27 Ιανουαρίου 2011

Το Μανιάτικο χωριό Καργκέζε στην Κορσική!

Το χωριό Καργκέζε ή Καρζές, η ελληνική αυτή γωνιά της Κορσικής, ιδρύθηκε από Μανιάτες φυγάδες που θέλησαν να σωθούν από τον τουρκικό ζυγό. Ονόματα δρόμων, μνημεία, όλα θυμίζουν κάτι ελληνικό. Μα πιο πολύ η βυζαντινή εκκλησία του Καρζές, με θαυμάσιες εικόνες, που έφεραν μαζί τους τον 17ο αιώνα οι Μανιάτες.

Το Καργκέζε (κορσικανικά: Carghjese, γαλλικά: Cargèse) είναι μια κοινότητα στο τμήμα της Νότιας Κορσικής (Corsica suttana, Corse du Sud) της Γαλλίας στο νησί της Κορσικής. Σύμφωνα με τον καθηγητή.... Δασκαλάκη (Carghjese, Ελληνικά Καρυαί), ονομασία από τους αποίκους, που καταγωγή τους, ήταν η Καρυούπολις τής Μάνης. Στην νέα πατρίδα τούς οδήγησε ο επίσκοπος Καρυουπόλεως Παρθένιος Καλκανδής.
Ξεκίνησαν οχτακόσιοι, πολλοί πέθαναν από τις στερήσεις στο πολύμηνο ταξίδι. Πέρασαν πολλές περιπέτειες, πολέμησαν για τους χριστιανούς Γενοβέζους που, μη ξέροντας τι να τους κάνουν, τους εγκατάστησαν εκεί για να τους έχουν μετερίζι στις επαναστάσεις των ντόπιων. Γι’αυτό κι εκείνοι, τους είχαν για πολλά χρόνια στη μπούκα του τουφεκιού. Σήμερα, οι απόγονοί τους έχουν διασταυρωθεί με τους ντόπιους, έχουν χτίσει συγγένειες ... Στην πλατεία του χωριού, ένα μνημείο είναι αφιερωμένο στους πεσόντες για τη Γαλλία, τη σημερινή πατρίδα τους. Γύρω – γύρω, κατεβατά, τα σκαλισμένα ελληνικά ονόματα γυρισμένα στα ιταλικά, από τους Γενοβέζους που έδωσαν, τότε, στους προγόνους τους, αυτό το άσυλο με το αζημίωτο. Ο Μυρμιγκάκης, έγινε Μιρμιγκάτσι, ο Πασπαράκης Πασπαράτσι …
Σαν από θαύμα, από τότε μέχρι σήμερα, μέσα σε τόσους αιώνες, δυσκολίες, αγώνες κι εχθρότητα, οι παραδόσεις κι η θρησκεία τους διατηρούνται ατόφιες, όπως τις παραλάβανε, από γενιά σε γενιά. Η μεγάλη, ορθόδοξη εκκλησιά, με τις εικόνες και τα κειμήλια πούφεραν μαζί οι πρόγονοί τους απ' το μανιάτικο χωριό τους, έχει την πόρτα της φάτσα στη μικρότερη, την καθολική. Μια μαρμάρινη πλάκα, σφηνωμένη στον τοίχο δεξιά στην πόρτα, θυμίζει την πρόσφατη ανταπόδοση της επίσκεψης πούκαναν στο Βίτυλο, το μανιάτικο χωριό απ'όπου ξεκίνησαν οι προγόνοι τους. Τη μια Κυριακή, ο παπάς λειτουργεί στην καθολική στα λατινικά, την άλλη στην ορθόδοξη, στα ελληνικά. Η Μεγάλη Βδομάδα και το Πάσχα, πάντα στα ελληνικά, πάντα στην ορθόδοξη εκκλησιά, πάντα με τις παλιές τις μανιάτικες παραδόσεις. Τη Μεγάλη Πέμπτη, στα δώδεκα βαγγέλια, δεν μπορείς να περάσεις από την κοσμοσυρροή. Το ίδιο και τη Μεγάλη Παρασκευή, στον επιτάφιο, το ίδιο και στην Ανάσταση. Εκτός από τους χωριανούς, πλήθος ξενιτεμένων ρωμιών μαζεύονται και, μαζί μ'αυτούς, από μέρη κοντινά και μακρινά κι άλλοι, κάθε λογής και κάθε πίστης. Χορωδία από τις πιο παλιές γυναίκες του χωριού, τις μόνες που μιλούν ακόμη καλά τη γλώσσα μας, ψέλνει ελληνικά όλα τα τροπάρια της ακολουθίας. Η εκκλησία, πλούσια στολισμένη με τ'ανοιξιάτικα λουλούδια και τ'αρώματα της κατάφυτης γης του "νησιού της ομορφιάς" όπως τόχαν δει οι Αργοναύτες, τα παλιά μανιάτικα κειμήλια, η κατάνυξη της χορωδίας, ο πρώτος χλιαρός ανοιξιάτικος καιρός π'ανατριχιάζει το κορμί, είναι ότι χρειάζεσαι για να νοιώσεις την ψυχή σου ν' αναζητά το Θεό σου ...
Μοναδικό κι ανέλπιστο θέαμα για τον ξενιτεμένο, η περιφορά του επιτάφιου στους πεντακάθαρους δρόμους του χωριού, μέσ' απ’τις δεκάδες τ' άσπρα κεριά που τρεμοσβήνουν πάνω στο κάθε περβάζι, παίζοντας με τα λουλούδια που στολίζουν τ' ανοιχτά παράθυρα και τον κόσμο που, στέκοντας πίσω τους, σταυροκοπιέται ορθόδοξα στο πέρασμά του. Το ίδιο κι η περιφορά της εικόνας της Παναγίας, κειμήλιο τεσσάρων αιώνων από τη Μάνη, τη Δευτέρα του Πάσχα. Το ντουφεκίδι πέφτει ασταμάτητα, από την έξοδο της εικόνας μέχρι το τέλος της λιτανείας, ενώ Γάλλοι αστυνόμοι με στολή καδράρουν την πομπή, αμίλητοι. Θαρρείς και βρίσκεσαι στην πατρίδα, σε μια πατρίδα που θάθελες να δεις, που θάθελες ν'ανήκεις, που δε βρίσκεις πια ..
Αυτοί οι Ελληνες Μανιάτες, που επιμένουν τέσσερις αιώνες τώρα, να μη θέλουν ν' αποχωριστούν τις ρίζες τους, περνούν καλά σήμερα. Το βλέπει κανείς απ' το χωριό τους, περιποιημένο, αρχοντικό, τα σπίτια μ' όλες τις σύγχρονες ανέσεις, τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία … Ομως, αυτό που τους ενώνει, είναι οι κοινές ρίζες τους κι αυτές θέλουν να παραδώσουν στα παιδιά τους, να τους πούνε ποιοι είναι κι από που έρχονται, να μη χαθούν με τον καιρό και τις διασταυρώσεις με τους ντόπιους.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Ο πρώτος αποικισμός έγινε από Φωκαείς στα 565 π.χ. με την ίδρυση της πόλης Αλαλίας, μετά την κατάκτηση της Ιωνίας από τους Πέρσες.
Ο δεύτερος έγινε το 17ο αιώνα από Μανιάτες του γένους των Στεφανοπουλαίων του Οιτύλου. Μετά από βεντέτα με το ισχυρό γένος των Γιατριάνων και αφού προηγήθηκε διερευνητική επιστολή, 700 άτομα αναχωρούν με πλοία και φθάνουν στη Γένοβα όπου μετά από ανακρίσεις από τις γενοβέζικες αρχές και την αποδοχή των όρων τους αναχωρούν για την Κορσική.
Οι άποικοι μέσα σε μια πενταετία χτίζουν το χωριό Παόμια, επιδίδονται στη γεωργία και την υφαντουργία και διατηρούν μια αυστηρή ενδογαμία. Γρήγορα έρχονται σε σύγκρουση με τους Κορσικανούς και μετά από άρνησή τους να συμπράξουν στην εξέγερση των γηγενών, καταφεύγουν στο χωριό Αιάκειο. Μετά από 44 χρόνια και ενώ η Κορσική έχει πουληθεί στη Γαλλία, επανεγκαθίστανται στην περιοχή στο νέο χωριό Καργέζε.
Η γαλλική πολιτική προστασίας των Ελλήνων κατά την Γαλλική επανάσταση και κατά τα χρόνια του Ναπολέοντα είναι συνεχής. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Λάουρας Στεφανοπούλου, οι Βοναπάρτηδες κατάγονται από το γένος των Καλόμερων του γένους Στεφανοπούλου, που μετά την εγκατάστασή τους στην Τοσκάνη άλλαξαν το όνομα σε Buonoparte.
Απόγονός τους που εγκαταστάθηκε στο Αιάκειο έγινε ο γενάρχης της κορσικανής οικογένειας των Μποναπάρτηδων. Μετά το θάνατο του Καρόλου Βοναπάρτη, χρέη κηδεμόνα του ορφανού Ναπολέοντα ανέλαβε ο στρατηγός Δημήτριος Στεφανόπουλος (σύμφωνα πάντα με τα απομνημονεύματα).
Οι Γενοβέζοι βλέποντας το αδιέξοδο των επαναστάσεων των ντοπίων, στα 1768 πωλούν την Κορσική στη Γαλλία. Πρώτος Γάλλος Κυβερνήτης στο νησί διορίζεται ο κόμης Ρενέ Μαρμπέφ. Για καλή τύχη των Μανιατών ο άνθρωπος αυτός είναι Φιλλέλην και δείχνει εξαιρετικό ενδιαφέρον για «τους απόγονους των Σπαρτιατών».
Είναι εντυπωσιασμένος από το βίο τους, την ιστορία τους, τις μάχες, τα βάσανα, την αξιοπρέπεια, τα αυστηρά έθιμα, την αλληλεγγύη τους και κυριολεκτικά τους θέτει υπό την προστασία του. Με τη φροντίδα αυτού του Κυβερνήτη χτίζεται κοντά στην Παόμια, πλησίον της θαλάσσης, το νέο τους χωριό.
Το Καργκέζε είναι το μόνο χωριό της Κορσικής που έχει κτιστεί βάσει σχεδίου και σε κάθε οικογένεια δίδεται από ένα σπίτι. Μάλιστα και ο ίδιος ο Μαρμπέφ χτίζει έπαυλη εδώ για να βρίσκεται τακτικά κοντά στους Έλληνες φίλους.
Το 1775 εγκαθίστανται στο Καργκέζε κάπου εκατό οικογένειες, κάποιες άλλες μένουν στο Αιάκειο. Κανείς δεν τολμά να ενοχλήσει το νέο χωριό των Μανιατών ως τα χρόνια που ακολουθούν την Γαλλική Επανάσταση (1789), όταν άτακτα σώματα Κορσικανών βρίσκουν ευκαιρία κι επιτίθενται!
Οι Μανιάτες καταφεύγουν πάλι στο Αιάκειον το 1795 ,για να επιστρέψουν τον επόμενο χρόνο – οι ντόπιοι καταστρέφουν τότε την έπαυλη του Κυβερνήτη Μαρμπέφ! Τα επόμενα χρόνια του Μεγάλου Ναπολέοντος είναι ήσυχα, ενώ το διάστημα 1814-1830 γίνονται οι τελευταίες επιθέσεις Κορσικανών, οι οποίες όμως αποκρούονται αποτελεσματικά.
Από το 1830 έχουμε τους πρώτους μεικτούς γάμους Ελλήνων αποίκων και ντόπιων Κορσικανών που εγκαθίστανται κι αυτοί στο Καργκέζε. Οι αντιθέσεις δεν εξαλείφθησαν βέβαια ποτέ, αλλά δεν γενούν πια ένοπλες συγκρούσεις.
Το 1874 πολλές οικογένειες Καργκεζιανών Μανιατών μεταναστεύουν στο Σίδι Μερουάν της Αλγερίας (η οποία έχει καταληφθεί από την Γαλλία), ευημερούν εκεί, αλλά αναγκάζονται να επιστρέψουν σε Κορσική και Γαλλία κατά την Αλγερινή επανάσταση, πριν λίγες δεκαετίες. Άλλοι απόγονοι Μανιατών ζουν στο Παρίσι, τη Μασσαλία, τη Νίκαια, κ.ά. γαλλικές πόλεις εκτός της Κορσικής. Στο Καργκέζε σήμερα κατοικούν μονίμως περί τους 2000 απογόνους Μανιατών, αριθμός που κάθε καλοκαίρι πολλαπλασιάζεται.
Το Καργκέζε, προβάλλει την Ελληνική του ταυτότητα (GARGESE la Grecgue!) και με την πρόοδο του διασφαλίζει την διατήρηση και διαιώνιση των Ελληνικών χαρακτηριστικών του.
Μετά από 260 χρόνια οι Μανιάτες του Οιτύλου και της Καργκέζε επανέρχονται στη Μοντρέστα της Σαρδηνίας, χάρη σε αυτήν την πρωτοβουλία του ΝΟΣΤΟΥ που είναι πολύ φιλόδοξη, που στοχεύει να αναθερμάνει το μανιάτικο στοιχείο της Σαρδηνίας με μια σειρά στρατηγικών δράσεων.....περισσότερα.

20 Ιανουαρίου 2011

Οι Μυθολογικοί Βασιλείς της αρχαίας Σπάρτης και Λακωνίας

O νομός Λακωνίας είναι ο νοτιότερος νομός της Πελοποννήσου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος (Μυρτώο Πέλαγος), το Μεσσηνιακό κόλπο και το Λακωνικό κόλπο. Έχει δύο κύριες οροσειρές, του Ταϋγέτου που είναι και η υψηλότερη κορυφή της Πελοποννήσου (2.407 μέτρα) και του Πάρνωνα (1.961 μέτρα). Ανάμεσα τους βρίσκεται η κοιλάδα του ποταμού Ευρώτα, και η πρωτεύουσα του νομού, Σπάρτη. Συνορεύει στα βόρεια με το νομό Αρκαδίας, και στα δυτικά με το νομό Μεσσηνίας. Στον νομό Λακωνίας ανήκει και το μοναδικό κατοικημένο νησί της Πελοποννήσου, η Ελαφόνησος.
Όπως όλοι οι νομοί της Ελλάδος είναι ποτισμένοι με την πλούσια Ελληνική ιστορία και μυθολογία, έτσι και η Λακωνία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Σας παρουσιάζουμε τους Βασιλείς της αρχαίας Σπάρτης και Λακωνίας, όπως και τις αναφορές τους μέσα στην Ελληνική μυθολογία:
Λέλεγας
Ο Λέλεγας ή Λέλεξ, σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Λακωνίας, που έδωσε το όνομά του στη χώρα, Λελεγία, και τους κατοίκους της, Λέλεγες. Θεωρείται επίσης γενάρχης των κατοίκων της Μεσσηνίας. Είχε τρία παιδιά από τη σύζυγό του Κλεοχάρεια, τον Μύλη ο ο οποίος επινόησε τον Μύλο, τον Πολυκάονα και τη Θεράπνη. Όταν πέθανε ο Μύλης την εξουσία την κληρονόμησε ο γιος του Ευρώτας. Ο Ευρώτας, είχε μια κόρη, την Σπάρτη, που παντρεύτηκε με τον Λακεδαίμονα, γιο του Δία και της Ταϋγέτης.
Αναφορές:
1. "ὡς δὲ αὐτοὶ Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, Λέλεξ αὐτόχθων ὢν ἐβασίλευσε πρῶτος ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ ἀπὸ τούτου Λέλεγες ὧν ἦρχεν ὠνομάσθησαν" - (Παυσανίας, Λακωνικά, Ι, 1 -2)
2. "ἀποθανόντος Λέλεγος, ὃς ἐβασίλευεν ἐν τῇ νῦν Λακωνικῇ, τότε δὲ ἀπ' ἐκείνου Λελεγίᾳ καλουμένῃ" - Παυσανίας , Μεσσηνιακά
Μύλης
Ο Μύλης ήταν γιος του Λέλεγα και τον διαδέχτηκε στον θρόνο ως ήταν ο δεύτερος μυθικός βασιλιάς της Λακωνίας. Είχε έναν αδελφό, τον Πολυκάονα, που έγινε βασιλιάς στη Μεσσηνία, και γιός του ήταν ο Ευρώτας, ο οποίος και τον διαδέχτηκε. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Μύλης ανεκάλυψε τη μυλόπετρα, που χρησιμοποιείται για την άλεση σιτηρών, και ονομάσθηκε έτσι απο το όνομά του.
Αναφορές:
1. «Λέλεγος δὲ γίνεται Μύλης καὶ νεώτερος Πολυκάων. Πολυκάων μὲν δὴ ὅποι καὶ δι' ἥντινα αἰτίαν ἀπεχώρησεν, ἑτέρωθι δηλώσω: Μύλητος δὲ τελευτήσαντος παρέλαβεν ὁ παῖς Εὐρώτας τὴν ἀρχήν» - (Παυσανίας, Λακωνικά, Ι, 1 -2)
2. «ἀποθανόντος Λέλεγος, ὃς ἐβασίλευεν ἐν τῇ νῦν Λακωνικῇ, τότε δὲ ἀπ' ἐκείνου Λελεγίᾳ καλουμένῃ, Μύλης μὲν πρεσβύτερος ὢν τῶν παίδων ἔσχε τὴν ἀρχήν, Πολυκάων δὲ νεώτερός τε ἦν ἡλικίᾳ καὶ δι' αὐτὸ ἰδιώτης» - Παυσανίας, Μεσσηνιακά
Ευρώτας
Διαδέχτηκε τον πατέρα του Μύλη και ήταν ο τρίτος μυθικός βασιλιάς της Λακωνίας. Γυναίκα του ήταν η Ευρυδίκη και μαζί της έκανε μιά κόρη, την Σπάρτη, από την οποία πήρε το όνομα της η ομώνυμη πόλη, και η οποία παντρεύτηκε τον Λακεδαίμονα, ο οποίος και τον διαδέχτηκε. Ο Ευρώτας ένα από τα έργα που έκανε ήταν να ρυθμίσει την κοίτη του ποταμού που διέσχιζε την Λακωνία και αργότερα πήρε και το όνομα του. Σύμφωνα με τη μυθολογία, θέλησε να δώσει διέξοδο στα λιμνάζοντα νερά γύρω από τη Σπάρτη, γι'αυτό άνοιξε διώρυγα και διοχέτευσε τα νερά προς τη θάλασσα. Έτσι δημιουργήθηκε το ποτάμι, που πήρε το όνομα του, Ευρώτας. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Ευρώτας μετά από μια ατιμωτική ήττα από τους Αθηναίους, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε και έτσι πήρε το όνομα του.
Αναφορές:
1. «Μύλητος δὲ τελευτήσαντος, παρέλαβεν ὁ παῖς Εὐρώτας τὴν ἀρχήν. Οὗτος τὸ ὕδωρ τὸ λιμνάζον ἐν τῷ πεδίῳ διώρυγι κατήγαγεν ἐπὶ θάλασσαν· ἀπορρυέντος δὲ (ἦν γὰν δὴ τὸ ὑπόλοιπον ποταμοῦ ῥεῦμα), ὠνόμασεν Εὐρώταν. Ἅτε δὲ οὐκ ὄντων αὐτῷ παίδων ἀρρένων, βασιλεύειν καταλείπει Λακεδαίμονα, μητρὸς μὲν Ταυγέτης ὄντα, ἀφ' ἧς καὶ τὸ ὄρος ὠνομάσθη, ἐς Δία δὲ πατέρα ἀνήκοντα κατὰ τὴν φήμην. Συνῴκει δὲ ὁ Λακεδαίμων Σπάρτῃ θυγατρὶ τοῦ Εὐρώτα.» - (Παυσανία, Λακωνικά, Ι, 1 -2)
2. «ἀποθανόντος Λέλεγος, ὃς ἐβασίλευεν ἐν τῇ νῦν Λακωνικῇ, τότε δὲ ἀπ' ἐκείνου Λελεγίᾳ καλουμένῃ, Μύλης μὲν πρεσβύτερος ὢν τῶν παίδων ἔσχε τὴν ἀρχήν, Πολυκάων δὲ νεώτερός τε ἦν ἡλικίᾳ καὶ δι' αὐτὸ ἰδιώτης, ἐς ὃ Μεσσήνην τὴν Τριόπα τοῦ Φόρβαντος ἔλαβε γυναῖκα ἐξ Ἄργους.» - (Παυσανία, Μεσσηνιακά, 1 -2)
Λακεδαίμονας
O Λακεδαίμονας ήταν ο τέταρτος μυθικός βασιλιάς της Λακωνίας. Ήταν γιος του Δία και της νύμφης Ταϋγέτης που για την τιμήσει έδωσε στο βουνό το όνομα της. Ήταν παντρεμένος με την Σπάρτη κόρη του Ευρώτα τον οποίο και διαδέχτηκε στον θρόνο . Από το όνομά του ονομάστηκε και η περιοχή σε Λακεδαιμονία και οι κάτοικοι της αρχαίας Σπάρτης Λακεδαίμονες και θεωρείται γενάρχης τους, από αυτόν ονομάστηκε η πόλη Σπάρτη για να τιμήσει την γυναίκα του.
Αναφορά:
1. "ἅτε δὲ οὐκ ὄντων: αὐτῷ παίδων ἀρρένων βασιλεύειν καταλείπει Λακεδαίμονα, μητρὸς μὲν Ταϋγέτης ὄντα, ἀφ' ἧς καὶ τὸ ὄρος ὠνομάσθη, ἐς Δία δὲ πατέρα ἀνήκοντα κατὰ τὴν φήμην: συνῴκει δὲ ὁ Λακεδαίμων Σπάρτῃ θυγατρὶ τοῦ Εὐρώτα. τότε δὲ ὡς ἔσχε τὴν ἀρχήν, πρῶτα μὲν τῇ χώρᾳ καὶ τοῖς ἀνθρώποις μετέθετο ἀφ' αὑτοῦ τὰ ὀνόματα, μετὰ δὲ τοῦτο ᾤκισέ τε καὶ ὠνόμασεν ἀπὸ τῆς γυναικὸς πόλιν, ἣ Σπάρτη καλεῖται καὶ ἐς ἡμᾶς." - (Παυσανία, Λακωνικά, Ι, 1 -2)
Αμύκλας
Ο Αμύκλας ήταν ο πέμπτος μυθικός βασιλιάς της Λακεδαίμονος ή Λακεδαίμονας.
Ήταν γιος του Λακεδαίμονα και το διαδέχτηκε όταν πέθανε, ήταν ο 5ος μυθικός βασιλιάς στην Λακωνία. Όταν έγινε βασιλιάς έχτισε τις Αμύκλες και την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Παντρεύτηκε την Διομήδη και έκανε μαζί της τρία παιδιά τον Υάκινθο, τον Άργαλο και τον Κυνόρτα. Τον διαδέχτηκε ο Άργαλος και αυτόν ο Κυνόρτας.
Αναφορά:
1. "Ἀμύκλας δὲ ὁ Λακεδαίμονος, βουλόμενος ὑπολιπέσθαι τι καὶ αὐτὸς ἐς μνήμην, πόλισμα ἔκτισεν ἐν τῇ Λακωνικῇ. Γενομένων δέ οἱ παίδων, Ὑάκινθον μὲν νεώτατον ὄντα καὶ τὸ εἶδος κάλλιστον κατέλαβεν ἡ πεπρωμένη πρότερον τοῦ πατρός, Καὶ Ὑακίνθου μνῆμά ἐστιν ἐν Ἀμύκλαις ὑπὸ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἀποθανόντος δὲ Ἀμύκλα, ἐς Ἄργαλον τὸν πρεσβύτατον τῶν Ἀμύκλα παίδων, καὶ ὕστερον ἐς Κυνόρταν, Ἀργάλου τελευτήσαντος, ἀφίκετο ἡ ἀρχή." - Παυσανία, Λακωνικά, κεφάλαιο Α΄
Άργαλος
Ο Άργαλος ήταν ο έκτος στη σειρά μυθικός βασιλιάς της Λακεδαιμονίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αμύκλα , τον οποίο και διαδέχτηκε, και της Διομήδης. Είχε δύο αδελφούς, τον Υάκινθο και τον Κυνόρτα, ο οποίος ήταν και διάδοχος του.
Αναφορά:
1. "Ἀποθανόντος δὲ Ἀμύκλα, ἐς Ἄργαλον τὸν πρεσβύτατον τῶν Ἀμύκλα παίδων, καὶ ὕστερον ἐς Κυνόρταν, Ἀργάλου τελευτήσαντος, ἀφίκετο ἡ ἀρχή." - Παυσανία, Λακωνικά, κεφάλαιο Α΄
Κυνόρτας
Ο Κυνόρτας ήταν μυθικός ήρωας και ο έβδομος μυθικός βασιλιάς της Λακεδαιμονίας.
Ήταν γιος του Αμύκλα και της Διομήδης, αδελφός του Υάκινθου, ενώ ήταν πατέρας του Λακεδαίμονα. Κατά μια εκδοχή είχε γιο και τον Οίβαλο.
Αναφορά:
1. «Ἀποθανόντος δὲ Ἀμύκλα, ἐς Ἄργαλον τὸν πρεσβύτατον τῶν Ἀμύκλα παίδων, καὶ ὕστερον ἐς Κυνόρταν, Ἀργάλου τελευτήσαντος, ἀφίκετο ἡ ἀρχή. Κυνόρτα δὲ ἐγένετο Οἴβαλος». - Παυσανία, Λακωνικά κεφάλαιο Α΄
Οίβαλος
Ο Οίβαλος στην ελληνική μυθολογία ήταν ο όγδοος μυθικός βασιλιάς της Σπάρτης, απόγονος του Λέλεγα και του Λακεδαίμονα. Σύμφωνα με τις λακωνικές παραδόσεις, ο Οίβαλος ήταν γιος του Κυνόρτα και πατέρας της Αρήνης, συζύγου του Αφαρέως. Σύμφωνα με άλλες αναφορές, ο Οίβαλος ήταν γιος του Περιήρους και πατέρας απο την Γοργοφόνη, του Ικαρίου, της Άρνης και του Τυνδάρεω. Ακόμα, ο Ιπποκόων λέγεται ότι ήταν νόθος γιος του απο μια ερωμένη του.
Αναφορά:
1. "...Κυνόρτα δὲ ἐγένετο Οἴβαλος..." - Παυσανία, Λακωνικά , κεφάλαιο Β΄
Ιπποκόων
Ο Ιπποκόων ήταν πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, νόθος γιος του Οιβάλου, βασιλιά της Σπάρτης, και της νύμφης Βατείας (ή της βασίλισσας Γοργοφόνης, και άρα νόμιμος, κατ' άλλη εκδοχή). Επομένως ο Ιπποκόων ήταν ετεροθαλής αδελφός του Ικαρίου και του Τυνδάρεω. Το όνομα «Ιπποκόων» σημαίνει «αυτός που καταλαβαίνει τους ίππους». Μεγαλύτερος στην ηλικία από τα αδέλφια του, ο Ιπποκόων, μόλις απεβίωσε ο πατέρας τους, τα έδιωξε από τη Σπάρτη και σφετερίσθηκε έτσι την εξουσία. Είχε ήδη τότε 12 γιούς, τους Ιπποκοωντίδες, που τον βοήθησαν στο άνομο αυτό έργο του. Στην Αινειάδα, αναφέρεται ότι συμμετέσχε στον διαγωνισμό τοξοβολίας στη μνήμη του Αγχίση.
Γενικά, ο Ιπποκόωντας και οι γιοί του ήταν άνθρωποι βίαιοι και αδίστακτοι. Μετά από χρόνια, κίνησαν την οργή του Ηρακλή. Τότε ο Ηρακλής εισέβαλε στη Λακεδαίμονα, αλλά τραυματίσθηκε και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη βάση του. Αφού πέρασε λίγος καιρός, ο Ηρακλής συμμάχησε με τον Κηφέα και τους γιούς του, και επέστρεψε στη Λακωνία. Σε μάχη που επακολούθησε, ο Ιπποκόων και τα παιδιά του σκοτώθηκαν. Αμέσως μετά ο Ηρακλής αποκατέστησε τον Τυνδάρεω στον θρόνο του.
Αναφέρεται από τον Παυσανία (Γ΄ 15, 3) ότι στη Σπάρτη υπήρχε ιερό του Ηρακλέους με άγαλμα που παρίστανε τον ήρωα να κρατά όπλα, πράγμα που συμβόλιζε τον αγώνα του εναντίον του Ιπποκόωντα και υπέρ του Τυνδάρεω.
Αναφορά:
1. " ᾧ περὶ τῆς βασιλείας Ἱπποκόων ἠμφισβήτει, καὶ κατὰ πρεσβείαν ἔχειν ἠξίου τὴν ἀρχήν. Προσλαβὼν δὲ Ἰκάριον καὶ τοὺς στασιώτας παρὰ πολύ τε ὑπερεβάλετο δυνάμει Τυνδάρεων, καὶ ἠνάγκασεν ἀποχωρῆσαι δείσαντα, ὡς μὲν Λακεδαιμόνιοί φασιν, ἐς Πελλάναν· Μεσσηνίων δέ ἐστιν ἐς αὐτὸν λόγος, Τυνδάρεων φεύγοντα ἐλθεῖν ὡς Ἀφαρέα ἐς τὴν Μεσσηνίαν, εἶναί τε Ἀφαρέα τὸν Περιήρους, ἀδελφὸν Τυνδάρεω πρὸς μητρός· καὶ οἰκῆσαί τε αὐτὸν τῆς Μεσσηνίας φασὶν ἐν Θαλάμαις, καὶ τοὺς παῖδας ἐνταῦθα οἰκοῦντι αὐτῷ γενέσθαι. (5) Χρόνῳ δὲ ὕστερον κατῆλθέ τε ὑπὸ Ἡρακλέους Τυνδάρεως, καὶ ἀνενεώσατο τὴν ἀρχὴν·" - Παυσανία, Λακωνικά, κεφάλαιο Α΄
Τυνδάρεως
Στην ελληνική μυθολογία ο Τυνδάρεως ήταν γιος του Περιήρους (ή του Οιβάλου) και της Γοργοφόνης, κόρης του Περσέα. Ο Τυνδάρεως ήταν σύζυγος της Λήδας και ο πατέρας της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας (η Λήδα γέννησε επίσης με τον Δία τους Διόσκουρους). Ο Τυνδάρεως ήταν βασιλιάς της Λακεδαίμονος και αδελφός του Λευκίππου, του Αφαρέως και του Ικαρίου.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο, όταν κάποτε ο Τυνδάρεως θυσίασε στους θεούς παρέλειψε την Αφροδίτη, γι' αυτό και εκείνη έκανε τις θυγατέρες του άπιστες και επιπόλαιες γυναίκες. Εξάλλου, ο Τυνδάρεως συνδέεται και με τον κύκλο του Ηρακλή: Ο Ικάριος και ο Τυνδάρεως εκδιώχθηκαν από τον ετεροθαλή αδελφό τους Ιπποκόωντα, οπότε κατέφυγαν στην Πλευρώνα, στο ανάκτορο του Θεστίου, όπου παρέμειναν και τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τους γείτονες εχθρούς του. Αργότερα, ο Ηρακλής σκότωσε τον Ιπποκόωντα και τους γιούς του, και επανέφερε τον Τυνδάρεω στον θρόνο της Σπάρτης. Σε αυτή τη μάχη ο Ηρακλής έχασε τον αδελφό του, τον Ιφικλή.
Μενέλαος
Στην ελληνική μυθολογία, ο Μενέλαος ήταν αδελφός του Αγαμέμνονα και σύζυγος της Ωραίας Ελένης. Κατά την κυρίαρχη εκδοχή (Ιλιάδα) ήταν γιος του Ατρέως και της Αερόπης, εγγονός του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας.
Σύμφωνα με άλλη, μεταγενέστερη, εκδοχή, ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας ήταν γιοί του Πλεισθένους και εγγονοί του Ατρέα, τους ανάθρεψε όμως ο παππούς τους. Σε κάποια περίσταση διώχθηκαν από τις Μυκήνες και κατέφυγαν στη Σπάρτη, όπου βασιλιάς ήταν ο Τυνδάρεως. Διαγωνιζόμενος εκεί με άλλους μνηστήρες, ο Μενέλαος πήρε ως σύζυγο την Ωραία Ελένη, κόρη του Τυνδάρεω. Μετά λοιπόν και τον θάνατο των Διοσκούρων, ο Τυνδάρεως έδωσε το βασίλειό του στον Μενέλαο και την Ελένη.
Από τον γάμο του Μενελάου και της Ελένης γεννήθηκαν η Ερμιόνη και ο Νικόστρατος. Μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι παιδιά τους ήταν και οι: Αιθιόλας, Θρόνιος, Μορράφιος, Πλεισθένης ο Νεότερος και Μελίτη.
Ακολούθησε η εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία για την Ωραία Ελένη, που οδήγησε στον Τρωικό Πόλεμο.Ο ίδιος ο Μενέλαος πήρε μέρος στην εκστρατεία με εξήντα πλοία, αλλά δεν έγινε ο γενικός αρχηγός της εξαιτίας του ήπιου χαρακτήρα του, οπότε η αρχηγία πέρασε στον βίαιο αδελφό του, τον Αγαμέμνονα. Ο Μενέλαος ήταν ένας από εκείνους που κρύφθηκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο.
Ορέστης
Στην ελληνική μυθολογία, ο Ορέστης ήταν γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αδερφός της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας. Μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, η Ηλέκτρα τον φυγάδευσε στη Φωκίδα, στο βασιλιά Στρόφιο, που ήταν θείος του. Ύστερα από χρόνια, ο Ορέστης επέστρεψε στις Μυκήνες με το φίλο και ξάδελφό του Πυλάδη, και εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της.
Οι Ερινύες, όμως, οι θέες της εκδίκησης, άρχισαν να τον καταδιώκουν, μέχρι που έφτασε στην Αθήνα και δικάστηκε στον Άρειο Πάγο, όπου με την ψήφο της θεάς Αθηνάς αθωώθηκε. Για να εξιλεωθεί, ωστόσο, ο Ορέστης θα έπρεπε να φέρει στην Αθήνα το άγαλμα της θεάς Άρτεμης από την Ταυρίδα. Στη χώρα των Ταύρων, ο Ορέστης και ο Πυλάδης παραλίγο να θυσιαστούν στο βωμό της θεάς από την ίδια την Ιφιγένεια. Αφού τα δυο αδέρφια αναγνωρίστηκαν, με ένα τέχνασμα που σκαρφίτηκε η Ιφιγένεια κατάφεραν να ξεφύγουν από το βασιλιά της χώρας, Θόα, και να γυρίσουν πίσω σώοι στην Αθήνα.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Ορέστης παντρεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης. Ήταν βασιλιάς του Άργους, των Μυκηνών και της Λακεδαίμονας. Σκοτώθηκε κατά την κάθοδο των Δωριέων, στην τελική μάχη που έγινε. Γιος του ήταν ο Τισαμενός.
Τισαμενός
O Τισαμενός ήταν ο τελευταίος μυθικός βασιλιάς της Λακεδαιμονίας και του Άργους.
Ήταν γιος του Ορέστη και της Ερμιόνης. Ο πατέρας ήταν βασιλιάς του Άργους των Μυκηνών και της Σπάρτης αλλά σκοτώθηκε στην τελική μάχη με τους ηρακλείδες . Ο Τισαμενός έχασε το βασίλειο της Σπάρτης απο τον Αριστόδημο με δόλο και αμαχητί αφού από προδοσία αποσύρθηκε αρχικά στις Αμύκλες και μετά εκδιώχτηκε εντελώς από το βασίλειο του. Ο Τισαμενός κινήθηκε μαζί με τον λαό του στην Αχαία που ζούσαν Ίωνες και είχαν κοινή καταγωγή, εκεί έγινε δεκτός από τους κατοίκους και επιτράπηκε η κατοίκηση τους στις Ιωνικές πόλεις της Αχαΐας. Η συγκατοίκηση αυτή δεν κράτησε πολύ, οι Αχαιοί φοβούμενοι τον Τισαμενό μην καταλάβει τον θρόνο αποφάσισαν να τον διώξουν μαζί με τον λαό του , η διαμάχη αυτή οδήγησε σε πόλεμο τον οποίο νίκησαν οι Αχαιοί και Τισαμενός έχασε την ζωή του και τάφηκε στην Ελίκη. Αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στην Σπάρτη.
Αναφορές:
1. "...Κατελθόντων δὲ Ἡρακλειδῶν ἐπὶ Τισαμενοῦ τοῦ Ὀρέστου βασιλεύοντος, Μεσσήνη μὲν καὶ Ἄργος..." - Παυσανία, Λακωνικά
2. "τότε δὲ ὑπὸ Δωριέων ἐκπεπτωκότες ἔκ τε Ἄργους καὶ ἐκ Λακεδαίμονος ἐπεκηρυκεύοντο Ἴωσιν αὐτοί τε καὶ ὁ βασιλεὺς Τισαμενὸς ὁ Ὀρέστου γενέσθαι σύνοικοί σφισιν ἄνευ πολέμου: τῶν δὲ Ἰώνων τοὺς βασιλέας ὑπῄει δέος, μὴ Ἀχαιῶν ἀναμιχθέντων αὐτοῖς Τισαμενὸν ἐν κοινῷ βασιλέα ἕλωνται κατά τε ἀνδραγαθίαν καὶ γένους δόξαν. Ἰώνων δὲ οὐ προσεμένων τοὺς Ἀχαιῶν λόγους ἀλλὰ ἐπεξελθόντων σὺν ὅπλοις, Τισαμενὸς μὲν ἔπεσεν ἐν τῇ μάχῃ, Ἴωνας δὲ Ἀχαιοὶ κρατήσαντες ἐπολιόρκουν καταπεφευγότας ἐς Ἑλίκην καὶ ὕστερον ἀφιᾶσιν ἀπελθεῖν ὑποσπόνδους. Τισαμενοῦ δὲ τὸν νεκρὸν Ἀχαιῶν ἐν Ἑλίκῃ θαψάντων, ὕστερον χρόνῳ Λακεδαιμόνιοι τοῦ ἐν Δελφοῖς σφισιν ἀνειπόντος χρηστηρίου κομίζουσι τὰ ὀστᾶ ἐς Σπάρτην, καὶ ἦν καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι αὐτῷ τάφος, ἔνθα τὰ δεῖπνα Λακεδαιμονίοις ἐστὶ τὰ Φειδίτια καλούμενα" - Παυσανία Αχαϊκά
Αριστόδημος ο Ηρακλείδης
Ο Αριστόδημος ήταν απόγονος του Ηρακλή και εγγονός του Ύλλου. Χρονικά κατατάσσεται στον 12ο αι. π.Χ., ενώ ο θάνατός του χρονολογείται το 1104 π.Χ.
Ο Αριστόδημος συμμετείχε στην κάθοδο των Δωριέων μαζί με τους αδελφούς του Τήμενο, Κρεσφόντη και τον Ιππότη ο οποίος στην πορεία εκδιώχθηκε μετά απο χρησμό της Πυθίας, εκστράτευσαν απο την Δωρίδα κατά των Αχαιών, ο Τήμενος κατέλαβε την Αργολίδα, ο Κρεσεφόντης την Μεσσηνία και ο Αριστόδημος την Λακωνία, αμαχητί αφού περιόρισε τον Βασιλιά της Λακωνίας Τισαμενό στις Αμύκλες και αργότερα με την βοήθεια προδότη τον έδιωξε και τις κατέλαβε. Αργότερα μοίρασε την Λακωνία στους δυο δίδυμους γιους του καθιερώνοντας και την συμβασιλεία. Στον Ευρυσθένη έδωσε την περιοχή των Λιμνών και στον Προκλή την Πιτάνη, οι περιοχές αυτές αργότερα ήταν δύο από τις πέντε κόμες που αποτελούσαν το Σπαρτιάτικο βασίλειο.
Αναφορά:
1. «Ἐν Λακεδαίμονι δὲ ὄντων διδύμων τῶν Ἀριστοδήμου παίδων, οἰκίαι δύο βασίλειαι γίνονται· συναρέσαι γὰρ τῇ Πυθίᾳ φασίν. Ἀριστοδήμῳ δὲ αὐτῷ πρότερον τὴν τελευτὴν συμβῆναι λέγουσιν ἐν Δελφοῖς, πρὶν ἢ Δωριέας κατελθεῖν ἐς Πελοπόννησον. οἱ μὲν δὴ ἀποσεμνύνοντες τὰ ἐς αὐτὸν τοξευθῆναι λέγουσιν Ἀριστόδημον ὑπὸ Ἀπόλλωνος, ὅτι οὐκ ἀφίκοιτο ἐπὶ τὸ μαντεῖον, παρὰ δὲ Ἡρακλέους ἐντυχόντος οἱ πρότερον πύθοιτο, ὡς ἐς Πελοπόννησον Δωριεῦσι γενήσεται ἥδε ἡ κάθοδος. Ὁ δὲ ἀληθέστερος ἔχει λόγος, Πυλάδου τοὺς παῖδας καὶ Ἠλέκτρας, ἀνεψιοὺς ὄντας Τισαμενῷ τῷ Ὀρέστου, φονεῦσαι τὸν Ἀριστόδημον. Ὀνόματα μὲν δὴ τοῖς παισὶν αὐτοῦ Προκλῆς καὶ Εὐρυσθένης ἐτέθη· δίδυμοι δὲ ὄντες διάφοροι τὰ μάλιστα ἦσαν» - Παυσανίας, Λακωνικά, Κεφάλαιο Β΄

Πηγή

19 Ιανουαρίου 2011

Η συμμετοχή των "Πληθωνιστών" στις τελευταίες μάχες του 15ου αιώνα κατά των Οθωμανών.

Για του οπαδούς του Πλήθωνος μετά το 1453 ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, συνήθως λέγεται ή γράφεται στα πεταχτά ότι οι περισσότεροι «έφυγαν στην Δύση», δηλάδή στην Ιταλία και τα πράγματα σταματάνε εκεί. Με εξαίρεση τον Βησσαρίωνα και κάποια ακόμα ελάχιστα ονόματα που ανιχνεύουμε κυρίως λόγω του συγγραφικού τους έργου, δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως, ούτε για εκείνους που όντως «έφυγαν στην Δύση», ούτε για εκείνους, που ήσαν και οι περισσότεροι, οι οποίοι παρέμειναν στον Μωριά και αντιστάθηκαν ένοπλα στους εισβολείς Οθωμανούς.
Ιστορικά στοιχεία γι’ αυτήν την αντίσταση υπάρχουν πολύ λίγα, και κυρίως αποτελούνται από ό,τι μπόρεσε να διασωθεί γύρω από τα πρόσωπα που ηγήθηκαν αυτής, όπως λ.χ οι ηπειρωτικής ή ίσως και αλβανικής καταγωγής πολέμαρχοι «στρατιότι» («strattioti») Θεόδωρος Μπούας και Κορκόδειλος ή Κορκόντυλος Κλαδάς, στους οποίους άλλωστε θα αναφερθούμε στην συνέχεια του παρόντος κατά την παρουσίαση των γεγονότων εκείνης της εποχής. Κάποια ελάχιστα στοιχεία όμως, «μη ιστορικά» βεβαίως κατά την σύγχρονη αντίληψη του ιστορικού επιστημονισμού, αφού δεν βασίζονται σε γραπτή πηγή, είναι γνωστά μέσα από στόμα με στόμα μετάδοση, που πάει να πει μέσα από αυτό που πραγματικά είναι «παράδοση» και μέσα από αυτά ακριβώς πιστοποιείται όντως συμμετοχή «πληθωνιστών» σε εκείνον τον απελπισμένο αμυντικό αγώνα κατά των Οθωμανών.
Υποχρεωμένος να ακολουθήσει τους κανόνες του αντιφατικότατου ιστορικού επιστημονισμού (που έχει θεοποιήσει την «πρωτογενή» γραπτή πηγή, ακόμα και αν αυτή κραυγαλέα αποτυπώνει «παράδοση» ή, ακόμη χειρότερα, λαϊκή φημολογία), ο γράφων προτίθεται να παρουσιάσει μελλοντικά αυτή την μεταδοθείσα Ιστορία μέσα από ένα ιστορικό «μυθιστόρημα», για να γίνει τουλάχιστον γνωστή σε όσους είναι όντως διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο –οι υπόλοιποι ας πάνε να διαβάσουν «έγκυρη» Ιστορία, βασισμένη σε παραληρήματα καλόγερων ή λαϊκούς μύθους του παρελθόντος που απλώς έτυχε να περάσουν πριν από κάποιους αιώνες επάνω σε χαρτί, ώστε σήμερα να εκλαμβάνονται ηλιθιωδώς ως πέρα για πέρα «έγκυρες» ιστορικές «πηγές» και μάλιστα… «πρωτογενείς».
Για την ώρα θα αναφερθούμε απλώς στο όνομα Γεώργιος ή Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, που πρέπει να γεννήθηκε κάπου γύρω στα 1435, αφού «αγένειος ακόμα γνώρισε για πρώτη φορά τον δάσκαλο Γομοστό» δηλαδή τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, τον φιλόσοφο του Μυστρά και ιδρυτή του πολυθεϊστικού «Κύκλου» της τότε Λακωνίας «λίγο πριν αποθάνει», δηλαδή λίγο πριν το έτος 1452. Η παράδοση αναφέρει τον Κυργιώργη Δαιμονογιάννη «στρατιότι» στην υπηρεσία των Ενετών κατά το ξέσπασμα του πρώτου Ενετοτουρκικού Πολέμου το 1463 και ιδρυτή και πρώτο «μάγιστρο» το επόμενο έτος (1464) της μυστικής αδελφότητας των αρκετών εναπομεινάντων στον Μωριά «πληθωνιστών», η οποία αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του οράμματος του διδασκάλου, δηλαδή στην εθνική απελευθέρωση και αυθυπαρξία των Ελλήνων και στην παλινόρθωση του καθοριστικού πολυθεϊσμού τους.
Τα τελευταία δεδομένα από την ίδια παράδοση, θέλουν τον Δαιμονογιάννη να αγωνίζεται δίπλα στον ηρωϊκό Κορκόδειλο Κλαδά τόσο στην πρώτη φάση του αντάρτικου αγώνα του, έπειτα από την προδοσία των Ενετών το 1479, όσο και στην δεύτερη, μία δεκαετία αργότερα, που έληξε με τον μαρτυρικό θάνατο του θρυλικού πολέμαρχου το έτος 1490. Τους δυο άνδρες συνέδεε φιλία στενή, αλλά και κάτι ακόμα: ο έρωτας του Κλαδά για την εξαδέλφη του Δαιμονογιάννη Βασιλική. Ο καταπονημένος από τους συνεχείς αγώνες και τις κακουχίες Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, ηγήθηκε του «δρουγγού» του για τρία ακόμη χρόνια. Πέθανε μετά από εμπύρετη ασθένεια το 1493, στα αντάρτικα καταφύγια του βόρειου Ταϋγέτου. Οι εναπομείναντες συμμαχητές και αδελφοί έθαψαν με τιμές τον πολέμαρχο πρώτο «μάγιστρο» και, προσπαθώντας να είναι συνεπείς με τα πάτρια, αποτέφρωσαν το κέντρο της ηρωϊκής του ψυχής, δηλαδή την καρδιά του και παρέδωσαν την σποδό, ως «αγώνος σήμα», στον διάδοχο δεύτερο «μάγιστρο» της αδελφότητος.
Αυτά είναι τα λίγα που μπορούμε, για την ώρα τουάχιστον, να αφηγηθούμε για τον πρώτο ηγέτη των ένοπλων «πληθωνιστών» του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, υποσχόμενοι να περάσουν τα υπόλοιπα υπό μορφή ιστορικού «μυθιστορήματος» για να μην έχουν να λένε οι κάθε είδους (είτε γελοίοι είτε αχρείοι) καθεστωτικοί. Ο γράφων ούτε θα τους κάνει την χάρη να τους παράσχει λαβές για αμφισβήτηση της ιστορικής του εγκυρότητας, ούτε και ενδιαφέρεται άλλωστε να μιλήσει σε αυτιά ανθρώπων που είναι είτε ανήμποροι είτε ακατάλληλοι ν’ ακούσουν. Όπως έχουμε άλλωστε ξαναγράψει παλαιότερα, προκαλώντας μάλιστα την μήνη αρκετών, «Ne margaritas obijce porcis, seu asinus sabsterne rosas !», που πάει να πει στα Ελληνικά «μην ρίχνεις τα μαργαριτάρια στα γουρούνια, μην εκπορνεύεις βλακωδώς τα τριαντάφυλλα».
Από εδώ και κάτω, στο ανά χείρας κείμενο παρέχουμε «κανονική» Ιστορία, ήτοι Ιστορία με την καθιερωμένη στις ημέρες μας έννοια. Ο χρονολογικός πίνακας που ακολουθεί, κατά τον προσφιλή για τον γράφοντα τρόπο ιστορικής αφήγησης με χρονική αλληλουχία, παρουσιάζει την ένοπλη αντίσταση των ήδη ελεύθερων από την βυζαντινή κατοχή και την ενετική κυριαρχία Ελλήνων του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, τότε που προήλαυναν στα εδάφη των πατέρων τους οι καινούργιοι Οθωμανοί κατακτητές.
Το έτος 1456 οι Οθωμανοί έχουν καταλάβει την Αθήνα, οι βυζαντινοί μηχανισμοί εξουσίας έχουν καταρρεύσει παντού στην Πελοπόννησο, ενώ οι Ενετοί της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» επιχειρούν να ισχυροποιήσουν την εκεί παρουσία τους, αρχίζοντας από τις βόρειες και δυτικές οχυρές θέσεις. Την άνοιξη του 1458 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής αρχίζει προετοιμασίες για εισβολή στην Πελοπόννησο, την οποία υποτίθεται ότι ακόμα ελέγχουν οι τραγικά δειλοί Παλαιολόγοι. Μέσα στο ίδιο έτος πολιορκεί και καταλαμβάνει την Κόρινθο και, με δύο βραχίονες του στρατού του, προσπαθεί ανεπιτυχώς να κυριεύσει τα φρούρια των Πατρών και των Καλαβρύτων. Η πρώτη αυτή εισβολή λήγει άδοξα και ο οθωμανικός στρατός αποσύρεται για ανασχεδιασμό των επιχειρησιακών του μεθόδων.
Την άνοιξη του 1459 ο Μωάμεθ εισβάλλει ξανά στην Πελοπόννησο, πετυχαίνει την παράδοση της φρουράς της Καρύταινας και οδεύει επικεφαλής 3.000 πολεμιστών προς το Λεοντάρι, όπου συγκρούεται με τον μικρό στρατό του πολέμαρχου Κορκόδειλου Κλαδά, που δεν ξεπερνούσε τους 1.000 άνδρες. Οι Έλληνες, που πολεμούν υπό το δικό τους λάβαρο (δικέφαλος επάνω σε πορφυρό και όχι κίτρινο πανί, συν το οικόσημο του αρχηγού τους) ηττώνται, αλλά υποχωρούν συντεταγμένα υπό την καθοδήγηση του Κλαδά, του οποίου οι ελιγμοί γίνονται αντικέιμενο θαυμασμού από τον σουλτάνο. Ο φοβισμένος Δημήτριος Παλαιολόγος παραδίδει αμαχητί το Δεσποτάτο του Μυστρά στον σουλτάνο, παρόλο που όλοι σχεδόν οι εντόπιοι πολέμαρχοι εξακολουθούν να αγωνίζονται κατά των εισβολέων. Ο Κλαδάς προσπαθεί να δώσει μάχη αυτοκτονίας στην θέση «Άη Γιώργης», αλλά ο σουλτάνος τον συναντάει άοπλος μπροστά από τους δύο στρατούς, τού εκφράζει τον θαυμασμό του και τού δηλώνει ότι δεν θέλει να καταστρέψει τέτοιον πολεμιστή, άρα του επιτρέπει να ζήσει ελεύθερος στην περιοχή του Έλους.
Το 1460 οι εισβολείς Οθωμανοί έχουν κυριεύσει πολλές οχυρές θέσεις ανά την Πελοπόννησο, όπου επικρατεί πλέον απόλυτη αναρχία, ενώ οι Ενετοί έχουν ιδιοποιηθεί όλα τα φρούρια που μέχρι την προηγούμενη χρονιά ανήκαν στους Παλαιολόγους. Το 1463, με αφορμή την υποστήριξη των Ενετών προς τον Αλβανό πολέμαρχο Γεώργιο Καστριώτη ή «Σκεντέρμπεη», ξεσπάει ο Πρώτος Ενετοτουρκικός Πόλεμος, που θα διαρκέσει μέχρι το 1479. Οι Ενετοί χρησιμοποιούν στην Πελοπόννησο την στρατιωτική δύναμη των πολλών εντόπιων πολεμάρχων, τους οποίους προσλαμβάνουν μαζί με τους άνδρες τους ως μισθοφόρους («στρατιότι», «strattioti») και καταλαμβάνουν την Μονεμβασιά και πολλές άλλες οχυρές θέσεις. Οι γνωστότεροι από εκείνους τους πολέμαρχους είναι οι Πέτρος Μπούας, Μιχαήλ Ράλλης, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ιωάννης Γαβαλλάς, κ.ά.
Το επόμενο έτος (1464), παρά τις επιτυχίες των πολέμαρχων Κλαδά στην Λακωνία και Μιχαήλ Ράλλη στην Αχαϊα, οι Ενετοί ηττώνται στην Μαντινεία, οι Οθωμανοί λεηλατούν την Αργοναυπλία και φθάνουν μέχρι το Λεοντάρι της Αρκαδίας και το 1465 ο Ομάρμπεης εισβάλλει στην Μάνη αλλά αναχαιτίζεται από τους πολέμαρχους των Ελλήνων.
Το 1466 ο Σιγιμούνδος Μαλατέστα φθάνει μαχόμενος μέχρι τον Μυστρά και μεταφέρει τα οστά του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος στο Ρίμινι, όμως ο διάδοχός του στην αρχηγία των Ενετών Ιάκωβος Μπαρμπαρίγκο ηττάται και χάνει την ζωή του τον Αύγουστο στην Πάτρα και οι Έλληνες σύμμαχοι της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» γίνονται τώρα ο αποκλειστικός στόχος της μήνης των Οθωμανών. Οι αιχμάλωτοι πολέμαρχοι Μιχαήλ Ράλλης καί Μάρκος - Επιφάνειος Κλαδάς θανατώνονται με φρικτό τρόπο:  ο πρώτος ανασκολοπίζεται και ο δεύτερος γδέρνεται ζωντανός.
Ενώ τα επόμενα χρόνια οι Οθωμανοί εξολοθρεύουν μεθοδικά όλες τις αντιστασιακές εστίες, τον Ιανουάριο του 1479 οι φοβισμένοι από τις αλλεπάλληλες ήττες τους Ενετοί υπογράφουν εσπευσμένα με τον εκχριστιανισμένο Εβραίο εκπρόσωπό τους Τζιοβάνι Ντάριο συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους τους, δεχόμενοι να καταβάλουν στον σουλτάνο τεράστια αποζημίωση και ετήσιους δασμούς 10.000 δουκάτων για το δικαίωμά τους στο ναυτικό εμπόριο. Στην Πελοπόννησο οι Ενετοί διατηρούν μόνο τα οχυρά της Κορώνης και της Μεθώνης. Στις 9 Οκτωβρίου 1479 όμως, ο Κορκόδειλος Κλαδάς εισβάλλει στην Μάνη επικεφαλής 16.000 ανδρών, μίας τρόπον τινά ελληνικής πανστρατιάς, και απελευθερώνει το Οίτυλο και αρκετά ακόμη χωριά και φρούρια (Τριγόφιλο, Καστάνια, Μεγαλοχώριο, Λεφτίνη, Ανδρούσα, Βάσκος, Πιάγα, κ.ά.).
Στις 23 Ιανουαρίου 1480 η Βενετία αποκηρύσσει την πολεμική δράση του Κλαδά και οι αρχές τής υπό ενετική κατοχή Κορώνης συλλαμβάνουν και στέλνουν σε φυλακή της Βενετίας την σύζυγο, τα παιδιά και τα αδέλφια του, επικηρύσσοντάς τον ως «ρέμπελο» (επαναστάτη) και «προδότη» με το δελεαστικά μεγάλο ποσό των 10.000 μοθωναϊκών υπέρπυρων. Σε ενίσχυση των «ανεξέλεγκτων» Ελλήνων, που ήδη καταδιώκονται από 10.000 Οθωμανούς υπό τον διοικητή της Πελοποννήσου («σαντζιάκμπεη του Μωριά») Σουλεϊμάν Πασά, έρχεται ο πολέμαρχος Θεόδωρος Μπούας και ο υιός του Μερκούριος, επικεφαλής 60 μόνον πολεμιστών. Οι Οθωμανοί εκπορθούν τα φρούρια Τριγόφυλου, Οιτίλου, Μεγαλοχωρίου και Παπαφίγγου.
Στις 19 Ιανουαρίου 1481 ο Κλαδάς τσακίζει κοντά στο Οίτιλο (η φονική μάχη έγινε στην περιοχή «τού Κάσσαρη τα λουρία» ονομασια που υπάρχει μέχρι τίς μέρες μας) τους υπό τον «μπεηλέρμπεη της Ρούμελης» Αλή Μπούμικο εισβολείς Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του θορυβημένου Σουλεϊμάν Πασά να υποχρεωθούν ν’ αποσυρθούν στην Σπάρτη. Έξαλλος από τις τεράστιες απώλειες του στρατού του (700 νεκροί), ο σουλτάνος διατάσσει την θανάτωση 19 Ελλήνων πολεμιστών που είχαν αιχμαλωτισθεί στο φρούριο Τριγόφυλου. Με ενισχυμένο στρατό που τώρα αριθμεί πάνω από 8.000 πολεμιστές ο σουλτάνος διατάσσει τον Μάρτιο νέα εισβολή στην Μάνη, κλείνει την δίοδο Μαυροβουνίου και προχωρεί προς το φρούριο της Καστανιάς, όπου βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι ένοπλοι Έλληνες μαζί με 1.000 αιχμάλωτους Οθωμανούς. Ενώ το φρούριο κοντεύει πια να πέσει στα χέρια των πολιορκητών Οθωμανών, λίγο πριν το ξημέρωμα της 10ης Απριλίου ο Κλαδάς, που βρισκόταν έξω από το κάστρο, επιτίθεται στους πολιορκητές και δημιουργεί δίοδο όλων των επιζώντων πολεμιστών του και των οικογενειών τους προς το Πόρτο Κάγιο, από όπου οι εναπομείναντες αντιστασιακοί μεταφέρονται τελικά στην Ιταλία με τρεις ναπολιτάνικες γαλέρες (οι Ναπολιτάνοι ήσαν εχθροί των Ενετών).
Ακόμα και μετά την φυγή του Κλαδά συνεχίζεται στην Μάνη και τον Ταϋγετο από πολλές αντάρτικες ομάδες η αντίσταση κατά των Οθωμανών. Όταν αυτό γίνεται γνωστό στην Ιταλία, ο Κλαδάς αποφασίζει να επιστρέψει στην γη των αρχαίων Σπαρτιατών για να οργανώσει την αντίσταση σε συντεταγμένη στρατιωτική δράση.
Όντως το 1488 ή 1489 ο Κλαδάς επιστρέφει στην Λακωνία, αρχίζει συστηματικό έργο στον τομέα της οργάνωσης αλλά και της μαχητικής εκπαίδευσης των ανταρτών, όμως τον Οκτώβριο του 1490 πιάνεται αιχμάλωτος κοντά στην Βέργα έπειτα από μία σύντομη μάχη, οδηγείται μπροστά στον Οθωμανό διοικητή, γδέρνεται ζωντανός και το γεμισμένο με άχυρα δέρμα του στέλνεται στον σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β στην Κωνσταντινούπολη.
Ενώ στον Ταϋγετο εξακολουθεί, παρά τον θάνατο του Κλαδά, η αντιστασιακή δράση των ντόπιων μικρών αντάρτικων σωμάτων («δρουγγών»), τον Ιούλιο του 1499 η δυτική Πελοπόννησος δέχεται την επίθεση ισχυρού οθωμανικού στόλου υπό τον ναύαρχο Νταούντ Πασά, ενώ πολυάριθμος στρατός υπό τον ίδιο τον σουλτάνο Βαγιαζήτ πολιορκεί και καταλαμβάνει την Ναύπακτο.
Το καλοκαίρι του 1500 ο στόλος του Νταούντ Πασά και του πρώην πειρατή Κεμάλ κτυπάει την Μεθώνη, ενώ ο στρατός του Βαγιαζήτ έχει ήδη φθάσει στην Αρκαδία, παρά τις παρενοχλήσεις των «στρατιότι» Νικολάου Ρενέση, Γεωργίου Ράλλη και Νικόλαου Μενάγια. Χτυπημένη από στεριά και θάλασσα, η ενετική Μεθώνη πέφτει τελικά στις 10 Αυγούστου, μετά από μία τρομερή σε δύναμη επίθεση των γενιτσάρων, λεηλατείται επί τρεις συνεχείς ημέρες και τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού της σφάζεται, ενώ οι επιζήσαντες σέρνονται σκλάβοι στα ασιατικά δουλοπάζαρα. Τρομοκρατημένος ο φρούραχος της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης παραδίνεται αμαχητί. Οι μόνες βάσεις των Ενετών στην Πελοπόννησο απομένουν πια το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά, που θα παραδοθούν στους Οθωμανούς, μετά από συνθήκη, το έτος 1540.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς
(Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 68 του περιοδικού «Διιπετές»)
Εικόνα: Πορτραίτο του Πλήθωνα Γεμιστού - Λεπτομέρεια από φρέσκο Benozzo Gozzoli, Palazzo Medici Riccardi, Florence

Πηγή

15 Ιανουαρίου 2011

Οι χαώδεις διαφορές του Έλληνα με τον "Ελληνοέλληνα"

Δημήτρης Λιαντίνης (Αποσπάσματα απο το βιβλίο του "ΓΚΕΜΜΑ")
Ο "Ελληνοέλληνας"
Όλα καλά και περίκαλα τά 'χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τους «αρχαίους ημών πρόγονοι». Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια. Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και ταρτουφίζουμε για «τσι γενναίοι προγονοί» σαν τι;
Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού- που εσήκωνε το απανω χείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας. Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη... Όταν είσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά 'χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.
Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσοφίλητο νησί. Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια: "Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και την Αθήνα;"
Η απόκριση που του δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης.: "Ποια Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε", του είπανε. "Μιλάς για ίσκιους στη συννεφιά. Και για σύννεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόι;
"Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, Και πεθαμένο γράψε με"...
Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο ή κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα."
Αυτή είναι η εικόνα που έχουνε οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός.
Λάβε τη σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράφεις τι βλέπεις. Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1: 5 χ ΙΟ6, θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ' αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, και σε μια γραφή που δε διαβάζεται. Λίγο μουστάκι, λίγο πρικοιόύλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.
Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά 'χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;
Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμε-ράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο. Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;
Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκο-λογιά και αράπηδες. Είμαστε οι "ορτοντόξ"...
Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών. Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Θέλεις νά 'χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β' της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο. Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά.
Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.
Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ' ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά 'χει να σου ειπεί: "άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι". Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:
- Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;
Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας. Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξανα-προσαρτήσουν; Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα και τους παπάδες; Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της Πόλης γίνανε χίλιοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που ετοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό έλληνες μισό τούρκοι; Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι και αλβανοί, βούλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτείες; Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;
Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία. Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι ότι: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα. Ότι οι νεοέλληνες είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά. Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει νά 'σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα. Σημαίνει νά 'σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα. Απώλεια της εθνικής ταυτότητας είναι να σε βλέπουν οι άλλοι αρκουδόρεμα, και συ να τους φωνάζεις πως ντε και καλά είσαι η Ολυμπία. Και ύστερα να τους ζητάς Ολυμπιακούς αγώνες στην καλογρέζα. Χλευαστικό του καλογριά.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο.
Θα σε καλέσω όμως σ' έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά 'χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά 'ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη. Θα ρωτήσουμε νεοέλληνες απ' όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια· ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο- ούτε τάν ή επί τάς, μέτρον άριστον και τον Μινώταυρος στην Κρήτη. Αλλα να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας.
Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διάλογους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. Να μας πουν αν ξέρουν ότι στη διάλεξη του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος, ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.
Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνα μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους.
Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη...
Θα μου ειπείτε:
- Μήπως και οι ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την αρχαία Ελλάδα;
Θα σας ειπώ:
-Όχι. Αλλά οι ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι γάλλοι, και ιταλοί, και βέλγοι.
Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα. Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική αϊδιότητα κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο, οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία, πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του OHE σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός, το σύμπαν ολόκληρο είναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε αστερισμού. Κοίτα πρόχειρα το εξώφυλλο της "Γκέμμας".
Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εκείνο που είναι τυχαίο, είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την εκατοίκησαν οι έλληνες, ονομάζουνται έλληνες. Η έρευνα μας έδειξε ότι μόνο έλληνες δεν είναι. Γιατί τους έλληνες ούτε τους βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.
Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνι-θοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.
Μ' ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των νεοελλήνων. Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελε-ούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί 'ναι μαγαρισμένες, λέει.
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαντόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο:στάθί καιοϊκτιρον. Σταμάτα, και δάκρυσε· γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης.
Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό 'ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη...
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη,
Ένας το Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη,
Κι ο Δήμος τ' αγια-Δημητριού ν' ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ' ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος.

Πηγή

14 Ιανουαρίου 2011

Κάρνεια - Η γιορτή των Λακεδαιμονίων προς τιμή του Κάρνειου Απόλλωνα

(Φώτο: Ερυθρόμορφος, ελικωτός κρατήρας, 410-400 π.Χ. Αποδίδεται στο ζωγράφο των Καρνείων. Στην εικόνα απεικονίζεται χορός προς τιμή του Απόλλωνα Καρνείου. Τάραντας, Museo Archeologico Nazionale)
Τα Κάρνεια ήταν η μεγάλη γιορτή των Δωριέων της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα των Λακεδαιμονίων.

Εορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο Γύθειο, στο Οίτυλο και στα Λεύκτρα της Λακωνίας, στη Καρδαμύλη και στις Φαρές Μεσσηνίας, στην Σικυώνα της Κορινθίας, στο Άργος της Αργολίδος, στη Θήρα, στην Κω, στις Συρακούσες αλλα και προπάντων στο Ιερό Άλσος με τα κυπαρίσσια, το λεγόμενο Καρνάσιον ή Καρνειάσιον στη μεσσηνιακή Οιχαλία. Το Άλσος αυτό βρισκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του Καρνείου Απόλλωνα (βλ. Παυσανίας Μεσσηνικά 2,2). Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας, τα οποία κατά την μυθολογική παράδοση ίδρυσε ο Ελευσίνιος Καύκων, ο γιος του Κελαίνου, ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»!
Τα Κάρνεια ήταν προδωρική γιορτή αφιερωμένη στον τοπικό θεό Κάρνειο ή Κάρνο Οικέτα. Είχε ονομαστεί Οικέτας επειδή το κέντρο της λατρείας του ήταν το σπίτι του μάντη Κριού και δε λατρευόταν σε κάποιο ναό. Όταν οι Δωριείς κυρίευσαν τη Σπάρτη με τη βοήθεια του Κάρνειου και του Κριού, ταύτισαν τον Κάρνειο με τον Απόλλωνα.
Η γιορτή στη Σπάρτη γινόταν προς τιμή του Κάρνειου Aπόλλωνα με την πανσέληνο του Κάρνειου μήνα (τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου) κάθε τέσσερα χρόνια και διαρκούσε εννιά ημέρες.
O Δημήτριος ο Σκήψιος στο πρώτο βιβλίο του Tρωικού διακόσμου μας πληροφορεί ότι η γιορτή των Καρνείων από τους Λακεδαιμόνιους ήταν μίμηση της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Τις ημέρες της γιορτής οι Σπαρτιάτες έστηναν ένα πρόχειρο "στρατόπεδο" με εννιά σκηνές (σκιάδες) που σε κάθε μία δειπνούσαν εννέα άνθρωποι, τρεις από κάθε φρατρία (ομάδα συγγενών). Ζούσαν σαν σε στρατόπεδο και τα πάντα εκεί εκτελούνταν υποχρεωτικά με το πρόσταγμα της σάλπιγγας.
Κατά τη διάρκεια των Καρνείων απαγορεύονταν οι εχθροπραξίες και για το λόγο αυτό οι Σπαρτιάτες δε συμμετείχαν στη Μάχη του Μαραθώνα. Όταν τελείωσαν τα Κάρνεια, έστειλαν στρατεύματα για βοήθεια, αλλά τότε η μάχη είχε τελειώσει.
Iδιαίτερο χαρακτηριστικό των σπαρτιατικών Καρνείων ήταν ο αγώνας των σταφυλοδρόμων. Στον αγώνα αυτόν ένας από τους Καρνεάτες με μια ταινία στα μαλλιά έτρεχε ευχόμενος αγαθά για την πόλη. Οι υπόλοιποι τον καταδίωκαν κρατώντας μεγάλα τσαμπιά σταφύλια για να δυσκολεύονται στο τρέξιμο. Τη σύλληψη του νέου τη θεωρούσαν καλό οιωνό για την πόλη ενώ αντίθετα τη μη σύλληψή του τη θεωρούσαν κακό οιωνό.
Οι δούλοι συνήθιζαν να θυσιάζουν προς τιμή του Απόλλωνα στη γιορτή των Καρνείων ένα κριάρι, το οποίο έτρεφαν ειδικά γι' αυτόν το σκοπό.
Στα Κάρνεια γίνονταν και μουσικοί αγώνες, στους οποίους είχε νικήσει και ο Λέσβιος ποιητής Τέρπανδρος.
Κάθε τέταρτο χρόνο από τους άγαμους άνδρες εκλέγονταν πέντε από κάθε φυλή, οι οποίοι ονομάζονταν Καρνεάτες και είχαν την όλη επιμέλεια της γιορτής. Την επιμέλεια των θυσιών είχε ο ιερέας, ο οποίος ονομαζόταν αγητής. Η ημέρα των θυσιών ονομαζόταν Αγητόρια.
Τα Κάρνεια στην Ελληνική Μυθολογία
Αν ανοίξουμε τον Όμηρο, σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος». Τι σημαίνει η λέξη αυτή;
Η Ελληνική Μυθολογία μας πληροφορεί ότι ο Κάρνος ήταν κάποιος μάντης του Θεού Απόλλωνα από την Ακαρνανία, τον οποίο σκότωσε ο Ηρακλείδης Ιππότης, ο γιος του Φύλαντος. Οι συγγενείς του Ιππότου μάλιστα αναγκάστηκαν στη συνέχεια να προσφέρουν πλούσιες θυσίες στον Απόλλωνα προκειμένου να εξευμενίσουν την οργή του για τον φόνο του Κάρνου.
Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τον Κάρνο και ως Κριό (Λακωνικά 13, 4) γεγονός που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη «κάρνος» σημαίνει «κριός».
Κάρνος ονομαζόταν επίσης κι ένας αρχαιότατος ποιμενικός, κριόμορφος και ιθιφαλλικός Θεός των Πελοποννησίων, προστάτης της γονιμότητας, άγνωστος ίσως σήμερα στους περισσότερους αλλά αντίστοιχος περίπου με τον γνωστότερο Πρίαπο του Ελλησπόντου. Ουσιαστικά δηλαδή ο Κάρνος ήταν ένας γονιμοποιητικός Θεός, τόσο των Λακώνων όσο και των Μεσσηνίων, πριν από την επικράτηση των Δωριεών στη νότια Πελοπόννησο, ενταγμένος στην χορεία των ζωόμορφων θεοτήτων οι οποίες, σύμφωνα με την ιστορία των θρησκειών, προηγήθηκαν των ανθρωπόμορφων.
Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια»

Πηγή