25 Δεκεμβρίου 2011

Μιά Προσευχή.


Να σαι τ’ αστέρι του ουρανού, να διώχνεις το σκοτάδι
Η φεγγαρόφωτη νυχτιά, το  φως πέρα απ τον άδη.
Να σαι η φλόγα στην ψυχή, της Παναγιάς το δάκρυ.
Να γίνεσαι εικόνισμα, στης μοναξιας την άκρη.
Να σαι της Πίνδου κορυφή, του Ιονίου αγέρας.
Να αγναντεύεις, να σκορπάς της λογικής το τέρας.
Να σαι στην πλώρη άνεμος στην πρύμνη νηνεμία,
Να μείνεις στην ψυχούλα μας παντοτινή λατρεία.
Να σαι βοριάς στο Τάλετον, και στο Διρό δρεπάνι.
Να λιώνεις τις ψυχρές καρδιές, πρωτομαγιάς στεφάνι.
Να σαι κυκλάμινο μικρό, ξανθό, σαν τ’ αντικρίζω.
Να γέρνω στην αγκάλη σου γλυκά και να μυρίζω.
Να σαι τσακάλι στον Σαγγιά, και πέρδικα στην Μάνη.
Να παίρνω απ την ανάσα σου την γεύση απ το λιβάνι.
Να σαι της μάνας το φιλί, το βλέμμα του πατέρα.
Το χαμογέλιο του μωρού, ο ήλιος την ημέρα.
Να σαι το χάδι του έρωτα, και της ψυχής το νάμα.
Να σ έχω πάντα στόλισμα, να είμαστε αντάμα.
Να σαι Αυγουστιάτικη ματιά, να λιώνουμε τα χιόνια.
Το πάλεψες, και κέρδισες την θέση σου αιώνια

Να σαι πολλά, κι αμέτρητα, να σαι τα πάντα …όλα.

Γη, ουρανός, και θάλασσα, του Λιμενιου Λαλούδα.
Να σαι για πάντα Άνοιξη γλυκειά μου πεταλούδα.

Γρηγόρης Παπαδοθώμακος
Χριστούγεννα 2011

15 Δεκεμβρίου 2011

Μετάφραση της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή στη γλώσσα των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας

Παγκόσμια πρώτη παρουσίαση
επιμέλεια: Γιώργος Δαμιανός

Γκρίκο: Α σού φαίνετα τι έκαμα αν ανόητο πράμα, ένα ανόητο το λέει
> Griko (M. Cassoni) A su fénete ti écama an anóito prâma, éna anóito tò lèi.
> Πρωτ.:(469) Σοὶ δ’ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν, σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.

Τα 24grammata.com παρουσιάζουν, με τη μορφή ebook, για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα σπάνιο και μοναδικό Θησαυρό της Ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού. Πρόκειται για τη μετάφραση (αποσπάσματα) της Αντιγόνης του Σοφοκλή στη γλώσσα των Ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας (Griko/ Salento)
H μετάφραση περιλαμβάνεται σ’ ένα σπάνιο άρθρο του φημισμένου Ιταλού γλωσσολόγου Ο. Parlangeli. To άρθρο δημοσιεύτηκε στο επιστ. περιοδικό “Byzantion” (Bruxelles, 1952) και είναι γραμμένο στη Γαλλική γλώσσα.
Σε αυτό το άρθρο ο Parlangeli, παρουσιάζει τον ερευνητή του Γκρικο, Don Mauro Cassoni, (το άρθρο υπάρχει σε έντυπη μορφή, καθώς και όλη η εργογραφία του Κασòνι, στη βιβλιοθήκη του 24grammata.com)
O μοναχός Mauro Cassoni μόνασε στο μοναστήρι Santa Maria di Consolazione στο Martano (Le) και κατέγραψε τα ήθη και έθιμα των ελληνοφώνων του Σαλέντου, συνέταξε μελέτες σχετικά με την ελληνική γλώσσα της περιοχής και προσπάθησε να μεταφράσει στην πατρική γλώσσα των κατοίκων, την εποχή εκείνη μιλούσαν αποκλειστικά το Γκρίκο οι κάτοικοι της ελληνόφωνης νησίδας του Σαλέντο, την τραγωδία “Αντιγόνη” του Σοφοκλή.
Ο Κασόνι μετέφερε νοηματικά την τραγωδία και δεν έδωσε μεγάλη σημασία στους μεταφραστικούς τύπους αλλά αρκέστηκε στη νοηματική απόδοση. Άλλωστε το επίπεδο του Γκρίκο (μέχρι το 1900 το μιλούσαν αναλφάβητοι χωρικοί, αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο) δεν του επέτρεπε να έχει πολλές εναλλακτικές λύσεις στη μετάφραση. Προτίμησε τη νοηματική απόδοση, ίσως και παράφραση, αλλά αρνήθηκε συστηματικά να την εμπλουτίσει με Ιταλικό λεξιλόγιο. Μόνο και μόνο για αυτό τα παρακάτω αποσπάσματα είναι ένας μοναδικός θησαυρός του Ελληνικού Πολιτισμού
Όπως θα δείτε στο ebook ο καταγράφει τους στίχους στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στο Γκρίκο (με Λατινικούς χαρακτήρες).
Για να γίνουν ευκολότερα κατανοητά από το ελληνικό κοινό, τα 24grammata.com πρόσθεσαν το Γκρίκο με τους ελληνικούς χαρακτήρες, καθώς και μια στοιχειώδη μετάφραση στη νεοελληνική. Συνειδητά προτιμήσαμε μα μείνουμε πιστοί στο Γκρίκο και όχι στο αρχαίο κείμενο, γιατί σκοπός μας είναι να προβάλλουμε τη γλώσσα των ελληνόφωνων (και ας μας συγχωρέσει ο Σοφοκλής).
Επειδή το συνημμένο ebook δεν είναι ευανάγνωστο ξαναγράψαμε τα κύρια σημεία και προσθέσαμε το μεταγλωττισμό με ελληνικούς χαρακτήρες καθώς και το πρωτότυπο κείμενο.
Στο τέλος του ebook παρουσιάζονται και 7 canti (ύμνοι/τραγούδια) della Grecia Salentina:
[download]


ANTIGONE di SOFOCLE / ΑΝΤΙΓΟΝΗ του ΣΟΦΟΚΛΗ
440. Kρ: Τσ’ εσού, που έχει στα πόδια την κοφάλη, λέει ο ντε, τι σου έκαμε τούτο;
>Kr.: (à Antigone) C esù, pù ehi ‘sta pódia tin cofàli, lèi ο dé ti ‘sù écame tuo ?
>Κρ.: Σ’ εσένα, που έχεις στα πόδια το κεφάλι, λές ή όχι, ότι συ έκανες τούτο;
>ΚΡ. :Σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα, φῄς, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε;
Αντ. Το λέω τσε εσοτζο πι ντέ.
>Αν. Το léo c’essózo pi ndé.
>Αντ. Το λέω και δεν το αρνούμαι
>ΑΝ. Καὶ φημὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
445 Κρ (στο φύλακα): Σου ζώζει πάει, αρτενα, ετσι ιπου θέλει πους όλο το κακό λυμένο
Kr. (au gardien) Sù sozi pai, artena, eci ipu téli pus ólo to kakó liméno.
Κρ. (στο φύλακα): Σύ σώθηκες, πήγαινε όπου θέλεις, γιατί το κακό είναι λυμένο (για σένα)
ΚΡ. Σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον·
(στην Αντιγόνη): Τσ εσού πέμμου ενώριτζες εσού τι βω (εγώ) είχα ντοκόντα α λο να μι χώσουνε τσι το πεζαμμένο
>(à Antigone) C’ esu, pémmu,ennórizes esu ti ‘vo iha dóconta a lo na mi hósune citto pesamméno?
>Και σύ πες μου, εγνώριζες εσύ ότι εγώ είχα διατάξει να μη χώσουνε (θάψουνε) κείνο τον πεθαμένο;
>πρωτότυπο: σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως, ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
Αντ.: ούμε, ο νώριτζα τσε καλά, σοτζεστε να μη τον νώριτζα; Εσού τον έντικες αλό
>Ùmme, ο nnóriza ce calà; Sogeste na mi ton nóriza ? Esu ton édikes alò.
>Εγνώριζα και καλα, πως να μην το γνώριζα, εσύ τον είχες δώσει (δική σου διαταγή ήταν)
>ΑΝ. Ἤιδη· τί δ’ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.
Κρ Τσε εσού τον έκλασε, χώνοντα το πεσαμένο
>Kn. C esu ton éklase, hónnonta to pesamméno.
>Κρ: και εσύ τον χάλασες (έσπασες τον νόμο) χώνοντας τον νεκρό (θάβοντας τον πεθαμένο)
>ΚΡ. Καὶ δῆτ’ ἐτόλμας τούσδ’ ὑπερβαίνειν νόμους;
450. Αν. Εν ιο α τό Τζέου ούζο λο ντε αττά δικια τος τεο του ακάτου. Για τούο εβό εκιτεφσα
>Αν. Enn io a ttó Zeu uso lo, ndé atta dikia tos teó tu acatu jâ tuo evo ekkitefsa.
>Αν: Δεν ήταν του Δία ο νόμος, ούτε της Δίκης, της Θεάς του Κάτω Κόσμου. Για δικό σου τον φανταστηκα
>(450) ΑΝ. Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε, οὐδ’ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκην τοιούσδ’ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους·,
Επίστονε μαγκά τι, τα λόγια ανού αντρώπου, που ντέτε να πέσανει ήσανε πλέον δυνατά πι τσινα, άγια, ντε γραμμένα τος θεό. Είναι τούα ντεναπους στι σήμερι, ντεν ειναι απού αφτέ: ειναι για πάντα
> Eppistone maga ti, ta lója anu antrópu, pu déte na pèsani isane pléon1 dinatâ pi cina : afsilâ, âja, ndé gramména, tos teó. Ine tua den apus to simmeri, Ndé apù afte : ine jâ panta
> Ούτε ήξερα ότι τα λόγια ενός ανθρώπου που είναι να πεθάνει (θνητού) ήτανε πιο δυνατά από κείνα τα άγια και όχι γραμμένα του Θεού. Είναι (λόγια) από κείνα που είναι για το σήμερα, δεν είναι απ αυτά που μένουν για πάντα
> οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ’ ὥστ’ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν.
[download]


by Siglitiki στο 24grammata.com
Για όσους γνωρίζουν το Μανιάτικο γλωσσικό ιδίωμα η ομοιότητα με τα Γκρικο είναι καταπληκτική.
Εκείνοι που  έχουν ακούσει Μανιάτες να συνομιλούν θα με δικαιώσουν.
Τολμώ να παρατηρήσω πώς τα Γρικο είναι εξέλιξη του Μανιάτικου Γλωσσικού Ιδιώματος.
Συγχαρητήρια στον Γιώργο Δαμιανό
Συγχαρητήρια και στην καλή φίλη siglitiki
Γρηγόριος Παπαδοθωμάκος

8 Δεκεμβρίου 2011

Οι Έλληνες στον Κόσμο.


Ένα βήμα γνωριμίας, επικοινωνίας και αλληλεγγύης με τις ζωντανές και ιστορικές εστίες του Ελληνισμού ανά τον κόσμο.

One step for the acquaitance, communication and cooperation with the lively and historic homes of Hellenism around the world.

Un passo verso la conoscenza,la communicazione e la cooperazione coni centri storici e vivi dell'Ellenismo nel mondo.


Παρακολουθήστε την Κυριακή 11 Δεκεμβριου στο :
Ωρα 18.00-20.00 στην τηλεόραση του vachosradio αποσπάσματα από την ταινία
''Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ'' 
Σε σενάριο και σκηνοθεσία Αντώνη Ξεπαπαδάκου!
Ζωντανά στο στούντιο ο Αντώνης Ξεπαπαδάκος!
Συμμετέχουν:
Γεώργιος Δημακόγιαννης,Ελένη Παπαδοπούλου,Γρηγόρης Παπαδοθωμάκος!
Θα ακουστούν και μανιάτικα τραγούδια επιμέλειας Αντώνη Ξεπαπαδάκου!
Οι αλήθειες που δεν μάθαμε ποτέ!

30 Νοεμβρίου 2011

Appunti di onomastica greco-salentina (Ονοματολογικό Λεξικό των Ελληνοφώνων του Σαλέντο)



+ D. Mauro Cassoni
Estratto da: STUDI LINGUISTICI SALENTINI, Volume 17 (1989)
Ονοματολογικό Λεξικό των Ελληνοφώνων του Σαλέντο

Το σπάνιο τούτο ebook παρουσιάζεται κατ’ αποκλειστικότητα από τo ηλ. περιοδικό 24grammata.com. To έντυπο υπάρχει στη βιβλιοθήκη του 24grammata.com και προσφέρεται, φωτοτυπημένο, σε κάθε ενδιαφερόμενο ερευνητή
24grammata.com/ free ebook
[download]

ASSOCIAZIONE LINGUISTICA SALENTINA, «ORONZO PARLANGELI», LECCE
+ D. Mauro Cassoni APPUNTI DI ONOMASTICA GRECO-SALENTTNA
0. Premessa del curatore (G.B. MANCARELLA).
Questi appunti di onomastica conservano, nell’ambito delle no­stre ricerche per il progettato DIZIONARIO ONOMASTICO SALENTINO, una sicura loro validità, sia dal punto di vista qualitativo, nella misura in cui forniscono una vasta tipologia onomastica, e sia dal punto di vista quantitativo, nella misura in cui ne documentano la circolarità in un’area socialmente unitaria: una validità che non può farci però dimenticare tempi e circostanze culturali, ispiratrici di questi stessi appunti.
Don Mauro Cassoni raccolse e, in parte, ordinò questi appunti intorno al 1928: nelle brevi note aggiunte ai repertori degli antropo­nimi e dei toponimi di Martano cita due volte il Battisti e una volta il Maccarone senza un esplicito rinvio bibliografico, mentre cita poi una volta il Rohlfs con riferimento a Greci autoctoni o grecità bizantina, con la quale pubblicazione del 1928 il Rohlfs risponde alle obiezioni fattegli precedentemente dai due studiosi italiani1. Una seconda spia in favore di questa probabile data di composizione degli appunti ci è fornita delle raccolte delle due sezioni degli antroponimi di Cori-gliano: la prima sezione indica come termini della ricerca gli anni 1672-1927, e la seconda indica come termini gli anni 1780-1927. Il fatto che nelle due sezioni compaia l’anno 1927 come limite della ricerca ci induce a ritenere che D. Mauro abbia utilizzato, come ultima fonte documentaria, i registri parrocchiali dell’anno corrente (per Castrignano, invece, i registri del 1931).
1 Riteniamo che i riferimenti bibliografici possano essere così integrati: N. MACCARONE, Romani e Romaici nell’Italia meridionale. Archivio Glottologico Italia­no 20, 1926 (Sez. Goidanich), pp. 72-96; C. BATTISTI, Appunti sulla storia e sulla diffusione dell’ellenismo nell’Italia meridionale. Revue de Linguistique Romane 3,1927, pp. 1-91; G. ROHLFS, Autoctone Griechen oder byzantinische Grazitat?, Revue de Lingusitique Romane 4,1928, pp. 118-200.
A distanza di tanto tempo alcuni motivi di polemica storica, che stanno alla base di questi appunti di onomastica greco-salentina, sembrano attenuati, e forse anche risolti in favore di una completa e antica romanizzazione del Salente Oggi, infatti, come risulta stori­camente improponibile la teoria di una convivenza di Greci e Latini nell’antico territorio messapico, col successivo assorbimento dell’e­lemento latino da parte dei Greci di Taranto, così risulta ugualmente improponibile linguisticamente la teoria di un dialetto salentino che rifletta condizioni recenti di una neoromanizzazione d’epoca nor­manna. La convivenza di Greci tarentini e Messapi nel Salento dovette cessare non più tardi del I secolo d.C., quando Roma non solo s’impose a Taranto, ma sconfisse anche definitivamente i Messapi: a partire da quel periodo dovette risultare più intensa la latinizzazione di tutto il Salento, se proprio da quel secolo incomincian
o a scarseg­giare le iscrizioni greche a Taranto, e quelle messapiche nel Salento e aumentano, invece, in tutto questo nostro territorio le iscrizioni latine.
La presenza bizantina nel Salento, per almeno cinque secoli, con tutto un complesso di implicazioni sociali, amministrative e religio­se, ha sicuramente inciso su tutta la nostra storia medievale, con evidenti risvolti nel costume, usi e tradizioni, istituzioni civili e monastiche, terminologia comune e settoriale. La ricerca onomasti­ca, oggi, s’inserisce nell’ampio progetto di analizzare quelle condi­zioni medievali per tentare di interpretare gli effetti di un incontro tra popolazioni diverse nel nostro Salento, allo stesso modo delle altre discipline storiche per l’origine di alcuni elementi del folklore locale, di particolari tradizioni orali, della stessa presenza del calogerato o della diffusione del rito greco. E’ stato così dimostrato da Paolo Stomeo che il 25% dei cognomi salentini si ritrova ancora attestato in Grecia (cfr. Cognomi greci nel Salento 1984, p. 11), a testimonianza, aggiungiamo noi, di una origine comune dei portatori di quegli stessi cognomi; molto prima era stato dimostrato da Oronzo Parlangeli che la sparizione di alcuni cognomi di origine greca si era accompagnata al graduale abbandono della lingua greca da parte delle antiche comunità ellenofone del Salento (cfr. Antroponomastica greca del Sa­lento 1949).
Nel nostro progetto di ricerca per il DIZIONARIO ONOMASTICO SALENTINO prevediamo lo spoglio di catasti, carte d’archivio e libri parrocchiali per tutta una serie di punti campione, in buona parte già esplorati con l’aiuto dei nostri laureandi2, e prevediamo anche lo
2 Per la zona ellenofona ricordo la tesi di ROSA PICO, Ricerche onomastiche nel catasto ondano di Castrignano dei Greci del XVlll secolo, Lecce, Fac. di Magistero a.a. 1975-76.
spoglio dei vari repertori onomastici raccolti dagli studiosi delle varie discipline: il presente contributo di D. Mauro, anche se pubbli­cato dopo tanto tempo, diventa l’immediato complemento del reper­torio del Parlangeli (1949), ed anche il diretto termine di riscontro con le nostre future esplorazioni d’archivio per tutto il territorio della Grecia salentina.
Il manoscritto di D. Mauro, che contiene diverse raccolte di canti e leggende in grico, si presenta con la seguente disposizione: 1) Martano, Onomastica, fogli 96-101; Paranòmata, foglio 101; topono­mastica, fogli 102-105; Terminologia pastorale, fogli 106-109. Tutti gli altri repertori onomastici sono raccolti su fogli aggiunti — e rifletto­no anche una scrittura meno curata — secondo il seguente ordine: Martignano, un foglio di toponimi; Castrignano dei Greci, un f oglio con antroponimi e un foglio con 9 toponimi urbani; Corigliano, quattro fogli con antroponimi e toponimi; Calimera, due fogli con antroponi­mi, toponimi e due fogli con brani in grico e una nota di folklore: La festa di S. Giovanni; Zollino, un foglio con toponimi; Borgagne, un foglio con antroponimi e toponimi. Nella nostra trascrizione abbia­mo rispettato la successione delle località come è suggerita dai fogli manoscritti, ma abbiamo generalizzato, per tutte le località, l’ordine alfabetico dei nomi già indicato, almeno in parte, dallo stesso Autore per Martano e Corigliano3.
Nella disposizione dei paragrafi della presente pubblicazione ci è sembrato opportuno mettere alla fine la Terminologia pastorale di Martano, per non spezzare l’unità ideale della ricerca onomastica prevista da D. Mauro Cassoni per tutta la Grecia salentina.
p. G.B. MANCARELLA
3 Dentro parentesi, con o senza punto interrogativo, ho segnato qualche forma dalla lettura incerta.
24grammata.com/ free ebook
[download]
1. MARTANO
«Il primo compito — scrive il prof. C. Battisti — che secondo l’esperienza porta a risultati più concreti, è lo studio dello sviluppo demografico delle rispettive zone fatto su basi onomastiche, valen­dosi dei registri parrocchiali dei battezzati e dei matrimoni, introdot­ti dal Concilio Tridentino e normalmente tenuti da ogni cura d’anime dal principio del Seicento in poi. Per quanto il cognome non sia una documentazone sicura di nazionalità, pure è evidente che lo spoglio coscenzioso di questi documenti deve portare ad una equa valuta­zione dell’entità dell’elemento romaico negli ultimi secoli e può illuminarci sul modo come avvenne il suo assorbimento da parte della popolazione italiana».
Questo compito coscenzioso noi lo abbiamo assoluto per Marta­no, consultando pazientemente i libri parrocchiali da 1595 a noi.
1.1. ANTROPONIMI. DAI REGISTRI PARROCCHIALI
A: Alò, Alòi; Ancora; Andranelli; Andrani; Andrichi; Andricio; Andriola; Andrizzi; Arcuai; Armiuda; Astore; Attolino; Azzarito.
B: Barrotta; Bischetti; Blasi; Braì; Bucrì; Bustazzo.
C: Cacoja; Caferino; Caforio; Cagliuli; Cala; Calabro; Calefati; Cali; Calò; Calòro; Campa; Canada; Candiota; Capasi; Capozza; Capsi, Cafsi; Cara; Caracuta; Cardia; Caràngelo; Carcagni; Corra; Castelluzzo; Causo; Cheitù; Chiriatti; Chiribino; Coca; Còccioli; Cocciàio; Coculone; Coglia; Colàvero; Colagiorgio; Coluccia; Conaci; Conduci; Copa; Corachino, Curachino; Coraci; Coracioso; Coràido; Corali; Cordaro; Cariano; Cori­na; Corinti; Codiano; Cracoja; Cranozzo; Crestuchina; Crisàa; Cri-smondi; Crisostamo; Crusì; Cuoi; Cùceri; Cuci; Cucunài; Culapài; Culazzo; Curci; Curdo; Curico; Curuciato.
D: De Marco; Desìcio; De Simeis; Desmosi; Dia; Didimo; Dima; D’Oria.
E: Erini; Epista.
F: Fari; Earinga; Festini; Frittelli; Fulenò.
G: Gagliotta; Galasso; Gàlati; Gaminza; Garrapa; Gassòfala; Giannòccolo; Giannuzzi; Giocari; Gionì; Giurgola; Gréchio; Jannilli.
L: Lamentali; Lia; Licori; Lillo; Luceri; Luchi; Lucinto; Luperto.
M: Macili; Màcina; Macréo; Macrì; Macro; Màdaro; Màero; Màiro; Majuli; Malagita; Maniglio; Marciano; Màargiana; Margoléo, -a; Marco; Marià-sa; Marigno; Marra; Màstore; Matticci; Mazzosi, -ti; Maxiali; Méa; Mele; Melesi; Melocìa; Melàrio; Melopesa; Merico; Metrano; Mi; Miasa-le; Mico; Minuli; Mirto; Mìtia; Mitileo; Morra; Musarì; Musorò, Mustà.
N: Nacca; Naso; Nittà; Nocco; Nomèa; Nuzzo; Nùzzuli.
O: Octolini; Ottino.
P: Pajano; Palano; Palimeni; Paméa; pantaleà; Pasca; Fasi; Passéa; Patera;
Pedosi; Penino; Peschiulli; Petrachi; Pianura; Pici; Pirla; Pìscopo, -a;
Pisi; Pitrì; Pizzoleò; Plentéda; Plentéra; Politella; Pòmbici; Pranzo;
Prette; Prinatti; Protopapa; Putì. R: Radano; Rèdo; Resd; Rò; Rodami; Rojo; Romèo; Runichi; Runizza. S: Sad (oocxX’ ‘sacco’); Saradno; Scardina; Scarpino; Scirra; Sciso;
Sciurti; Scordari; Sellitto; Smio, -a; Sisinni; Sòsero; Spicone; Stefanachi;
Stoméo; Stoméa; Stompo; Sugi; Surìano, -a. T: Tamblé; Termeni, -o; Tirsi; Tragonetti; Tremulizzo; Triannì; Troni;
Trudé; Turi. V: Vara; Vèneri; Vescio; Videa. Z: Za; Zachi; Zamingo, -a; Zamilli; Zapalà; Zigaro; Ziggari; Zito; Zompo.
1.2. PARANÒMATA. Soprannomi ‘ingiurie’
Proparossitoni: Annarréllena; Campànena; Chiàngena; Coccalùtena; Coppelònena; Curucàcciena; Etanàsena; Falàena; Linìddena; Lipunéd-dena; Màcena; Màcena; Maceràtena; Maresciàllena; Maéddena; Mòrge­na; Morìena; Marònchena; Palùmbena; Pavlòmena; Ponticàrena; Pùpe-na; Rosamarìena; Ròmbena; Sapùnena; Saracìnena; Scardìnena; Scorcìe-na; Scordàffena; Secùrena; Stabinéddena; Stéana; Sticchìera; Stòmbena; Trancàsciena; Cantàru (ultima forma aggiunta successivamente dall’Autore).
1.3. TOPONOMASTICA
Non c’è dubbio, scrive G. Rohlfs, che per la conoscenza delle antiche condizioni linguistiche della nostra regione, i risultati di una coscienziosa indagine toponomastica possono essere di grande im­portanza. Di questa opinione è anche il Maccarone (ed il Battisti), il quale alla fine del suo lavoro esprime addirittura il parere che gli studi futuri se vorranno pervenire a risultati decisivi intorno alla grecità del Mezzogiorno d’Italia, dovranno tener conto soprattutto dell’onomastica dell’Italia Meridionale.
Ma l’egregio professore di Tubinga, G. Rohlfs, sapientemente soggiunge che «conviene però non illudersi, poiché allo studio della Toponomastica sono imposti certi limiti. Dallo studio della Topono­mastica, soggiunge ancora, potremmo aspettarci dei risultati certi soltanto nei casi in cui gli antichi toponimi ci appaiono in forma integra.
Finché ciò non è possibile, bisogna procedere col massimo riser­bo» (Greci autodoni o grecità bizantina).
Ed è perciò che noi ci siamo astenuti di porre a fianco ai toponimi martanesi il corrispondente greco, rimandando al nostro Dizionario, per quelli che sono in forma integra.

A: Acropàmpana; A esse; Aglisìa; Aghiani (ampi se ambrò): Aghierài; Agrìode, -o, -u; Aladini; Alogna; Aloni, Alonài, Ampelài; Amungi; A pente; Apiddé; Armiti (ocpiiih ‘lenza, corda’).
B: Caratedde; Boccaja.
C: Cacchié; Cacorzo; Calumare; Calamarito; Calivacìa; Calù; Camazzudda; Càmbora; Compia; Campina (checci-mali); Cànfore; Cantoro; Capasa; Carase; Caridéa; Carrare; Carvonà; Càzzeri; Cerso; Checcia, Chianuddi; Chiòfeco; Chire (Xire); Chirìo; Ciponorco; Colica; Cònchiena; Copila; Cornei;Crabiali;Créa;Crondotixo (xo v ? p ó e’rande); Cuciorone;Colli­si; Cupa; Curunnuni; Cuturnì; Cùzzula, Cuzzusìa.
D: Dàttuli; Crixi.
F: Daffitusa; Foderò; Fraschìe; Fratsuddé; Fréa; Froata; Furmà; Fumaria.
G: Gozzi; Chério; Giùrli; Gonù; Grutta.
I: lordi; lori; luside.
L: Lama; Lammie; Lammiedde; Lapistrà; Laxanari (lacanàrion ‘piccolo erbuggio’, ‘cavoletto’); Licòrgano; Lùceri; Lumbrica; Lurìa; Lusci.
M: Macrì; Màlafro; Malandugnoto; Malazisi; Malepilo; Mancu; Mangia­ssi; Maramonte; Martignanò; Materatzi; Méa; Melina (n e Ài oc ‘frassino’); Melissi; Mierizisi; Milo; Mindela; Mindila; Minori; Misa-fanto; Misòganto; Modde; Moddizze; Modi; Mònaxi; Monechedde; Murgiu; Musàxi; Mustici.
O: Omàa; Onattamà.
P: Pateri; Placuso; Plàghie; Péchene; Persone; Pirazzi; Poddastro; Popi; Profico; Qualitedde.
S: Sabre; Sabre; Sadditta; Salitale; Salonoréa; Sambateddìa; Saria; Scinéo, -u; Seluceréa; Sinbbia; Sicesìde; Solari; Spiantoro; Spinna; Stacchia; Stavruddi; Stozza; Strenghìlé; Suge.
T: Tavro; Timpagna; Torricena; Traddài; Tripizì.
V: Vascio; Vettori; Vranito…..
24grammata.com/ free ebook
[download]

http://www.24grammata.com/?p=21761

4 Νοεμβρίου 2011

Ο παγκόσμιος θαυμασμός για την Ελληνική γλώσσα


Στο έργο «Σύντοµη ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης» του διάσηµου γλωσσολόγου Α. Meillet, υποστηρίζεται µε σθένος η ανωτερότητα της Ελληνικής έναντι των άλλων γλωσσών.
Ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ είχε δηλώσει:
«Στην Ελληνική υπάρχει ένας ίλιγγος λέξεων, διότι µόνο αυτή εξερεύνησε, κατέγραψε και ανέλυσε τις ενδότατες διαδικασίες της οµιλίας και της γλώσσης, όσο καµία άλλη γλώσσα.»
Ο μεγάλος Γάλλος διαφωτιστής Βολτέρος είχε πει «Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών.»
Ο Γάλλος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Κάρολος Φωριέλ είπε: «Η Ελληνική έχει ομοιογένεια σαν την Γερμανική, είναι όμως πιο πλούσια από αυτήν. Έχει την σαφήνεια της Γαλλικής, έχει όμως μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει δηλαδή ότι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης.»
Η Μαριάννα Μακ Ντόναλντ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και επικεφαλής του TLG δήλωσε «Η γνώση της Ελληνικής είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής πολιτιστικής καλλιέργειας.»
Theodore F. Brunner (Ιδρυτής του TLG και διευθυντής του µέχρι το 1997)
«Σε όποιον απορεί γιατί ξοδεύτηκαν τόσα εκατοµµύρια δολάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της Ελληνικής, απαντούµε: Μα πρόκειται για την γλώσσα των προγόνων µας και η επαφή µε αυτούς θα ßελτιώσει τον πολιτισµό µας.»
Η τυφλή Αμερικανίδα συγγραφέας Έλεν Κέλλερ είχε πει «Αν το βιολί είναι το τελειότερο μουσικό όργανο, τότε η Ελληνική γλώσσα είναι το βιολί του ανθρώπινου στοχασμού.»
Ιωάννης Γκαίτε (Ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας, 1749-1832)
«Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώµης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαµπερό µέσα στη νύχτα.»
Διάλογος του Γκαίτε µε τους µαθητές του:
-Δάσκαλε τι να διαßάσουµε για να γίνουµε σοφοί όπως εσύ;
-Τους Έλληνες κλασικούς.
-Και όταν τελειώσουµε τους Έλληνες κλασικούς τι να διαßάσουµε;
-Πάλι τους Έλληνες κλασικούς.
Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (Ο επιφανέστερος άνδρας της αρχαίας Ρώµης, 106-43 π.Χ.)
«Εάν οι θεοί µιλούν, τότε σίγουρα χρησιµοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων.»
Χάµφρι Κίτο (Άγγλος καθηγητής στο πανεπιστήµιο του Μπρίστολ, 1968)
«Είναι στη φύση της Ελληνικής γλώσσας να είναι καθαρή, ακριßής και περίπλοκη. Η ασάφεια και η έλλειψη άµεσης ενοράσεως που χαρακτηρίζει µερικές φορές τα Αγγλικά και τα Γερµανικά, είναι εντελώς ξένες προς την Ελληνική γλώσσα.»
Ιρίνα Κοßάλεßα (Σύγχρονη Ρωσίδα καθηγήτρια στο πανεπιστήµιο Λοµονόσοφ, 1995)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι όµορφη σαν τον ουρανό µε τα άστρα.»
R. H. Robins (Σύγχρονος Άγγλος γλωσσολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήµιου του Λονδίνου)
«Φυσικά δεν είναι µόνο στη γλωσσολογία όπου οι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι για την Ευρώπη. Στο σύνολό της η πνευµατική ζωή της Ευρώπης ανάγεται στο έργο των Ελλήνων στοχαστών. Ακόµα και σήµερα επιστρέφουµε αδιάκοπα στην Ελληνική κληρονοµιά για να ßρούµε ερεθίσµατα και ενθάρρυνση.»
Φρειδερίκος Σαγκρέδο (Βάσκος καθηγητής γλωσσολογίας – Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδηµίας της Βασκονίας)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη κληρονοµιά που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για την ανέλιξη του εγκεφάλου του. Απέναντι στην Ελληνική όλες, και επιµένω όλες οι γλώσσες είναι ανεπαρκείς.»
«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα πρέπει να γίνει η δεύτερη γλώσσα όλων των Ευρωπαίων, ειδικά των καλλιεργηµένων ατόµων.»
«Η Ελληνική γλώσσα είναι από ουσία θεϊκή.»
Ερρίκος Σλίµαν (Διάσηµος ερασιτέχνης αρχαιολόγος, 1822-1890)
«Επιθυµούσα πάντα µε πάθος να µάθω Ελληνικά. Δεν το είχα κάνει γιατί φοßόµουν πως η ßαθειά γοητεία αυτής της υπέροχης γλώσσας θα µε απορροφούσε τόσο πολύ που θα µε αποµάκρυνε από τις άλλες µου δραστηριότητες.» (Ο Σλίµαν µίλαγε άψογα 18 γλώσσες. Για 2 χρόνια δεν έκανε τίποτα άλλο από το να µελετάει τα 2 έπη του Οµήρου).
Γεώργιος Μπερνάρ Σο (Μεγάλος Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, 1856-1950) «Αν στη ßιßλιοθήκη του σπιτιού σας δεν έχετε τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τότε µένετε σε ένα σπίτι δίχως φως.»
Τζέιµς Τζόις (Διάσηµος Ιρλανδός συγγραφέας, 1882-1941)
«Σχεδόν φοßάµαι να αγγίξω την Οδύσσεια, τόσο καταπιεστικά αφόρητη είναι η οµορφιά.»
Ίµπν Χαλντούν (Ο µεγαλύτερος Άραßας ιστορικός)
«Που είναι η γραµµατεία των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, των Αιγυπτίων; Όλη η ανθρωπότητα έχει κληρονοµήσει την γραµµατεία των Ελλήνων µόνον.»
Will Durant (Αµερικανός ιστορικός και φιλόσοφος, καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Columbia)
«Το αλφάßητον µας προήλθε εξ Ελλάδος δια της Κύµης και της Ρώµης. Η Γλώσσα µας ßρίθει Ελληνικών λέξεων. Η επιστήµη µας σφυρηλάτησε µίαν διεθνή γλώσσα διά των Ελληνικών όρων. Η γραµµατική µας και η ρητορική µας, ακόµα και η στίξης και η διαίρεσης εις παραγράφους… είναι Ελληνικές εφευρέσεις. Τα λογοτεχνικά µας είδη είναι Ελληνικά – το λυρικόν, η ωδή, το ειδύλλιον, το µυθιστόρηµα, η πραγµατεία, η προσφώνησις, η ßιογραφία, η ιστορία και προ πάντων το όραµα. Και όλες σχεδόν αυτές οι λέξεις είναι Ελληνικές.»
Ζακλίν Ντε Ροµιγί (Σύγχρονη Γαλλίδα Ακαδηµαϊκός και συγγραφεύς)
«Η αρχαία Ελλάδα µας προσφέρει µια γλώσσα, για την οποία θα πω ότι είναι οικουµενική.»
«Όλος ο κόσµος πρέπει να µάθει Ελληνικά, επειδή η Ελληνική γλώσσα µας ßοηθάει πρώτα από όλα να καταλάßουµε την δική µας γλώσσα.»

Μπρούνο Σνελ (Διαπρεπής καθηγητής του Πανεπιστηµίου του Αµßούργου)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι το παρελθόν των Ευρωπαίων.»
Φραγκίσκος Λιγκόρα (Σύγχρονος Ιταλός καθηγητής Πανεπιστηµίου και Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδηµίας προς διάδοσιν του πολιτισµού)
«Έλληνες να είστε περήφανοι που µιλάτε την Ελληνική γλώσσα ζωντανή και µητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Μην την παραµελείτε, αφού αυτή είναι ένα από τα λίγα αγαθά που µας έχουν αποµείνει και ταυτόχρονα το διαßατήριό σας για τον παγκόσµιο πολιτισµό.»
Ο. Βαντρούσκα (Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης)
«Για έναν Ιάπωνα ή Τούρκο, όλες οι Ευρωπαϊκές γλώσσες δεν φαίνονται ως ξεχωριστές, αλλά ως διάλεκτοι µιας και της αυτής γλώσσας, της Ελληνικής.»
Peter Jones (Διδάκτωρ – καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης ο οποίος συνέταξε µαθήµατα αρχαίων Ελληνικών προς το αναγνωστικό κοινό, για δηµοσίευση στην εφηµερίδα «Daily Telegraph»)
«Οι Έλληνες της Αθήνας του 5ου και του 4ου αιώνος είχαν φθάσει την γλώσσα σε τέτοιο σηµείο, ώστε µε αυτήν να εξερευνούν ιδέες όπως η δηµοκρατία και οι απαρχές του σύµπαντος, έννοιες όπως το θείο και το δίκαιο. Είναι µιά θαυµάσια και εξαιρετική γλώσσα.»
Ντε Γρόοτ (Ολλανδός καθηγητής Οµηρικών κειµένων στο πανεπιστήµιο του Μοντρεάλ)
«Η Ελληνική γλώσσα έχει συνέχεια και σε µαθαίνει να είσαι αδέσποτος και να έχεις µιά δόξα, δηλαδή µιά γνώµη. Στην γλώσσα αυτή δεν υπάρχει ορθοδοξία. Έτσι ακόµη και αν το εκπαιδευτικό σύστηµα θέλει ανθρώπους νοµοταγείς – σε ένα καλούπι – το πνεύµα των αρχαίων κειµένων και η γλώσσα σε µαθαίνουν να είσαι αφεντικό.»
Gilbert Murray (Καθηγητής του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης)
«Η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα. Συχνά διαπιστώνει κανείς ότι µιά σκέψη µπορεί να διατυπωθεί µε άνεση και χάρη στην Ελληνική, ενώ γίνεται δύσκολη και ßαρειά στην Λατινική, Αγγλική, Γαλλική ή Γερµανική. Είναι η τελειότερη γλώσσα, επειδή εκφράζει τις σκέψεις τελειοτέρων ανθρώπων.»
Max Von Laye (Βραßείον Νόµπελ Φυσικής)
«Οφείλω χάριτας στην θεία πρόνοια, διότι ευδόκησε να διδαχθώ τα αρχαία Ελληνικά, που µε ßοήθησαν να διεισδύσω ßαθύτερα στο νόηµα των θετικών επιστηµών.»
E, Norden (Μεγάλος Γερµανός φιλόλογος)
«Εκτός από την Κινεζική και την Ιαπωνική, όλες οι άλλες γλώσσες διαµορφώθηκαν κάτω από την επίδραση της Ελληνικής, από την οποία πήραν, εκτός από πλήθος λέξεων, τους κανόνες και την γραµµατική.»
Martin Heidegger (Γερµανός φιλόσοφος, απο τους κυριότερους εκπροσώπους του υπαρξισµού του 20ου αιώνος)
«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα ανήκει στα πρότυπα, µέσα από τα οποία προßάλλουν οι πνευµατικές δυνάµεις της δηµιουργικής µεγαλοφυΐας, διότι αναφορικά προς τις δυνατότητες που παρέχει στην σκέψη, είναι η πιό ισχυρή και συνάµα η πιό πνευµατώδης από όλες τις γλώσσες του κόσµου.»
David Crystal (Γνωστός Άγγλος καθηγητής, συγγραφεύς της εγκυκλοπαίδειας του Cambridge για την Αγγλική)
«Είναι εκπληκτικό να ßλέπεις πόσο στηριζόµαστε ακόµη στην Ελληνική, για να µιλήσουµε για οντότητες και γεγονότα που ßρίσκονται στην καρδιά της σύγχρονης ζωής.»
Μάικλ Βέντρις (Ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε την Γραµµική γραφή Β’)
«Η αρχαία Ελληνική Γλώσσα ήταν και είναι ανωτέρα όλων των παλαιοτέρων και νεοτέρων γλωσσών.»
R.H. Robins (Γλωσσολόγος και συγγραφεύς)
«Ο Ελληνικός θρίαµßος στον πνευµατικό πολιτισµό είναι ότι έδωσε τόσα πολλά σε τόσους πολλούς τοµείς [...]. Τα επιτεύγµατά τους στον τοµέα της γλωσσολογίας όπου ήταν εξαιρετικά δυνατοί, δηλαδή στην θεωρία της γραµµατικής και στην γραµµατική περιγραφή της γλώσσας, είναι τόσο ισχυρά, ώστε να αξίζει να µελετηθούν και να αντέχουν στην κριτική. Επίσης είναι τέτοια που να εµπνέουν την ευγνωµοσύνη και τον θαυµασµό µας.»
Luis José Navarro (Αντιπρόεδρος στο εκπαιδευτικό πρόγραµµα «Ευρωκλάσσικα» της Ε.Ε.)
«Η Ελληνική γλώσσα για µένα είναι σαν κοσµογονία. Δεν είναι απλώς µιά γλώσσα…»
Juan Jose Puhana Arza (Βάσκος Ελληνιστής και πολιτικός)
«Οφείλουµε να διακηρύξουµε ότι δεν έχει υπάρξει στον κόσµο µία γλώσσα η οποία να δύναται να συγκριθεί µε την κλασσική Ελληνική.»
Ζακ Λανγκ (Γάλλος Υπουργός Παιδείας)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι µία γλώσσα η οποία διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις προϋποθέσεις µιας γλώσσης διεθνούς… εγγίζει αυτές τις ίδιες τις απαρχές του πολιτισµού… η οποία όχι µόνον δεν υπήρξε ξένη προς ουδεµία από τις µεγάλες εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύµατος, στην θρησκεία, στην πολιτική, στα γράµµατα, στις τέχνες, στις επιστήµες, αλλά υπήρξε και το πρώτο εργαλείο, – προς ανίχνευση όλων αυτών – τρόπον τινά η µήτρα… Γλώσσα λογική και συγχρόνως ευφωνική, ανάµεσα σε όλες τις άλλες…»

Ελληνικό Αρχείο 

22 Οκτωβρίου 2011

Ο Κατακλυσμός του Ωγύγου


Ο Ωγύγος ή Ωγύγης, ήταν κατά την Ελληνική Μυθολογία, ένας από τους αρχέγονους ηγέτες στην Αρχαία Ελλάδα. ιδιαίτερα στην Βοιωτία. Κατά μία άλλη εκδοχή ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής. Η ετοιμολογία και η έννοια του ονόματος (από το επίθετο Ωγύγιος) σημαίνει, αρχέγονος, πρωταρχικός, πολύ αρχαίος.
Είναι ιδιαίτερα γνωστός ως βασιλιάς των Εκτενών, των αυτοχθόνων (προκατακλυσμιαίων) και πρώτων κατοίκων της Βοιωτίας. Ίδρυσε την πόλη Ωγυγία (η μετέπειτα Θήβα) και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Αρκετοί αρχαίοι Έλληνες ποιητές αναφέρονται στους Θηβαίους ως «Ὠγυγίδαι».
Το όνομα του χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να τονίσει οτιδήποτε το "παμπάλαιο", πριν τον πρώτο κατακλυσμό που συνέβει κατά την βασιλεία του. Ο κατακλυσμός κατέστρεψε και την Αττική και την Βοιωτία και οι άνθρωποι που επέζησαν λέγεται πως μετοίκησαν στην Αίγυπτο, της οποίας το πρώτο όνομα ήταν επίσης "Ωγυγία", όπως της Αττικής και της Βοιωτίας.
Σύμφωνα με την Ελληνική Παράδοση ο κατακλυσμός του Ωγύγου έγινε όταν κυβερνήτης στο Αργος ήταν ο Φορωνέας, γιός του Ιναχου.
Ο Παυσανίας στα "Κορινθιακά" λέει οτι ο Φορωνέας θεωρείτο ως ένας εκ των προ-προϊστορικών Ελλήνων (των Προσελήνων;!) ο οποίος συγκέντρωσε τους ανθρώπους σε κοινότητες ενώ μέχρι τότε έκαναν ημιάγρια ζωή.
[...]λέγεται δὲ καὶ ὧδε λόγος: Φορωνέα ἐν τῇ γῇ ταύτῃ γενέσθαι πρῶτον, Ἴναχον δὲ οὐκ ἄνδρα ἀλλὰ τὸν ποταμὸν πατέρα εἶναι Φορωνεῖ: τοῦτον δὲ Ποσειδῶνι καὶ Ἥρᾳ δικάσαι περὶ τῆς χώρας, σὺν δὲ αὐτῷ Κηφισόν τε καὶ Ἀστερίωνα [καὶ τὸν Ἴναχον] ποταμόν: κρινάντων δὲ Ἥρας εἶναι τὴν γῆν, οὕτω σφίσιν ἀφανίσαι τὸ ὕδωρ Ποσειδῶνα. καὶ διὰ τοῦτο οὔτε Ἴναχος ὕδωρ οὔτε ἄλλος παρέχεται τῶν εἰρημένων ποταμῶν ὅτι μὴ ὕσαντος τοῦ θεοῦ: θέρους δὲ αὖά σφισίν ἐστι τὰ ῥεύματα πλὴν τῶν ἐν Λέρνῃ. Φορωνεὺς δὲ ὁ Ἰνάχου τοὺς ἀνθρώπους συνήγαγε πρῶτον ἐς κοινόν, σποράδας τέως καὶ ἐφ' ἑαυτῶν ἑκάστοτε οἰκοῦντας: καὶ τὸ χωρίον ἐς ὃ πρῶτον ἠθροίσθησαν ἄστυ ὠνομάσθη Φορωνικόν. - Ελλάδος περιήγησις / Κορινθιακά.
Οι πληροφορίες που μας έχουν διασωθεί σχετικά με τον Ωγυγο και τον Φορωνέα προέρχονται από το Μυκηναϊκό Επος "Φορωνίς" -το αρχαιότερο Ελληνικό Επος- το οποίο δυστυχώς, δεν διεσώθει.
Ωγυγία ονομάζεται και η μυθική νήσος της Καλυψούς, οπότε έχουμε 3 μεγάλες περιοχές με το ίδιο όνομα! (Αιγυπτος, Αττική + Βοιωτία και νήσος της Καλυψούς)...
Σύμφωνα με τους ίδιους μύθους ο Ωγυγος ή Ωγύγης, ήταν ο θεμελιωτής των Αιγυπτιακών Θηβών ενώ αργότερα, ο Κάδμος προς τιμήν του ονόμασε τις πύλες των Ελληνικών Θηβών, Ογυγίας πύλας, και η Θήβα πήρε την επονομασία Ωγύγιαι.
Το όνομα Ωγύγης λένε πως προέρχεται από σημιτική ρίζα και σημαίνει Ωκεανός ή από φοινικική και σημαίνει "ο αποτελών κύκλον" (πάλι ωκεανος δηλαδή) ενώ Ωγυγία σημαίνει ωκεανικός, ο εν μέσω του ωκεανού κείμενος.
Κατακλυσμός του Ωγύγου
Ο πρώτος Κατακλυσμός όπως καταγράφεται στην Ελληνική γραμματεία, συνέβη βασιλεύοντος του Ωγύγου και γι’ αυτό πήρε το όνομα του . Τότε πλημμύρισε η Αττική και οι κάτοικοι της, άλλοι μεν επνίγησαν και άλλοι- όσοι πρόλαβαν -την εγκατέλειψαν. Τούτο συνέβη διότι ο Κηφισσός ποταμός πλημμύρισε και έπνιξε την Αττική και την Βοιωτία [Παυσανίας - Βοιωτικά Ε’ 1 και Η’, Σχόλ. Απόλλων. Γ’1177 κ.α ]
[...] ἐξ Ἀκραιφνίου δὲ ἰόντι εὐθεῖαν ἐπὶ λίμνην τὴν Κηφισίδα--οἱ δὲ Κωπαί̈δα ὀνομάζουσι τὴν αὐτήν-- πεδίον καλούμενόν ἐστιν Ἀθαμάντιον: οἰκῆσαι δὲ Ἀθάμαντα ἐν αὐτῷ φασιν. ἐς δὲ τὴν λίμνην ὅ τε ποταμὸς ὁ Κηφισὸς ἐκδίδωσιν ἀρχόμενος ἐκ Λιλαίας τῆς Φωκέων καὶ διαπλεύσαντί εἰσι Κῶπαι. κεῖνται δὲ αἱ Κῶπαι πόλισμα ἐπὶ τῇ λίμνῃ, τούτου δὲ καὶ Ὅμηρος ἐποιήσατο ἐν καταλόγῳ μνήμην: ἐνταῦθα Δήμητρος καὶ Διονύσου καὶ Σαράπιδός ἐστιν ἱερά. [2] λέγουσι δὲ οἱ Βοιωτοὶ καὶ πολίσματα ἄλλα πρὸς τῇ λίμνῃ ποτὲ Ἀθήνας καὶ Ἐλευσῖνα οἰκεῖσθαι, καὶ ὡς ὥρᾳ χειμῶνος ἐπικλύσασα ἠφάνισεν αὐτὰ ἡ λίμνη. οἱ μὲν δὴ ἰχθῦς οἱ ἐν τῇ Κηφισίδι οὐδέν τι διάφορον ἐς ἄλλους ἰχθῦς τοὺς λιμναίους ἔχουσιν: αἱ δὲ ἐγχέλεις αὐτόθι καὶ μεγέθει μέγισται καὶ ἐσθίειν εἰσὶν ἥδισται. Παυσανίας - Βοιωτικά
Λέγουν δε ότι τότε εφάνη σημείο παράξενο στο δίσκο της Αφροδίτης, επειδή μετεβλήθη και η διάμετρος και το σχήμα και το χρώμα και η τροχιά της. Όθεν ο Freret νομίζει ότι το παράδοξον ουράνιο σώμα ήτο κάποιος κομήτης και όχι η Αφροδίτη, και μάλιστα στην διατριβή του τεκμηριώνει ότι ήτο εκείνος ο κομήτης που εφάνη και το 1680 {Κάστωρ παρ’ Αύγουστίν. Πολ. Θ’ . θ’ Ιη’. Ή Υπομνήματ. Ακαδ.τόμ. Ι’ σελ. 357}
Υποθέτουν ότι αυτός ο κομήτης πέρασε πολύ κοντά στη Γη, ή ότι μέρη τούτου χτύπησαν τη Γη και δημιούργησαν πελώριο παλιρροϊκό κύμα , το οποίον προξένησε ασύλληπτη καταστροφή . Πιθανολογούν δε ότι εξ αιτίας αυτής της φυσικής καταστροφής εξηφανίσθη ο Προκατακλυσμιαίος Αιγαιατικός Πολιτισμός .
Ο Κατακλυσμός του Ωγύγου χρονολογείται την Ογδόη Εποχή. Διαφορετικές χρονολογίες έχουν προταθεί για τον κατακλυσμό, μερικές είναι: 2.136 π.Χ. (Βάρρων) και 1.796 π.Χ (Αφρικανός).Ο Κατακλυσμός του Ωγύγου συνέβη κατά το 37ον έτος της βασιλείας του Ωγύγου . Ο Κατακλυσμός αυτός δημιούργησε τέτοια καταστροφή ώστε άφησε ένα μεγάλο ιστορικό κενό 189 ετών, μέχρι του Κέκροπος, ο οποίος εβασίλευσε πολύ βραδύτερον. Στην μετακατακλυσμική εποχή αγνοείται τι συνέβη στην Αττική.
Ο Ωγύγος είχε γυναίκα την Θήβην θυγατέρα του Διός και εγέννησεν εξ αυτής τον Ελευσίνα και τις Πραξιδίκες. Μερικοί λέγουν και κάποιον Κάδμον, προς λύπην των φοινικιστών που τον θέλουν να κατάγεται από τους Γεφυραίους Φοίνικες, ενώ σε κάθε περίπτωση ήτο αναμφισβήτητα Ελλην . Πολύ πιθανόν ο Ωγύγος να ήτο και βασιλεύς της Βοιωτίας[Ευσελ. Χρονικ. Θεόφιλ. Εν Αυτολυκ.Γ’ 399]
Ο Ελευσίν έκτισε την Ελευσίνα και έμεινε εκεί μετά τον κατακλυσμό. Όμως υπήρχε και άλλη κομώπολις με το όνομα Ελευσίνα και Αθήναι στην Βοιωτία, πλησίον της Κωπαίδος λίμνης, τις οποίες έπνιξε η λίμνη όταν συνέβη μεγάλη πλημμύρα επί βασιλείας του Κέκροπος.
Η ιστορία/μυθολογία των λαών της Ανατολής, γνωρίζει έναν μονο κατακλυσμό. Τον λεγόμενο "Κατακλυσμο του Νώε" όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Η Ελληνική ιστορία και γραμματεία, σε πληρότητα πηγών, μας αναφέρει πως οι Έλληνες γνωρίζουν 3 Κατακλυσμούς.
Τον "Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα", τον "Κατακλυσμό του Ωγύγου" και τέλος τον "Κατακλυσμό του Δαρδάνου". Δυστυχώς το Υπουργείο Παιδείας(;) επέλεξε να διδάξει στα Ελληνόπουλα μόνο τον Κατακλυσμό του Νώε και να τα αφήσει στο σκοτάδι σχετικά με την δική τους ιστορία.
Τον λόγο μπορείτε να τον αντιληφθείτε, διαβάζοντας το Άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος....
Ελληνικό Αρχείο

11 Οκτωβρίου 2011

Ο Ηρακλής ήταν παγκόσμιος γεωλόγος και μηχανικός




ΜΕΛΕΤΗ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ
Ιστορικό πρόσωπο που έφτασε ώς τον Καναδά ήταν ο Ηρακλής της ελληνικής μυθολογίας, σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωλογίας Ηλία Μαριολάκο, ο οποίος μίλησε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» για αυτό το θέμα.
Έφτασε χίλια χρόνια πριν από τον Μεγάλο Αλέξανδρο στον Ινδό ποταμό. Πέρασε από την Αιθιοπία, έφτασε ώς τη Γροιλανδία και ίσως να πάτησε πρώτος το πόδι του στην Αμερική. Ένας από τους πιο γνωστούς ήρωες της παγκόσμιας μυθολογίας- ο Ηρακλής- δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος υδραυλικός, μηχανικός και υδρογεωλόγος, όπως μαρτυρούν πολλοί από τους δώδεκα άθλους του, αλλά και ο πρώτος που έκανε πράξη την παγκοσμιοποίηση και ο αρχιτέκτονας της μυκηναϊκής κοσμοκρατορίας, όπως υποστήριξε χθες το βράδυ σε ομιλία του, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας και μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου Ηλίας Μαριολάκος.
Ο Ηρακλής είναι ένα ιστορικό πρόσωπο
«Ο Ηρακλής δεν είναι ένα πρόσωπο για να διασκεδάζουν τα παιδιά. Ούτε η ελληνική μυθολογία ένα παραμύθι για έναν φανταστικό κόσμο», λέει στα «ΝΕΑ» ο Ηλίας Μαριολάκος. «Ο Ηρακλής είναι ένα ιστορικό- και όχι μυθικό- πρόσωπο, ένας άγνωστος μεγάλος κατακτητής, ήρωας- ιδρυτής πόλεων, πρώτος συνδετικός κρίκος του κοινού πολιτισμικού υποστρώματος των Ευρωπαίων, του μυκηναϊκού και κατά συνέπεια του ελληνικού πολιτισμού. Και η μυθολογία είναι η ιστορία του απώτερου παρελθόντος των κατοίκων αυτού του τόπου, που πολύ αργότερα θα ονομαστεί Ελλάς». Πρώτος στο μικροσκόπιο του καθηγητή μπήκε ο άθλος με την αρπαγή των βοδιών του Γηρυόνη, του τρικέφαλου και τρισώματου γίγαντα που ζούσε στα Γάδειρα, το σημερινό Κάντιθ της Ισπανίας, κοντά στο στενό του Γιβραλτάρ.
«Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ο Ηρακλής ταξίδεψε ώς την Ιβηρική Χερσόνησο για να φέρει μια καλή ράτσα βοδιών στην Πελοπόννησο», εξηγεί ο κ. Μαριολάκος. «Αν διαβάσουμε με προσοχή τον Στράβωνα, που έζησε τον 1ο αι. π.Χ. όμως, θα διαπιστώσουμε πως σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν έχει βρεθεί τόσος πολύς χρυσός, άργυρος, χαλκός και σίδηρος. Και τα βόδια δικαιολογούνται διότι υπήρχαν μαρτυρίες ότι το "κοσκίνισμα" του χρυσού από την άμμο γινόταν πάνω σε δέρματα βοδιών».Η ίδρυση δε της πόλης από τον Ηρακλή μνημονεύεται στον θυρεό της πόλης και σήμερα.
Ο Ηρακλής ολοκληρώνει τον άθλο του και συνεχίζει βόρεια προς την Κελτική και ιδρύει την Αλέσια (γνωστή και ως πόλη του Αστερίξ), το όνομα της οποίας προέρχεται από τη λέξη άλυς (= περιπλάνηση). Πόλη με στρατηγική σημασία, καθώς συνδέεται μέσω πλωτών ποταμών προς τη Μεσόγειο, τον Ατλαντικό, τη Μάγχη και τη Βόρεια Θάλασσα, όπου ο Ιούλιος Καίσαρας κατατρόπωσε τους Γαλάτες. Ακόμη ιδρύει το Μονακό και την Αλικάντε - η ποδοσφαιρική της ομάδα ονομάζεται Ηρακλής.
Τι γύρευε στη Γαλατία;
«Χρυσό», απαντά ο κ. Μαριολάκος, «αφού ο Διόδωρος μας λέει πως στη Γαλατία υπάρχουν πλούσια χρυσοφόρα κοιτάσματα». Ο Ηρακλής όμως φέρεται- σύμφωνα με τον Πλούταρχο- να έφτασε και ώς την Ωγυγία που απέχει πέντε ημέρες δυτικά της Βρετανίας. «Πέντε ημέρες ισοδυναμούν με 120 ώρες. Αν η μέση ταχύτητα ενός πλεούμενου της εποχής ήταν 4 μίλια την ώρα, τότε η απόσταση είναι 890 χλμ., άρα πρόκειται για τη σημερινή Ισλανδία και συνέχισε ώς τη Γροιλανδία, ενώ το Κρόνιο Πέλαγος, που αναφέρεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς ταυτίζεται με τον Βόρειο Ατλαντικό. Για να φέρει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων (ήτοι τον χρυσό) ο Ηρακλής από την Αίγυπτο έφτασε ώς την Αιθιοπία κι έπειτα στον Καύκασο- για να ζητήσει τη βοήθεια του Προμηθέα- και στη Λιβύη προτού επιστρέψει στις Μυκήνες.»
Γύρεψε χαλκό ώς τον Καναδά
Ο Ηρακλής έφτασε, σύμφωνα με τον καθηγητή Ηλία Μαριολάκο, ώς την Αμερική. «Στις πηγές διαβάζουμε πως εγκατέστησε ακολούθους του "ώς τον κόλπο που το στόμιό του βρίσκεται στην ίδια ευθεία με το στόμιο της Κασπίας". Ένας κόλπος μόνον καλύπτει αυτές τις προϋποθέσεις: του Αγίου Λαυρεντίου στο Τορόντο του Καναδά». Μαρτυράται δε πως έμειναν «σε νησιά που βλέπουν τον ήλιο να κρύβεται για λιγότερο από μία ώρα για 30 ημέρες»- δηλαδή στον πολικό κύκλο.
Τι γύρευε εκεί;
Η απάντηση βρίσκεται στα ευρήματα των ανασκαφών που γίνονται γύρω από τη λίμνη Σουπίριορ στο Μίτσιγκαν. Αρκεί να σκεφτείτε πως έχουν εξορυχθεί πάνω από 500.000 τόνοι χαλκού στην περιοχή, όταν στην κατ΄ εξοχήν πηγή χαλκού- την Κύπρο- εξορύχθηκαν 200.000 τόνοι. Η εξόρυξη έγινε την περίοδο 2.450 π.Χ.- 1050 π.Χ., σταματάει ξαφνικά, όταν καταρρέει ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Και όλα αυτά σε μια περιοχή όπου οι γηγενείς βρίσκονταν στη λίθινη εποχή!
Πηγή...

Πύλη Ιάσωνος

28 Σεπτεμβρίου 2011

Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (956-970μ.χ.)

Πολύευκτος (πολύ+εύχομαι = ο πολυπόθητος) 
«Eυκτού τέλους έτυχες ποιμήν Kυρίου,
Φερωνυμήσας πράγμασιν θεηγόρε» 
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και μετέπειτα Άγιος Πολύευκτος δεν υπήρξε μόνο μια σημαντική προσωπικότητα στην εκκλησιαστική ιστορία, αλλά επιπλέον διαδραμάτισε και σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η χρονική περίοδος κατά την οποία διακόνησε στον πατριαρχικό θρόνο, υπήρξε ευτυχής συγκυρία για την εξέλιξη της εκκλησίας σαν θεσμικού παράγοντα.
Εκτός από την προσωπική αξία του, βοήθησαν και οι αξιόλογοι αυτοκράτορες που διατηρούσαν, διεκδικούσαν και κατελάμβαναν τον αυτοκρατορικό θρόνο την περίοδο της πατριαρχίας του.
Η χριστιανική θρησκεία μετρούσε περίπου εννέα αιώνες, από τότε που ο ιδρυτής της Ιησούς Χριστός, απεκάλυψε την αλήθεια στους ανθρώπους.
Η επισημοποίησή της σαν θρησκεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έγινε τέσσερεις αιώνες, αργότερα το 380 μ.Χ. από τον Μέγα Θεοδόσιο, «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη, να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο.»( Cunctos populos, quos clementiae nostrae regit temperamentum, in tali volumus religione versari, quam divinum petrum apostolum tradidisse Romanis). Θεοδοσιανός Κώδιξ De fide catholica. Βιβλίο 16.1.2παρ.
Παρ’ όλο που η εξάπλωσή της ήταν, σημαντική και γρήγορη, και αυτό φυσικά με χιλιάδες θυσίες και μάρτυρες, πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι την επισημοποίηση της, δεν είχε κατασταλάξει σε ιδεολογικό επίπεδο, μέχρι την ολοκλήρωση της, ώστε να κερδίσει τον οικουμενικό, και πανανθρώπινο της χαρακτήρα.
Στην συνέχεια με την στιβαρά υποστήριξη της κρατικής εξουσίας, τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Πολλές αιρέσεις παρουσιάσθηκαν, θέτοντας ποικίλα θέματα σχετικά με τις ιδεολογικές και θεολογικές αναζητήσεις και ερμηνείες. Λύσεις για αυτά τα ζητήματα τα οποία επεξεργάζονταν και απαντούσαν αξιόλογοι ιεράρχες, δίδονταν μετά από οικουμενικές συνόδους.
Κορυφαίο ζήτημα στους κόλπους της εκκλησίας ήταν η εικονομαχία, που διήρκεσε πάνω από έναν αιώνα (723-843).
Μετά από αυτό η εκκλησία είχε αποκτήσει σταθερότητα, και κύρος, και σαν θεσμός, φυσικό είναι να εκδηλώνει σταδιακά αυτή την δύναμη.
Ο Πολύευκτος παρέλαβε την εκκλησία με όλες αυτές τις προϋποθέσεις, και ο χαρακτήρας του, έδρασε καταλυτικά, ούτως ώστε να δημιουργηθεί μια μετάλλαξη, στην εκκλησία.
Σταδιακά, διακριτικά η έντονα, η εκκλησία δια του Πολύευκτου, στρέφεται κατά των αυτοκρατόρων όταν αυτοί παραβαίνουν τους θρησκευτικούς κανόνες. Όχι μόνο εξασκεί κριτική και «βέτο» σε εσωτερικά ζητήματα, άλλα κάνει και εξωτερική πολιτική επ’ ωφελεία της ίδιας, και της αυτοκρατορίας.
Από την πατριαρχία του Πολύευκτου, ξεκινά η ενεργός δράση της εκκλησίας στα ζητήματα του κράτους, και ο πνευματικός της ρόλος συμπλέει, με έναν κοσμικό που εξασκεί πολιτική αλλά και εξουσία.
Τότε έγινε το ξεκίνημα της «ειδικής σχέσης» κράτους εκκλησίας που διαρκεί μέχρι της μέρες μας ηπιότερα για το Ελληνορθόδοξο δόγμα, και σε μεγαλύτερο βαθμό για το Ρωμαιοκαθολικό.
Βιογραφία
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από νεαρή ηλικία ακολούθησε τον μοναχισμό, αφού έγινε Μοναχός σε μονή της νήσου Πρώτης. Χαρακτηρίζεται κληρικός με ευρεία μόρφωση, μεγάλη θεολογική παιδεία, και ισχυρό χαρακτήρα. Μαζί όμως με τη μεγάλη του μόρφωση, συνδύαζε σε έξοχο βαθμό την αντικειμενικότητα του χαρακτήρα, την σεμνότητα του ήθους, την αποξένωση από κάθε κοσμική τέρψη και την πλήρη καταφρόνηση των χρημάτων. Ζούσε με πολλή απλότητα, εγκράτεια, και πολλές φορές του ήταν αρκετό λίγο ξερό ψωμί για τη συντήρηση του, προκειμένου από το υστέρημα του να θρέψει τους άλλους.
Πολλοί τον αποκαλούσαν δεύτερο Χρυσόστομο για τα χαρίσματά του, με κορυφαία τον ζήλο της πίστης του, και την ρητορική του δεινότητα.
Στα αρνητικά του μπορούν να καταλογισθούν, υπαναχωρήσεις σε θέσεις, και ουδετερότητα, που πιθανόν να στόχευε στην ισορροπία της εξουσίας μεταξύ των δύο θρόνων, του Πατριαρχικού και του Αυτοκρατορικού.
Όταν τον Απρίλιο του έτους 956 μ.χ. απεβίωσε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (931 - 956 μ.χ.), ο Πολύευκτος χειροτονήθηκε πατριάρχης.
Το αξίωμα του πατριάρχη κατείχε, από το 956 μ.χ έως το 970 μ.χ., περίοδο κατά την οποία, πέρασαν από τον αυτοκρατορικό θρόνο τέσσερεις σημαντικοί αυτοκράτορες.
  • Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος(913-959μ.χ.) 
  • Ρωμανός Β΄ (959-963μ.χ.) 
  • Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969μ.χ) 
  • Ιωάννης Α΄Τσιμισκής (969-976μ.χ.) 
Ή προσωπικότητα του Πατριάρχη Πολύευκτου, έλαμψε κυρίως επί των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Β΄ Φωκά και Ιωάννου Α΄ Τσιμισκή.
Η ισχυρές προσωπικότητες των αυτοκρατόρων, από την μια πλευρά και του Πολύευκτου από την άλλη, έχοντας σαν καταλύτη, τα γεγονότα που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, συνετέλεσαν σε ένα βαθμό στην δημιουργία μερικών αντιφάσεων όσον αφορά τις ενέργειες του πατριάρχη.
Πράγματι ο ισχυρός χαρακτήρας του Πατριάρχη φαίνεται εκ των γεγονότων πώς σε μερικές περιπτώσεις εκάμθη, πιθανόν κάτω από το κλίμα πιέσεων, η για να εξυπηρετήσει συμφέροντα της εκκλησίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να του καταλογισθεί ουδετερότητα, ίσως για να προβληθεί η ανωτερότητα της εκκλησίας. .
 Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Πατριάρχη ήταν η αυστηρότητα στην τήρηση των Ιερών κανόνων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να έλθει σε ρήξη με τους αυτοκράτορες, των οποίων ο βίος δεν είχε, σε πολλές περιπτώσεις, πρότυπο του ιερούς κανόνες. Είναι γεγονός πώς οι βασιλείς δεν τους εφάρμοζαν επακριβώς, είτε για προσωπικούς τους λόγους είτε για πολιτικές σκοπιμότητες. Η παραβάσεις αυτές δημιούργησαν αρκετές προστριβές μεταξύ των δύο κορυφαίων φορέων της εξουσίας στην Αυτοκρατορία. Και όμως ο Πατριάρχης που θεωρούσε πρώτιστη υποχρέωση την τήρηση των ιερών κανόνων, πολλές φορές έδειξε υποχωρητικότητα ιδιαίτερα προς το τέλος της θητείας του, αν και οι πράξεις που συνέβησαν δεν ήταν απλά κατακριτέος τρόπος ζωής, αλλά στυγερά εγκλήματα.
Η αγάπη του για τον μοναχισμό και την ασκητική ζωή, εκφράστηκε και με πράξεις,
Κατά την διάρκεια της Πατριαρχίας του ιδρύθηκαν στο Άγιο Όρος οι μονές Της Μεγίστης Λαύρας και των Ιβήρων.
Ο Πολύευκτος απεβίωσε το 970 μ.Χ., και η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο.
Την μνήμη του εορτάζομε την 5ην Φεβρουαρίου.
Η περίοδος της Πατριαρχίας
Ο Πολύευκτος όπως προαναφέρθηκε διαδέχτηκε τον πατριάρχη Θεοφύλακτο, επί της πατριαρχίας του οποίου υπάρχουν ελάχιστα θετικά στοιχεία για τις δραστηριότητες του Πατριαρχείου. Σύμφωνα με αναφορές χρονογράφων, Ο Θεοφύλακτος προτιμούσε να βρίσκεται στον «σταύλο» παρά την εκκλησία. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, επί του οποίου είχε γίνει πατριάρχης, προσπάθησε να τον ανατρέψει μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, αλλά δεν τα κατάφερε.Skylitzes σελ..247 εκδ. J.Thurn,- Beck H.-G Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Βυζαντινη Αυτοκρατορία, μτφρ. Λ.Αναγνώστου βλ.βιβλιογραφία
Την εποχή του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄, ο Αλβέρικος που ενδιαφερόταν να βρει στήριγμα στο Βυζάντιο, έστειλε τους αντιπροσώπους, που είχαν ζητηθεί, αν και ο αυτοκράτορας με προληπτική επιστολή του προς τον πάπα, είχε τονίσει πώς η έγκριση του νέου πατριάρχη, αρχικά δεν ήταν αναγκαία. Έπρεπε, επιπλέον να συζητήσουν για την τέλεση γάμου, μεταξύ μιας κόρης της Μαροζίας, και ενός γιού του αυτοκράτορα.
Ο επίσκοπος Κρεμώνης Λιουτπρανδος, αναφέρει πώς ο πάπας παρέσχε στον πατριάρχη το προνόμιο να φέρει το «πάλλιο» χωρίς την παπική απονομή.Liutprand, Legatio 62 (J.Becker), 209)  
Πράγματι ο Θεοφύλακτος έλαβε την έγκριση από τους αντιπροσώπους του πάπα.
Δείγμα της αδρανούς στάσης του πατριάρχη είναι πώς το μόνο σημαντικό έγγραφο, της πατριαρχίας του είναι προς τον τσάρο Πέτρο της Βουλγαρίας. Σε αυτό δίνει συμβουλές για την μεταχείριση της αίρεσης των Βογομίλων, οι οποίο στο έγγραφο καλούνται Παυλικιανοί.
Το έγγραφο αυτό συνέταξε ο χαρτοφύλαξ Ιωάννης.Εκδόθηκε με επιμέλεια του J.Dujcev, L’ epistola sui Bogomili dei patriarca Constantinopolitiano Teofilatto, Melanges E. Tisseranni II, Vaticano 1964, 63,91 του ιδίου, Medioevo bizantinislavo I, Ρώμη 1965, 283-315) 
  Με την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του Πολύευκτου το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αρχίζει να αποκτά πρόσωπο, και δυναμισμό, κάτι που συνεπικουρείται, από την παράλληλη δράση των αξιόλογων επιτρόπων του νεαρού Βασιλείου Β΄ , του Νικηφόρου Φωκά (963-969), και του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή (969-976μ.χ.).
Κορυφαίο πρόσωπο αναδεικνύεται ο πατριάρχης Πολύευκτος. Κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκαινιάζει, την πολιτική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας, όχι μόνο σαν ένα μεμονωμένο άτομο αρκετά ισχυρό, αλλά σαν εκπρόσωπος μιας ανερχόμενης σε κύρος και αίγλη δυνάμεως, της εκκλησίας, που επί των ημερών του μεταβάλλεται σε πολιτικοποιημένη δύναμη. Η σύγκλητος ενστερνίζεται πρόταση του πατριάρχη για ανάθεση της αρχιστρατηγίας του Αραβικού πολέμου στην Ανατολή στο Νικηφόρο Φωκά. Λέων Διάκονος σελ.33-34: ταύτην ανειπώντος του πατριάρχου την γνώμην επεψήφιζέ τε η βουλή, συνήνει δε και αυτός ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ, όυχ έκων, τη δε ροπή της συγκλήτου εκβιάζόμενος.. 
Στην περίπτωση της διαδοχής του Ρωμανού Β΄, η πατριαρχική συμβολή είναι μεν διακριτική, αλλά εκ του αποτελέσματος, αποτέλεσε την κύρια προϋπόθεση. Ο προκαθήμενος της εκκλησίας απέφυγε να πάρει θέση στην διαμάχη, αλλά οδήγησε τα γεγονότα εκεί που έπρεπε για το εκκλησιαστικό συμφέρον αλλά και το κύρος της αυτοκρατορίας. 
Μετά τον θάνατο του Ρωμανού Β΄, οι δύο ύψιστες αρχές, μετά τον αυτοκράτορα, η σύγκλητος και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κινήθηκαν άμεσα και φρόντισαν να αναγορευτούν αυτοκράτορες οι υιοί του, ο Βασίλειος και ο Κωνσταντίνος, έστω και εάν «παμβρεφοι όντες» δεν μπορούσαν να ασκήσουν εξουσία. Για την νομική θέση της βασιλομήτορος Θεοφανούς, δεν υπάρχουν διευκρινήσεις. Μέχρι την επικράτηση του Νικηφόρου, δεν γνωρίζουμε από πηγές, αφηγηματικές ή νομίσματα, αν ήταν αντιβασιλέας ή συμβασιλέας, των αγοριών της. Για τα εξ απόψεως πολιτειακού δικαίου και χρονολογήσεως προβλήματα βλ. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Αντιβασιλέια σ. 62-64  
Είναι φανερό πώς μια τέτοια ρύθμιση της διαδοχής, με φορείς, τόσο ανίσχυρους εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας, δεν ήταν δυνατόν να είναι μόνιμη.
Αν λάβουμε υπ όψιν μας και την συνωμοτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο «ιερό παλάτιον», με κίνητρο την επιθυμία πολλών φορέων να αναρριχηθούν στον θρόνο, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, συμπεραίνουμε πώς ήταν απαραίτητο να εγκαθιδρυθεί μια εξουσία, έστω και με δυναμικό τρόπο.
Μια στιβαρά και γενικώς παραδεκτή προσωπικότητα ήταν ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς.
Παράλληλα στον πατριαρχικό θρόνο υπήρχε μια εξίσου ισχυρή προσωπικότητα, με σθεναρά βούληση και ανώτατη παιδεία, ο Πολύευκτος.
Ήταν αναπόφευκτο οι δύο άνδρες με τα πολλά κοινά προτερήματα, την αγάπη για το Χριστιανισμό και την αυτοκρατορία, να συνεργαστούν, και να δώσουν λύση στο πρόβλημα της διαδοχής που είχε ανακύψει.
Παραμερίζοντας τις προσωπικές τους αντιθέσεις, και υποσκελίζοντας τις ηθικές ατασθαλίες, που δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί ο αυστηρός και ασκητικός Πολύευκτος, βρήκαν τον συναινετικό δρόμο, να οδηγηθούν σε συνεργασία προς όφελος, εκ του αποτελέσματος, της εκκλησίας, και της αυτοκρατορίας.
Αναγνωρίζοντας ο Πολύευκτος την αξία του Νικηφόρου αλλά και την χριστιανική του ευσέβεια, συνετέλεσε κατά κύριο λόγο στην άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Οι άλλοι δύο παράγοντες που βοήθησαν αυτή την ενέργεια ήταν ο στρατός και η μεγάλη δημοτικότητα του Νικηφόρου λόγω των επιτυχιών που είχε στους πολέμους για την διεύρυνση και υπεράσπιση της αυτοκρατορίας.
Παρά την συνεργασία, και την συναίνεση όμως, ο Πολύευκτος δεν δίστασε να είναι αυστηρός απέναντι στον Νικηφόρο, ιδίως μετά τον γάμο του με την Θεοφανώ.Σκυλίτζης σελ. 261 : ελύπησε δε τούτω (με την επιβολή επιτιμίων δευτέρου γάμου) τον Νικηφόρον (ο πατριάρχης) και ου διέλειπεν εγκοτών αυτώ μέχρι της τελευτής.  Άλλοτε αντιπαρατέθηκε μαζί του, άλλοτε δυναμικά, και διπλωματικά συγχρόνως, με φαινομενικά ουδέτερη στάση, έθετε την εκκλησία στο ύψος του ρόλου που της αναλογούσε, σε θέματα χριστιανικής ηθικής τάξης, αλλά και στα πολιτικά πράγματα. 
Ο Πολύευκτος με το διακριτικό, αλλά συνάμα ισχυρό του λόγο, βοήθησε διπλωματικότατα την εξέλιξη των γεγονότων προς την σωστή πλευρά. Αυτόν το ρόλο, επεδίωκε και εφάρμοσε στις σχέσεις του κράτους με την εκκλησία, δηλαδή του συμβουλευτικού, ο οποίος όμως μπορούσε να γίνει επιβαλλόμενος διακριτικά, σε πολύ ισχυρότερους φορείς όπως ήταν οι αυτοκράτορες.
Φάνηκε λοιπόν απρόθυμος να προστατεύσει τον Βάρδα Φωκά, όταν ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία, ενώ ακόμη δεν είχε επικρατήσει ο υιός του Νικηφόρος. Ένα ακόμη γεγονός που φανερώνει ότι ο πατριάρχης, προσπαθούσε συνεχώς να τονίζει την ουδετερότητα της εκκλησίας και να την ανεβάσει σαν θεσμό πάνω από της κρατικές αντιπαλότητες.
Εξωτερική πολιτική του Πολύευκτου.
Ένα χρόνο μετά την χειροτονία του, ο Πολύευκτος, εμφανίζει στοιχεία της επιρροής του στο εξωτερικό, που σκοπό έχουν την ενίσχυση της Αυτοκρατορίας, και την στήριξη της Οικουμενικότητας της εκκλησίας. Είναι φανερή η διπλωματική δραστηριότητα του Πατριάρχη, την οποία τεκμηριώνει το ακόλουθο γεγονός. Το 957 μ.χ. η Ρωσίδα ηγεμονίδα του Κιέβου Όλγα, επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη, και βαφτίζεται Χριστιανή από τον πατριάρχη, αφού είχε προηγουμένως κατηχηθεί από τον ίδιο. Λέγεται από κάποιους ότι ονομάσθηκε Ελένη.
Με αυτόν τον τρόπο αποκαταστάθηκε το όνομα του Πατριάρχη Ευθυμίου στα δίπτυχα του Οικουμενικού θρόνου, ο οποίος είχε καθαιρεθεί, και εξορισθεί στη Μονή Αγάθου, μετά από την σύνοδο της Μαγναύρας.
Η Όλγα ήταν σύζυγος του ηγεμόνα του Κιέβου Ιγώρ, και κυβέρνησε με ισχυρή πυγμή την Κιεβινή Ρωσία, σαν επίτροπος του γιού της Σβιατοσλάβου.
Εκδικήθηκε τον θάνατο του συζύγου της, καίγοντας ζωντανούς τους δολοφόνους του (την φυλή των Δρεβλιανών). Το απάνθρωπο αυτό εθιμικό δίκαιο της εποχής, την απομάκρυνε σταδιακά από την ειδωλολατρία, και την οδήγησε στο Χριστιανισμό. Την αρχική κατήχηση έλαβε από τον Κιεβινό Χριστιανό ιερέα Γρηγόριο, ενώ στην συνέχεια, μετά από τις επαφές της με το Βυζάντιο, την κατήχηση ολοκλήρωσε ο πατριάρχης Πολύευκτος.
Η Όλγα όπως προαναφέρθηκε βαπτίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 957 μ.χ. ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το 955μ.χ . Ανάδοχός της ήταν ο Κωνσταντίνος ο Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, και ό ίδιος έγραψε για την επίσκεψή και την όλη διαδικασία.
Αναφέρει λοιπόν πώς ο πατριάρχης Πολύευκτος, που τέλεσε το μυστήριο, της προσέφερε τον σταυρό για ευλογία της, πάνω στον οποίο ήταν γραμμένα τα ακόλουθα : « Η Ρωσική γη υψώθηκε στην κατά θεόν ζωή με το βάπτισμα της ευλογημένης Όλγας.»
Η διατύπωση αυτή από τον πατριάρχη, γράφει ο μοναχός Επιφάνιος Chernov, υπήρξε προφητική και είχε σπουδαιότατη σημασία.
Ή Όλγα επιστρέφοντας στο Κίεβο, σαν μεγάλη ηγεμονίδα Όλγα, άρχισε να διασχίζει ολόκληρη την χώρα των Ρώσων, κηρύττοντας τον Χριστιανισμό. Η νέα θρησκεία ήταν ήδη γνωστή από Βυζαντινούς εμπόρους, πράγμα που ευνόησε την εξάπλωση του στην αχανή χώρα.
Έτσι η Όλγα έγινε απόστολος, όχι μεταφορικά αλλά στην κυριολεξία. Το πάθος της νεοφώτιστης, αλλά και ή θέση της στο Ρωσικό κράτος συντέλεσαν, ούτως ώστε να ακολουθήσουν πάρα πολλοί την νέα θρησκεία, και να εξαπλωθεί, σε όλη την επικράτεια.
Πριν τον θάνατό της επεχείρησε να πείσει τον γιό της μεγάλο ηγεμόνα Σβιατοσλάβο, να δεχθεί τον χριστιανισμό χωρίς αποτέλεσμα, και προφήτευσε τον επερχόμενο θάνατο του αλλά και το βάπτισμα της Ρωσίας. Πράγματι ο Σβιατοσλάβος βρήκε φρικτό θάνατο, κατά την διάρκεια πολέμου με τους Πετσενέγους, και το κρανίο του έγινε κύπελο για τον αρχηγό τους.
Ο διάδοχος του όμως Βλαδίμηρος, εγγονός της Όλγας, βαπτίσθηκε Χριστιανός, με όλους του ς Ρώσους το 988 μ.Χ.
Το γεγονός αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Πολύευκτο και χαρακτηρίζεται μείζονος σημασίας επειδή ένας ολόκληρος λαός, καθίσταται ομόθρησκος με την Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Τα αποτελέσματα έχουν διπλή απήχηση, στην εκκλησία, και στην αυτοκρατορία.
Στην εκκλησία επειδή προάγουν την εξάπλωση της θρησκείας, και κατ’ επέκταση την επιρροή της, σε ένα μεγάλο γεωγραφικό, και πληθυσμιακό τμήμα, αυξάνοντας το κύρος και την οικουμενικότητα της.
Στην αυτοκρατορία, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, επειδή ένας νέος, και βάρβαρος λαός με ισχυρή παρουσία, και μεγάλη δύναμη, «υποτάσσεται» με όργανο την αποδοχή της θρησκείας του Βυζαντίου, και καθίσταται περισσότερο, φιλικός και συνεργάσιμος, τουτέστι αποδοτικός απέναντι στο Βυζάντιο.
Την εποχή του βαπτίσματος της Όλγας, ο βασιλιάς των Φράγκων Όθων Α΄, είχε βλέψεις για τους ανατολικούς Σλάβους, και προσπάθησε να τους επαναφέρει στην σφαίρα επιρροής του, μέσω ιεραποστολής.
Για τον σκοπό αυτό έστειλε στο Κίεβο τον επίσκοπο Λιβούτιο, ο οποίος απεβίωσε κατά την διαδρομή το 960 μ.Χ. Τον διαδέχτηκε ο Αδαλβέρτος που χειροτονήθηκε επίσκοπος Ρωσίας. Ο Αδαλβέρτος όταν έφτασε στο Κίεβο, αντιμετώπισε την αδιαφορία της Όλγας, και αναγκάσθηκε να επιστρέψει άπρακτος. M.G.H.,SS, I σελ. 624-625
Στην περίοδο της πατριαρχίας του Πολύευκτου εμπίπτει επίσης, και η στέψη του Γερμανού Όθωνος Α΄ ως αυτοκράτορα που έγινε στην Ρώμη το 962 μ.χ. Η σημασία αυτού του γεγονότος στην ιστορία της εκκλησίας είναι αποφασιστική, όχι μόνο επειδή με αυτόν τον τρόπο ή Ρώμη περιήλθε στα χέρια των Γερμανών (εκείνη η Ρώμη στην οποία μια «Βυζαντινή παράταξη» τουλάχιστον κατά καιρούς, εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Ανατολικής Ρώμης), αλλά και επειδή ο Όθων Α΄, όπως άλλοτε ο Κάρολος ο Μέγας, ως νόμιμος κληρονόμος του στέμματος των Λογγοβαρδών, επεδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία του και στην νότια Ιταλία.
Με αυτόν τον τρόπο θα έδινε την ευκαιρία στον πάπα, να επιβάλλει δυναμικά τις αξιώσεις του σε αυτή την περιοχή, που στην περίοδο της εικονομαχίας, την διεκδικούσε τόσο ή Βυζαντινή, όσο και η Ρωμαϊκή εκκλησία. Σημάδι των φόβων και ανησυχιών της Βυζαντινής εκκλησίας, και του αυτοκράτορα, θεωρήθηκε το γεγονός ότι ο Πολύευκτός και η σύνοδός του, με την σύμφωνη γνώμη, ή και την προτροπή του Νικηφόρου Β΄ το 968μ.χ. προήγαγε το Οτράντο (τον αρχαίο Υδρούντα) σε μητρόπολη. Στην νέα μητρόπολη υπάγονταν ως υποεπισκοπές οι περιοχές Acerentila, Turcicum, Gravina, Maceria, και Tricaricum. Grumel 792 Η είδηση ανάγεται στον Λιουτπράνδο, Legatio 62. Υπάρχουν όμως αμφιβολίες. Μια Not;itia episcopatuum την περίοδο Ιωάννου Τσιμισκή αναφέρει μεν τον Υδρούντα ως μητρόπολη αλλά με μόνο μια υποεπισκοπή Τουρσικόν (Tursi).   
Tούτο αναφέρει ο επίσκοπος Κρεμώνης Λιουτπράνδος, παρουσιάζοντας το μέτρο αυτό, σαν συνέπεια των επιθέσεων του Όθωνα Α΄ στην Απουλία που έγιναν τον ίδιο χρόνο. Ο Λιουτπρανδος προσθέτει ακόμη ότι το Λατινικό τυπικό είχε απαγορευθεί γενικά στην Απουλία, αλλά μάλλον πρόκειται για μια ανυπόστατη γενίκευση.
Μετά τον θάνατο του πατριάρχη Πολύευκτου οι σχέσεις με την Ρώμη, λόγω της πολιτικής καταστάσεως στην νότια Ιταλία, πέρασαν όλο και περισσότερο στην δικαιοδοσία των αυτοκρατόρων και των παπών. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν σταδιακά ,οι πατριάρχες να μην έχουν βαρύνοντα λόγο, αφού αυτό τουλάχιστον ισχύει, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές. Πρβλ. P.E. Schramm, Kaiser, Basileus und Paps…βλ βιβλιογραφία
Η Περίοδος μετά τον θάνατο του Ρωμανού Β΄.
Στην περίπτωση της διαδοχής του Ρωμανού του Β΄ η πατριαρχική συμβολή είναι διακριτική, ή ακριβέστερα διπλωματική, και αρχίζει να διαγράφεται ο στόχος του Πατριάρχη να εισαγάγει την εκκλησία στην πολιτική, και στην λήψη των αποφάσεων. Ο προκαθήμενος της εκκλησίας απέφυγε να πάρει μέρος στην διαμάχη, ίσως γιατί είχε επιφυλάξεις για τα πρόσωπα, η διότι ήθελε να κρατήσει ίσες αποστάσεις για μην τρωθεί το κύρος της εκκλησίας, και να μην δημιουργήσει αρνητικά προηγούμενα. Έτσι λοιπόν ήταν αυστηρός έναντι του Νικηφόρου. «ελύπησε δε έν τουτω (με την επιβολή επιτιμίων δευτερογαμούντων) τον Νικηφόρον (ο πατριάρχης) και ου διέλιπεν εγκατων αυτόν μέχρι της τελευτής» Ιωάννης Σκυλίτζης σελ. 26 ιδιαίτερα μετά τον γάμο με την Θεοφανώ, και φάνηκε απρόθυμος να προστατεύσει τον Βάρδα Φωκά, όταν του ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία, πιθανόν επειδή, δεν είχε επικρατήσει ακόμη ό γιός του Νικηφόρος. 
Ο Ρωμανός είτε λόγω του τρόπου ζωής του, (ήταν σεξομανής και μέθυσος) Λέων Διάκονος 30.12 κεφ. - Ιωάννης Σκυλίτζης 253.33κεφ. είτε δηλητηριασθείς,(υπάρχει και η εκδοχή ότι τον δηλητηρίασε η γυναίκα του) από την αυλή στην οποία είχε δημιουργήσει αντιπάθειες, Πρβλ Ιωάννης Σκυλίτζης 252.8κεφ απεβίωσε το 963μ.χ. 
Μετά τον θάνατό του, διάδοχοι της αυτοκρατορίας ήταν τα ανήλικα(νήπια)παιδιά του, ο Βασίλειος (μετέπειτα Βουλγαροκτόνος), και ο Κωνσταντίνος ο Η΄, με επίτροπο την μητέρα τους πανέμορφη Θεοφανώ, η οποία ήταν σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Φυσικό ήταν πώς η διαμορφωθείσα κατάσταση στον αυτοκρατορικό θρόνο δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί, διότι οι φορείς της εξουσίας ήταν ασθενείς, και υπήρχαν πολλές αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Δημιουργήθηκε λοιπόν κενό εξουσίας. Η βασιλομήτωρ και επίτροπος Θεοφανώ, δεν είχε καλές σχέσεις με τον αρχιευνούχο του παλατιού παρακοιμώμενο Ιωσήφ, ο οποίος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, και να αναδείξει δικό του αυτοκράτορα, που θα ήταν υποχείριο του. Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανερχόμενη δημοτικότητα του Νικηφόρου Φωκά.  Πρβ. Λέων Διάκονος 31.19κέφ – Ιωάννης Σκυλίτζης 254.47, 257.1κεφ.Με αυτές τις προϋποθέσεις ο Ιωσήφ προσπάθησε, να εκτοπίσει τον Φωκά.
Την αντιβασιλεία, λόγω της μικρής ηλικίας των διαδόχων, είχε αναλάβει σώμα επιτρόπων αποτελούμενο από την Θεοφανώ, τον Πατριάρχη Πολύευκτο και τη Σύγκλητο. Την πραγματική διακυβέρνηση, όμως κατείχε ο Βριγγάς με άμεσους συνεργάτες τον Μιχαήλ τον πρύτανη, μάγιστρο και λογοθέτη του δημόσιου δρόμου, και τον Συμεών, πατρίκιο και πρωτασηκρίτη. Σύμφωνα με αυτόν ο Ιωσήφ κάλεσε τον Νικηφόρο στο Ιερό Παλάτι, σκοπεύοντας να τον συλλάβει και να τον τυφλώσει. Ο Νικηφόρος πληροφορήθηκε τις πραγματικές διαθέσεις του αρχιευνούχου και πρόστρεξε στον Πατριάρχη Πολύευκτο, άνδρα δίκαιο, ζητώντας τη συνδρομή του.
Κατά την αφήγηση είπε προς αυτόν: « καλάς γε παρά του των βασιλείων κατάρχοντος των τοσούτων αγώνων και πόνων καρπούμαι τας αμοιβάς. ος γε τον αλάθητον και μέγαν οφθαλμόν λήσειν οιόμενος, τα Ρωμαϊκά μοι πλατύνοντι όρια ταις του κρείττονος ευοδώσεσιν, ουκ ενάρκησε σκαιωρήσασθαι θάνατον, μηδέπω μηδέν εις το κοινόν πλημμελήσαντι, συνεισενεγκόντι δε μάλλον όσα μη τις των νυν τελούντων ανδρών, και τοσαύτην μεν χώραν των Αγαρηνών πυρί και μαχαίρα δηωσαμένω, τηλικαύτας δε πόλεις εκ βάθρων κατεριπώσαντι. εγώ δε ηξίουν, τον συγκλητικόν άνδρα επιεική τε είναι και μέτριον, και μη τινα δυσμεναίνειν, και ταύτα μάτην, απέραντα».Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ παρ.11.
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος ανταποκρίθηκε στην έκκληση αναγνωρίζοντας την αξία του Νικηφόρου, και εκτιμώντας την ενάρετη και Χριστιανική του ζωή σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας, προέβη σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες.
Παρέλαβε τον Νικηφόρο και μετέβησαν στα ανάκτορα. Συγκάλεσε άμεσα την σύγκλητο και ενώπιον της μίλησε με λόγια συνετά υπέρ του αδικημένου στρατηγού. Άριστος γνώστης των ρητορικών σχημάτων ο σοφός Πατριάρχης, εξέθεσε πρώτα τα ανδραγαθήματα του Νικηφόρου. Στη συνέχεια επικαλέστηκε την επιθυμία του εκλιπόντος αυτοκράτορα, όπως αυτή καθορίστηκε στη διαθήκη (Αναφέρεται ρητά ο όρος « εν ταις διαθήκαις» στο κείμενο του Λέοντος, ΙΙ§12. Ενδεχομένως ο Ιωσήφ είχε εκθέσει τα σχέδιά του ή αυτοκράτορας Ρωμανός τα είχε πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν και τόσο αδιάφορος όσο γνωρίζουμε.) του «μη μετακινείν της τοιαύτης στρατηγίας ευγωμονούντα τον άνθρωπον».
Τέλος ο πατριάρχης πρότεινε στη Σύγκλητο την αναγόρευση του Νικηφόρου σε «αυτοκράτορα στρατηγόν» κατά το ρωμαϊκό τυπικό.
Η πρόταση του υπερψηφίστηκε ακόμα και από τον ίδιο το Βριγγά, που δεν τόλμησε να πράξει διαφορετικά.
Ενδιαφέρουσα η διατύπωση της απόφασης της Συγκλήτου, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Λέοντα: «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες...».Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ παρ.12 
Ο Νικηφόρος Φωκάς από την πλευρά του ορκίστηκε να σεβαστεί την ζωή και την εξουσία των ανήλικων βασιλοπαίδων.
Η δεδομένη υποστήριξη του πατριάρχη, που επηρέασε την σύγκλητο, αλλά και ο στρατός, που ήταν στο πλευρό του Νικηφόρου, και η σύμφωνη γνώμη της Θεοφανούς, δρομολόγησαν τις εξελίξεις, και άνοιξαν τον δρόμο για την άνοδο του στο θρόνο του Βυζαντίου.
 Ο πατριάρχης Πολύευκτος ήταν κανόνας αρετής και ευσέβειας. Και ο Νικηφόρος επίσης εκτός από ικανότατος στρατιωτικός, ήταν και ευσεβέστατος χριστιανός, ο οποίος είχε την φήμη, ενός ανθρώπου που ζούσε ασκητικά. Επειδή κατατρόπωσε τους Άραβες, είχε κερδίσει τον χαρακτηρισμό «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών», “Pallida mors saracenorum” Η πατρότητα του πολύ πετυχημένου αυτού χαρακτηρισμού ανήκει στον Λογγοβάρδο επίσκοπο Κρεμώνας, Λιουτπράνδο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη στα πλαίσια δύο διπλωματικών αποστολών, πρώτα το 948 μ.Χ. και έπειτα από μια εικοσαετία το 968 μ.Χ. Βλ. Λιουτπράνδου Κρεμώνας, «Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά», εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1997, σελ. 31 και μετά την ανακατάληψη της Κρήτης το 961 μ. χ. η φήμη του εκτοξεύθηκε στα ύψη, και τον έκανε λαϊκό ήρωα. 
Ο Πολύευκτος έσωσε τον στρατηγό από τον φθόνο του παρακοιμωμένου Ιωσήφ, πείθοντας την σύγκλητο να διορίσει τον Νικηφόρο στρατηγό των στρατιωτικών δυνάμεων της ανατολής.
Ο Ιωσήφ εκών άκων, αναγκάσθηκε να δεχθεί τις αποφάσεις της Συγκλήτου.
Τα παραπάνω συνέβησαν με πρωτοβουλία του Φωκά, όταν διαπίστωσε τις προθέσεις του Ιωσήφ, και κατέφυγε στην Αγία Σοφία στον Πολύευκτο, ο οποίος έλαβε τις πρωτοβουλίες που προαναφέρθηκαν, και του εξασφάλισε την ομαλότητα στην ηγεσία της αυτοκρατορίας.
Με το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του πατριάρχη ο οποίος με την προσωπικότητα και το κύρος του όχι μόνο επηρέαζε αλλά διαμόρφωνε την εξουσία στην αυτοκρατορία. Πράγματι με τις συνετές και σταθερές κινήσεις του Πολύευκτου αποφεύχθηκε, η σύγκρουση μεταξύ των αντιπάλων διεκδικήσεων.
Τα πολιτικά πράγματα παρέμειναν όπως είχαν, και ταυτόχρονα ο Νικηφόρος αναγνωρίζονταν από όλους στρατηγός των δυνάμεων της Ασίας, χωρίς την έγκριση του οποίου ουδεμία μεταβολή μπορούσε να συμβεί στο κράτος. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πώς κορυφαίο πρόσωπο αναδεικνύεται ο πατριάρχης Πολύευκτος. Μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκαινιάζει την πολιτική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Το σημαντικότερο είναι, πώς η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ότι απορρέει από ένα μεμονωμένο άτομο ισχυρά πολιτικό, αλλά από τον εκπρόσωπο της ανερχόμενης σε κύρος και αίγλη δυνάμεως, της εκκλησίας. Η εκκλησία μεταβάλλεται και σε πολιτικοποιημένη δύναμη. Η σύγκλητος ενστερνίζεται πρόταση του πατριάρχη, για την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στο Νικηφόρο Φωκά «ταύτην ανειπόντος του πατριάρχου την γνώμην επεψήφιζε τε η βουλή συνήνει δε και αυτός ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ, ούχ εκών τη δε ροπή της συγκλήτου εκβιαζόμενος…».  Λέων Διάκονος σελ. 33-34
Ο Ιωσήφ όμως δεν έπαυε να στρέφεται εναντίον του, και η συμπεριφορά του αυτή έδωσε την αφορμή στον Νικηφόρο, να προχωρήσει, με την βοήθεια φίλων του και του ανιψιού του Ιωάννη Τσιμισκή κατά της Κωνσταντινουπόλεως.  Λέων Διάκονος 36.9κεφ. 37.1κεφ. 40.8 κεφ. 43,19κεφ, - Ιωάννης Σκυλίτζης 256.82κεφ 257.17κεφ . Η Περίοδος με αυτοκράτορα τον Νικηφόρο Β΄ Φωκά.
Το 963 ο νικητής στρατηγός, εστέφθη αυτοκράτωρ εν μέσω θριάμβου στην Αγία Σοφία. Σε αυτό το αποτέλεσμα βοήθησε κατά κύριο λόγο ο πατριάρχης αφού συνεννοήθηκε με την σύγκλητο, και συνέπλευσε μαζί του. Ο αντίπαλος Ιωσήφ προσπάθησε να δημιουργήσει κάποια γραμμή άμυνας, αλλά ματαίως. Σε αυτό συνετέλεσε η μεγάλη απήχηση στον λαό του Νικηφόρου, αλλά και η εξουδετέρωση των αντιστάσεων του Ιωσήφ από τον Βασίλειο, άλλοτε παρακοιμώμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, που με στρατιωτικές κινήσεις τον εξουδετέρωσε, και του παρέδωσε τον στόλο. Μετά από αυτά ο Φωκάς φρόντισε να στερεώσει την εξουσία διορίζοντας στις σημαντικότερες θέσεις μέλη της οικογενείας του. Τον Ιωσήφ εξόρισε στην Παφλαγονία όπου και απέθανε μετά δύο έτη.  Ιωάννης Σκυλίτζης 280.63κεφ.
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος, φρόντισε όμως να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των υιών του αυτοκράτορα, του Βασιλείου Β΄, και του Κωνσταντίνου Η΄. Ζήτησε λοιπόν από τον υποψήφιο για την κηδεμονία Νικηφόρο Φωκά, να δώσει έναν ιδιαίτερο όρκο πίστεως, για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των κληρονόμων, αλλά και της συγκλήτου.  Leon Diakonos 33-34 (Βόννη), - Skylitzes 259 εκδ. J.Thurn 
Ο Νικηφόρος από την πλευρά του ορκίσθηκε ότι δεν θα επιδιώξει να σφετεριστεί τον θρόνο. Επιπλέον είναι βέβαιο ότι συνέβαλλε και στην στέψη, όταν ο Νικηφόρος ανακηρύχτηκε αυτοκράτωρ. Το Νικηφόρο ανακήρυξε αυτοκράτορα ο στρατός, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ο οποίος στην συνέχεια έστειλε επιστολή στην Σύγκλητο, τον Πατριάρχη και τον Ιωσήφ. Από τα γεγονότα που ακολούθησαν φαίνεται πώς ο Πατριάρχης ήταν ευμενώς διακείμενος προς τον στρατηγό, διότι μετά την θριαμβευτική είσοδο στην Κωνσταντινούπολη, τον έστεψε αυτοκράτορα.
Και ενώ παρουσιάζονται άρρηκτες οι σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών, ξαφνικά επήλθε διάσταση μεταξύ τους. Αιτία αποτέλεσε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την όμορφη χήρα Θεοφανώ. Η προσήλωση του Πατριάρχη στον κανονικό βίο, η αυστηρότητα και ο ασκητικός του βίος, δεν συναινούσαν, στην απόφαση του αυτοκράτορα να τελέσει γάμο, ο οποίος τον επεδίωκε για να στηρίξει περαιτέρω την θέση και την δύναμη του. Αν και ο νέος αυτοκράτορας είναι φανερό πώς διέθετε μεγάλη δύναμη και φήμη, ο Πολύευκτος δεν φοβήθηκε να ελέγξει τον Νικηφόρο Φωκά (963 - 969 μ.Χ.), όταν αυτός αποφάσισε να νυμφευθεί τη βασίλισσα Θεοφανώ, χήρα του αυτοκράτορα Ρωμανού του Β' (959 - 963 μ.Χ.).
Στην αρχή απομάκρυνε την Θεοφανώ εις τα «Παλάτια του Πετρίου», και στην συνέχεια έπεισε τον Πολύευκτο για το ορθόν και «κανονικόν» της απόφασής του, εκμηδενίζοντας την ατασθαλία που ήταν η αιτία της διαμάχης.
Ο Νικηφόρος ως αυτοκράτορας νυμφεύτηκε τελικά την χήρα του Ρωμανού Β΄, την ωραία Θεοφανώ.
Ο Πατριάρχης γνώριζε τον προηγούμενο γάμο του Νικηφόρου Φωκά, η σύζυγος του οποίου είχε πεθάνει, και επιπλέον μάλιστα ο γάμος είχε τελεσθεί κρυφά, αυτός αρνήθηκε να δεχθεί τον βασιλιά στη Θεία Λειτουργία που έγινε στην Αγία Σόφια. Δεν επέτρεψε λοιπόν στον αυτοκράτορα να πλησιάσει στην Αγία Τράπεζα, διότι δεν ανέφερε το επίτιμιον, όπως προέβλεπε ο κανόνας και ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να αποχωρήσει.
Στην συνέχεια όμως παρουσιάστηκε και νέο πρόβλημα, που μεγάλωσε το χάσμα στις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο πρεσβύτερος Στυλιανός υποστήριξε πώς ο αυτοκράτορας και η σύζυγός Θεανώ είχαν πνευματική συγγένεια, και κατά συνέπεια αυτό ήταν μείζον πρόβλημα για τον τελεσθέντα γάμο.
Συγκεκριμένα στήριζε το επιχείρημα του αυτό υποστηρίζοντας πώς ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν ένας εκ των βαπτιστών ενός παιδιού της Θεοφανούς από τον προηγούμενο γάμο της με τον Ρωμανό. Επειδή προέκυψε το θέμα της «δήθεν» πνευματικής συγγένειας, ο πατριάρχης του απαγόρευσε την είσοδο στον ναό.
Τα κηρύγματα του Στυλιανού επηρέασαν τον Πατριάρχη που στην συνέχεια ζήτησε από τον αυτοκράτορα να διαζευχθεί την Θεοφανώ, αλλιώς θα τον αφόριζε.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, μπροστά σε αυτή την δύσκολη περίσταση, κατόρθωσε να πείσει τον Πολύευκτο (πιθανόν με ανταλλάγματα) πώς οι κατηγορίες δεν ευσταθούν. Το ζήτημα τελικά ξεκαθαρίστηκε «με ή χωρίς απάτη» υπέρ του αυτοκράτορα, και στην συνέχεια ο γάμος επικυρώθηκε με Σύνοδο. Απέδειξε στο Πατριάρχη πώς ο πατέρας του είχε βαφτίσει το παιδί της Θεοφανούς και όχι ό ίδιος. Στις παραπάνω αιτίες οι οποίες δεν είναι βεβαίως δυνατόν να τεκμηριωθούν, και δεν μπορεί κάποιος μετά από τόσα χρόνια να εκφέρει ασφαλή άποψη αν ευσταθούν ή όχι, διαπιστώνουμε μια σχέση μεταξύ των δύο ανδρών, αρκετά εποικοδομητική, στην οποία ο Πολύευκτος έδωσε την συγχώρεση και την συναίνεσή του για να μην οδηγηθεί η αυτοκρατορία σε χάος.
Με αυστηρά λογική κρίση θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια διότι τα προβλήματα είναι καθαρά τυπικού, και όχι ουσιαστικού περιεχομένου και άπτονται, της χριστιανικής ηθικής που απορρέει μέσα από τους ιερούς κανόνες. Ένα άλλο συμπέρασμα είναι, ο δυναμισμός των δύο ανδρών, ο οποίος όμως υποτάσσεται για το γενικό καλό, και φανερώνει την ιδεολογική τους συγγένεια και την ταυτότητα των απόψεών τους.
Υπήρξε όμως άλλη περίπτωση στην οποία ο Πολύευκτος αρνήθηκε να υποχωρήσει στην επιθυμία του αυτοκράτορα.
Ο Νικηφόρος όπως προαναφέρθηκε ήταν άριστός στρατιωτικός αλλά και ευσεβής χριστιανός, πιστός σε μια απλή λιτή και χριστιανική ζωή. Αυτές οι δύο πλευρές, του χαρακτήρα του τον οδήγησαν να απαιτήσει από την εκκλησία, να ανακηρυχθούν Μάρτυρες, οι Βυζαντινοί στρατιώτες που έπεσαν στους πολέμους κατά των Μωαμεθανών.
Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος πίστευε ότι είχε θεϊκή εντολή να εξαφανίσει από προσώπου γης τους «άπιστους». Πρότεινε λοιπόν στον πατριάρχη να ανακηρύσσονται αμέσως άγιοι οι στρατιώτες που πέθαιναν στις μάχες με τους Άραβες. Με «ισλαμικούς όρους» θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σαν μια «χριστιανική τζιχαντ». Φυσικά αυτό δεν μπορούσε να γίνει δεκτό από τον πατριάρχη Πολύευκτό, ό οποίος με επιμονή αρνήθηκε την υπερβολική αξίωση του Νικηφόρου, που ήταν πλήρως αντικρουόμενη με την χριστιανική θεώρηση.
Ίσως με αυτή την πρόταση επεδίωκε να αποδώσει φόρο τιμής στον στρατό του, ηθική αμοιβή στους νεκρούς και τις οικογένειες τους, αλλά και να μεγαλώσει τον φανατισμό, προσβλέποντας σε περισσότερες νίκες. Αντίθετο σε αυτή την πρόταση όμως, στάθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αρνήθηκε σθεναρά να συμμετάσχει, με την θεολογία του, στις πολεμικές συρράξεις μεταξύ των δύο λαών, ήτοι των Ρωμιών και των Αράβων.
Τελικά υπερίσχυσε η άποψη του πατριάρχη, δηλωτικό της ισχυρής θέσης της εκκλησίας, μέσα στην αυτοκρατορία.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, ως ικανότατος στρατιωτικός, συνέχισε τους αγώνας και εναντίον των Αράβων Μουσουλμάνων.
Η αραβική παράδοση αναφέρει ένα υποτιθέμενο ποίημα-γράμμα του Νικηφόρου Φωκά, στο οποίο ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας απειλεί να κατακτήσει την Μέκκα και την Βαγδάτη και να διαδώσει παντού τον Χριστιανισμό. Μέσα στα πλαίσια αυτά για να κινητοποιήσει περισσότερο τους Χριστιανούς πολεμιστές, ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναγνωρίσει ως αγίους αυτούς που φονεύονται κατά την διάρκεια των πολέμων, όπως προαναφέρθηκε. Όμως ο Πατριάρχης Πολύευκτος σθεναρά αρνήθηκε να συμπράξει σε αυτήν την διαδικασία, επειδή εμφορείτο μόνο από Χριστιανικές αρετές.
Συγκεκριμένα, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό του Νικηφόρου Φωκά.
Ο Ζωναράς γράφει ότι ο Νικηφόρος Φωκάς απαίτησε «τους εν πολέμοις αναιρουμένους συντάσσεσθαι τοις μάρτυσι, και κατ εκείνους τιμάσθαι».
 Τότε, οι Πατέρες της Συνόδου αντέδρασαν λέγοντες «μη δίκαιον είναι τιμάσθαι». Και επειδή δεν μπορούσαν να πείσουν γι’ αυτό, αφού στον πόλεμο αυτόν ο αυτοκράτορας ήθελε να προσδώσει θρησκευτική χροιά, επικαλέσθηκαν τον κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου (ιγ ) που λέγει, ότι οι Πατέρες τους φόνους που γίνονται στους πολέμους δεν θεώρησαν ως φόνους, και ίσως λέγει ο ίδιος νομίζει ότι αυτό αναφέρεται «τοις υπέρ της σωφροσύνης και ευσεβείας αμυνομένοις».
Όμως, ο Μ. Βασίλειος γράφει, ότι και στην περίπτωση αυτή εκείνοι που φονεύουν κατά την διάρκεια αυτών των αμυντικών πολέμων δεν έχουν χέρια καθαρά, γι’ αυτό πρέπει να απέχουν τρία χρόνια από την θεία Κοινωνία. Έχοντες υπ’ όψη αυτόν τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου ο Πατριάρχης Πολύευκτος και οι άλλοι Συνοδικοί απεφάνθησαν: «Πως ημείς τοις μαρτυρήσασι τους εν πολέμοις πεσόντας συναριθμήσομεν, ους ο μέγας Βασίλειος, ως μη καθαρούς τας χείρας, επί τριετίαν των αγιασμάτων απείρξε;».
Αντιθέτως σε περιπτώσεις που η πολιτική προσέβλεπε στην επέκταση και διεύρυνση της επιρροής την Ορθοδόξου εκκλησίας, (όπως στην περίπτωση της Βαπτίσεως της πριγκίπισσας Όλγας), συμφωνούσε, και δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να εικάσουμε ότι τις υποστήριζε με ζήλο. Συμφώνησε λοιπόν και στην πολιτική του αυτοκράτορα στην νότια Ιταλία, περί προαγωγής της «Επισκοπής Υδρούντος» σε Μητρόπολη.
Το 964μ.χ. ο αυτοκράτορας εξέδωσε την περίφημη Νεαρά (νέος νόμος), που στρεφόταν κατά της αυξήσεως της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής περιουσίας.
Σε αυτό το μέτρο σχετικά με την εκκλησιαστική πολιτική του αυτοκράτορα, ο Πολύευκτος αντιστάθηκε, αλλά μάταια. Μερικές διατάξεις αφορούσαν στην μη ίδρυση νέων μονών, Dolger, Regest 699  όσο οι ετοιμόρροπες δεν αποκαθίστανται, και απαγόρευαν την μεταβίβαση, ακίνητης περιουσίας στις μονές και στις επισκοπές. 
Ο νόμος αυτός δημιούργησε πρόβλημα στους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Αποτέλεσε αιτία διχασμού στο εσωτερικό της εκκλησίας, επειδή άλλοι επίσκοποι το δέχτηκαν, και άλλοι ήταν πολέμιοί του.
Ο πατριάρχης προφανώς και ήταν αντίθετος με αυτόν τον νόμο αλλά δεν αντέδρασε, όπως μεταγενέστερα με τον Ιωάννη Τσιμισκή, οπού απαίτησε να καταργηθεί, πιθανόν επειδή δεν είχε την δυναμική να επιβάλλει κάτι τέτοιο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έδειξε την θαρραλέα και μαχητική πλευρά του χαρακτήρα του. Αντιθέτως επέδειξε υπομονή και ανέμενε να δικαιωθεί από τον χρόνο πράγμα που έγινε.
Μερικοί ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Νικηφόρος έφθασε στο σημείο να ορίσει ότι δεν επιτρέπεται να εκλέγονται επίσκοποι χωρίς την έγκρισή του. Dolger, Regest 703 
Δηλαδή διεύρυνε πολύ ένα – όχι απεριόριστο- δικαίωμα, που στην περίπτωση του πατριάρχη ήταν αναμφισβήτητο . Φαίνεται πώς διεκδικούσε το δικαίωμα να εκλέγει τους επισκόπους. Πολύ πιθανόν, επειδή μέρος των επισκόπων ζητούσαν να εκλέγονται από Σύνοδο, ενώ ο πατριάρχης θεωρούσε κανονική εκλογή αυτή την οποία έκανε ο ίδιος. Είναι φανερό ότι όλα αυτά είναι αποτελέσματα της άμιλλας μεταξύ των δύο ανδρών. Επίσης από όλη την στάση του αυτοκράτορα διαφαίνεται μια προσπάθεια να ανακόψει τον δρόμο της εκκλησίας προς την συσσώρευση μεγάλης περιουσίας, αλλά τον εξορθολογισμό της σε ισόποση διαίρεση μεταξύ των μητροπόλεων. Τελικά ως προς την εκλογή των επισκόπων το θέμα παρέμεινε στάσιμο, και οι επίσκοποι εκλέγονταν ανάλογα με την επιθυμία τους, είτε από τον πατριάρχη, είτε από τον αυτοκράτορα, είτε από την σύνοδο.
Έρευνες έδειξαν πώς κύκλοι προσκείμενοι σε άλλους εκπροσώπους της εκκλησίας φρόντισαν να αμαυρώσουν την μνήμη του αυτοκράτορα που παρ, όλη την ευσέβεια του, με τα μέτρα που έλαβε εισερχόταν ενοχλητικά στα δικά τους θέματα.
Το τέλος του Νικηφόρου Φωκά υπήρξε δυσανάλογο της ένδοξης ζωής του. Στην πέτρα του τάφου του χαράχθηκε, από τον Μητροπολίτη Μελιτίνης Ιωάννη το παρακάτω επίγραμμα :
«Τον ανδράσι πριν και τομώτερον ξίφους
Πάρεργον ούτος και γυναικός και ξίφους.
Ος τω κράτει πριν γης είχεν όλον κράτος,
ώσπερ μικρός γης μικρόν ώκησε μέρος.
Το πριν σεβαστόν, ως δοκώ, και θηρίοις,
ανείλεν η σύγκοιτος έν δοκούν μέλος.
ο μηδέ νυξί μικρόν υπνώττειν θέλων
εν τω τάφω νυν μακρόν υπνώττει χρόνον.
θέαμα πικρόν! Αλλ' ανάστα νυν, άναξ,
και τύπτε πεζούς, ιππότας, τοξοκράτας,
το σον στράτευμα, τας φάλαγγας, τους λόχους.
Ορμά καθ' ημών ρωσική πανοπλία,
Σκυθών έθνη σφύζουσιν εις φονουργίας,
λεηλατούσι παν έθνος την σην πόλιν,
ους επτόει πριν και γεγραμένος τύπος
προ των πυλών σος εν πόλει Βυζαντίου.
Ναι, μη παρόψει ταύτα˙ ρίψον τον λίθον
τον σε κρατούντα, και λίθοις τα θηρία
τα των εθνών δίωκε˙ δως δε και πέτρας
στηριγμόν ημίν αρραγεστάτην βάσιν.
ει δε ου προκύψαι του τάφου μικρόν θέλεις,
καν ρήξον εκ γης έθνεσιν φωνήν μόνην˙
ίσως σκορπίσεις ταύτη και τρέψει μόνη.
Ειδ' ουδέ τούτο, τω τάφω τω σω δέχου
Σύμπαντας ημάς˙ ο νεκρός γαρ αρκέσει
Σώζειν τα πλήθη των όλων χριστονύμων,
Ώ πλην γυναικός τα δ' άλλα Νικηφόρος.
Sclumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ..., σελ.873-4.

Η περίοδος με τον Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής (Τσεμσχκίκ) ήταν ανιψιός από αδελφή του Νικηφόρου Φωκά, γιος του Θεόφιλου Κούρκουα (Γκούργεν), αδελφού του Ιωάννη Κούρκουα, Δομέστικου των Σχολών επί Ρωμανού Λεκαπηνού. Η οικογένεια αυτή ήταν αρμενικής καταγωγής και στις παρενθέσεις αναγράφονται τα αρμενικά ονόματα.
Ο Ιωάννης, γνωστότερος με το παρωνύμιο Τσιμισκής, ήτο εξοργισμένος από τον συγγενή του αυτοκράτορα επειδή του στέρησε ην αρχιστρατηγία, και τον περιόρισε στα οικογενειακά αγροκτήματα. Θεώρησε τον εαυτόν του υποβαθμισμένο σε σχέση με την προσφορά του στον αυτοκράτορα. Επί πλέον δεν αντιστάθηκε στα θέλγητρα της όμορφης αυγούστας, που βαριεστημένη από τον όχι και τόσο νέο σύντροφό της προσέβλεπε σε άλλη ερωτική κατάκτηση. Έτσι λοιπόν γοητευμένη από τον μικρόσωμο, (Λέων Διάκονος σελ. 92. Στο μικρό του ανάστημα όφειλε ο Ιωάννης «το της Αρμενίων διαλέκτου πρόορημα (παρωνύμιο) Τζιμισκής είς την Ελλάδα μεθερμηνευόμενον Μουζακιτζην δηλοί. βραχύτατος γαρ την ηλικίαν τελών ταύτην εκτήσατο»)  θελκτικό, αριστοκράτη και γενναιόδωρο (αβροδίαιτον και λίαν φιλόκαλον) Λέων Διάκονος σελ. 96-9, 100  άνδρα η Θεοφανώ, έπεισε τον σύζυγό της να ανακαλέσει από την εξορία τον παλιό συναγωνιστή. Το συνωμοτικό σχέδιο εξελίχθηκε με την βοήθεια της αδίστακτης γυναίκας, και υλοποιήθηκε μέσα στην χιονοθύελλα της νύχτας 10 προς 11 Δεκεμβρίου 996 μ.χ. Λίγοι συνωμότες με επικεφαλής τον Ιωάννη, ντυμένοι με γυναικεία ρούχα, εισχώρησαν κρυφά στο βασιλικό δωμάτιο του Νικηφόρου. Με μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν ότι το κρεβάτι ήταν άδειο και ο αυτοκράτωρ, κοιμόταν σε αχυρένιο στρώμα στο πάτωμα. Τα όσα ακολούθησαν είναι άκρως τραγικά, και δεν συνάδουν με την ιστορία του μεγάλου στρατηλάτη και ευσεβούς χριστιανού. 
Αποκεφάλισαν τον Νικηφόρο και πέταξαν το σώμα του από το παράθυρο.
Πολύ καθυστερημένα διαπίστωσαν το γεγονός ( Λέων Διάκονος σελ. 91 Ανόσια ήταν και η μεταχείριση του νεκρού που τον άφησαν όλη την μέρα έξω στο χιόνι και αρά το βράδυ με πρόχειρο ξύλινο φέρετρο μετέφεραν «λαθραίως» στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και «εν μια των βασιλικών σορών εκήδευσαν») οι σωματοφύλακες και δεν αντέδρασαν έτσι δόθηκε πολύτιμος χρόνος στον Ιωάννη να ετοιμάσει την αναγόρευσή του, στον αυτοκρατορικό θρόνο. 
Δυστυχώς ο ικανός αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς έπεσε θύμα άγριας δολοφονίας, και η μοίρα του επεφύλαξε αυτόν τον άδοξο θάνατο. Η πράξη αυτή φαντάζει ακόμη πιο στυγερή, ένεκα του ότι συμμετείχε και την διευκόλυνε η βασίλισσα Θεοφανώ.
Η αυτοκρατορική φρουρά αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Το ίδιο αιφνιδιάστηκαν και ο αδελφός του δολοφονηθέντος Λέων Φωκάς, και ο υιός του πατρίκιος Νικηφόρος. Είναι πολύ πιθανόν αν ενεργούσαν εγκαίρως, λόγω των μεγάλων δυνάμεων που διατηρούσαν στην Κωνσταντινούπολη να επικρατούσαν έναντι των στασιαστών.  Λέων Διάκονος σελ. 95 
Η βασιλική αυλή και η κοινή γνώμη συγκλονίστηκε από το απροσδόκητο τέλος του Νικηφόρου, και αυτό φαίνεται μέσα από το επιτάφιο ποίημα του Ιωάννη Γεωμέτρη ( Το ποίημα περιλαμβάνεται στα σχόλια του Λέοντος του διακόνου από τον C.B.Hase στην εκδοση της Βόννης σελ. 453, και από τον Σκυλίτζη σελ. 282-283 εκδ. J.Thurn ) στίχοι του οποίου παρατίθενται. 
Τα πρώτα μέτρα του νέου ηγέτη ήταν η εξορία των Φωκάδων, κουροπαλάτη Λέοντος και Νικηφόρου στα νησιά του Αιγαίου, ( μελη της οικογένειας εγκατασταθηκαν στην Μάνη, και μεταγενέστερα συμμετεχουν στην ιστορία της ) και περιορισμός του Βάρδα Φωκά στην Αμάσεια, η αντικατάσταση των διοικητών των θεμάτων, και η τοποθέτηση σε καίριες πιλοτικές και στρατιωτικές θέσεις εμπίστων του νέου μονάρχη.
Ο Τσιμισκής από την αρχή στηρίχθηκε στον Βασίλειο Λακαπηνό, μέχρι τότε συνεργάτη του θείου του Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος προς τιμήν του είχε θεσπίσει τον υψηλό τίτλο «Πρόεδρος της συγκλήτου». Το σχετικό πρωτόκολο «επι προαγωγή προέδρου της απάσης συγκλήτου» έχει προστεθεί στην Βασιλική Τάξη κεφ. Ι 07. Ch Diehi, De la signification du titre de “proedre” a Byzance εν Melanges…G.Schiumberger I Paris 1924 σελ.105 Αικ.Χριστοφιλοπούλου, Η σύγκλητος σελ.78  
Ο Βασίλειος «δραστήριος τε και αγχίνους ανηρ εφυώς τοις πράγμασιν εν περιστάσεσιν ορμοττόμενος» Λέων Διάκονος σελ. 94 είχε αρχίσει τις συνεννοήσεις με τον Τσιμισκή, αλλά δημόσια εκδηλώθηκε όταν πληροφορήθηκε την δολοφονία. 
Και ενώ όλα τακτοποιήθηκαν σχετικά εύκολα ο Τσιμισκής προσέκρουσε, σε ένα απροσδόκητο εμπόδιο, την εκκλησία.
Ο Πολύευκτος καταταράχθηκε για την τρομερή και ανοσία κακουργία. Αποτέλεσμα ήταν μετά τη δολοφονία του Φωκά ο Τσιμισκής να βρεθεί αντιμέτωπος με το δυναμικό πατριάρχη Πολύευκτο ο οποίος του επέβαλε συγκεκριμένους όρους προκειμένου να τον στέψει αυτοκράτορα.
Όταν, λοιπόν, μετά από επτά μέρες από της αναρρήσεώς του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Α' ο Τσιμισκής (969 - 976 μ.χ.) προσήλθε στον ναό της Άγια Σόφιας, για να στεφθεί από τον Πατριάρχη, ο Πολύευκτος δεν του επέτρεψε να εισέλθει, όχι μόνο επειδή τον θεωρούσε πιθανό δολοφόνο του προκατόχου του, και εραστή της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, αλλά και για να τον αναγκάσει να αποκαταστήσει τα μέτρα του Νικηφόρου «κατά της ελευθερίας της εκκλησίας».
Για να αποκατασταθούν οι σχέσεις μεταξύ αυτοκράτορα και πατριαρχείου, απαίτησε προηγουμένως να εκπληρωθούν υπό του βασιλέως τρεις όροι. Ο πρώτος ήταν να εκδιωχθεί από τα ανάκτορα η Θεοφανώ συνεργάτιδα του στη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά.
Πράγματι η Θεοφανώ εξορίσθηκε στο νησί Πρώτη του Μαρμαρά, και ό Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής αναγκάσθηκε να αποδεχθεί την εκκλησιαστική τιμωρία. Ο δεύτερος όρος ήταν να υποδείξει και να τιμωρήσει τον αυτουργό του φόνου του Νικηφόρου Φωκά, και ο τρίτος όρος, να ανακαλέσει τα θεσπίσματα του Νικηφόρου Φωκά περί των εκκλησιαστικών πραγμάτων, κάτι που ο αυτοκράτορας αποδέχθηκε χωρίς περιστροφές. Skylitzes 285-286 εκδ. J.Thurn - Dolger, Regest 726 
Όπως είναι φυσικό αφού όλοι όροι του πατριάρχη έγιναν δεκτοί, τα Χριστούγεννα του 969, μόλις δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του θείου του, ο Πολύευκτος προχώρησε στη στέψη του νέου αυτοκράτορα.
Σχετικά με την περιουσία της εκκλησίας, μετά από πιέσεις του πατριάρχη Πολύευκτου, κατήργησε το αλληλέγγυο για τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα .
Έτσι, ο Πολύευκτος εξασφάλισε στην εκκλησία την αληθινή ελευθερία και της έδωσε το δικαίωμα της ενέργειας κατά των υπερβάσεων των πολιτικών αρχόντων, όταν αυτές βλάπτουν την Εκκλησία και σφαγιάζουν τις παραδόσεις του λαού του θεού.
Βλέπομαι λοιπόν την Θεοφανώ εξόριστη τελικά στο θέμα των Αρμενιακών, στην μονή Δαμιδείας  (Ιωάννης Σκυλίτζης σελ. 285 Όπως ήταν φυσικό η Θεοφανώ δεν δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την τύχη που της επεφύλαξε ο συνωμότης εραστής. Δραπέτευσε από την Προκόνησο, τον αρχικό τόπο εξορίας της , και ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός όμως δεν αστειευόταν και εξόρισε την έκπτωτη αυγούστα, με την μητέρα της σε μακρινά μοναστήρια, και τόσο την εξόργισε ώστε και για τον Τσιμισκή μίλησε προσβλητικά και τον Βασίλειο εξύβρισε, «Σκύθην και βάρβαρον αποκαλέσασα» και τον χαστούκισε) φορτωμένη με το βάρος της ηθικής αυτουργίας, και τον Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος χωρίς δισταγμό προσπάθησε να δώσει την εντύπωση, ότι δεν τον βάρυνε το έγκλημα, καταγγέλλοντας τους συνεργάτες του ως αυτουργούς του φόνου. Ιωάννης Σκυλιτζης σελ. 279-280, 285 ,- Λέων Διάκονος σελ. 88,89.  
Σαν αντιστάθμισμα για την αποδοχή της εξιλέωσης του ανακλήθηκε ο συνοδικός τόμος, για τα θεσπισθέντα εκκλησιαστικά μέτρα από τον προκάτοχό του.
Επισφράγισμα αυτής της «συναίνεσης» αποτέλεσε το γεγονός ότι την στέψη τέλεσε πανηγυρικά ο ίδιος ο πατριάρχης Πολύευκτος, όπως στην περίπτωση χηρείας του θρόνου, και όχι οι μικροί νόμιμοι συνεχιστές της δυναστείας., όπως ήταν ο κανόνας για τους συμβασιλείς. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή σελ. 100-110 
Με την διαμόρφωση αυτών των γεγονότων διαφαίνεται καθαρά πώς, ορθώθηκε η δύναμη της εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορική εξουσία, όχι για την προάσπιση της δογματικής αλήθειας αλλά για τον έλεγχο του αρχηγού του κράτους, σε θέμα συνειδησιακό, ηθικής τάξεως που έθεσε σε δοκιμασία την αυτοκρατορική παντοδυναμία. Σε αυτή την περίοδο εμφανίζεται ο πατριάρχης Πολύευκτός, εξ ίσου ισχυρός με τον Τσιμισκή, ίσως και ισχυρότερος. Το διάστημα όμως που οι δύο άνδρες βρίσκονταν σε παράλληλη εξάσκηση των καθηκόντων τους υπήρξε μικρό, και μετά τον θάνατο του Πολύευκτου, ο Τσιμισκής φρόντισε, να υποβαθμίσει το κύρος του πατριαρχείου, προτιμώντας για τον πατριαρχικό θρόνο, τύπους ασκητών.(Στον πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας, κενό μετά τον φόνο του πατριαρχη Χριστόφορου, τοποθετήθηκε ο εκ Κολωνείας Θεόδωρος και στον Οικουμενικό ο Βασίλειος Σκαμανδρηνός,(970-973) με διάδοχο τον Στουδίτη ασκητή Αντώνιο Γ΄ χωρίς ανθρωπιστική παιδεία, και με απλές θεολογικές γνώσεις.) 
Η ισχυρή αυτοκρατορία που δημιούργησε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αλλά και η ευτυχής συγκύρια να ανέλθει στο πατριαρχικό θρόνο Πολύευκτος, δημιούργησαν όλες τις προϋποθέσεις να ενεργοποιηθεί ο ρόλος της εκκλησίας στην σχέση της με την εξουσία και την καταλυτική της συμμετοχή σε αυτή.
Αξιοπρόσεκτο είναι πώς την ίδια εποχή κυβέρνησαν για λογαριασμό των διαδόχων του θρόνου, αξιόλογοι επίτροποι, ο Νικηφόρος Β΄Φωκάς, και ο Ιωάννης Τσιμισκής.
Ευσεβής χριστιανός, και άριστος στρατιωτικός ο Νικηφόρος, ανέλαβε την αυτοκρατορία σε μεγάλη ηλικία, με την υποστήριξη του Πολύευκτου, της Συγκλήτου, και την σύμφωνη γνώμη της Θεοφανούς χήρας του Ρωμανού Β΄.
Παντρεύτηκε την Θεοφανώ στην συνέχεια και, μέσα από αυτή την πράξη δοκιμάστηκαν οι σχέσεις του με τον Πολύευκτο, για θέματα που είχαν σχέση με τους ιερούς κανόνες, όπου και πιθανόν να απογοήτευσε τον πατριάρχη.
Στον στρατιωτικό τομέα, επέκτεινε την αυτοκρατορία κατανικώντας τους Άραβες.
Έδωσε στους πολέμους ιερό χαρακτήρα, και επεδίωξε να αγιοποιήσει τους νεκρούς, πράγμα που αντέκρουσε ο πατριάρχης.
Στον εκκλησιαστικό τομέα οι επεμβάσεις του αυτοκράτορα ήταν σημαντικές, σε θέματα εκλογής επισκόπων, διαχείρισης εκκλησιαστικής περιουσίας, και μοναστηριών.
Σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, από κοινού με τον πατριάρχη ασχολήθηκαν με τις μητροπόλεις της κάτω Ιταλίας.
Οι ενέργειες του αυτοκράτορα, είχαν αποτέλεσμα την δημιουργία εχθρών.
Αλλά και η διεκδίκηση του θρόνου, από τον Ιωάννη Τσιμισκή, και ο ρόλος της Θεοφανούς, οδήγησαν στην δολοφονία του.
Τον Νικηφόρο διαδέχθηκε ο ανιψιός του Ιωάννης Τσιμισκής.
Λόγω της συμμετοχής του στην δολοφονία, υποχρεώθηκε από τον πατριάρχη Πολύευκτο, να ακυρώσει τους νόμους του Νικηφόρου που αφορούσαν στην εκκλησία, και να εξορίσει την Θεοφανώ.
 Η ισχυρά προσωπικότητα του Πολύευκτου, συνετέλεσε στην εξύψωση του κύρους του πατριαρχείου απέναντι στους αυτοκράτορες.
Στην περίπτωση του Νικηφόρου σε πολλές των περιπτώσεων επικράτησαν οι θέσεις του, και σε άλλες παρέμεινε ουδέτερος, ούτως ώστε να διαμορφωθεί μια ισορροπία, μεταξύ των δύο ανδρών, οι οποίοι είχαν πολλά προτερήματα, για το γενικό συμφέρον.
Πιθανόν και λόγω της χριστιανικής τους ευσέβειας, διέθεταν κοινά χαρίσματα που διαμόρφωσαν τις σχέσεις τους.
Μπορούμε να πούμε πώς πέρα από τις λίγες αντιθέσεις, είχαν κοινά χαρακτηριστικά, και στην ουσία συνεργάσθηκαν για το συμφέρον της αυτοκρατορίας.
Στην περίπτωση σου Ιωάννη Τσιμισκή, μάλλον επικράτησε ο πατριάρχης, αν και δεν μπορούν να εξαχθούν ουσιαστικά συμπεράσματα επειδή συνυπήρχαν για μικρό χρονικό διάστημα.
Αυτή η  χρονική περίοδος δείχνει ότι η εκκλησία μετά την επίλυση των θεολογικών προβλημάτων που την ταλάνισαν τους προηγούμενους αιώνες προσπαθεί να κερδίσει σιγά-σιγά αλλά με σταθερά βήματα μερίδιο στις αποφάσεις που έχουν σχέση με την διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας.
Η εποχή χαρακτηρίζεται από μια συνεχή προσπάθεια στο εσωτερικό, της διεκδίκησης του αυτοκρατορικού θρόνου με τα πιο σκληρά ανταλλάγματα.
Το ίδιο σκληρή είναι η κατάσταση και στο εξωτερικό, με συνεχείς πολέμους για την διεύρυνση της αυτοκρατορίας ή για την διατήρηση των κτήσεων από τις συνεχείς βλέψεις των γειτόνων και των βάρβαρων εισβολέων.
Σε αυτή την ταραγμένη και ασταθή ατμόσφαιρα, η εκκλησία διαπίστωσε πώς έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει και έθεσε το σχέδιο σε εφαρμογή.
Αφ ενός με σταθερές και διπλωματικές επεμβάσεις του πατριάρχη Πολύευκτου επεκτείνει την επιρροή της και πέραν των συνόρων της αυτοκρατορίας, χτίζοντας τον οικουμενικό της ρόλο.
Αφ ετέρου με σκληρές κριτικές, και επιβολές απέναντι στους πανίσχυρους αυτοκράτορες διεκδικεί συμμετοχή, κατ αρχήν στον τρόπο της διακυβέρνησης, μέσω των ιδίων, και στην συνέχεια άμεση εφαρμογή των θέσεων της.
Τα αποτελέσματα των επεμβάσεων αυτών φαίνεται πώς προσφέρουν θετικά στην κρατική εξουσία, επειδή την βοηθούν σημαντικά, στο έργο της, και επειδή, προσθέτουν μια ηπιότερη μορφή στην σκληρή εξουσία που προέρχεται από το κράτος, και απέναντι στους υπηκόους αλλά και απέναντι στους έτερους λαούς.

Παπαδοθωμάκος Αντώνιος
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγές
1. Θεοδοσιανός Κώδιξ
2. Ιωάννης Σκυλίτζης
3. Λέων Διάκονος
4. Λιουτπράνδος
6. Dolger
7. Schramm, Kaiser
8. G.Schiumberger
Δευτερεύουσα βιβλιογραφία
1. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια τα 1-12, Αθήναι 1962-1969.
2. Beck H.-G. Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ Λ. Αναγνώστου {Βιβλιοθήκη Βυζαντινής Ιστορίας και Φιλολογίας3}, εκδ. Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, τ. Α΄ Αθήνα 2004.
3. Browning R., Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Κονομής, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα Αθήνα 1992.
4. Καραγιαννοπούλου Ιωάννα, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Βάνιας, τ. Β΄, Ιστορία Μέσης Βυζαντινής περιόδου (565-10810, Θεσσαλονίκη 1963.
5. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία τ. Β΄2, (867-1081), Αθήνα 1998.
6. Κόλλια Ταξιάρχη Γ., Νικηφόρος Β΄Φωκάς(963-969). Ο στρατηγός
7. αυτοκράτωρ και το μεταρρυθμιστικό του έργο,(ιστορικές μονογραφίες 12)
8. εκδ. Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος Αθήνα 1993
9. P.E. Schramm, Kaiser, Basileus und Papst in der Zeit de Ottomen, HZ 129