26 Φεβρουαρίου 2020

Από την Τσεροβά μεχρι την Δροσοπηγή....

Cerova
Το τοπωνύμιο του οικισμού είναι σλάβικο (<Cerova<cer,βουλγ. Δρυς).
Αναφέρεται για πρώτη φορά στο χάρτη του B.Agnese (1554) ως Carva, και στην συνέχεια στις πηγές από το 1695, ως το 1829.
Ο οικισμός δεν είχε πάντοτε την ίδια θέση.
Αρχική του κοιτίδα υπήρξε η «Παλιά Τσεροβά», στα νότια της σημερινής θέσης.
Ακριβής χρονολόγηση της μεταφοράς του δεν έχει γίνει, αλλά θεωρούμε πολύ πιθανό ότι συντελέστηκε στην διάρκεια του 18ου αιώνα.
Πάντως ο παλιός οικισμός δεν αναφέρεται στις απογραφές του 19ου αιώνα.
Συνεπώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε ερημώσει εντελώς.
Αντίθετα την ίδια εποχή ο νέος οικισμός εμφανίζεται ακμαίος από πληθυσμιακή άποψη.

Απογραφές
1844 Τσοροβάς 226 ψυχές Ι. Ραγκαβης Ελλ.
1853 Τζοροβάς 226
1861 Τσιροβά 274
1889 Τσεροβάς 318
1896 και Ιω. Νουχακις. Χωρογραφία( 3η εκδ.1901) 343
1907 337
1920 328
1928 328
1940 342
1951 204
1955 μετονομασία του οικισμού από Τσεροβα η, σε Δροσοπηγή, η (ΒΔ 20/9/1955, ΦΕΚ Α287/1955)
1961 148 ψυχές (συμπεριλαμβάνεται και η δική μου)
1971 93 ψυχές (συμπεριλαμβάνεται και η δική μου)
1981 66 ψυχές

Drivola (divola)
Ερημωμένος οικισμός σήμερα κοντά στην Τσεροβά.
Είναι πιθανό το τοπωνύμιο να συνδέεται με το γένος των Δηβολιάνων του Πολεμίτα στην Bassa Maina.
Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υποθέσουμε μετακίνηση πληθυσμού προς την περιοχή του οικισμού.
Αναφέρεται πρώτη φορά στην απογραφή του Grimani 1700, και σε άλλα σύγχρονα της Βενετικά τεκμήρια, και για τελευταία στο σημειωματάριο του Παπαδάκη χωρίς χρονολογία.
Κατά συνέπεια η ερήμωσή του συντελέστηκε στην διάρκεια του 18ου αιώνα.

Panagia di Vacha
Εμφανίζεται για μοναδική φορά στον κατάλογο (1618).
Τον ταυτίζουμε με την θέση Παναγίτσα στα ανατολικά του Βαχού.

Catrona (Cottrona)
Απαντάται στο Υπόμνημα (1655) και στην Notta delle ville.
Στην συνέχεια εξαφανίζεται από τις πηγές.
Λαμβάνοντας υπ όψιν την κατάσταση στους δύο παραπάνω πίνακες την ταυτίζουμε με την θέση Κοτρώνα, στα βορειοδυτικά της Δροσοπηγής (Τσεροβάς).

Από,
Πληθυσμός και οικισμοί της Μανης 15ος – 19ος αιώνας
Κώστας Κόμης Β΄ΕΚΔΟΣΗ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2005
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής
Δωδώνη Παράρτημα αρ 57

Και η αναλυση του τοπονυμίου από τον υπογράφοντα
Τσεροβά-Τσερουβά σημαίνει Κλειδίον.
Το χωριό του στενού της Τσερουβάς από τους Τούρκους ονομαζόταν, Καρά-Ντουρού = Μαύρη Ράχη. Πιθανότατα από την αρχαίο-μακεδονική λέξη Άρραβα =πύλη-θύρα, η και την λέξη Χεραβός = χάσμα - άνοιγμα γης, όπως κατά Ησύχιον και την Καραβός = πύλη.

25 Φεβρουαρίου 2020

Aναγλυφη επιγραφή και η τοποθεσία Λαγκάδα.

Σε επιγραφή που βρίσκεται στο Μουσείο της Σπάρτης υπάρχει το παρακάτω κείμενο:

….ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΑ ΚΑΙ ΑΙΟΝΙΑ ΑΝΑΚΑΜΠΤΙΚΩΣ
ΑΠΟ ΜΕΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΜΥΚΛΙΟΥ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙΟΝ ΤΟΥ ΓΕΡΑΝΟΥ
ΑΠΟ ΔΕ ΤΟΥ ΚΡΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟ ΑΓΡΙΑΜΠΕΛΟΝ ΤΗΣ ΔΑΨΝΟΥ
ΚΑΙ ΕΞ ΑΓΟΡΑΣ ΤΩΝ ΒΡΥΣΙΟΤΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΥΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΝ ΧΩΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΜΠΕΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ
ΙΝΑ ΕΚΤΕΛΗ ΕΙ ΘΕΊΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΕΝΤΟΣ ΤΡΙΣΙ ΤΗΣ ΕΥΔΟΜΑΔΟΣ ΗΜΕΡΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑΝ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΙ ΕΝ ΤΕ ΤΩ ΝΑΩ ΚΑΙ ΕΝ ΤΩ ΤΑΦΩ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΕΙ ΔΕ ΤΙΣ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΣΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΑΙ ΤΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΙΡΗΜΕΝΩΝ ΚΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
ΕΧΕΤΩ ΤΑΣ ΑΡΑΣ ΤΩΝ ΤΙ Η ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΚΑΙ ΕΜΟΥ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ.

ΕΤΟΥΣ ΙΝΔΙΚΤΙΟΝΟΣ…..

Η επιγραφή είναι χαραγμένη σε κιονίσκο, ο οποίος έχει ύψος 0,35 εκατοστά και διάμετρο 0,14 εκατοστά.
Σώζονται δέκα επτά σειρές από τις οποίες οι δέκα τέσσερεις ολόκληρες.
Η χρονολόγηση της είναι πριν από το 1449 μ.Χ., επειδή τότε παραχωρούνται τα κτήματα των Βρυσιοτών στον Ανδρόνικο Γεμιστό, υιό του Πλήθωνα, με χρυσόβουλο από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Αυτή η πράξη προϋποθέτει την προγενεστέρα μεταβίβαση από την μητρόπολη Λακεδαίμονος στο κράτος.
Ο "ΓΕΡΑΝΟΣ" που αναφέρεται είναι ό σημερινός Αγερανός.
Η "ΚΡΑΝΟΥΠΟΛΙΣ" είναι η παλιά Καρυούπολις, και περιοχή των ΒΡΥΣΙΟΤΟΝ" η Φράγκα.
Μένει να ταυτοποιηθεί η τοποθεσία για την περιοχή "ΔΑΨΝΟΥ".
Ας εξετάσουμε λοιπόν τον Παυσανία γυρνωντας στο παρελθόν περίπου 1.650 χρόνια.
"Από δε του Καρνειου Σταδίους προελθόντι ως τριάκοντα, έστιν εν χωρίω Υψοις εν όροις ήδη Σπαρτιατών ιερόν Ασκληπιού και Αρτέμιδος επίκλησιν Δαφναίας."
Παυσανια Λακωνικά ΧΧΙV8
Kαι η μετάφραση :
Περίπου 5,5 χιλιόμετρα από το τον Κάρνειο, δηλαδή την παριοχή του Πασσαβά, υπήρχει μιά περιοχή που  ονόμαζαν "Υψοι", στα σύνορα με τούς Σπαρτιάτες, η πιο ελεύθερα από εκεί που ξεκινούσαν τα ορεινά τής περιοχής που οριζόταν από τους Σπαρτιάτες. Εκεί λοιπόν υπήρχε ιερό του Ασκληπιού και τής "ΔΑΦΝΑΙΑΣ" Αρτέμιδος.
όρος < αρχαία ελληνική ο ὅρος < το ὅριον (σημασία: όριο)
όρος < αρχαία ελληνική το ὄρος < ρήμα: ὄρνυμι (σημασία: σηκώνομαι)
Ας περιηγηθούμε και την περιοχή σήμερα:
Κατευθυνόμενοι πρός το Γύθειο, πριν φτάσουμε στα Ντεμιριάνικα, πηγαίνοντας προς Φράγκα, στα δεξιά μας ψηλά στο βουνό είναι το ξεμόνι Μοναστήρι ή Καταφύγγι, ή Γκρεμός.
Το 1618 βρίσκουμε στην επιστολή προς τον Δούκα του Νεβέρ την υπογραφή του Ιώσαφου
ιερομόναχου και ηγούμενου του Χέλμου(Γκρεμού).
Χαμηλά περνάμε τα λεβιάνικα τα Δεμιριάνικα και φτάνουμε στην περιοχή του "Κολαρά" (που παλιά αναφέρεται ότι υπήρχε "Χάνι"), και στου πασά την βρύση.
Η διαδρομή που προαναφέρεται λέγόταν και ισως λέγεται ακόμα"Λαγκάδα".
Πρόκειται για ενα στενό πέρασμα (φαράγγι) που το καλύπτει σε όλο του το μήκος ο ποταμός Σκύρας.
Είναι σχετικά αποδεκτό από εμενα ότι το περιγραφικό κείμενο του Παυσανία αλλα και η δική μου έρευνα και περιήγηση, συνάδουν προς την κατεύθυνση ότι προκειται για την ίδια περιοχή.
Προσθέτει σε αυτό η απόσταση απο την ΛΑΑΣ (5,5χλμ)που είναι η αυτή, αλλα και και η ονοματολογία, που ταυτίζεται.
Αρα τα ΥΨΟΙ και ο ΓΚΡΕΜΟΣ είναι ενα και το αυτό με διαφορά 16 αιώνων.
Εκείνο που χρήζει ερευνας είναι το είδος των σχέσεων Λααων και Σπαρτιατών, καθώς φαίνεται πώς ενας θύλακας η Λαας υπήρχε μέσα στην περιοχή ελέγχου των Σπαρτιατών.
Το πιθανόν είναι πώς οπως και με τούς άλλους περίοικους υπήρχε μια ιδιόμορφη αγαστή σχέση.

4 Φεβρουαρίου 2020

Το μυστήριο με τα ανάκτορα του Μενελάου, φτερωτοί γρύπες, Μυκηναίοι στρατιώτες.



Ευρήματα στην πεδιάδα της Σπάρτης αποδεικνύουν την ύπαρξη του ηγεμονικού κέντρου του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα έχει όλα. Αρχείο με πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής, όπου καταγράφονταν όλες οι παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες. Οπλα, και μάλιστα σε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό.
Κτίρια τοιχογραφημένα με χαρακτηριστικά μυκηναϊκά θέματα.
Στενές επαφές με τη Μινωική Κρήτη. Και ακόμη, τη σωστή θέση: στην πεδιάδα της Σπάρτης, όπου δεσπόζει, έχοντας οπτική επαφή με τις μυκηναϊκές εγκαταστάσεις στο Παλαιοπύργι, το Αμυκλαίο και το Μενελάιο.
Αυτό το εύρημα στον Αγιο Βασίλειο της Σπάρτης πληροί για τους επιστήμονες διεθνώς όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί το μείζον ηγεμονικό κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού στη Λακωνία στη μέγιστη ακμή του!
Με άλλα λόγια, και αν οι μύθοι βγαίνουν αληθινοί, σε αυτό το μυκηναϊκό ανάκτορο στην κοιλάδα του Ευρώτα θα μπορούσε να κυβερνά ο Μενέλαος έχοντας δίπλα του την Ωραία Ελένη.
Άλλωστε καμία άλλη μυκηναϊκή θέση στην περιοχή δεν έχει δώσει ως τώρα ενδείξεις ότι μπορεί να είναι το ανακτορικό κέντρο της.
Μπορεί λοιπόν να έφθασε η στιγμή που η επιστήμη θα «αγγίξει» τους μυθικούς ήρωες των ομηρικών επών φθάνοντας στην αφετηρία τους.
«Κοίλη» και «κητώεσσα» χαρακτηρίζει ο Όμηρος τη Λακεδαίμονα με την κλειστή πεδιάδα, τους γύρω ορεινούς όγκους και τα φαράγγια της στον περίφημο Κατάλογο των Νεών (Ιλιάδα, Ραψωδία β Δ, στ. 581-587), δηλαδή των πλοίων που είχαν στείλει οι ελληνικές πόλεις εναντίον της Τροίας.
Σε μια χαμηλή λοφοσειρά αυτής της πεδιάδας και σε απόσταση περίπου 12 χλμ. από την πόλη είχε αναπτυχθεί το ανακτορικό κέντρο.
Και όπως φαίνεται, η εγκατάσταση εδώ είχε αρχίσει από τον 17ο-16ο αιώνα π.Χ.


Η κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου της Σπάρτης με τον αρχαιολογικό χώρο – όπου βρίσκονται τα ανάκτορα – να εκτείνεται γύρω από τον βυζαντινό ναό.
Για πρώτη φορά συναντάει κανείς πινακίδες Γραμμικής Β γραφής στη Λακωνία, πρώτη φορά έρχονται στο φως Μυκηναϊκές τοιχογραφίες στην περιοχή, ενώ εντοπίστηκαν μεγάλα κτίρια και άλλα στοιχεία, που δείχνουν ότι εκεί αναπτύχθηκε μια σημαντική εγκατάσταση που παρουσιάζει χαρακτηριστικά διοικητικού ανακτορικού κέντρου.
Οικοδομήματα που καταλαμβάνουν έκταση περίπου 25 στρεμμάτων στον κεντρικό λόφο, ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από τον βυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου, έδειξε η γεωφυσική διασκόπηση.
Όσο για τη συνολική έκταση της μυκηναϊκής εγκατάστασης, εκτιμάται ότι υπερέβαινε τα 200 στρέμματα.

Από την εποχή του Σλήμαν αναζητείται το μυκηναϊκό ανάκτορο της Σπάρτης.
Έτσι, όταν πριν από λίγα χρόνια η αρχαιολόγος κυρία Αδαμαντία Βασιλογάμβρου ανακοίνωσε την ανεύρεση, καταμεσής της πεδιάδας, τριών πινακίδων Γραμμικής Β γραφής, των πρώτων στη Λακωνία, η είδηση έκανε κυριολεκτικώς πάταγο.
Γιατί το βασικό εργαλείο της διοίκησης στη Μυκηναϊκή Εποχή ήταν τα γραπτά αρχεία.
Έτσι, αυτά και μόνο μπορεί να πιστοποιήσουν και σήμερα την ανακτορική-διοικητική φύση μιας εγκατάστασης και την υψίστη ιεραρχία της έναντι άλλων.

Άγιος Βασίλειος Ξηροκαμπίου. Πήλινη πινακίδα Γραμμικής Γραφής Β΄ (AV Rb1 ) στην οποία αναφέρεται με- γάλος αριθμός (τουλάχιστον 500) όπλων.
Διακρίνεται καθαρά η λέξη e-pi-zo-ta, η οποία είναι δυνατό να αναφέρεται είτε σε όπλα (εγχειρίδια ή κοντά ξίφη), είτε σε σχετικά με αυτά αντικείμενα, όπως οι κολεοί (θήκες).


Όπως όλα τα ανακτορικά κέντρα επομένως, έτσι και αυτό της Σπάρτης θα είχε τους δικούς του γραφείς, που έγραφαν τα κείμενα των πινακίδων, των ετικετών και των σφραγισμάτων, θα διαχειριζόταν τα αγαθά της επικράτειάς του και θα είχε κοινά χαρακτηριστικά αλλά και σχέσεις με τα υπόλοιπα μεγάλα ανακτορικά κέντρα του Αιγαίου της ίδιας εποχής, ενώ θα διατηρούσε και διεθνείς επαφές εντός και εκτός του μυκηναϊκού κόσμου.
ΤΑ ΔΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ
Ένα μεγάλο οικοδόμημα του 14ου αιώνα π.Χ. που καταστράφηκε από πυρκαγιά ήρθε στο φως, με τουλάχιστον επτά δωμάτια, που έδωσαν σπουδαία ευρήματα.
Στο «δωμάτιο των όπλων», όπως ονομάστηκε, βρέθηκαν συγκεντρωμένα χάλκινα ξίφη, εύρημα που συνδέεται με το κείμενο μιας από τις πινακίδες Γραμμικής Β γραφής όπου αναφέρονται τουλάχιστον 600 όπλα.
Όπως σημειώνει η κυρία Βασιλογάμβρουστον τόμο «Αρχαιολογία - Πελοπόννησος» (εκδόσεις Μέλισσα), «βρέθηκαν, όπως είχαν τακτοποιηθεί, πιθανόν μέσα σε ξύλινο κιβώτιο, δεκαεπτά χάλκινα ξίφη με λίθινα ή ελεφαντοστέινα επίμηλα και καρφιά καλυμμένα με λεπτότατο φύλλο χρυσού, κοντό εγχειρίδιο, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών και χάλκινο κωνικό σκεύος άγνωστης χρήσης».
Άγιος Βασίλειος Ξηροκαμπίου. Στο δωμάτιο του συμποσίου του Κτηρίου Α, μέσα σε πυκνό στρώμα από κα- μένα οστά ζώων, βρέθηκαν δύο μεγάλα χάλκινα αγγεία, που πι- θανόν περιείχαν κρασί. Μαζί με αυτά πήλινα αγγεία σερβιρίσματος και πόσης (αρύταινα και κύλικες).
Στο μεγαλύτερο δωμάτιο είχαν απομείνει πολλά και σημαντικά ευρήματα: ένα τροχήλατο ειδώλιο ταύρου, ένας αιγυπτιακός σκαραβαίος, τρεις σφραγιδόλιθοι με παραστάσεις, χάλκινο μαχαίρι, ψήφοι από φαγεντιανή, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, χρυσά ελάσματα, τμήμα ενός λίθινου αγγείου για τελετουργική χρήση, ένα μεγάλο λίθινο σφυρί, ειδώλια ζώων και ακόμη ένα μεγάλο ρυτό αγγείο με μορφή κεφαλής ταύρου.
Σε άλλο δωμάτιο βρέθηκε ένα πιθάρι με απανθρακωμένους σπόρους κριθαριού, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο εντοπίστηκε το «δωμάτιο του συμποσίου», μία ακόμη επιβεβαίωση της σημασίας του κτιρίου, καθώς το συμπόσιο αποτελούσε για τον μυκηναϊκό πολιτισμό μια σημαντική δραστηριότητα που κατείχε κεντρική θέση στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή και παράλληλα το μέσον των ηγεμόνων για την άσκηση πολιτικής και εξουσίας.
Πυκνό στρώμα από καμένα οστά ζώων βρισκόταν σε αυτό το δωμάτιο και ανάμεσά τους δύο μεγάλα χάλκινα αγγεία, τα οποία προφανώς περιείχαν κρασί, όπως άλλωστε δείχνουν και μερικά αγγεία σερβιρίσματος, όπως η αρύταινα και οι κύλικες για την πόση. Και τα ενδιαφέροντα δεν σταματούν εδώ, γιατί κάτω από αυτό το κτίριο εντοπίστηκε και άλλο στρώμα κατοίκησης που πηγαίνει πίσω στον 17ο-16ο αιώνα π.Χ.


ΦΤΕΡΩΤΟΙ ΓΡΥΠΕΣ, ΜΥΚΗΝΑΙΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
Θραύσματα από τοιχογραφίες, και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα, βρέθηκαν γύρω από ένα ακόμη κτίριο με πολλά δωμάτια, που έχει ανασκαφεί ελάχιστα.
Κυρίως όμως εντοπίστηκαν σε ένα μικρό διάσελο, που κατά τον 14ο αιώνα π.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως αποθέτης (απλούστερα, μια χωματερή) για την απόρριψη οικοδομικών υλικών και κεραμικής που προερχόταν από τις επισκευές των κτιρίων.

Θραύσματα από μικρής κλίμακας εικονιστικές τοιχογραφίες από το Κτήριο Β. α. Γυναικεία μορφή στο εσωτερικό οικοδομήματος, από όπου πιθανόν παρακολουθεί κάποια δρώμενα.
Η μορφή ενός μυκηναίου στρατιώτη με οδοντόφρακτο κράνος, οι περικνημίδες ενός άλλου, μια γυναίκα που παριστάνεται μέσα σε ένα οικοδόμημα διακρίνονται σε αυτά τα μικρά θραύσματα των τοιχογραφιών. Παρά την αποσπασματικότητά τους, εξάλλου, παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά της μυκηναϊκής ζωγραφικής, όπως είναι γνωστή από τα ανακτορικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Θήβας. Φτερωτοί γρύπες, ζώα, φυτικά κοσμήματα, «βραχώδες τοπίο», σπείρες, ρόδακες, οδοντωτό είναι τα θέματά τους.

Κνήμη με περικνημίδα μυκηναίου στρατιώτη

Σε «υψερεφές μέγα δώμα», όπως λέει ο Όμηρος (Οδύσσεια Ραψωδία δ'), σε πεντάψηλο παλάτι δηλαδή, ζούσε ο Μενέλαος στη Σπάρτη, όταν υποδέχθηκε τον Τηλέμαχο, που έφθασε με το άρμα του αναζητώντας πληροφορίες για τον πατέρα του τον Οδυσσέα. Και ήταν η Ωραία Ελένη πρώτη που παρατήρησε την ομοιότητά τους, αναγνωρίζοντάς τον.
Θα αναγνωρίσει άραγε η αρχαιολογική έρευνα κάποιο στοιχείο που θα ταυτίσει σαφώς το μέγα δώμα του Μενελάου με το ανακτορικό κέντρο, που έρχεται στο φως στη Σπάρτη;
Για πολλούς η απάντηση θεωρείται θέμα χρόνου.
ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Όπλα, υφάσματα, ένα όνομα. Τόσο λίγα αλλά απείρως σημαντικά, τα κείμενα των πινακίδων Γραμμικής Β γραφής από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Σπάρτης αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο της σπουδαιότητάς του.
Όταν η μεγάλη πυρκαγιά το κατέστρεψε, ό,τι βρισκόταν μέσα σε αυτό κάηκε. Μόνο με τα αρχεία του υπήρξε φιλική η φωτιά, αφού οι πήλινες πινακίδες πάνω στις οποίες ήταν καταγεγραμμένα ψήθηκαν και διασώθηκαν στον χρόνο.
Μικρά κομμάτια από πηλό με χαραγμένα σύμβολα: e - pί - zota, wi - ti - mi - jo, TELA+ΡΑ, ti - jo - ko, δηλαδή επίζωστα, ίσθμια, υφαντά, Αντίοχος. Γιατί οι άνθρωποι που ζούσαν στο παλάτι από τον 14ο ως τον 12ο αιώνα π.Χ. είχαν όπλα και ασκούσαν υφαντικές δραστηριότητες, όπως συνέβαινε σε όλα τα μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα.

Δεκαεπτά χάλκινα ξίφη, όπως βρέθηκαν στο Κτήριο Α. Ακόμη, ένα κοντό εγχειρίδιο, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών και ένα χάλκινο κωνικό σκεύος άγνωστης χρήσης.
Από ένα ιδεόγραμμα ξίφους με την αιχμή προς τα κάτω συνοδεύεται η λέξη επίζωστα (από το ρήμα επιζώννυμι), που αναφέρεται σε εγχειρίδια μαχαίρια ή κοντά ξίφη.
Αλλά εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ο αριθμός τους, αφού σημειώνονται τουλάχιστον 500! Τεράστιος οπλισμός, δηλαδή, άγνωστος από άλλα αρχεία, ο οποίος ασφαλώς και θα ήταν ιδιοκτησία του ανακτόρου και του άνακτος.
Σε έναν εντελώς διαφορετικό τομέα των μυκηναϊκών δραστηριοτήτων, την κατεργασία μαλλιού και την παραγωγή πλεκτών υφασμάτων και προϊόντων υφαντουργίας, εισάγουν οι άλλες πινακίδες.
Μια σύνθεση συμβόλων μάλιστα αφορά ένα υφαντό ύφασμα το οποίο αφιερωνόταν και σε ιερά, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδέεται και με τη θρησκευτική σφαίρα.
Τέλος, σε άλλες πινακίδες αναφέρονται πρώτες ύλες για την παρασκευή αρωμάτων και τριποδικά αγγεία, το ιδεόγραμμα των οποίων συνοδεύεται από τη λέξη «χρυσούς».

Οι πινακίδες άλλωστε είναι εκείνες που από την αρχή της αποκρυπτογράφησής τους έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και τη δραστηριότητα των ανθρώπων της Μυκηναϊκής Εποχής. Αρχεία καθαρά διοικητικής χρήσης, κάτι σαν λογιστικά βιβλία, απέδειξαν την ύπαρξη μιας πρωτογενούς αγροτοποιμενικής οικονομίας και παράλληλα το ανεπτυγμένο εμπόριό της.
Εδειξαν δηλαδή ότι ήταν μια οικονομία που υποστηριζόταν από ισχυρή γραφειοκρατική μηχανή, με εξελιγμένη κατανομή εργασίας και μια πολυσύνθετη και αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική και παραγωγική δομή.
«Αν και λιγοστές και αποσπασματικά σωζόμενες, οι πρώτες πινακίδες Γραμμικής Β γραφής της Λακωνίας παρουσιάζουν ποικιλία τύπων και περιεχομένου» σημειώνει η ανασκαφέας του ανακτόρου κυρία Αδαμαντία Βασιλογάμβρου.
Και προσθέτει: «Οι γραφείς είναι έμπειροι και το προϊόν της εργασίας τους ανάλογο με αυτό των συναδέλφων τους στα ανακτορικά κέντρα της Πύλου, των Μυκηνών, της Θήβας και αλλού.
Τα κείμενα απηχούν εμπειρία γραφειοκρατικής οργάνωσης, δηλώνουν ένα υπόβαθρο ισχύος και δίνουν σαφή απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης μυκηναϊκού ανακτορικού κέντρου στην πεδιάδα της Σπάρτης».
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΆΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ , Η ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το 2008, η ανεύρεση για πρώτη φορά στη Λακωνία ενεπίγραφης πήλινης πινακίδας σε Γραμμική Γραφή Β΄ έστρεψε το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων της Εφορείας στον αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Βασιλείου Ξηροκαμπίου, μια χαμηλή λοφοσειρά στο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας της Σπάρτης, σε απόσταση περίπου 12 χλμ. από την πόλη. Ο χώρος αυτός, αν και κηρυγμένος από τη δεκαετία του 1960, δεν είχε μέχρι τότε ερευνηθεί ανασκαφικά. Η γεωφυσική διασκόπηση που έγινε στον κεντρικό λόφο έδειξε οικοδομήματα σε έκταση περίπου 25 στρεμμάτων, ενώ η συνολική έκταση της μυκηναϊκής εγκατάστασης εκτιμάται ότι θα υπερέβαινε τα 200 στρέμματα. Η θέση δεσπόζει στο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας της Σπάρτης και έχει οπτική επαφή με τις μυκηναϊκές θέσεις στο Παλαιοπύργι, το Αμυκλαίο και το Μενελάιο.
Η σωστική έρευνα του 2008 και 2009 έφερε στο φως τέσσερις ακόμη πινακίδες Γραμμικής Γραφής B΄, η παρουσία των οποίων δηλώνει την ύπαρξη αρχείου, παραπέμπει σε διοικητικές λειτουργίες και προσδίδει στην μυκηναϊκή εγκατάσταση του Αγίου Βασιλείου χαρακτηριστικά διοικητικού - ανακτορικού κέντρου. Τα κείμενα αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό όπλων (τουλάχιστον 500 εγχειρίδια ή κοντά ξίφη), υφαντά υφάσματα, πιθανόν ένα κύριο όνομα και πρώτες ύλες για την παρασκευή αρωμάτων (εικ. 7). Από το 2010, η ανασκαφή συνεχίζεται ως συστηματική υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, τη διεύθυνση της τ. διευθύντριας της Ε΄ Εφορείας Αδαμαντίας Βασιλογάμβρου και χρηματοδότηση από το Institute for Aegean Prehistory (ΙNSTAP).
H εγκατάσταση ξεκίνησε κατά τους χρόνους της μετάβασης από τη μεσοελλαδική στην υστεροελλαδική εποχή, όπου χρονολογείται νεκροταφείο κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων που ήλθε στο φως στην κορυφή του λόφου. Νότια από αυτό βρίσκεται το Κτήριο Α, ένα μεγάλο οικοδόμημα με τουλάχιστον επτά δωμάτια που καταστράφηκε από πυρκαγιά, χάρη στην οποία διατηρήθηκαν τμήματα των εσωτερικών τοίχων του από ωμοπλίνθους. Η κατασκευή του ανάγεται στην υστεροελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο, ενώ η χρήση του συνεχίστηκε κατά την υστεροελλαδική ΙΙΙΑ, στην οποία χρονολογείται η καταστροφή του.
Παρά την καταστροφή και τις μεταγενέστερες επεμβάσεις που έχει υποστεί, είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα σημαντικό κτήριο. Σε ένα από τα δωμάτιά του βρέθηκαν συγκεντρωμένα 17 χάλκινα ξίφη, πιθανόν τοποθετημένα μέσα σε κιβώτιο από οργανικό υλικό (εικ. 8). Στο διπλανό προς B. δωμάτιο βρέθηκε πιθάρι με απανθρακωμένους σπόρους κριθαριού, ενώ στο μεγαλύτερο, νότιο δωμάτιο είχαν απομείνει πολλά σημαντικά και πολύτιμα ευ- ρήματα, όπως λαιμός λίθινου τελετουργικού αγγείου με διπλό χείλος, τροχήλατο ειδώλιο ταύρου, κεφαλάκι μικρού ειδωλίου από ελεφαντόδοντο, αιγυπτιακός σκαραβαίος, μικρά χρυσά ελάσματα κ.ά.
Σε μια γωνία του ίδιου δωματίου, σε χαμηλότερο επίπεδο, βρέθηκαν υπολείμματα συμποσίου .
Το Κτήριο Β, σε μικρή απόσταση ανατολικά του Κτηρίου Α, αποτελείται από πολλά δωμάτια διαφόρων διαστάσεων, τα οποία αναπτύσσονται διαδοχικά κατά τους δύο άξονές του. Από το μικρό τμήμα του που έχει ανασκαφεί προέκυψε μεγάλη ποσότητα κεραμικής της υστεροελλαδικής ΙΙΙΑ και χαρακτηριστικά θραύσματα τοιχογραφιών (εικ. 10-11).
Μεγάλη ποσότητα θραυσμάτων από μυκηναϊκές τοιχογραφίες με χαρακτηριστικά θέματα (φτερωτοί γρύπες, ζώα, φυτικά κοσμήματα, «βραχώδες τοπίο», σπείρες, οδοντωτό) έφεραν στο φως οι διερευνητικές τομές δυτικά των κτηρίων, κοντά στο μικρό διάσελο που συνδέει τον κυρίως λόφο με τον επόμενο προς τα νοτιοδυτικά.
Ένα μεγάλο κτήριο που υπήρχε εκεί φαίνεται ότι είχε κυριολεκτικά «ξυριστεί» κατά το 14ο αιώνα και ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για την απόρριψη κεραμικής και οικοδομικού υλικού που προέρχονταν από μετατροπές ή επισκευές των μυκηναϊκών κτηρίων.
Αν και λιγοστές και αποσπασματικά σωζόμενες, οι πρώτες πινακίδες Γραμμικής Γραφής Β΄ της Λακωνίας παρουσιάζουν ποικιλία τύπων και περιεχομένου. Τα κείμενα απηχούν εμπειρία γραφειοκρατικής οργάνωσης και δηλώνουν ένα υπόβαθρο ισχύος, συστατικά απαραίτητα για την άσκηση διοικητικής και πολιτικής εξουσίας και δίνουν σαφή απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης μυκηναϊκού ανακτορικού κέντρου στην πεδιάδα της Σπάρτης.


tapantareinews.gr/