Λάς εστί,). Επειδή η απόσταση 40 στάδια (1 στάδιο=185 μέτρα) που αναφέρει, ταυτίζεται με την σημερινή θέση, που έχει αποδοθεί για την πόλη, έχουμε μία επιβεβαιωμένη αναφορά. Το συμπέρασμα είναι ότι πράγματι ο περιηγητής επισκέφτηκε την πόλη, άλλωστε έχουμε και μια αρκετά λεπτομερή παρουσίαση των μνημείων, του περιβάλλοντος χώρου, και της ιστορίας της. 
Φυσικό είναι να παρέμεινε εκεί λόγω της σημαντικότητας της περιοχής, και στην συνέχεια, δια μέσου του της σημερινής παραλίας Βαθύ, και του χωριού Αγερανού έφτασε στο Αεράινον, και κατέβηκε στις Καμάρες. Την πλέον εντυπωσιακή και σημαντική θέση στην περιοχή, από μορφολογικής πλευράς, κατέχει ο ποταμός Σκύρας, που εύκολα αποδυκνύεται. Μπορεί ο καθέ επισκέπτης να διαπιστώσει, ότι δεσπόζει στις εκβολές του, και δικαίως αποτελεί σημείο αναφοράς.
Στη συνέχεια, με στίγμα το ποτάμι, επιχειρείτε, προσδιορισμός απόστασης, για την πόλη Πύρριχο, (του ποταμού δε σταδίους τεσσαράκοντα απέχει Πύρριχος εν μεσογαία). Στην παράγραφο αυτή θα σταθώ και θα επισημάνω κάποιες, κατά την άποψη μου, γενικότητες. Πρώτον αναφέρεται με έμφαση, στο πόσο απέχει η πόλη, και όχι σε αυτή την ίδια, δεύτερον ότι βρίσκεται κάπου στα ενδότερα, και όχι σε συγκεκριμένη θέση, σε αντίθεση με την προηγούμενη παρουσίαση (Λάς εστί - απέχει Πύρριχος).
Η απόσταση δεν είναι σωστή, αν κάποιος σήμερα θελήσει να διανύσει πεζός την περιοχή ακολουθώντας τους φυσικά οριζόμενους δρόμους, θα διαπιστώσει ότι εκτός από το ότι είναι αρκετά κουραστικό, απέχει πολύ περισσότερο από 40 στάδια (7.400 μ.), ίσως και το διπλάσιο.
Δεν υπάρχει περιγραφή όπως στην Λα, παρά μόνο αναφορά στο «φρέαρ» της αγοράς. Αντίθετα εξαντλείται μία παράγραφος σε παραδόσεις των κατοίκων για την περιοχή.Με τα πάρα πάνω θέλω να καταλήξω στην πλέον πιθανή άποψη, να συνέχισε την περιοδεία του ο Παυσανίας από το Αεράινον στο Οίτυλο με πλοίο, και να γράφει βασιζόμενος σε διηγήσεις άλλων. Αν αυτό είναι αλήθεια, πιθανόν η θέση του Πύρριχου δεν είναι το χωριό Κάβαλος, όπως με επιφυλάξεις θεωρείται, αλλά κάποια άλλη τοποθεσία, που συγκεντρώνει καλύτερες προϋποθέσεις να κρατήσει το βάρος των παραδόσεων, που αναφέρονται στον Πύρριχο.Αξίζει εδώ να σταθώ στο φρέαρ και τον Σιληνό, που όπως αναφέρεται στην διήγηση, (δούναι δε σφίσι τον Σιληνόν νομίζουσι) προσέφερε το νερό σαν το πολυτιμότερο δώρο για την περιοχή. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι κάποιος σαν τον Σιληνό (το δεξί χέρι του Διονύσου),θα κατασκεύαζε ένα πηγάδι, και θα υστερούσε, ενώ αντιθέτως η σύζυγος του Ναιάς, προσέφερε την ομώνυμη πηγή, δείγμα θεϊκής απλοχεριάς στην περιοχή του Κότρωνα.
Τα πάρα πάνω πρόσωπα βέβαια είναι μυθικά, και αυστηρά επιστημονικά δεν αποτελούν ιστορικές αποδείξεις, το ένστικτο και η φαντασία μου, όμως επιτρέπει να εκφράσω τον συλλογισμό μου.
«Μήπως η Πύρριχος ήταν βόρια, και όχι νότια από την Αρέα;» Πολύ περισσότερο, όταν ακόμη και σήμερα, οι ντόπιοι κάτοικοι ονομάζουν τη βρύση της Δροσοπηγής, Σελινάρι(φημισμένο στούς παλιότερους γιά τό ιαματικό νερό του), και η ευρύτερη περιοχή της Καρυούπολης έχει αρκετά νερά, πραγματικά θείο δώρο για την ύπαρξη και την ανάπτυξη σημαντικών πόλεων.
Ένα άλλο σημείο είναι η τοποθεσία. Συνηθιζόταν τότε να κτίζονται οι πόλεις στην κορυφή λόφων,όπως για παράδειγμα η Λάς, γιατί λοιπόν να μην ίσχυε και στη σύγχρονή της Πύρριχο.Λάτρευαν οι Πυρρίχειοι την θεά Άρτεμιδα την Αστρατεία, υπάρχει στην Καρυούπολη περιοχή που λέγεται Αηστράτης, στα νοτιοανατολικά. Τιμούσαν τον Απόλλωνα τον Αμαζόνιο, και υπάρχουν κατάλοιπα γυναικείας εξουσίας, το σκαμνάκι της Βασίλισσας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, την περίοδο που δεν έχουμε τεκμήρια, πριν από τον 8ο π.χ. αιώνα η περιοχή του Ταινάρου φαίνεται ότι είχε σημαντική ιστορία για την εποχή. Κατοικείτο απο Μινύες, (πιθανόν μιά διαφοροποιημένη ομάδα των Μινωων),αρχαίο Ελληνικό φύλλο, απογόνους των Αργοναυτών. Ίσως και να οφείλει σε αυτούς το όνομα, που πολύ αργότερα, χρησιμοποίησε πρώτος ο Πορφυρογέννητος. Κατά τον 8ο π.χ. αιώνα, άρχισαν να επανακαμπτουν και στην Ταινάρια περιοχή, οι Δωριείς, και να επεκτείνονται οι Σπαρτιάτες στην χερσόνησο του Ταινάρου.
Η μετοίκηση αυτή δεν είχε χαρακτήρα κατάκτησης αλλά συνύπαρξης, μπορεί λόγω έλλειψης οικονομικού ενδιαφέροντος, ή αδυναμίας επιβολής, πράγμα σύνηθες για τον τόπο και τους κατοίκους. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάγονται για τα επόμενα χρόνια οι κάτοικοι της Μάνης στην Σπάρτη ως Περίοικοι, έχοντας όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αναλογούν.
Μεγάλες μετακινήσεις στην περιοχή από Σπαρτιάτες άρχισαν ξανά την εποχή της τυραννίας, όταν την εξουσία πήρε ο Νάβις, και συνεχίστηκαν μέχρι την δημιουργία του Κοινού των Ελευθερολακώνων τις παραμονές της Ρωμαϊκής κυριαρχίας.Κατέφυγαν τότε στην περιοχή οι αντιφρονούντες, μετά από τους διωγμούς του Νάβιδος, και εξ αιτίας των συνεχών πολέμων, μέχρι την Ρωμαϊκή κυριαρχία, έβρισκαν καταφύγιο, στην απρόσιτη περιοχή του Ταινάρου, όχι μόνο Σπαρτιάτες, αλλά και πολλοί άλλοι. Αποτέλεσμα των μετακινήσεων αυτών, ήταν να εμπλουτισθεί η περιοχή με Σπαρτιάτες από τις ανώτερες αριστοκρατικές τάξεις, κυρίως η Λάς, που ήταν η απαρχή μαζί με το Γύθειο, της κατοπινής ανάπτυξης την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Σε αυτό βέβαια συνετέλεσε και το ότι οι πόλεις του Κοινού όχι μόνο θεωρούντο φίλιες από τους Ρωμαίους, αλλά συγγενικές, επειδή πίστευαν ότι από εκεί έλκουν την καταγωγή τους.
Η ιστορία συνεχίζεται, και η Μάνη ακολουθεί τις εξελίξεις, άλλοτε στην σκιά και άλλοτε στο προσκήνιο. Ακμή και παρακμή της ισχυρής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μεταφορά της πρωτεύουσας, στην (Νέα Ρώμη) Κωνσταντινούπολη εξάπλωση του Χριστιανισμού, εξέλιξη και πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από την εποχή του Μεγάλου Θεοδοσίου ξεκινά ένας διωγμός εναντίον οτιδήποτε Εθνικού (Ελληνικού), προς όφελος της νέας θρησκείας, που συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση, επί αυτοκράτορα Αρκαδίου. Τότε καταστρέφεται κάθε Ελληνική (Εθνική) ανάμνηση στην Πελοπόννησο (Ολυμπία, Σπάρτη κ.λ.π.). Το χειρότερο είναι ότι χρησιμοποιήθηκαν, σαν σύμμαχοι για επίτευξη του στόχου, και οι ορδές των Βανδάλων, με την υποστήριξη του Βυζαντίου.
Οι Βάνδαλοι όμως, αναπτύχθηκαν, συγκρότησαν κράτος, και με αρχηγό τον ικανό Γιζέριχο, επιτέθηκαν στην περιοχή του Ταινάρου. Οι Ελευθερολάκωνες, όμως μετά από σθεναρά αντίσταση δεν επέτρεψαν στον Γιζέριχο να υλοποιήσει το σχέδιο του, που αποχώρησε άπρακτος μετά από μεγάλες απώλειες.
Το γεγονός δείχνει ότι στη Μάνη υπήρχαν ισχυρές πόλεις που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αρκετούς και ικανούς πολεμιστές. Παρ όλα αυτά όμως μέσα στους δύο επόμενους αιώνες, όπως ήταν φυσικό επακόλουθο, κυρίως λόγω του καταστροφικού σεισμού, και των συνεχών επιδρομών, σταδιακά εγκαταλείφθηκε και κατεστράφη όλο το παράλιο οικοδομικό σύστημα. (Βάνδαλοι, Σλάβοι, Άραβες, Άβαροι, Σαρακηνοί κ.α.) Ο φόβος των επιδρομών από τα παράλια, ήταν η αιτία να οδηγηθούν οι κάτοικοι σε ορεινές και ασφαλέστερες τοποθεσίες.
Έτσι το σκηνικό αλλάζει, από την μία η ανάταση της νίκης επί των Βανδάλων, αλλά και η ανάγκη για οχύρωση από τους επιδρομείς, απο την άλλη έχουν σαν αποτέλεσμα την δημιουργία, οχυρών τοποθεσιών στην ενδοχώρα, κυρίως στην μέσα Μάνη που είναι από το φυση προφυλαγμένη, έως και απροσπέλαστη.
Η Πελοπόννησος όλα αυτά τα χρόνια, εγκαταλείπεται από την αυτοκρατορία .
Γίνεται λοιπόν, προορισμός για επιθετικές ή ειρηνικές δραστηριότητες, από διάφορα φύλλα που δέχονται πιέσεις, ή έχουν επεκτατικές διαθέσεις. Καταφύγιο παραμένει η Μάνη που όπως φαίνεται αποτελεί τον πυρήνα της άμυνας, και την ελπίδα της αυτοκρατορίας.Τον 6ο αιώνα, το Βυζάντιο επί Ιουστινιανού βρίσκεται σε άνθιση και επεκτείνεται σε όλη την Μεσόγειο.
Την Μάνη επισκέπτεται ο Βελισάριος, συνοδευόμενος από τον ιστορικό Σταυράκιο,(που γράφει γι αυτό), με σκοπό να στρατολογήσει άνδρες. Αποτελεί λοιπόν η περιοχή βάση ανεφοδιασμού για την αυτοκρατορία, σε έμψυχο υλικό, και κατά συνέπεια θεωρείται σημαντική, αποκομίζοντας τα ανάλογα οφέλη.Οι παραπάνω δραστηριότητες όμως, προϋποθέτουν μία σωστά οργανωμένη διοίκηση, με την συμμετοχή Βυζαντινών αξιωματούχων.
Τότε πιθανόν εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Μάνης οι οικογένειες που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα ιστορία Τότε πρέπει να μετοίκησαν κλάδοι Βυζαντινών οικογενειών όπως οι Κοντόσταυλοι. Από τις αρχές του 7ου αιώνα αρχίζει η εγκατάσταση των Σλάβων, (Εζερίτες, Μελλιγοί) στην Λακωνία. Τα γεγονότα εξελίσσονται αρνητικά για την περιοχή, μέχρι το τέλος του 8ου αιώνα οπότε αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον του Βυζαντίου για την Μάνη.
Η πολιτική του αυτή υλοποιείται από τις αρχές του 9ου αιώνα, με συγκεκριμένες κινήσεις στρατηγικής σημασίας. Κατ αρχήν εμπλουτίζεται η Μάνη, με νέους πληθυσμούς από διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας, την Θράκη τον Πόντο και άλλες, με βασική προϋπόθεση το ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα, για τον περιορισμό της εξάπλωσης αφ ενός, και τον εκχριστιανισμό των Σλαβικών φύλλων αφ ετέρου. Όσον αφορά την διοίκηση, έχει προηγηθεί η ίδρυση του Θέματος της Πελοποννήσου επί αυτοκράτορος Νικηφόρου Α΄.
Σύμφωνα με νεώτερες μελέτες, η θεωρία περί ειρηνικής εισβολής Σλάβων αρχίζει και κλονίζεται. Βέβαια μετακινήσεις πληθυσμών υπάρχουν αλλά όχι σε τόσο μεγάλο ποσοστό ώστε να επηρεάσουν την ομοιογένεια της περιοχής. Τά φύλλα που μετοίκησαν περισσότερο μοιάζουν με Βλάχους Αρβανίτες ή Βλαχοαρβανίτες, δηλαδή πρόκειται περί ελληνικών φύλλων ορεσίβιων, που πιεσμένοι από την επέκταση τών βορείων, και ειδικότερα τών Βουλγάρων αναζήτησαν νοτιότερα βοσκοτόπια.
Οί Εζερίτες και οι Μελλιγοί δεν ήταν άλλοι από τούς απογόνους τών Ελευθερολακώνων που αναζήτησαν ώς συνήθως τήν σωτηρία και την επιβίωση τούς στίς ορεινές πλαγιές του Ταυγέτου οι Μελιγγοί, και στην ελώδη πεδιάδα του Έλους οι Εζερίτες. Τα ονόματα πήραν από τα χαρακτηριστικά τών περιοχών που κατοικούσαν, οί μέν από το Μήλιγξ, που σημαίνει κρόταφος, πλαγιά βουνού, και οι δέ από τίς προσχώσεις τού ποταμού Ευρώτα (έζω+ροή).
Έχοντας σαν υπόβαθρο τα προηγούμενα στην συνέχεια σχεδιάζεται, και υλοποιείται σταδιακά, ο δυναμικός τρόπος που θα αντιμετωπισθούν οι Σλαβοι με την δημιουργία θρησκευτικών και στρατιωτικών πυρήνων σε επιλεγμένα στρατηγικά σημεία Ονομασία περιοχής στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου της Καρυόπολης «Φιλαδέλφεια» παραπέμπει στην ομώνυμη πόλη της Περγάμου σημερινή Alasehir, και καταδεικνύει, ότι επακόλουθο της μετανάστευσης, ήταν και η μεταφορά τοπωνυμίων. Κατά την εποχή αυτή φαίνεται, ότι εγκαταστάθηκε στη Μάνη, κλάδος της ιστορικής οικογένειας των Φωκάδων με καταγωγή την Καππαδοκία, μεγάλη Βυζαντινή επαρχία στη Μικρά Ασία
Από αυτή την οικογένεια, αναδείχθηκαν πολλοί και άξιοι άνδρες, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα.
Για μεγάλο διάστημα, κατείχαν επάξια, σημαντικά αξιώματα στον στρατιωτικό και διοικητικό τομέα καθορίζοντας τις εξελίξεις στην αυτοκρατορία .
Ο Βάρδας Φωκάς, ήταν πατέρας του Νικηφόρου, στρατηγός και διοικητής του θέματος Ανατολικών.
Ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς 963-969μ.χ. που έφτασε στο ανώτατο αξίωμα, του αυτοκράτορα στέφθηκε αφού παντρεύτηκε την σύζυγο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ μετά τον θάνατό του, την Θεοφανώ. Ήταν ο χαρακτήρας που συνδύαζε αρμονική την στρατιωτική ικανότητα αφ ενός, με την Χριστιανική απλότητα και μετριοφροσύνη αφ ετέρου. Αλώστε είχε αποκτήσει μεγάλη πείρα στα στρατιωτικά, λόγω των συνεχών πολέμων εναντίον των Αράβων, από τους οποίους επανέκτησε και την Κρήτη το 961μ.χ.και επέκτεινε τα σύνορα του Βυζαντίου πέρα από τον Ευφράτη, μετά από σημαντικές νίκες στην Συρία. Στις επιχειρήσεις για την πολιορκία και την τελική πτώση της Αντιόχειας, συνέβαλλε ο Πέτρος Φωκάς.
Ο Νικηφόρος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, μεγαλόπνοος ηγέτης και ένθερμος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας.Ένα καθοριστικό μέτρο σε ότι αφορά τα θέματα της εκκλησιαστικής διοίκησης, είναι το διάταγμα 964μ.χ., που απαγορεύει την ίδρυση μοναστηριών παρά μόνο σε έρημα μέρη για παράδειγμα το Άγιο Όρος. Πιθανόν με βάση αυτό το διάταγμα να ιδρύθηκε μονή και στην Καρυόπολη, που αποτέλεσε τον βασικότερο άξονα στον εκχριστιανισμό των Σλάβων, βοηθούμενο και με στρατιωτική δύναμη.
Η Καρυόπολις υπάρχει αυτήν την περίοδο, σύμφωνα με την μαρτυρία του μοναχού Νικήτα στο μοναδικό έργο του «Βίος του Οσίου Φιλαρέτου». Επακριβώς αναφέρεται στο τέλος του κειμένου, ότι έγραψε, « εν εξορία ων εν Πελοπονήσσω εν Καρυουπόλει» . Ο Όσιος Φιλάρετος από την Άμνια της Παφλαγονίας, ήταν παππούς του Νικήτα και της εξαδέλφης του Μαρίας, που έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ΄.Στην Καρυόπολη έμεινε για ένα χρόνο, για τον λόγο που προαναφέρθηκε, πράγμα που επιδέχεται πολλές αμφιβολίες. Είναι πράγματι δύσκολο να δεχθούμε ότι ένα μέλος από το στενό κύκλο των αυλικών, που είχε και την ιδιότητα του μοναχού, εξορίστηκε στην Καρυόπολη και παρέμεινε μόνο ένα χρόνο. Εκτός αυτού ο μοναχός Νικήτας δεν έχει να παρουσιάσει άλλο συγγραφικό έργο, εκτός από το προαναφερθέν.
Εξετάζοντας λοιπόν την θρησκευτική και πολιτική κατάσταση της εποχής (επικίνδυνη ανάπτυξη Σλάβων στην περιοχή),διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος, να χαθεί μία σημαντική βάση της αυτοκρατορίας, όσον αφορά τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων.Επομένως ο Νικήτας, πιθανόν και άλλοι, αποτελεί το όργανο για την υλοποίηση ενός μεγαλεπήβολου, και απορρήτου σχεδίου, για να αποτραπούν τα ανωτέρω, όπως και έγινε.Το σχέδιο προέβλεπε την ανακοπή των Σλάβων για την ακρίβεια (Σκλάβων) και τον εκχριστιανισμό τους, με κάθε μέσο, ούτως ώστε στη συνέχεια να επεκταθεί η απόλυτη κυριαρχία των Βυζαντινών σε όλη την Πελοπόνησσο.
Το εν λόγω σχέδιο περιλαμβάνει ακόμη, την ίδρυση Θέματος Πελοπονήσσου, την ευρεία μεταφορά πληθυσμών, από Βυζαντινές επαρχίες, κυρίως από τον Πόντο, την ίδρυση επισκοπής Μαίνης, και τους πολέμους κατά των Αράβων. Αργότερα θα ακολουθήσουν οι πόλεμοι κατά των Βουλγάρων στην Κεντρική Ελλάδα. Στην αποστολή του λοιπόν ο Νικήτας είχε το ρόλο του παρατηρητή, ούτως ώστε να παρουσιάσει την υφιστάμενη κατάσταση, και να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις.
Την επίτευξη των στόχων, τουλάχιστον από θρησκευτικής πλευράς ολοκλήρωσε ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, με την ιεραποστολική του δράση στην περιοχή, μετά δύο αιώνες.
Φυσικά δεν υπήρχε καμία ανάγκη, να γίνουν Χριστιανοί οι ντόπιοι κάτοικοι, ήταν ήδη πριν από πολλούς αιώνες, όπως μαρτυρούν, οι παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, που είναι διάσπαρτες, γνήσια αρχιτεκτονικά και πολιτιστικά στολίδια για την Μάνη. Το ζητούμενο ήταν, να καταστούν ακίνδυνα τα ξένα φύλλα, πράγμα το οποίο έγινε, με σκληρό κατά την άποψη μου τρόπο, κάτω από την κάλυψη του μανδύα του εκχριστιανισμού.Όλα τα παραπάνω προετοίμασαν το έδαφος και αποτέλεσαν την αφετηρία, για την δημιουργία και ακμή του Δεσποτάτου του Μορέως στο Μιστρά, τα επόμενα χρόνια.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ο ρόλος της Καρυόπολης, την οποία ο Νικήτας βρήκε όχι μόνο υπάρχουσα και ακμαία (δεν θα την διάλεγε διαφορετικά) αλλά και σε στρατηγική θέση ούτως ώστε να διαδραματίσει τον ρόλο που έπρεπε. Και ο ρόλος της ήταν, να είναι το κέντρο επιχειρήσεων, μέχρι και την εποχή του Νίκωνος. Αυτή την άποψη συμμερίσθηκαν αργότερα και οι Παλαιολόγοι, και απέκτησε επί των ημερών τους την μεγαλύτερη της αίγλη, λόγω της στρατηγικής θέσης που καταλαμβάνει .
Πιθανόν ιδρύθηκε μετά την επίθεση των Βανδάλων, ίσως σε ερείπια αρχαιότερης πόλης, και αν προσπαθήσω να ερμηνεύσω την ονομασία της, σύμφωνα με τον ρόλο που έπαιξε, το λατ.
Carus (=εποπτεία, φροντίδα, κηδεμονία) + Πόλις ταιριάζει γάντι. Το ότι έγινε σύνθεση Λατινικής και Ελληνικής λέξης δεν με ξενίζει, διότι στις αρχές του 7ου αιώνα καθιερώθηκε στο Βυζάντιο η Ελληνικά γλώσσα, επί Ηρακλείου. Πεντακόσια χρόνια αργότερα αναφέρεται και σαν Κρανούπολις σε επιγραφή που βρίσκεται στο μουσείο Σπάρτης. Αργότερα τέλος του 9ου αιώνα, βαφτίζεται και (η) περιοχή του Ταινάρου «Κάστρο Μαίνης», όταν πλέον το ενδιαφέρον του Βυζαντίου φανερώνεται επισήμως.
Η μικρή περίοδος της Φραγκοκρατίας (1204-1262), αν και άφησε τα σημάδια της, λόγω της αγριότητας, μέχρι και Καθολικούς επισκόπους όρισαν, δεν μπόρεσε να ανακόψει την πορεία της περιοχής αντιθέτως την ευνόησε, με το κτίσιμο δύο σημαντικών κάστρων.Του κάστρου στο Μιστρά κατ αρχήν το 1249μ.χ. , και στη συνέχεια, μετά τέσσερα χρόνια, του κάστρου στον Πασσαβά 1254μ.χ. τα οποία όμως δεν πρόφθασαν να χαρούν, γιατί πέρασαν στους Παλαιολόγους μετά το κτίσιμό τους. Βέβαια η Φραγκοκρατία δεν είχε καμιά τύχη στην περιοχή τής Μάνης.
Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανεξαρτησία των κατοίκων, ακόμη και ο ορισθείς καθολικός επίσκοπος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψη την περιοχή. Η φράγκικη κατοχή περιορίσθηκε στην Βαρωνεία του Πασσαβά, ασχέτως τού Χρονικού του Μορέως που αναφέρει ότι ο Βιλεαρδουίνος επέρασε τόν Πασσαβά και επήγε στην Μαίνη. Δεν αμφισβητώ τό ότι επήγε, αλλα είναι σίγουρο πώς δεν έμεινε, και κατά πάσαν πιθανότητα δεν ίδρυσε ούτε κάστρο, τό περιβόητο Κάστρο τής Μαίνης. Περισσότερη έμφαση έδωσαν οι Φράγγοι να φυλάξουν τα κεκτημένα τής περιοχής τού Πασσαβά.
Γιά αυτό τόν λόγο υπήρχε προκεχωρημένο φυλάκιο με φρουρά στην πρόσβαση πρός Μάνη την περιοχή του στενού τής Λαγκάδας. Η περιοχή ακόμη και σήμερα ονομάζεται Φράγκα, και εκτός αυτού υπάρχει τό οικογενειακό όνομα Ντε-μίρος μοναδικό στην Μάνη και εγκατεστημένο στην συγκεκριμένη περιοχή. Εκτός από αυτά η ρεματιά που ξεκινά ακό την Καρυούπολη και περνά από την Λαγκάδα έχει τό όνομα Όρειαχα που θυμίζει οριογραμμή,σύνορο, και η ονομασία του ξεμονιού είναι Σταμάτα, δηλώνει πώς οι Μανιάτες σταματούσαν εκεί, στο μοναστήρι του Γκρεμού.
Τό φυλάκιο ενοείται προστάτευε τούς Φράγκους από τούς Μανίατες. Οσο γιά τό όνομα Πασσαβάς θα τολμήσω μιά ερμηνεία διαφορετική αλλά λογικότερη τών υπαρχουσών.
Ονομάσθηκε έτσι από τόν Αβά και το παλιό όνομα τής περιοχής, αβάς τής Λάσσα=Λάσσα+αβάς, και από παραφθορά, προφορική ή γραπτή (είναι συνήθης στό χρονικό τού Μορέως)Πασσαβάς.
Αυτή την περίοδο πιθανότατα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μέλη της οικογενείας των Μεδίκων και των Κομνηνών.
Μετά την Φραγκοκρατία ξεκινά μία λαμπρή περίοδος για το Δεσποτάτο, που αποτελεί την χρυσή εποχή σε όλους τους τομείς, για τα επόμενα διακόσια και πλέον χρόνια. Με διοικητικό, αλλά και πολιτιστικό κέντρο τον Μιστρά, η Ταινάρια χερσόνησος ανθεί. Συμπεριλαμβάνεται άλλωστε, στην επικράτεια των Παλαιολόγων, που αναγνωρίζουν τη νομοτελειακή συμμετοχή της, στην δημιουργία, και την αίγλη του Δεσποτάτου.
Η Καρυόπολις, που αποτελεί πλέον επισήμως έδρα Επισκοπής, είναι ο τοποτηρητής μεταξύ των δύο θαλασσών, του Λακωνικού και του Μεσσηνιακού κόλπου και συγχρόνως τό σύνορο μεταξύ της Ταινάριας και της Λακωνικής περιοχής. Απόδειξη της ουσιαστικής σημασίας της είναι ότι έκτός από τον επίσκοπο εδρεύει και Στρατοπεδάρχης διορισμένος από τους Παλαιολόγους με φρουρά.
Αυτό αποδεικνύει με την ύπαρξή του ο Πύργακας (πύργος των Παλαιολόγων) και οι εκκλησίες, που η χρονολόγηση τους από τον καθηγητή Δρανδράκη δείχνει σαφώς τον χρόνο της ανάπτυξης.
Κτίσθηκε λοιπόν ο Άγιος Νικόλαος (τέλη 13ου) και ο ΄Αγιος Γεώργιος (αρχές 15ου), που χρησιμοποιήθηκε σαν Επισκοπικός ναός, για αυτό και αρχιτεκτονικά προσπαθεί να μεταδώσει μεγαλοπρέπεια.
Θαλάσσια και στεριανή διαδρομή Κυριάκου Ανγκωνίτη------Ποταμός Σκύρας------
Τα παραπάνω επικυρώνει, σαφέστατα και ο λόγιος περιηγητής Κυριάκος από Ανκόνα. Στις 15 Οκτωβρίου του1447μ.χ αποβιβάσθηκε στο Οίτυλο ερχόμενος από την Κορώνη, με πλοίο που καπετάνιος του, ήταν ο Ιωάννης Ρουσέας από το χωριό Δρύ. Τα κείμενα βεβαίως έχουν ένα λόγιο χρώμα, αλλά πιστεύω ότι είναι αντικειμενικά, επειδή βασίζονται σε προσωπικές εντυπώσεις του συγγραφέα, μέσα από περιοδείες κουραστικές πολλές φορές πράγμα που εκφράζεται με δυσφορία, και στο γραπτό.
Σημαντικές μαρτυρίες είναι ακόμη, όσα έχουν σχέση με την κοινωνική ζωή των κατοίκων, τις καλλιέργειες της περιοχής, την πολεοδομική διάταξη των πόλεων, μέχρι και τους εθιμικούς αθλητικούς αγώνες δρόμου, απο την αρχαία εποχή (Androdromon Pentastadium), σε ελεύθερη μετάφραση δρόμος χιλίων μέτρων ανδρών.Εξ ίσου ενδιαφέρουσες και διαφωτιστικές είναι οι επισκέψεις του στις αρχαίες πόλεις, με καταγραφές στοιχείων, από δομικά απομεινάρια, επιγραφές, και μαρτυρίες κατοίκων.
Στο Οίτυλο βρίσκει τον Ιωάννη Παλαιολόγο, που του παρέχει την δέουσα φιλοξενία, και τις προϋποθέσεις φαντάζομαι για τις περιοδείες του. Από εκεί με το ίδιο πλοίο, φτάνει στο χωρίο του καπετάνιου Δρύ, και για δύο μέρες επισκέπτεται την Χαριά και περιοδεύει τα γύρω χωριά με τα πόδια, περιγράφοντάς τα, και καταγράφοντας σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία από τις εντυπώσεις του.
Τα αρχαία απομεινάρια, είναι διάσπαρτα, συνήθως χρησιμοποιημένα σε νέα κτίσματα.
Ο περιηγητής σχεδιάζει, ανάμεσα στην γραπτή αφήγηση του, πολλές εικόνες με τόπους, οικοδομήματα, και αντικείμενα, με σκοπό να τα αποδώσει με περισσότερη σαφήνεια.
Η μαγεία των παραδόσεων της άκρης του Ταινάρου, τον οδηγούν ακτοπλοϊκώς στην Κυπάρισσο, που ονομάζεται έτσι από τους κατοίκους αλλά, δεν είναι άλλη από την σημαντικότερη αρχαία πόλη με την ονομασία, Πόλη τουΤαινάρου ή (Καινήπολις). Καταγράφονται εδώ πολλές χαραγμένες επιγραφές, (επιγράμματα) και το ταξίδι συνεχίζεται στις 20 Οκτωβρίου μέχρι το Πόρτο Κάγιο δίπλα στο χωριό Chorasia.
Ανάλογη της λόγιας φύσης του είναι η περιγραφή, και οι παραδόσεις, για τoν Ηρακλή τον Κέρβερο και την σπηλιά του Άδη, που επισκέφτηκε με την συντροφιά κατοίκων από το χωριό Porasia.
Ακολουθεί η επιστροφή στο χωριό Δρύ, και αρχίζει την εμομένη, ο δεύτερος κύκλος της περιοδείας του στις ανατολικές ακτές του Ταινάρου.Το σκέλος αυτό είναι αποκλειστικά πεζοπορία και μάλιστα, κατά την άποψη του περιηγητή αρκετά δύσκολη.
Αφού διασχίζει κατά μήκος τις ακτές του Μεσσηνιακού, από το φυσικό χώρισμα που οδηγεί σε μία εύφορη κοιλάδα με πολλά χωριά, έχει οπτική επαφή με την παραλιακή πόλη της Amathea.
Σημαντικό είναι να σχολιασθεί ότι, στο σημείο αυτό αφιερώνεται, μεγάλο μέρος της συγγραφής, σε προσωπικές παρατηρήσεις και σχόλια, για δραστηριότητες των κατοίκων καθώς και ειδυλλιακή παρουσίαση της κοιλάδας.
Σε κάποιο σημείο δε που ξεπηδούσε μέσα από φυσικούς βράχους, γίνονταν οι αγώνες που προανέφερα, οι οποίοι περιγράφονται με μεγάλη λεπτομέρεια. Το ότι αναφέρεται σε κοιλάδα, που προϋποθέτει την ύπαρξη ποταμού, με αρκετά χωριά από ελιές, με οδηγεί να πιστεύω, ότι περιγράφει την ευρύτερη περιοχή, που περιβάλλει την Καρυούπολη.
Το επόμενο μέρος που επισκέπτεται, είναι η περιοχή γύρω από τον Κότρωνα.
Εδώ περιγράφει χωριά με κάστρα, στην απέναντι πλευρά από το ακρωτήριο, που αποτελεί μία μορφή φυσικής οχύρωσης, και χωριά με λουλουδιασμένα περιβόλια πάνω σε αυτό.
Σημαντικότερο το κάστρο στην ακρόπολις της Colochithea, που έχει το ίδιο όνομα με την πόλη, και είναι κτισμένο σε πέτρινη κορυφή από όψιμες γενιές. Από την Amathea έρχεται στην Καρυόπολη ένα χωριό της αρχαίας Ασίνης, όπως αναφέρει όπου και συναντά τον Γεώργιο Σολιανο (Solianum Georgi), ο οποίος ήταν στρατοπεδάρχης διορισμένος από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο δεσπότη του Μιστρά.
Ο Κυριάκος φιλοξενήθηκε εκεί και την επομένη, συνοδευόμενος από τον Γεώργιο Σολιανο επισκέφτηκαν την αρχαία και κατεστραμμένη πόλη της Ασίνης.
Τοποθετεί την Ασίνη στις ακτές του Λακωνικού κόλπου, και διαπιστώνει ελάχιστα απομεινάρια να θυμίζουν την μεγάλη πόλη, κυρίως από λουτρά που οι ντόπιοι τα ονόμαζαν “camaras”.
Εδώ πρέπει να εξηγήσω ότι η Ασίνη ακμάζουσα πόλη της αρχαιότητας βρισκόταν στην Αργολίδα κοντά στο σημερινό Τολό, αλλά κατεστράφη από τους Αργείους.Σύμφωνα με τον Παυσανία, (VII .4) κατά τον 8ο π.χ. αιώνα όταν βασιλιάς στην Σπάρτη ήταν ο Νικανδρος γιος του Χαρίλαου από το γένος των Ευρυποντιδών, και δεύτερος βασιλιάς ο Τήλεκλος από το γένος των Αγιαδών, ξέσπασε πόλεμος στην Αργολίδα, μεταξύ των Λακεδαιμόνιων και των Αργείων.
Οι κάτοικοι της Ασίνης ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών και μετά από τις εχθροπραξίες, όταν οι Σπαρτιάτες έφυγαν, κατεστράφη η πόλη τους σαν αντίποινα από τους Αργείους.
Οι Ασίνηοι που απέμειναν, μετά από αυτό αποβιβάστηκαν στα πλοία, και εγκατέλειψαν οριστικά την πόλη τους. Το πιθανότερο συμπέρασμα είναι, σε αυτή την δύσκολη θέση να ζήτησαν την βοήθεια των συμμάχων τους, και να την έλαβαν, με την μορφή παραχώρησης γης, για να ιδρύσουν καινούργια πόλη.
Η τοποθεσία που φαίνεται να ήταν κτισμένη η πόλη είναι η περιοχή από Καμάρες μέχρι Σκουτάρι. Απέμειναν όμως ελάχιστα, λόγω του ισχυρού σεισμού που έπληξε όλη την περιοχή το 375μ.χ.και είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τις παραθαλάσσιες πόλεις του Λακωνικού, προκάλεσε ακόμη και τον καταποντισμό του Γυθείου.Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες ψαράδων, που αναφέρουν ότι κοντά στη στεριά ανοικτά από το Γύθειο, τον Κότρωνα και γιατί όχι και το Σκουτάρι υπάρχουν ερείπια κτισμάτων.Γεγονός είναι ότι, αναφέρεται επισκοπή Ασίνης. Αλλά και κατά τον Στράβωνα (Η΄ V2), στήν θαλάσσια διαδρομή του, απο Ταίναρο μέχρι Μαλέα, καταγράφονται διαδοχικά οι πόλεις ,Ψαμαθούς, Ασίνη, Γύθειον.Σε αυτό το σημείο αφήνουμε τον περιηγητή, που συνέχισε το ταξίδι του στο Γύθειο, και από εκεί δια μέσου της πόλης Arcasa, στο δεσποτάτο του Μιστρά που συνάντησε τον φίλο του Πλήθωνα Γεμιστό.
Πράγματι αυτή την περίοδο η Καρυόπολις είναι στην ανώτερη ακμή της όπως και όλη η Μάνη μέχρι και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους.Το γεγονός της άλωσης, έχει σαν συνέπεια την αποδυνάμωση του Μιστρά και την πτώση του, που προσφέρει όμως στο Ταίναρο νέους πληθυσμούς. Η Μάνη είναι ξανά τόπος συγκέντρωσης μισθοφόρων, με αποτέλεσμα ο Πασσαβάς να περάσει σε Ελληνικά χέρια πολύ σύντομα, και αφού αποτέλεσε ειδική περιοχή, να αναπτυχθεί αλματωδώς.Ακολουθεί η περίοδος των Ενετοτουρκικών πολέμων, με την Καρυούπολη Ενετικό κάστρο, μέχρι που παραχωρείται στους Τούρκους το 1480μ.χ. και παραμένει χωριό με το ίδιο όνομα, συγκεντρώνοντας σαν πυρήνας τους γύρω συνοικισμούς.
Το τέλος του 15ου αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά η Κελεφά, που αναπτύσσεται σύντομα πράγμα αρκετά φυσικό. Αναλύοντας γεωγραφικά τον χώρο, και εξετάζοντας τις συνθήκες, διαπιστώνουμε ότι οι Τουρκοκρατούμενες περιοχές, έστω και χαλαρά, είναι στην Κάτω Μάνη, δηλαδή Πασσαβάς, παράλια, Γύθειο και η υπόλοιπη Λακωνία.
Η βάση ορμητήριο λοιπόν είναι η Ταινάρια χερσόνησος, που είναι εκτός Οθωμανικής κυριαρχίας, και οι κινήσεις παντός είδους έχουν κατευθύνσεις, από τα νότια προς τα βόρια, και από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Επικοινωνία υπάρχει με την Δύση από την πλευρά του Μεσσηνιακού δια θαλάσσης.
Αυτό έχει σαν συνέπεια, όχι μόνο να αναπτυχθούν, αλλά και να δημιουργηθούν πόλεις βάσεις εφοδιασμού, όπως η Αρεόπολη.
Στην Καρυόπολη τα μέσα του 16ου αιώνα κατοικούν οι Κοντόσταυλοι που μαζί με άλλες μεγάλες οικογένειες (Μαυρομιχαλαίοι, Γρηγοράκηδες) εγκατέλειψαν την κοιτίδα τους τα Άλικα να εγκατασταθούν σε νέους εφόρους τόπους. Πράγματι σε όλη την διάρκεια του 17ου αιώνα έχουμε συσσώρευση οικογενειών στην Κελεφά, το Οίτυλο, και στην συνέχεια μετακίνηση προς την περιοχή του Πασσαβά, που έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής.
Η μοίρα και η γεωγραφική θέση θέλει πάλι την Καρυούπολη σύνορο μεταξύ της Τουρκοκρατούμενης και της ελεύθερης περιοχής της Μάνης και μάλιστα στην πρώτη γραμμή, που αναφέρεται ξανά σαν επισκοπή το 1618μ.χ. και συνεχίζει να είναι μέχρι το 1833μ.χ που καταργείται. Ντοκουμέντο από το λεξικό Hofmann Johann Jacob (1635-1706). Η σειρά επισκόπων που διακόνευαν είναι μεγάλη, και ένδοξη, επειδή περιλαμβάνει πολλούς μάρτυρες υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Με χρονολογική σειρά αρχίζοντας από τον 17ο αιώνα, ο πρώτος Άνθιμος, ο Παρθένιος, ο δεύτερος Άνθιμος, ο Ιωακείμ, κατά την Ενετοκρατία που καταγράφεται, και σαν ενοικιαστής γαιών, όπως και άλλοι επίσης, που αναφέρονται παρακάτω σύμφωνα με τα κατάστιχα των αρχείων Nani, περί ενοικιάσεως και φόρων. (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος).
Επί Παρθενίου Καλκανδή έλαβε χώρα και ο αποικισμός της Κορσικής της οποίας αρχηγός ήταν ο εν λόγω Επίσκοπος, που βάφτισε τό ιδρυθέν χωριό Καργέζε, δηλαδή Καρυαί. Σύμφωνα με τα γραφόμενα στην διαθήκη του, την Καρυόπολη παρέλαβε από τον προηγούμενο γηραιό επίσκοπο Ιωάσαφ, και παρέδωσε στόν Κάπο Αποστόλη και τους υιούς του. Ο Ιωάσαφ, είναι ο ιερομόναχος και ηγούμενος του μοναστηριού τού Χέλμου, και με αυτόν τόν τίτλο υπογράφει στην επιστολή του 1612 στην επιστολή πρός τόν Δούκα του Νεβέρ. Τό Μοναστήρι τού Χέλμου είναι τό Μοναστήρι στό Καταφύγγι στό Γκρεμό στό ξεμόνι Σταμάτα που περιγράφεται στο κεφάλαιο "Τοποθεσία". Από αυτόν παρέλαβε τό μοναστήρι ο Παρθένιος, και είναι φανερό ότι ανήκε στην Καρυούπολη.
Σέ αυτό επέστρεψε και ο καπο Αποστόλης και τελέιωσε την ζωή του σαν μοναχός. (Ο γηραιός Ιωάσαφ πιθανόν να είναι ο επίσκοπος που λόγω γήρατος δεν πήραν μαζί τους οι άποικοι, σύμφωνα με την παράδοση, και έθεσε τέρμα στην ζωή του πέφτοντας από ένα βράχο).
Κατά τον 18ο αιώνα διακόνησαν, ο Σωφρόνιος, ο Γεράσιμος, ο Αγάπιος, ο Αγαθάγγελος, και ήρωας Ανανίας Λαμπαρδής, που ήταν και πρόκριτος (Μορογιάν) του Μωριά, και είχε οικτρό τέλος, από τους Τούρκους όταν ήταν Μητροπολίτης Λακεδαίμονος στο Μιστρά.Στην περίοδο του πρώτου Ρωσοτουρκικού πολέμου ο Παίσιος τάσσεται ενεργά υπέρ των Ρώσων, στη συνέχεια, ο Βενέδικτος, ο Μακάριος, ο Διονύσιος στις αρχές του 19ου αιώνα, και ο Κύριλος Γέρμος την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης, που η επισκοπή περιελάμβανε αρκετά μεγάλη έκταση και οικισμούς
Οι Μανιάτες λοιπόν,επικοινωνούν με την δύση γραφουν επιστολή στό πάπα Γρηγόριο Ε' το 1582 μ.χ., ζητούν συμμάχους στις αρχές του 17ου αιώνα να επεκταθούν ανατολικά, έρχονται σε συνεννόηση με τον Δούκα του Νεβέρ, γράφοντάς του επιστολή, Φωκάδες, και Κοντόσταυλοι μαζί με άλλους, που αργότερα καταλήγει στο ξέσπασμα του απελευθερωτικού κινήματος το 1618μ.χ.
Το επαναστατικό κλίμα οδηγεί τους Τούρκους στην ίδρυση του κάστρου της Κελεφάς, αλλά τα πράγματα είναι μη αναστρέψιμα. Έτσι το 1684μ.χ βρίσκουμε υπογραφές Καρυοπολίτων σε υπόμνημα προς τον Μοροζίνη και μέχρι το 1715μ.χ. έχουμε την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Την περίοδο της Ενετοκρατίας, που είναι ευνοϊκή, απέναντι στους συμμάχους Μανιάτες, με το σύστημα (Livelo perpetuo = ενοικιάσεις γαιων αορίστου χρόνου) ενοικιάζονται, από μεγάλες οικογένειες εκτάσεις, με σκοπό την γεωργική, και εμπορική εκμετάλλευση, ή για είσπραξη φόρων (περίπτωση περάσματος Πασσαβά).
Μερικά από τα ονόματα που ενοικιάζουν την περιοχή, είναι, Δικαίος Ντεμίρος, Κοσμάςκαι Ηλίας Παπαδάκης, Γρηγόριος Τρυγονάς, και o Κavalier Θωμάς Φωκάς.
Η ενοικίαση για αόριστο χρονικό διάστημα, οδήγησε τους ενοικιαστές να κατοικήσουν στις ενοικιαζόμενες περιοχές, σε πολλές περιπτώσεις δημιουργήθηκαν και νέοι οικισμοί, με αποτέλεσμα μετά το τέλος της Ενετοκρατίας να παραμείνουν στην ιδιοκτησία τους.
Με αυτό τον τρόπο η Καρυόπολις και μία ευρύτερη περιοχή είναι πλέον ιδιοκτησία των Φωκάδων. Απόδειξη για αυτό είναι η συνάντηση, το 1715 μ.Χ., προκρίτων και επισκόπων Μάνης, στο σπίτι του Αντώνη Καβαλιεράκη Φωκά στην Καρυόπολη.
Σε αυτή περιλαμβάνονται τα χωριά Τσεροβά, Βαχό, Γέρμα, Καρέα, Κρυονέρι καθώς και οι συνοικισμοί γύρω από αυτά. Υπάρχει και καταγραφή οικισμού, αλλά μάλλον πρόκειται για περιοχή, με το όνομα Φωκάδες (Focades), βορείως του Βαχού σε αγγλικό χάρτη που εκδόθηκε το1820μ.χ. Από το 1715μ.χ. έχουμε την Β΄ Τουρκοκρατία που διαρκεί μέχρι και την επανάσταση του 1821μ.χ.
Η Τουρκική κατοχή όμως στην περιοχή είναι τυπική, και περιορίζεται σε καταστολή κινημάτων, και μικρής κλίμακας εχθροπραξίες, με δυσάρεστα αποτελέσματα συνήθως για τους Οθωμανούς, και σημαντικότερους πολέμους στο τέλος του 18ου αιώνα τους δύο Ρωσοτουρκικούς.
Την περίοδο πριν από τους πολέμους στα μισά του αιώνα παρατηρείται έξαρση της πειρατείας με κυριότερα πειρατικά λιμάνια το Καραβοστάσι και το Σκουτάρι. Και πάλι στον άξονα της στεριανής σύνδεσης των δύο λιμανιών είναι η Καρυούπολις, που τότε βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο μετοίκισης στην Μινιάκοβα. Τα αίτια της σταδιακής μετακίνησης είναι η αναζήτηση εφορότερων χωραφιών, και η προβλεπόμενη ανάπτυξη της περιοχής Γυθείου, το οποίο ιδρύθηκε το 1740μ.χ. με το όνομα Μαραθονήσι.
Η επισφράγιση της μετοίκισης έγινε με την μεταφορά και της επισκοπικής έδρας, για την οποία δεν έχω συγκεκριμένη χρονολογία.
Το ότι ο Ανανίας Λαμπαρδής υπήρξε επίσκοπος στην Καρυούπολη. (1741-1747μ.χ.) με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επί των ημερών του δραστήριου αυτού άνδρα, σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε η μεταφορά. Η Μανηάκοβα ή Μινιάκοβα, τοπωνύμιο Σλαβικής προέλευσης, κατά συνειρμό, με το Τσεροβά, έδωσε το όνομα του στο οικισμό που ιδρύθηκε κυρίως από μέλη της οικογένειας Φωκάδων Καβαλιεράκηδων, της Καρυούπολης, όπως ο Φλίτσος, το Καυκί, και το Νιοχώρι.
Σώζεται σκαλισμένη, πάνω σε πέτρα, χρονολογική επιγραφή 1749μ.χ. που επιβεβαιώνει το κτίσιμο του σπιτιού Καβαλιεράκη Φωκά.
Η παρουσία λοιπόν της επισκοπικής έδρας στην Μινιάκοβα είχε και σαν υποχρεωτικό αποτέλεσμα την αλλαγή της ονομασίας σε Καρυούπολη. Αυτομάτως η ονομασία του παλαιού χωριού μετετράπη σε Παλιά Καρυούπολη, την οποία όμως εξακολουθούν να κατέχουν, και να καλιεργούν, μέλη της ίδιας οικογένειας. Την περίοδο αυτή με αιτία την Ρωσοτουρκική διένεξη, γίνεται στην περιοχή επέλαση των Τουρκαλβανών, που δρουν από την ανατολική πλευρά εναντίων των Ρώσων, που κινούνται έχοντας ορμητήρια από τα δυτικά παράλια. Η επίθεση των Τουρκαλβανών πραγματοποιείται στην περιοχή του Σκουταρίου και της Μηνιάκοβας, με επιτυχία αφού κατόρθωσαν οι επιτιθέμενοι να ανατινάξουν των πύργο των Καλκαντήδων, και να βρουν τραγικό θάνατο εβδομήντα μαχητές, αρκετοί από την ομώνυμη οικογένεια.
Μετά από σθεναρή αντίσταση, οι Μανιάτες, εκμεταλλευόμενοι τα πλεονεκτήματα της περιοχής, υποχώρησαν προς τα Τρικεφάλια, ενώ τους έγινε πρόταση να παραδοθούν.
Η τοποθεσία πήρε αυτό το όνομα, από τα κεφάλια των τριών απεσταλμένων που έφεραν την απάντηση «μολών λαβέ» στον Χατζή Οσμάν ,(δύο κληρικοί, και ένας λαϊκός). Αφού σφαγιάσθηκαν άγρια ,τα κεφάλια τους μπήχτηκαν σε πασσάλους και στήθηκαν στα υψώματα για εκφοβισμό των υπολοίπων 1779μ.χ.Ψυχωμένοι διπλά από το γεγονός αυτό, και το ολοκαύτωμα του πύργου, έκαναν σφοδρή αντεπίθεση, που είχε σαν αποτέλεσμα πανωλεθρία των εχθρών. Το πεδίο της μάχης εκτείνεται από τα Αγιοπήγαδα που μετά από αυτό ονομάσθηκαν Βρωμοπήγαδα, λόγω των πολλών νεκρών, μέχρι τα Τρικεφάλια. Σημαντική συμμετοχή στην μάχη είχε και η νεοσύστατη πόλη Καρυούπολις που ταυτόχρονα με το βάπτισμα του πυρός, θύμισε όχι μόνο στους κατοίκους της, αλλά και στους εχθρούς, τις μεγάλες στιγμές, από την ιστορία της μητρόπολης πόλεως. Το αποτέλεσμα της μεγάλης νίκη ήταν, να τονωθεί το ηθικό των Μανιατών, που στην συνέχεια, υπό την ηγεσία των Γρηγοράκηδων, προελαύνουν και επεκτείνουν τα σύνορα της Μάνης μέχρι την θέση Κακοσκάλι στα Τρίνησα.
Λίγα χρόνια πριν παρουσιάζεται ο θεσμός του μπέη της Μάνης, μέχρι τότε οι αποφάσεις λαμβάνονταν από την «Γεροντική».Αυτό ήταν σεβαστό όργανο, που αποτελείτο από τους γεροντότερους των οικογενειών, και μετά από διάλογο αποφάσιζε για την στάση της Μάνης απέναντι σε σημαντικά θέματα. Η αρχή του χάνεται στο μακρινό παρελθόν, και πρέπει να αποτελεί την εξέλιξη της Γερουσίας της αρχαίας Σπάρτης. Όταν την θέση του μπέη κατέχει ο Τζανέτος Γρηγοράκης, αρχίζει να αναβαθμίζεται η επαρχία Γυθείου, με την οικογένεια να ηγεμονεύει σε όλη την περιοχή. Ακολουθεί ο Β΄ Ρωσοτουρκικός πόλεμος, με κυρίαρχη, στα παράλια της Μάνης, την δράση του Λάμπρου Κατσώνη 1792μ.χ.έως και την άδοξη καταστροφή του.
Την ίδια εποχή, στην Παλία πλέον Καρυόπολη κυριαρχεί με την προσωπικότητα του, που συνδυάζει στρατιωτικά και θρησκευτικά προσόντα, ο Ανανίας πνευματικός, πιθανόν ιερομόναχος, που επισκευάζει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου 1793μ.χ Άλλα ονόματα, εκτός από τον αγιογράφο του τέμπλου Αναγνώστη Καλκαντάκη Νίκλο, είναι ο ιερέας Γεώργιος, οι μοναχοί της μονής Γερμανός, Νεόφυτος,και οι γυναίκες Ζαφειρουλα, Κυράνα Δημητράκη. Πρόκειται για τρεις κληρικούς, και τρεις λαϊκούς, εκ των οποίων οι δύο γυναίκες. Είναι άτομα, που δεν βρίσκονται μάλλον στην ζωή, επειδή τα ονόματα, χρησιμοποιούνται για μνημόνευση κατά την λειτουργία, αλλά πρέπει να είχαν σημαντικό ρόλο στο χωριό.
Το όνομα του Ανανία συναντάμε ξανά σε κατάλογο μοναστηριών του 1829μ.χ «εις τηνπαλαιάν Καρυούπολιν ο Άγιος Γεώργιος πωλημένον εις Τζεροβίτας και λοιπούς τινάς παρά πνευματικου τινός Άνανία, προ είκοσι έτη σχεδόν». Το πάρα πάνω πωλητήριο αναφέρεται στην περιοχή που Αηγιώργη στα Βαρικά, που πράγματι, ανήκει ιδιοκτησιακά μέχρι και τις μέρες μας σε Τσεροβιότες, σε αντίθεση με τα περισσότερα των κτημάτων του λόφου, και της γύρω περιοχής, που ανήκουν στους Παπαδοθωμιάνους, κληρονόμους του Ανανία. Σύμφωνα με μαρτυρίες των παππούδων,και των πατεράδων μας, η οικογένεια προήλθε από τον αδελφό του Ανανία παπά Θωμά.
Η περιοχή της μαχης - Κοκάλα
Η τελευταία λαμπρή σελίδα της ιστορίας, που οφείλω να αναφέρω, είναι εκείνα που έγιναν,ότανεισέβαλε στην Μάνη ο Ιμπραήμ το 1826μ.χ. Η εισβολή έγινε βάσει καλά οργανωμένου σχεδίου, σε δύο μέτωπα, από τα δυτικά, στην έξω Μάνη,(Βέργα) Τσίμοβα,(Βηρός), και από ανατολικά στην Κάτω Μάνη και την περιοχή Πασσαβά (Καρυούπολη-Τσεροβά-Πούρκο, Πολυάραβο),αλλά κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Μνημείο καταστροφής των Αιγυπτίων, παραμένει η ονομασία Κοκάλα στην περιοχή, από τα απομεινάρια των οστών, του πλήθους των απωλειών που άφησαν μετά την ήττα.
Από τον επόμενο χρόνο, οι Μανιάτες, με πολλές συναντήσεις, χτίζουν νέες προοπτικές.
Σε μία εξ αυτών στο Μπρίκι της Μέσα Μάνης1827μ.χ, συμμετείχαν μεταξύ των άλλων,οι Λάγιας Μακάριος, ιερομόναχος Παρθένιος, οικονόμος Βαχού, Γιάννης Γκενάκος, και ο Αντώνης Παπαδοθωμάκος.