Παλιά Καρυούπολις |
Φαβιανός BARBO γραμματεύς 1571
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο στην πατρίδα μας, όποτε αποφασίσεις να το περπατήσεις, θα σε χορτάσει με την ομορφιά της αναζήτησης, και θα σου προσφέρει γνώση, και μαρτυρίες, από το πλούσιο ιστορικό παρελθόν.
Με αυτή την παραδοχή λοιπόν, ξεκίνησα αφήνοντας πίσω μου την Παναγίτσα για μία περιήγηση στο ιστορικό λόφο, που τα τελευταία χρόνια ονομάζεται Παλιά Καρυόπολις.
Η άνοιξη ήταν στις δόξες της, και το γνώριμο περιβάλλον των παιδικών μου χρόνων με φόρτωνε μυρωδιές, αναμνήσεις, και σκέψεις, με κυρίαρχη την επιθυμία της ανακάλυψης νέων στοιχείων, ή της διαφορετικής ερμηνείας, και των απαντήσεων στα υπάρχοντα.
Ανηφόρισα από την δυτική πλευρά του λόφου, ακολουθώντας το παλιό κατσικίσιο μονοπάτι, όπου εξακολουθούσε να υπάρχει, ενώ χάθηκα πολλές φορές μέσα στα αγριόματα, βλέπετε η εγκατάλειψη έχει αφήσει τα σκληρά σημάδια της, δεν υπάρχουν πια κοπάδια ζώων να βόσκουν, ούτε άνθρωποι να καθαρίζουν.
Στα μισά περίπου της διαδρομής πρόβαλλε δεξιά μου η «κουτσουνάρα», ένας μεγάλος ορθόλιθος, με ύψος ένα μέτρο, στημένη πάνω σε μια ριζομιά που μοιάζει με καράβι, ενώ εκείνη με το πανί του . Περίεργο κατασκεύασμα της φύσης, η πρώτη ύλη του ανθρώπου για το καμίνι, αφού έχει σχήμα αρκετά γεωμετρικό, με λίγο σπρώξιμο κινείται ελαφρά, και επανέρχεται λες και ζυγίζεται.
Εκεί κοντά και το ασβεστοκάμινο που μετέτρεψε κάποτε τους ασβεστόλιθους σε οικοδομική ύλη, για να δημιουργήσουν οι άνθρωποι τα κτίσματα τους. Αρκετά μακριά στο μονοπάτι που οδηγεί στους Απεράτες μέσω Ώριαχας υπάρχουν δύο κεραμιδοκάμινα, το ένα παλαιότερο από το άλλο. Χρησιμοποιήθηκαν άραγε οι μονάδες αυτές, και για οικοδομήματα στην Καρυόπολη;
Η «λάκα» μικρό καλλιεργήσιμο λιβάδι στα παιδικά μου χρόνια, έμεινε πίσω, καθώς διέσχισα τους Κουλούμαρδους, τον Τριτσέρο και ο ανήφορος άρχισε πια, να γίνεται απότομος, και περισσότερο κουραστικός.
Την ανάβαση δυσκόλευε η πυκνή βλάστηση, επειδή όλες οι περιοχές, οι περισσότερες από αυτές καλλιεργήσιμες στο παρελθόν, είχαν γίνει λόγγος, και κάποιος που δεν γνωρίζει τα κατατόπια, αποκλείεται να διασχίσει.
Μετά από κάμποση ώρα, αντίκρισα δίπλα στα Χαριάτικα, ένα παλαιό γνώριμο τον «ανεμόμυλο». Πόσο στάρι άραγε είχε αλέσει, και πόσα στόματα είχε χορτάσει με ψωμί, όταν ήταν στις δόξες του. Τώρα απέμεινε ο μισός, λες και κάποιος γίγαντας τον έκοψε κάθετα στη μέση.
Πεισματικά όμως το απομεινάρι του κυκλικού τοίχου αντιστέκεται στη μανία της τραμουντάνας, που κάποτε του έδινε ενέργεια, και αυτός με τη σειρά του προσέφερε ζωή, ενώ τώρα χωρίς πανιά, νομοτελειακά τον οδηγεί στον αφανισμό.
Εξουθενωμένος αλλά γεμάτος χαρά με τη φαντασία μου να τρέχει διαχρονικά σε εποχές παλαιότερης ανθρώπινης δραστηριότητας έφθασα επιτέλους, στην κορυφή. Με κάποια ανάμνηση παιδικού φόβου πέρασα δίπλα από τον «χαραμπό» και πρόβαλλε μπροστά μου το «γηστερνάκι» προς την ανατολή, και δεξιότερα ανάμεσα από τα τείχη της οχύρωσης του κάστρου η είσοδος από την δυτική πλευρά, με το σκαμνάκι σαν φρουρό της εισόδου, να προσφέρει ονειρεμένη θέα στον παρατηρητή, ιδίως το ηλιοβασίλεμα.
Αψεγάδιαστο πέτρινο κάθισμα (θρονί της βασίλισσας), που δημιουργεί την υποψία ότι δεν είναι φυσικό κατασκεύασμα, αλλά έχει βοηθήσει να φτιαχτεί και το ανθρώπινο χέρι.
Στάθηκα λοιπόν όπως άρμοζε πριν περάσω μέσα στην πόλη, και κοίταξα πίσω μου τον πλατύ ορίζοντα προς στη δύση.
Αριστερά η Αρέα το βουνό που μοιάζει με το σώμα τεράστιου αλόγου, και πίσω κρύβει τον Πύριχο (Κάβαλο), ενώ στο τελείωμα της, στους πρόποδες προς τη δύση αναπαύεται το Βαχό.
Σημαντικό βουνό αφού είναι το φυσικό σύνορο της Ταινάριας περιοχής από την Λακωνική. Πράγματι, και κατά την εποχή της 2ης Ενετοκρατίας (κεφ. χρονολογιών) η Μάνη διαιρέθηκε διοικητικά σε δύο περιοχές (territorii). Το βουνό ήταν το χώρισμα της Βόρειας (Alta Maina) από την Νότια (Bassa Maina),και από την ιδιότητά του αυτή, κατά την άποψή μου, πήρε και την ονομασία του. (λατινικό Αrea = όρια, σύνορα,)
Η χερσόνησος της Μάνης, είναι δύσκολα προσβάσιμη και από την στεριά και από την Θάλασσα.
Στα σημεία που η πρόσβαση είναι ευκολότερη από θαλάσσης, έχουν αναπτυχθεί πόλεις φυλασσόμενες με ακροπόλεις ή κάστρα.
Φυσικό λοιπόν είναι και οι στεριανές προσβάσεις να φυλάσσονται με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε υπάρχουν μόνο δύο, όπως τις περπάτησαν και οι κατά καιρούς περιηγητές, από τις δυτικές ακτές και την Αρεόπολη,(πόλη των συνόρων) και από τα Τρικεφάλια, με κατεύθυνση από βορά προς νότο. Στην πρώτη δεσπόζει το κάστρο της Κελεφάς και μια σειρά άλλων μέχρι το Ταίναρο, και στην δεύτερη το ίδιο, με πρώτο το κάστρο της Καρυόπολεως, και άλλα στη συνέχεια.
Είναι λοιπόν ολόκληρη η Ταινάρια περιοχή ένα φυσικό κάστρο, που από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρξε κατά καιρούς τόπος συγκεντρώσεως μισθοφόρων στρατιωτών.
Το άγριο, και δύσκολο περιβάλλον καθώς και οι δραστηριότητες που γίνονταν εκεί, την καλύπτουν με ένα πέπλο μυστηρίου και ασάφειας, και πιθανόν να δικαιολογείται, το αόριστο όνομα «κάστρο Μαίνης» που δόθηκε από τον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο (826μ.Χ.) στο έργο του, προς τον γιο του Ρωμανό.
Πράγματι οι περιγραφές για την τοποθεσία, και τις δραστηριότητες των κατοίκων περισσότερο σε περιοχή αναφέρονται παρά σε συγκεκριμένο κάστρο.
Εκεί που τελειώνει κατηφορίζοντας η Αρέα, από πίσω υψώνεται, το βουνό της Αρεόπολης Μακρυλάκωμα, με τον προφήτη Ηλία στην κορυφή. Δεξιά, τα υψώματα σταματούν και αφού δημιουργείται ένα φυσικό πέρασμα, αρχίζει και πάλι να ανηφορίζει η κορυφογραμμή για να ξετυλιχθεί ο Κότραφος, που με τα βουνά του Τσίγκου στην πλάτη του Οιτύλου, καταλήγει στην κορυφή του Ταϋγέτου. Στο ψηλότερο σημείο του φαντάζει αγέρωχη η πυραμίδα, μαγικός πόλος επικοινωνίας με το στερέωμα, προφήτης Ηλίας κι αυτός.
Ανάμεσά τους, από το φυσικό άνοιγμα μεταξύ των βουνών, χαμογελά ο Μεσσηνιακός , ενώ απέναντι από τον όρμο του Οιτύλου, διαγράφονται αχνά οι ακτές με την Κορώνη, στη γραμμή του ηλιοβασιλέματος, όπως φαίνεται από το Λιμένι.
Σπαρμένες οι πλαγιές που απλώνονται γύρω με χωριά , ντύνουν με ανθρώπινη ζωή τα βουνά και συμπληρώνουν το θαυμαστό έργο της φύσης. Το Κρυονέρι, η άνω και κάτω Καρέα, η Γέρμα, είναι ορατά, ενώ το Οίτυλο, και την Κελεφά κρύβει ο Κότραφος.
Αρχή στον ορίζοντα η ψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου, με τις πολλές μικρότερες να σχηματίζουν ένα συμμετρικό ανάγλυφο, με χαράδρες πλαγιές, πεδιάδες και βουνά που ενώ στην αρχή είναι σκληρά και απότομα, μαλακώνουν και γίνονται ηπιότερα, όταν πλησιάζουν και καταλήγουν στον Λακωνικό. Στον ορίζοντα στο νότο, φαίνεται καθαρά μέχρι ο κάβο Μαλέας, και το Τσιρίγο (Κύθηρα) στην αγκαλιά της θάλασσας.
Βρίσκομαι στα μισά της απόστασης που χωρίζει την θάλασσα του Μεσσηνιακού από τον Λακωνικό ένα φυσικό πέρασμα που δημιουργείται από το χαμήλωμα των ψηλών βουνών του Ταΰγετου, το οποίο σχηματίζει την κοιλάδα που γεννιέται και διασχίζει ένας γραφικός χείμαρρος, ο ποταμός Σκύρας. Περιοχή κοντά στις πηγές του έχει το όνομα χαλικιά.
Στο πλέον ειδυλλιακό και στρατηγικό σημείο, στο κέντρο της κοιλάδας δεσπόζει ο λόφος της Καρυόπολης.
Ολόγυρα, άλλες κοντύτερα άλλες πιο μακριά, είναι στρωμένες ραχούλες ,που φαντάζουν στο σύνολο τους σαν ένας τεράστιος λεμονοστύφτης, με την Καρυόπολη στο κέντρο.
Βορινά η Κάλιαζη, το παλιό χωριό που εγκαταλείφτηκε με το ομώνυμο βουνό αριστερά από την Γέρμα, δεξιότερα μετά από το μικρό φαράγγι της Φράγκας τα Λεκάνια , που εκτείνονται σε ευθεία γραμμή και όταν φθάνουν στην ανατολή αρχίζουν να ανεβαίνουν.
Στο ξεκίνημα αυτής της ανηφόρας σε ένα ευρύχωρο μπαλκόνι, σταματούν να ξεκουραστούν στην Δροσοπηγή(τσεροβά) και στο τέλος, υψώνουν την Παλιοκοτρώνα Παλιά Τσεροβά, παρατηρητή της ανατολής και της δύσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο στην πατρίδα μας, όποτε αποφασίσεις να το περπατήσεις, θα σε χορτάσει με την ομορφιά της αναζήτησης, και θα σου προσφέρει γνώση, και μαρτυρίες, από το πλούσιο ιστορικό παρελθόν.
Με αυτή την παραδοχή λοιπόν, ξεκίνησα αφήνοντας πίσω μου την Παναγίτσα για μία περιήγηση στο ιστορικό λόφο, που τα τελευταία χρόνια ονομάζεται Παλιά Καρυόπολις.
Η άνοιξη ήταν στις δόξες της, και το γνώριμο περιβάλλον των παιδικών μου χρόνων με φόρτωνε μυρωδιές, αναμνήσεις, και σκέψεις, με κυρίαρχη την επιθυμία της ανακάλυψης νέων στοιχείων, ή της διαφορετικής ερμηνείας, και των απαντήσεων στα υπάρχοντα.
Ανηφόρισα από την δυτική πλευρά του λόφου, ακολουθώντας το παλιό κατσικίσιο μονοπάτι, όπου εξακολουθούσε να υπάρχει, ενώ χάθηκα πολλές φορές μέσα στα αγριόματα, βλέπετε η εγκατάλειψη έχει αφήσει τα σκληρά σημάδια της, δεν υπάρχουν πια κοπάδια ζώων να βόσκουν, ούτε άνθρωποι να καθαρίζουν.
Στα μισά περίπου της διαδρομής πρόβαλλε δεξιά μου η «κουτσουνάρα», ένας μεγάλος ορθόλιθος, με ύψος ένα μέτρο, στημένη πάνω σε μια ριζομιά που μοιάζει με καράβι, ενώ εκείνη με το πανί του . Περίεργο κατασκεύασμα της φύσης, η πρώτη ύλη του ανθρώπου για το καμίνι, αφού έχει σχήμα αρκετά γεωμετρικό, με λίγο σπρώξιμο κινείται ελαφρά, και επανέρχεται λες και ζυγίζεται.
Εκεί κοντά και το ασβεστοκάμινο που μετέτρεψε κάποτε τους ασβεστόλιθους σε οικοδομική ύλη, για να δημιουργήσουν οι άνθρωποι τα κτίσματα τους. Αρκετά μακριά στο μονοπάτι που οδηγεί στους Απεράτες μέσω Ώριαχας υπάρχουν δύο κεραμιδοκάμινα, το ένα παλαιότερο από το άλλο. Χρησιμοποιήθηκαν άραγε οι μονάδες αυτές, και για οικοδομήματα στην Καρυόπολη;
Η «λάκα» μικρό καλλιεργήσιμο λιβάδι στα παιδικά μου χρόνια, έμεινε πίσω, καθώς διέσχισα τους Κουλούμαρδους, τον Τριτσέρο και ο ανήφορος άρχισε πια, να γίνεται απότομος, και περισσότερο κουραστικός.
Την ανάβαση δυσκόλευε η πυκνή βλάστηση, επειδή όλες οι περιοχές, οι περισσότερες από αυτές καλλιεργήσιμες στο παρελθόν, είχαν γίνει λόγγος, και κάποιος που δεν γνωρίζει τα κατατόπια, αποκλείεται να διασχίσει.
Μετά από κάμποση ώρα, αντίκρισα δίπλα στα Χαριάτικα, ένα παλαιό γνώριμο τον «ανεμόμυλο». Πόσο στάρι άραγε είχε αλέσει, και πόσα στόματα είχε χορτάσει με ψωμί, όταν ήταν στις δόξες του. Τώρα απέμεινε ο μισός, λες και κάποιος γίγαντας τον έκοψε κάθετα στη μέση.
Πεισματικά όμως το απομεινάρι του κυκλικού τοίχου αντιστέκεται στη μανία της τραμουντάνας, που κάποτε του έδινε ενέργεια, και αυτός με τη σειρά του προσέφερε ζωή, ενώ τώρα χωρίς πανιά, νομοτελειακά τον οδηγεί στον αφανισμό.
Εξουθενωμένος αλλά γεμάτος χαρά με τη φαντασία μου να τρέχει διαχρονικά σε εποχές παλαιότερης ανθρώπινης δραστηριότητας έφθασα επιτέλους, στην κορυφή. Με κάποια ανάμνηση παιδικού φόβου πέρασα δίπλα από τον «χαραμπό» και πρόβαλλε μπροστά μου το «γηστερνάκι» προς την ανατολή, και δεξιότερα ανάμεσα από τα τείχη της οχύρωσης του κάστρου η είσοδος από την δυτική πλευρά, με το σκαμνάκι σαν φρουρό της εισόδου, να προσφέρει ονειρεμένη θέα στον παρατηρητή, ιδίως το ηλιοβασίλεμα.
Αψεγάδιαστο πέτρινο κάθισμα (θρονί της βασίλισσας), που δημιουργεί την υποψία ότι δεν είναι φυσικό κατασκεύασμα, αλλά έχει βοηθήσει να φτιαχτεί και το ανθρώπινο χέρι.
Στάθηκα λοιπόν όπως άρμοζε πριν περάσω μέσα στην πόλη, και κοίταξα πίσω μου τον πλατύ ορίζοντα προς στη δύση.
Αριστερά η Αρέα το βουνό που μοιάζει με το σώμα τεράστιου αλόγου, και πίσω κρύβει τον Πύριχο (Κάβαλο), ενώ στο τελείωμα της, στους πρόποδες προς τη δύση αναπαύεται το Βαχό.
Σημαντικό βουνό αφού είναι το φυσικό σύνορο της Ταινάριας περιοχής από την Λακωνική. Πράγματι, και κατά την εποχή της 2ης Ενετοκρατίας (κεφ. χρονολογιών) η Μάνη διαιρέθηκε διοικητικά σε δύο περιοχές (territorii). Το βουνό ήταν το χώρισμα της Βόρειας (Alta Maina) από την Νότια (Bassa Maina),και από την ιδιότητά του αυτή, κατά την άποψή μου, πήρε και την ονομασία του. (λατινικό Αrea = όρια, σύνορα,)
Η χερσόνησος της Μάνης, είναι δύσκολα προσβάσιμη και από την στεριά και από την Θάλασσα.
Στα σημεία που η πρόσβαση είναι ευκολότερη από θαλάσσης, έχουν αναπτυχθεί πόλεις φυλασσόμενες με ακροπόλεις ή κάστρα.
Φυσικό λοιπόν είναι και οι στεριανές προσβάσεις να φυλάσσονται με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε υπάρχουν μόνο δύο, όπως τις περπάτησαν και οι κατά καιρούς περιηγητές, από τις δυτικές ακτές και την Αρεόπολη,(πόλη των συνόρων) και από τα Τρικεφάλια, με κατεύθυνση από βορά προς νότο. Στην πρώτη δεσπόζει το κάστρο της Κελεφάς και μια σειρά άλλων μέχρι το Ταίναρο, και στην δεύτερη το ίδιο, με πρώτο το κάστρο της Καρυόπολεως, και άλλα στη συνέχεια.
Είναι λοιπόν ολόκληρη η Ταινάρια περιοχή ένα φυσικό κάστρο, που από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρξε κατά καιρούς τόπος συγκεντρώσεως μισθοφόρων στρατιωτών.
Το άγριο, και δύσκολο περιβάλλον καθώς και οι δραστηριότητες που γίνονταν εκεί, την καλύπτουν με ένα πέπλο μυστηρίου και ασάφειας, και πιθανόν να δικαιολογείται, το αόριστο όνομα «κάστρο Μαίνης» που δόθηκε από τον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο (826μ.Χ.) στο έργο του, προς τον γιο του Ρωμανό.
Πράγματι οι περιγραφές για την τοποθεσία, και τις δραστηριότητες των κατοίκων περισσότερο σε περιοχή αναφέρονται παρά σε συγκεκριμένο κάστρο.
Εκεί που τελειώνει κατηφορίζοντας η Αρέα, από πίσω υψώνεται, το βουνό της Αρεόπολης Μακρυλάκωμα, με τον προφήτη Ηλία στην κορυφή. Δεξιά, τα υψώματα σταματούν και αφού δημιουργείται ένα φυσικό πέρασμα, αρχίζει και πάλι να ανηφορίζει η κορυφογραμμή για να ξετυλιχθεί ο Κότραφος, που με τα βουνά του Τσίγκου στην πλάτη του Οιτύλου, καταλήγει στην κορυφή του Ταϋγέτου. Στο ψηλότερο σημείο του φαντάζει αγέρωχη η πυραμίδα, μαγικός πόλος επικοινωνίας με το στερέωμα, προφήτης Ηλίας κι αυτός.
Ανάμεσά τους, από το φυσικό άνοιγμα μεταξύ των βουνών, χαμογελά ο Μεσσηνιακός , ενώ απέναντι από τον όρμο του Οιτύλου, διαγράφονται αχνά οι ακτές με την Κορώνη, στη γραμμή του ηλιοβασιλέματος, όπως φαίνεται από το Λιμένι.
Σπαρμένες οι πλαγιές που απλώνονται γύρω με χωριά , ντύνουν με ανθρώπινη ζωή τα βουνά και συμπληρώνουν το θαυμαστό έργο της φύσης. Το Κρυονέρι, η άνω και κάτω Καρέα, η Γέρμα, είναι ορατά, ενώ το Οίτυλο, και την Κελεφά κρύβει ο Κότραφος.
Αρχή στον ορίζοντα η ψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου, με τις πολλές μικρότερες να σχηματίζουν ένα συμμετρικό ανάγλυφο, με χαράδρες πλαγιές, πεδιάδες και βουνά που ενώ στην αρχή είναι σκληρά και απότομα, μαλακώνουν και γίνονται ηπιότερα, όταν πλησιάζουν και καταλήγουν στον Λακωνικό. Στον ορίζοντα στο νότο, φαίνεται καθαρά μέχρι ο κάβο Μαλέας, και το Τσιρίγο (Κύθηρα) στην αγκαλιά της θάλασσας.
Βρίσκομαι στα μισά της απόστασης που χωρίζει την θάλασσα του Μεσσηνιακού από τον Λακωνικό ένα φυσικό πέρασμα που δημιουργείται από το χαμήλωμα των ψηλών βουνών του Ταΰγετου, το οποίο σχηματίζει την κοιλάδα που γεννιέται και διασχίζει ένας γραφικός χείμαρρος, ο ποταμός Σκύρας. Περιοχή κοντά στις πηγές του έχει το όνομα χαλικιά.
Στο πλέον ειδυλλιακό και στρατηγικό σημείο, στο κέντρο της κοιλάδας δεσπόζει ο λόφος της Καρυόπολης.
Ολόγυρα, άλλες κοντύτερα άλλες πιο μακριά, είναι στρωμένες ραχούλες ,που φαντάζουν στο σύνολο τους σαν ένας τεράστιος λεμονοστύφτης, με την Καρυόπολη στο κέντρο.
Βορινά η Κάλιαζη, το παλιό χωριό που εγκαταλείφτηκε με το ομώνυμο βουνό αριστερά από την Γέρμα, δεξιότερα μετά από το μικρό φαράγγι της Φράγκας τα Λεκάνια , που εκτείνονται σε ευθεία γραμμή και όταν φθάνουν στην ανατολή αρχίζουν να ανεβαίνουν.
Στο ξεκίνημα αυτής της ανηφόρας σε ένα ευρύχωρο μπαλκόνι, σταματούν να ξεκουραστούν στην Δροσοπηγή(τσεροβά) και στο τέλος, υψώνουν την Παλιοκοτρώνα Παλιά Τσεροβά, παρατηρητή της ανατολής και της δύσης.
Παλιοκοτρώνα Παλιά Τσεροβά |
Την σκυτάλη παίρνει πάλι η Αρέα, και ο κύκλος του ορίζοντα συνεχίζει, από εκεί που αρχίσαμε να τον παρακολουθούμε, να περιβάλει την ιερή γη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι περιφερειακά, υπάρχουν, εκκλησάκια που έχουν δώσει το όνομα τους, και στα κτήματα με τα οποία περιβάλλονται, η έχουν το γενικό όνομα μοναστήρι, που υποδηλώνει ύπαρξη στο παρελθόν, μικρών μοναστηριακών κοινοτήτων.
Βασικό είναι ότι όλα συνοδεύονται απαραίτητα από πηγές νερού, πράγμα σημαντικό, αληθινό θείο δώρο, μέσα στην ευρύτερη άνυδρη περιοχή της Μάνης.
Βλέπουμε λοιπόν το Μοναστηράκι (Στρατιάνικα) στην πλαγιά της Αρέας, και στο ίδιο περίπου ύψος, αλλά ανατολικότερα ερείπια εκκλησίας στο Σελινάρι(την βρύση της Δροσοπηγής).
Κάτω από αυτά στο ίσιωμα στα Βαρικά υπάρχει ο Αϊ Γιώργης, και βορειοανατολικά στην άκρη στα Κολάδια (τα αμπέλια του χωριού) ο Αϊ Θανάσης ενώ πίσω από τη ράχη (400μ.)Διβολάδες και Ελαία (Μιτζιόλενα) . Στην πίσω πλευρά από τα Λεκάνια, βρίσκεται το «Καταφύγγι» Μοναστήρι, στην Αγριακώνα, και στην μέση της πλαγιάς του λόφου της Καρυόπολης, εκεί που δημιουργείται πλάτωμα (βίγλα) από την βορειοδυτική πλευρά η Παναγίτσα, (Παπαδοθωμιάνικα), που είναι και η γενέτειρά μου. Η γεωγραφική λοιπόν αυτή διάταξη, ενισχύει την άποψη ότι ο οικισμός και το κάστρο στην κορυφή του λόφου, ήταν το κέντρο, που δέσποζε σε όλη την περιοχή, και κατά συνέπεια την επόπτευε και την προστάτευε, κάτι σαν τις αρχαίες ακροπόλεις.
Θα τολμούσα να υποθέσω όχι μόνο στην κοντινή περιοχή, αλλά γενικότερα, έπαιζε σημαντικό ρόλο, και στην διαδρομή που ένωνε την μία θάλασσα, τον Μεσσηνιακό, με την άλλη, τον Λακωνικό, αλλά και στην διαδρομή που ένωνε, Μέσα και Κάτω Μάνη.
Αυτό ενισχύεται επειδή η περιοχή που παρουσιάζεται είναι αρκετά εύφορη με πολλές καλλιέργειες, λόγω της επάρκειας σε πηγές νερού, όπως προανέφερα . Το σημαντικότερο όμως επιχείρημα του ιστορικού της ρόλου στην διάρκεια του χρόνου είναι, η φυσική οχύρωση της περιοχής, και η ευκολία της οπτικής επαφής, σε όλη την έκταση της, μέχρι το βάθος του ορίζοντα.
Αν υποθέσουμε πρακτικά ότι η Δροσοπηγή (τσεροβά), ακόμη δε περισσότερο η Παλιά Τσεροβά, (Παλιοκοτρώνα) είχε τον ρόλο επικοινωνιακού κόμβου βιγλατόριου, τότε υπήρχε άμεση επικοινωνία με μια ευρύτερη περιοχή, (καμινοβίγλια)όπως φαίνεται σε χάρτες στην ομωνυμη υποσελίδα. Αντιθέτως δεν είναι ορατή σαφώς, από καμιά θάλασσα, πράγμα που την καθιστά, αρκετά προστατευμένη, έως και άτρωτη σε κακόβουλες διαθέσεις επιδρομέων από την θάλασσα, και πειρατών.
Κατά την άποψη μου δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα τα οποία ακόμη και χωρίς ιστορικές αποδείξεις, μόνο με ορθολογική αξιολόγηση, αναδεικνύουν την ουσιαστική σημασία που είχε η Καρυόπολη και η ευρύτερη περιοχή μέσα στην διάρκεια του χρόνου.
Το πρώτο είναι τα πολλά νερά (δεν είναι υπερβολή ή σχήμα λόγου για τα δεδομένα στην Μάνη υπάρχουν στην περιοχή αρκετά νερά). Εδώ έχει τις πηγές του ο ποταμός που αναφέρεται και ονομάζεται από τον Παυσανία Σκύρας.
Συγκεκριμένα στο Σελινάριβρίσκονται οι αρχικές του πηγές, και από εκεί αφού διαρρέει τα Βαρικά, τα Προγόνια, και τα ισιώματα του Βαχού, σύρριζα στα Καπερναριάνικα χωματοβούνια, συνεχίζει φτάνοντας στον σημερινό δρόμο Γυθείου-Αρεοπολεως, που τον ακολουθεί παράλληλα μέχρι την Φράγκα, και τέλος σαν ρέμα Δίχοβας, συναντά τη θάλασσα στις Καμάρες.
Εκτός από το βασικό χείμαρρο, υπάρχει και παραπόταμος από την Ανατολική πλευρά, που ξεκινά από τα Φιλαδέλφεια συγκεντρώνοντας, νερά που αναβλύζουν από τον λόφο τηςΚαρυούπολης, διασχίζει την εύφορη ρεματιά Όριαχα, μέσα από τα περιβόλια με τα κηπευτικά και ενώνεται με το αρχικό τμήμα στο Λεβιάνικο μύλο, πριν τα Δεμιριάνικα.
Οι δύο χείμαρροι που περιβάλουν την Καρυόπολη δίνουν ζωή σε καλλιέργειες και ήταν ακόμη και στις μέρες μου σημεία ανθρώπινης δραστηριότητας (πλύσιμο ρούχων κ.λ.π.).Αλλά και ο ίδιος ο λόφος έχει περιφερειακά πηγές που αναβλύζουν νερό, γεγονός που δίνει την εντύπωση, ότι περιέχει στα σπλάχνα του αρκετή ποσότητα.
Το αξιοπερίεργο είναι, ότι και στον οικισμό που βρίσκετε στην κορυφή, υπάρχει αρκετό νερό σε στέρνες και πηγάδια, το οποίο παρ΄ολο που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για το πότισμα των ζώων, παρέμενε ανεξάντλητο και κατά τους θερινούς μήνες.
Φαίνεται από τα παραπάνω ότι το νερό στον λόφο δεν είναι αποθηκευμένο στις στέρνες από την βροχή αλλά ανανεώνεται με αποθέματα, που στραγγίζουν στο, εσωτερικό του λόφου.
Το δεύτερο αφορά το συγκοινωνιακό δίκτυο και τις μετακινήσεις, ιδιαίτερα στην Ταινάρια περιοχή, που γινόταν από θαλάσσης, εξ αιτίας της γεωφυσικής διαμόρφωσης.
Αυτό είχε σαν συνέπεια την ανάπτυξη πολλών λιμανιών, σε απάνεμους όρμους, που ανάλογα με τις χρονικές συγκυρίες, χρησιμοποιήθηκαν είτε για πολεμικούς είτε για εμπορικούς σκοπούς.
Όπως και να χει η Μάνη είχε μόνιμη επαφή με την υπόλοιπη Πελοπόνησσο, τα νησιά του Ιονίου και την δυτική Ευρώπη. Κατ΄ εξαίρεση όμως, στην περιοχή που εξετάζουμε, η διαμόρφωση του εδάφους επιτρέπει, και οδικές μετακινήσεις και υποχρεωτικές μεταφορές, μεταξύ των ανατολικών και δυτικών ακτών, που θα προσπαθήσω να παρουσιάσω.
Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αναδειχθούν οι παλιοί δρόμοι, που ένωναν τα χωριά και τις πόλεις της περιοχής, έχοντας σαν οδηγό τις γραπτές αναφορές των περιηγητών Παυσανία(200μ.χ.), και Κυριάκου από Ανγκόνα(1447μ.χ).
Υπάρχει σαφής ταύτιση αυτών των αρχαίων διαδρομών, με εκείνους τους δρόμους που αναφέρονται στις διηγήσεις των παλαιοτέρων, και χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι πριν από πενήντα και πλέον χρόνια, για να συντομεύσουν τις αποστάσεις.
Να σημειώσω εδώ ότι στο Σκουτάρι στην Αγία υπάρχει τοπωνύμιο Ανγκόνα, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι μπορεί να έχει καποια σχέση με τον ομώνυμο περιηγητή.
Ξεκινώντας λοιπόν από την δύση, το Νέο Οίτυλο (Τσίπα) με κατεύθυνση προς την ανατολή, αρχίζει δρόμος, που αφού ανηφορίσει την Αρκουδόλατσα φτάνει στο Σταυρό (Λασκαριάνικα).
Μετά κατηφορίζει, και μέσα από τα ισιώματα στον κάμπο του Βαχού αποφεύγοντας το ίδιο το χωριό, φτάνει στην τοποθεσία Προγόνια, που ήταν η πύλη για την ανάβαση στο κάστρο, ενώ στη συνέχεια μέσα από τα Βαρικά, και τον Αη Γιώργηφτάνει μέχρι το Σταυροδρόμι, στους ανατολικούς πρόποδες της Καρυούπολης.
Η περιοχή ήταν πράγματι σταυροδρόμι, όπως και εξακολουθεί να είναι, μόνο που τότε είχε ουσιαστικότερο ρόλο και ένωνε άλλα χωριά.
Από το Σταυροδρόμι ο ένας δρόμος κατευθύνεται προς τον νότο, ανηφορίζει μέχρι το Σελινάρι, μετά συνεχίζει και από τα Τρικεφάλια κατεβαίνει στη Χιμάρα τον Κότρωνα και στις νοτιοανατολικές ακτές.
Του λόγου το αληθές, και από το παλαιότερο όνομα τής περιοχής Τσεροβά, που ονόμασε και τό ομώνυμο χωριό (βλέπε υποσελίδα ερμηνείες/ονομάτων επίσκεψις)
Ο άλλος κατευθύνεται προς την ανατολή, αφού διασχίζει τα Κολάδια, ανηφορίζει από τον Αη Θανάση, και κατηφορίζει προς τις βορειοανατολικές ακτές Σκουτάρι, Καμάρες, Αγερανός, Πασαβάς, Γύθειο. Ο σημερινός οδικός σχεδιασμός, έχει αρκετές διαφορές, αλλά ορίσθηκε από τις τεχνικές δυνατότητες, και τις σύγχρονες τοπικές ανάγκες.
Είναι φανερό ότι αυτή η διαδρομή επιβάλλεται φυσικά, επειδή είναι ο ταχύτερος δρόμος που συνδέει την δυτική, με την ανατολική ακτή, και είναι γνωστό επίσης, ότι την παλαιά εποχή οι μεγάλες δραστηριότητες των ανθρώπων ήταν κοντά στις ακτές. Από αυτόν τον κεντρικό άξονα δρόμοι οδηγούσαν στα χωριά που συνήθως ήταν κτισμένα σε υψηλά σημεία.
΄Έτσι λοιπόν από τα Προγόνια άρχιζε η ανάβαση στην Καρυούπολη, όπως μαρτυρά η μορφολογία του εδάφους, και δίνεται η εξήγηση της χρήσης των κτισμάτων Α1, Α2 & Β που υπάρχουν στην περιοχή, και αναφέρονται στην εργασία της αρχαιολόγου κας Ροδονίκης Ετζεόγλου (Καρυούπολις, μία ερειπωμένη Βυζαντινή πόλη).
Πιθανότατα λοιπόν, το συγκεκριμένο μέρος, ήταν η φρουρούμενη πύλη εισόδου στην πόλη, αλλά και ο ελεγκτικός μηχανισμός του οδικού άξονα που προαναφέρθηκε.
Υπό αυτή την έννοια εκτός από τον Πασσαβά, που έχει αναγνωρισθεί σαν πύλη διέλευσης, με είσπραξη τελών από την εποχή της ιδρύσεως του κάστρου τον 13ο αιώνα, να χρησιμοποιείτο για τον ίδιο λόγο και το συγκεκριμένο μέρος, σε προγενέστερες όμως εποχές. Ανάλογα λοιπόν με τις συνθήκες της κάθε περιόδου ανέβαινε η σημασία του ενός, απέναντι στο άλλο.
Και τοπωνύμια της περιοχής «Μερδιπά, Προγόνια» παραπέμπουν σε λέξεις αρχαίας προέλευσης ετυμολογικά, με την ανάλογη σημασία «της των ονομάτων επίσκεψης».Υπάρχει ακόμη, κατά τον Παυσανία μία αναφορά, που έχει να κάνει με τον γάμο του Πύρρου , γιου του Αχιλλέα, και της Ερμιόνης, κόρης του Μενελάου και της Ελένης.
Ο Πύρρος έφτασε για την τέλεση του γάμου του στις εκβολές του ποταμού Σκύρα (κεφ.ΧΧV1).
Σε κάποιο άλλο σημείο, περιγράφοντας την Καρδαμύλη, αναφέρει ότι υπάρχει τέμενος των θυγατέρων του Νηρέα, που βγήκαν στην ακτή, για να δουν τον Πύρρο καθώς πήγαινε στην Σπάρτη, για τον γάμο με την Ερμιόνη (κεφ.ΧΧVI 7).
Εφόσον λοιπόν, σε μία σημαντική βασιλική, στιγμή ακολουθείται αυτή η διαδρομή, με την λογική και μόνο, καθορίζεται η μεγάλη σημασία, και η λειτουργικότητα της.
Εξάλλου ακόμη και σήμερα, κάτοικοι της Κάτω Μάνης, επιλέγουν κατά κύριο λόγο, για τις εμπορικές τους δραστηριότητες την Καλαμάτα, και όχι το πλησιέστερο Γύθειο.
sites.google.com
Βασικό είναι ότι όλα συνοδεύονται απαραίτητα από πηγές νερού, πράγμα σημαντικό, αληθινό θείο δώρο, μέσα στην ευρύτερη άνυδρη περιοχή της Μάνης.
Βλέπουμε λοιπόν το Μοναστηράκι (Στρατιάνικα) στην πλαγιά της Αρέας, και στο ίδιο περίπου ύψος, αλλά ανατολικότερα ερείπια εκκλησίας στο Σελινάρι(την βρύση της Δροσοπηγής).
Κάτω από αυτά στο ίσιωμα στα Βαρικά υπάρχει ο Αϊ Γιώργης, και βορειοανατολικά στην άκρη στα Κολάδια (τα αμπέλια του χωριού) ο Αϊ Θανάσης ενώ πίσω από τη ράχη (400μ.)Διβολάδες και Ελαία (Μιτζιόλενα) . Στην πίσω πλευρά από τα Λεκάνια, βρίσκεται το «Καταφύγγι» Μοναστήρι, στην Αγριακώνα, και στην μέση της πλαγιάς του λόφου της Καρυόπολης, εκεί που δημιουργείται πλάτωμα (βίγλα) από την βορειοδυτική πλευρά η Παναγίτσα, (Παπαδοθωμιάνικα), που είναι και η γενέτειρά μου. Η γεωγραφική λοιπόν αυτή διάταξη, ενισχύει την άποψη ότι ο οικισμός και το κάστρο στην κορυφή του λόφου, ήταν το κέντρο, που δέσποζε σε όλη την περιοχή, και κατά συνέπεια την επόπτευε και την προστάτευε, κάτι σαν τις αρχαίες ακροπόλεις.
Θα τολμούσα να υποθέσω όχι μόνο στην κοντινή περιοχή, αλλά γενικότερα, έπαιζε σημαντικό ρόλο, και στην διαδρομή που ένωνε την μία θάλασσα, τον Μεσσηνιακό, με την άλλη, τον Λακωνικό, αλλά και στην διαδρομή που ένωνε, Μέσα και Κάτω Μάνη.
Αυτό ενισχύεται επειδή η περιοχή που παρουσιάζεται είναι αρκετά εύφορη με πολλές καλλιέργειες, λόγω της επάρκειας σε πηγές νερού, όπως προανέφερα . Το σημαντικότερο όμως επιχείρημα του ιστορικού της ρόλου στην διάρκεια του χρόνου είναι, η φυσική οχύρωση της περιοχής, και η ευκολία της οπτικής επαφής, σε όλη την έκταση της, μέχρι το βάθος του ορίζοντα.
Αν υποθέσουμε πρακτικά ότι η Δροσοπηγή (τσεροβά), ακόμη δε περισσότερο η Παλιά Τσεροβά, (Παλιοκοτρώνα) είχε τον ρόλο επικοινωνιακού κόμβου βιγλατόριου, τότε υπήρχε άμεση επικοινωνία με μια ευρύτερη περιοχή, (καμινοβίγλια)όπως φαίνεται σε χάρτες στην ομωνυμη υποσελίδα. Αντιθέτως δεν είναι ορατή σαφώς, από καμιά θάλασσα, πράγμα που την καθιστά, αρκετά προστατευμένη, έως και άτρωτη σε κακόβουλες διαθέσεις επιδρομέων από την θάλασσα, και πειρατών.
Κατά την άποψη μου δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα τα οποία ακόμη και χωρίς ιστορικές αποδείξεις, μόνο με ορθολογική αξιολόγηση, αναδεικνύουν την ουσιαστική σημασία που είχε η Καρυόπολη και η ευρύτερη περιοχή μέσα στην διάρκεια του χρόνου.
Το πρώτο είναι τα πολλά νερά (δεν είναι υπερβολή ή σχήμα λόγου για τα δεδομένα στην Μάνη υπάρχουν στην περιοχή αρκετά νερά). Εδώ έχει τις πηγές του ο ποταμός που αναφέρεται και ονομάζεται από τον Παυσανία Σκύρας.
Συγκεκριμένα στο Σελινάριβρίσκονται οι αρχικές του πηγές, και από εκεί αφού διαρρέει τα Βαρικά, τα Προγόνια, και τα ισιώματα του Βαχού, σύρριζα στα Καπερναριάνικα χωματοβούνια, συνεχίζει φτάνοντας στον σημερινό δρόμο Γυθείου-Αρεοπολεως, που τον ακολουθεί παράλληλα μέχρι την Φράγκα, και τέλος σαν ρέμα Δίχοβας, συναντά τη θάλασσα στις Καμάρες.
Εκτός από το βασικό χείμαρρο, υπάρχει και παραπόταμος από την Ανατολική πλευρά, που ξεκινά από τα Φιλαδέλφεια συγκεντρώνοντας, νερά που αναβλύζουν από τον λόφο τηςΚαρυούπολης, διασχίζει την εύφορη ρεματιά Όριαχα, μέσα από τα περιβόλια με τα κηπευτικά και ενώνεται με το αρχικό τμήμα στο Λεβιάνικο μύλο, πριν τα Δεμιριάνικα.
Οι δύο χείμαρροι που περιβάλουν την Καρυόπολη δίνουν ζωή σε καλλιέργειες και ήταν ακόμη και στις μέρες μου σημεία ανθρώπινης δραστηριότητας (πλύσιμο ρούχων κ.λ.π.).Αλλά και ο ίδιος ο λόφος έχει περιφερειακά πηγές που αναβλύζουν νερό, γεγονός που δίνει την εντύπωση, ότι περιέχει στα σπλάχνα του αρκετή ποσότητα.
Το αξιοπερίεργο είναι, ότι και στον οικισμό που βρίσκετε στην κορυφή, υπάρχει αρκετό νερό σε στέρνες και πηγάδια, το οποίο παρ΄ολο που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για το πότισμα των ζώων, παρέμενε ανεξάντλητο και κατά τους θερινούς μήνες.
Φαίνεται από τα παραπάνω ότι το νερό στον λόφο δεν είναι αποθηκευμένο στις στέρνες από την βροχή αλλά ανανεώνεται με αποθέματα, που στραγγίζουν στο, εσωτερικό του λόφου.
Το δεύτερο αφορά το συγκοινωνιακό δίκτυο και τις μετακινήσεις, ιδιαίτερα στην Ταινάρια περιοχή, που γινόταν από θαλάσσης, εξ αιτίας της γεωφυσικής διαμόρφωσης.
Αυτό είχε σαν συνέπεια την ανάπτυξη πολλών λιμανιών, σε απάνεμους όρμους, που ανάλογα με τις χρονικές συγκυρίες, χρησιμοποιήθηκαν είτε για πολεμικούς είτε για εμπορικούς σκοπούς.
Όπως και να χει η Μάνη είχε μόνιμη επαφή με την υπόλοιπη Πελοπόνησσο, τα νησιά του Ιονίου και την δυτική Ευρώπη. Κατ΄ εξαίρεση όμως, στην περιοχή που εξετάζουμε, η διαμόρφωση του εδάφους επιτρέπει, και οδικές μετακινήσεις και υποχρεωτικές μεταφορές, μεταξύ των ανατολικών και δυτικών ακτών, που θα προσπαθήσω να παρουσιάσω.
Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αναδειχθούν οι παλιοί δρόμοι, που ένωναν τα χωριά και τις πόλεις της περιοχής, έχοντας σαν οδηγό τις γραπτές αναφορές των περιηγητών Παυσανία(200μ.χ.), και Κυριάκου από Ανγκόνα(1447μ.χ).
Υπάρχει σαφής ταύτιση αυτών των αρχαίων διαδρομών, με εκείνους τους δρόμους που αναφέρονται στις διηγήσεις των παλαιοτέρων, και χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι πριν από πενήντα και πλέον χρόνια, για να συντομεύσουν τις αποστάσεις.
Να σημειώσω εδώ ότι στο Σκουτάρι στην Αγία υπάρχει τοπωνύμιο Ανγκόνα, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι μπορεί να έχει καποια σχέση με τον ομώνυμο περιηγητή.
Ξεκινώντας λοιπόν από την δύση, το Νέο Οίτυλο (Τσίπα) με κατεύθυνση προς την ανατολή, αρχίζει δρόμος, που αφού ανηφορίσει την Αρκουδόλατσα φτάνει στο Σταυρό (Λασκαριάνικα).
Μετά κατηφορίζει, και μέσα από τα ισιώματα στον κάμπο του Βαχού αποφεύγοντας το ίδιο το χωριό, φτάνει στην τοποθεσία Προγόνια, που ήταν η πύλη για την ανάβαση στο κάστρο, ενώ στη συνέχεια μέσα από τα Βαρικά, και τον Αη Γιώργηφτάνει μέχρι το Σταυροδρόμι, στους ανατολικούς πρόποδες της Καρυούπολης.
Η περιοχή ήταν πράγματι σταυροδρόμι, όπως και εξακολουθεί να είναι, μόνο που τότε είχε ουσιαστικότερο ρόλο και ένωνε άλλα χωριά.
Από το Σταυροδρόμι ο ένας δρόμος κατευθύνεται προς τον νότο, ανηφορίζει μέχρι το Σελινάρι, μετά συνεχίζει και από τα Τρικεφάλια κατεβαίνει στη Χιμάρα τον Κότρωνα και στις νοτιοανατολικές ακτές.
Του λόγου το αληθές, και από το παλαιότερο όνομα τής περιοχής Τσεροβά, που ονόμασε και τό ομώνυμο χωριό (βλέπε υποσελίδα ερμηνείες/ονομάτων επίσκεψις)
Ο άλλος κατευθύνεται προς την ανατολή, αφού διασχίζει τα Κολάδια, ανηφορίζει από τον Αη Θανάση, και κατηφορίζει προς τις βορειοανατολικές ακτές Σκουτάρι, Καμάρες, Αγερανός, Πασαβάς, Γύθειο. Ο σημερινός οδικός σχεδιασμός, έχει αρκετές διαφορές, αλλά ορίσθηκε από τις τεχνικές δυνατότητες, και τις σύγχρονες τοπικές ανάγκες.
Είναι φανερό ότι αυτή η διαδρομή επιβάλλεται φυσικά, επειδή είναι ο ταχύτερος δρόμος που συνδέει την δυτική, με την ανατολική ακτή, και είναι γνωστό επίσης, ότι την παλαιά εποχή οι μεγάλες δραστηριότητες των ανθρώπων ήταν κοντά στις ακτές. Από αυτόν τον κεντρικό άξονα δρόμοι οδηγούσαν στα χωριά που συνήθως ήταν κτισμένα σε υψηλά σημεία.
΄Έτσι λοιπόν από τα Προγόνια άρχιζε η ανάβαση στην Καρυούπολη, όπως μαρτυρά η μορφολογία του εδάφους, και δίνεται η εξήγηση της χρήσης των κτισμάτων Α1, Α2 & Β που υπάρχουν στην περιοχή, και αναφέρονται στην εργασία της αρχαιολόγου κας Ροδονίκης Ετζεόγλου (Καρυούπολις, μία ερειπωμένη Βυζαντινή πόλη).
Πιθανότατα λοιπόν, το συγκεκριμένο μέρος, ήταν η φρουρούμενη πύλη εισόδου στην πόλη, αλλά και ο ελεγκτικός μηχανισμός του οδικού άξονα που προαναφέρθηκε.
Υπό αυτή την έννοια εκτός από τον Πασσαβά, που έχει αναγνωρισθεί σαν πύλη διέλευσης, με είσπραξη τελών από την εποχή της ιδρύσεως του κάστρου τον 13ο αιώνα, να χρησιμοποιείτο για τον ίδιο λόγο και το συγκεκριμένο μέρος, σε προγενέστερες όμως εποχές. Ανάλογα λοιπόν με τις συνθήκες της κάθε περιόδου ανέβαινε η σημασία του ενός, απέναντι στο άλλο.
Και τοπωνύμια της περιοχής «Μερδιπά, Προγόνια» παραπέμπουν σε λέξεις αρχαίας προέλευσης ετυμολογικά, με την ανάλογη σημασία «της των ονομάτων επίσκεψης».Υπάρχει ακόμη, κατά τον Παυσανία μία αναφορά, που έχει να κάνει με τον γάμο του Πύρρου , γιου του Αχιλλέα, και της Ερμιόνης, κόρης του Μενελάου και της Ελένης.
Ο Πύρρος έφτασε για την τέλεση του γάμου του στις εκβολές του ποταμού Σκύρα (κεφ.ΧΧV1).
Σε κάποιο άλλο σημείο, περιγράφοντας την Καρδαμύλη, αναφέρει ότι υπάρχει τέμενος των θυγατέρων του Νηρέα, που βγήκαν στην ακτή, για να δουν τον Πύρρο καθώς πήγαινε στην Σπάρτη, για τον γάμο με την Ερμιόνη (κεφ.ΧΧVI 7).
Εφόσον λοιπόν, σε μία σημαντική βασιλική, στιγμή ακολουθείται αυτή η διαδρομή, με την λογική και μόνο, καθορίζεται η μεγάλη σημασία, και η λειτουργικότητα της.
Εξάλλου ακόμη και σήμερα, κάτοικοι της Κάτω Μάνης, επιλέγουν κατά κύριο λόγο, για τις εμπορικές τους δραστηριότητες την Καλαμάτα, και όχι το πλησιέστερο Γύθειο.
sites.google.com