Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

27 Αυγούστου 2017

Ο Άγιος Γεώργιος στην Παλιά Καρυούπολη πριν πενήντα χρόνια



Κάποιες φορές η ζωή φέρνει στην επιφάνεια, ιστορίες ξεχασμένες που ζωντανεύουν μετά από χρόνια, και ολοκληρώνουν προσωπικά βιώματα, αποκαλύπτοντας αλήθειες.
Όχι δεν πρόκειται για την ενασχόληση μου από 2008, με την Παλιά Καρυόπολη.
Είναι λίγο πολύ γνωστό, σε όσους με ξέρουν.
Άλλωστε και ο τίτλος του blog, που τώρα διαβάζεται το επικυρώνει.
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ συνέβη, περίπου σαράντα χρόνια παλαιότερα, και αν μπορούσα να διαβάσω τα σημεία τότε, θα καταλάβαινα πώς ήταν προάγγελος, για την μεταγενέστερη ενασχόληση μου, με την παλιά Καρυούπολη.
Μαθητής στο δημοτικό σχολείο της Δροσοπηγής (Τσεροβάς), ανέλαβα να εκτελέσω μια αποστολή μετά από εντολή της δασκάλας μου Νότας Καψαλάκου.
Συγκεκριμένα θα οδηγούσα δύο κυρίους, στην Παλιά Καρυούπολη, να βγάλουν φωτογραφίες.
Σήμερα που ολοκληρώνεται το πάζλ, εικάζω ότι ο ένας εκ των δύο ήταν ο κός Βουρλίτης και ο άλλος ο βοηθός του.
Και εγώ ο τρίτος της παρέας, πλέον ειδήμων για τα κατατόπια, που ανέλαβα την αποστολή με υπερηφάνεια, και έγινα ο οδηγός τους, στα σημαντικότερα μνημεία
Και έβγαλαν φωτογραφίες, και κάποιες από αυτές σκηνοθετημένες.
Στην φωτογράφιση του Αγίου Γεωργίου, για να εμπλουτισθεί η φωτογραφία, με έβαλαν να κρατάω ένα ξερό βλαστάρι από άγριο μάραθο.
Κοντούλης και μικροσκοπικός καθώς ήμουν, δεν επηρέαζα το πλάνο.
Θυμάμαι ακόμη ότι φωτογράφησαν εσωτερικά και τον Άγιο Νικόλαο, χρησιμοποιώντας το αυτόματο της μηχανής, που έκανε έναν χαρακτηριστικό θόρυβο, στις παλιές μηχανές.
Ήταν κάπως ανατριχιαστικό μέσα στα ερείπια.
Και πέρασαν τα χρόνια σαν νερό.
Ασχολήθηκα με την Παλιά Καρυούπολη, όπως μου είχε αναθέσει η μοίρα καθώς φαίνεται, και η ενασχόληση μου, έβαλε σε καλό δρόμο την προοπτική για την ευνοούμενη μου πόλη, με την βοήθεια και άλλων φορέων που ανέλαβαν στην συνέχεια.
Πρόσφατα ξεφυλλίζοντας την «Εικονοβίβλο της Μάνης» (Γιάννης Βουρλίτης εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη) ανακάλυψα δύο πράγματα, και μια αποκάλυψη.
Το πρώτο ήταν ένα διατυπωμένο λάθος, και το δεύτερο ένα σημαντικό στοιχείο.
Και τα δύο στην ίδια φωτογραφία.
Το λάθος είναι ότι αναφέρεται σαν «Η μεταβυζαντινή Παναγία στην Μαραθέα».
Το σημαντικό είναι ότι είναι η παλαιότερη φωτογραφία από όσα γνωρίζω, του Αγίου Γεωργίου Παλιάς Καρυούπολης.
Και η αποκάλυψη…. είναι τιμή μου που είχα συμμετοχή σε αυτή την φωτογράφιση σαν οδηγός και βοηθός.
Η σύγκριση των δύο φωτογραφιών(1968 & 2008)είναι το αλάθητο πειστήριο για την ταύτιση του.
Γρηγόριος Παπαδοθωμάκος

ΥΓ
Αν κάποιος γνωρίζει σχετικά, και για το υπόλοιπο φωτογραφικό υλικό, παρακαλώ να με ενημερώσει. gpapadothomakos@gmail.com

25 Ιουνίου 2017

Ξεφυλλίζοντας στα ερείπια τα......

...ΤΕΤΡΑΔΙΑ  της  ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ

7. ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΜΑΝΗ  
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΚΛΟΓΈΣ ΤΟΠΙΚΏΝ ΑΡΧΌΝΤΩΝ ΣΤΗ ΜΆΝΗ             002
ΕΘΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ          005
ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΜΕΛΗ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΝ                    043
Η ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΝΗ                         045
ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ 1843                                  076
ΕΚΛΟΓΕΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΟ 1862 (ΑΛΦΡΕΔΟΣ)              123
ΕΚΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΔΗΜΩΝ ΜΑΝΗΣ 1844-56    155
ΕΚΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ 1871-3                    469




Αποσπάσματα…
Α. 
Η συνέχεια της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη/Τροιζίνα
Η Γ’ Εθνοσυνέλευση[1] του Απριλίου του 1826 συνήλθε στην Επίδαυρο, διέκοψε όμως τις εργασίες της και τον Αύγουστο του ιδίου χρόνου συγκλήθηκε εκ νέου στον Πόρο, αλλά δεν υπήρξε προσέλευση πληρεξουσίων. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1826 από το Ναύπλιο έγινε έκκληση του προεδρείου να συνέλθουν οι πληρεξούσιοι, οι οποίοι είχαν φανεί αδιάφοροι. Πάλι την πρώτη Νοεμβρίου 1826 η επιτροπή τής συνελεύσεως[2] συνεκάλεσε τους πληρεξούσιους στην Αίγινα, όπου εγκαταστάθηκε και η Διοικητική Επιτροπή. Η σύνοδος της Συνέλευσης[3] έγινε στην Ερμιόνη στις 2 Ιανουαρίου 1827, αλλά μέρος των πληρεξουσίων συνήλθαν στην Αίγινα.
Με την έναρξη του νέου έτους, 1827, συγκλήθηκε στην Ερμιόνη και συνέχισε στην Τροιζίνα η Γ’ Εθνοσυνέλευση (18 Ιανουαρίου – 5 Μαΐου 1827). Σε αυτή πήραν μέρος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Ιωάννης Κ. Ροδίτης-Μαυρομιχάλης και ο Χριστόδουλος Καπετανάκης. Από την Ανατολική Μάνη δεν αναφέρεται κανένα όνομα σε σχετικούς καταλόγους[4], ενώ στη συνέλευση του 1826 ήταν ο Δημήτριος Τσιγκουράκος-Γρηγοράκης και ο Γεώργιος Καλκαντής. Τότε είχαν διαμαρτυρηθεί ως νόμιμα εκλεγέντες ο Δημήτριος Δραγωνάκος-Γρηγοράκης και ο Παύλος Στεφανάκος, αλλά η μαρτυρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη θεωρήθηκε πλέον αξιόπιστη από τα εκλεκτορικά έγγραφα των αντιπάλων τους και αποκλείστηκαν.
Στις 11 Ιανουαρίου από μια ομάδα εκλεκτόρων[5] αποφασίστηκε να γίνει συνέλευση στο Μπρίκι της Πεντάδας, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε γίνει προηγουμένως άλλη στον Άγιο Γεώργιο (Λευκή Συκιά) κοντά στον Παρασυρό. Προσκάλεσαν στη συνέλευση αυτή τον Καπετάν Γιωργάκη Αντ. Γρηγοράκη και η πρόσκληση είναι η ακόλουθη:

«Πανευγενέστατος κπ. Γεωργάκη

Ημείς είχομεν απόφασιν ηξεύροντας ότι έχεις ζήλον και πατριωτισμόν διά να σε προσκαλέσωμεν παρακαλεστικώς διά να ορίσης εις την πατριωτικήν Συνέλευσιν (Λευκή) Συκιά. Πλην έχοντες απόφασιν να κάμωμεν ημείς οι πληρεξούσιοι δευτέραν σύναξιν εις το Μοναστήριον του Ιμπρικίου εις Πεντάδα έχοντες την απόλυτον εξουσίαν από τον λαόν μας διά να αποφασίσωμεν κάθε ωφέλιμον της πατρίδος μας έργον. Διά τούτο με το να έχωμεν αυτήν την απόφασιν όπου εις τις δεκαπέντε του παρόντος να ευρεθώμεν όλοι εκεί. Παρακαλείσαι και η πανευγένειά σου παρ’ όλης της πατρίδος και επίτηδες εξαποστέλλομεν τον κύριον Θανάση Γκενάκον και τον γενικόν γραμματέα μας Κ. Μαρτζελάκον, οπού να σε παρακινήσουν διά να ευρεθήτε εις το προσδιορισθέν μέρος και ελπίζομεν ότι δεν θέλει κάμης διαφορετικά, αλλά να υπακούσης την πρόσκλησιν της πατρίδος και ο σκοπός μας δεν αποβλέπει εις άλλο ειμή δια την ωφέλειαν της κινδυνευούσης πατρίδος μας και περισσότερον δεν σου γράφομεν, αλλά μένομεν.

Tη 11 Ιανουαρίου 1827 εν Σπάρτη

Οι αδελφοί πατριώται και πληρεξούσιοι της Σπάρτης

Ο Λαγίας Μακάριος, Οικονόμος Βαχού (Νικόκαος Παναγιωτουνάκος), Παρθένιος Ιερομόναχος, Παναγιώτης Ρετζεπέρης, Νικόλαος Μπουκουβαλάκος, Παπαδημήτριος Σπανός, ηλίας Γιαννουκάκης, Παναγιώτης Νικολινάκος, Αντώνης Παπαδοθωμάκος.

Ο Γενικός Γραμματεύ Πανάγος Μαρτζελάκος».ς


[1] Απ. Δασκαλάκη, Αρχείον Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη, Αθήναι 1976, σ. 245.
[2] Εθνική Εφημερίς της Ελλάδος, αριθ. φ. 6 της 24 Νοεμβρίου 1827, σ. 21. Στις 28 Δεκεμβρίου έγινε έκκληση της Διοικητικής Επιτροπής για σύγκληση της συνέλευσης, ό.π., αριθ. φ.15 της 20 Δεκεμβρίου 1826.,
[3] Εθνική Εφημερίς της Ελλάδος, αριθ. φ. 17 της 5 Ιανουαρίου 1827 και αριθ. φ. 18, της 8 Ιανουαρίου 1827, όπου ο κατάλογος των πληρεξουσίων, όπως και στο φ. αριθ. 27 της 9 Φεβρουαρίου 1827, σ. 107-8. Στις 3 Φεβρουαρίου συμμετείχε ο Πετρόμπεης στην ολιγομελή συνέλευση της Αίγινας, αριθ. φ. 28, της 12 Φεβρουαρίου 1827, σ. 110-111. Στις 5 Μαΐου τελείωσε το έργο της η συνέλευση, ό.π., αριθ. φ. 45, της 7 Μαΐου 1927, σ. 177,  αφού εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδιστρια για κυβερνήτη, ό.π., αριθ. φ. 39 της 9 Απριλίου 1827, σ. 153..
[4] Απ. Δασκαλάκη, Κείμενα-Πηγαί της Επαναστάσεως, Αθήναι 1966, τόμ. Α’, σ. 198,
[5] Απ. Δασκαλάκη, Αρχείον Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη, Αθήναι 1976, σ. 261.


 Β.
ΔΗΜΟΣ ΚΑΡΥΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ο δήμος Καρυουπόλεως σχηματίστκε από τη συνένωση των παλαιών επαρχιών Φωκά (που εκτεινόταν στο δυτικό τμήμα του δήμου) και Τρυγονά που περιλάμβανε την Παγανέα και τα ανατολικότερα τμήματα του δήμου. Λίγες δεκαετίες πριν από την επανάσταση του 1821 έγινε επέκταση της Μάνης στα βορειότερα της επαρχίας και συμπεριέλαβε και το δήμο Γυθείου. Στο δήμο Καρυουπόλεως υπάγονταν τα ακόλουθα χωριά:

                Χωριά του 1847                                   Διαίρεση 1835
Δήμος Καρυουπόλεως                        Δήμος Καρυουπόλεως:
Βαθύ                                                                                        Άγιος Βασίλειος
Βαχός                                                                                      Καρυούπολις ή Μηνιάκοβα
Καλύβια                                                                                   Κατσαουνιάνικα
Καρυούπολις ή Μηνιάκοβα                                                      Καυκί
Καυκί                                                                                       Νεοχώριο
Νεοχώριο                                                                                Πασσαβάς
Παλαιοκάλυβα                                                                         Χωσιάριο
Παρασυρός                                             Δήμος Πυρρίχου: Βαχός
Πασσαβάς                                                                               Σκάλα
Σκουτάρι                                                                                 Τσεροβά-Δροσοπηγή
Τσεροβά-Δροσοπηγή                           Δήμος Τευθρώνης:  Αγερανός
                                                                                                Βαθύ
                                                                                                Καλύβια
                                                                                                Παλαιοκάλυβα
                                                                                                Παρασυρός
                                                                                                Σελίτσα-Λαγκάδα
                                                                                                Σκουτάρι
                                                                                                Χασικόντα
                                                                               
           
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ 1847
Α/α         Επώνυμο                                  Όνομα          Ηλικία     Διαμονή           Επάγγελμα
0049  (Παπαδόθυμος)Παπαδόθωμας Αθανάσιος        30         Σκουτάρι
0010  (Παπαδόθυμος)Παπαδόθωμας Αντώνιος          68          Τσεροβά

Αντώνιος Παπαδοθωμάκος του…. γενήθηκε το 1779.
Πιθανόν υιός του Παπά Θωμά, Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, και ανιψιός του ιερομόναχου Ανανία, που διαφέντευε εκείνη την εποχή την Παλιά Καρυούπολη.
Δύο αδέλφια ο παππά Θωμάς, και ο ιερομόναχος Ανανίας είχαν την κυριαρχία στο καστρομονάστηρο, που δεν είχε πλέον την παλιά του αίγλη.
Μερικά χρόνια νωρίτερα είχε ξεκινήσει σταδιακά η μετοίκηση των κατοίκων, στην Νέα Καρυούπολη, την Μηνιάκοβα.
Το γεγονός αυτό εκτός από την οικογενειακή παράδοση μαρτυρά και η επιγραφή στο καθολικό της Παλιάς Καρυούπολης που τον αναφέρει, εν έτει 1793.
Ο Αντώνιος, έμεινε στην μνήμη των απογόνων, σαν «Αντώνακας», δηλωτικό της ισχυρής του προσωπικότητας, αλλά και της συμμετοχής στην μάχη εναντίον του Ιμπραήμ το 1826, σε ηλικία 47 ετών, στην οποία και τραυματίστηκε. (με σπαθιά στο κεφάλι)
Η συμμετοχή και ο τραυματισμός τον καταξιώνει έτσι που…
Ένα χρόνο αργότερα το 1827, υπογράφει την παραπάνω επιστολή.
Το 1847 σε ηλικία 68 ετών, αναφέρεται στους εκλογικούς καταλόγους, σαν Αντώνιος Παπαδόθωμας.
Συνηθιζόταν το Παπαδόθωμας, αντί Παπαδοθωμάκος, όχι μόνο στον προφορικό λόγο αλλά και στον γραπτό, και συνηθίζεται ακόμη σήμερα στην Μάνη.
Όσον αφορά τον Αθανάσιο Παπαδόθωμα, με διαμονή στο Σκουτάρι, δεν υπάρχει κάτι μέχρι στιγμής που να φωτίζει το πρόσωπό του.
Ενδεικτικό μόνο είναι πώς, οι Παπαδοθωμιάνοι «τιμιόντουσαν» με οικογένειες, ιδιαίτερα στο Σκουτάρι, πράγμα που φανερώνει πώς υπήρχαν και δεσμοί αίματος, και ανήκαν στην ίδια πατριά.

Βρείτε και κατεβάστε το αρχείο, αλλά και πολλά άλλα στο σύνδεσμο των Λακωνικών Σπουδών..

12 Μαρτίου 2017

Ο Ουτιδανός δεδικαίωται... {To dna των Πελοποννησίων «μίλησε»:Τι υποδεικνύει αναλυτικά γενετική έρευνα επιστημόνων από την Ελλάδα και τη διασπορά.}

Υπάρχει και η αντικειμενική επιστήμη που αποδεικνύει όσα ισχυρίζονται κάποιοι που αναλύουν και ερμηνεύουν λογικά και αντικειμενικά την Ιστορία, βιώνοντας όσο επιτρέπεται την κάθε εποχή.  
Δεν είναι ο "αποδιοπομπαίος τράγος" ο Φαλμεράγιερ, την δουλειά του έκανε. Είναι οι Έλληνες Ιστορικοί που ερμήνευαν τις Βυζαντινές εκφράσεις "Σκλαβηνίες" και "Σκλάβους" σαν Σλάβους.
Σύμφωνα με νέα γενετική έρευνα επιστημόνων από την Ελλάδα και τη διασπορά, το ποσοστό της σλαβικής καταγωγής των σύγχρονων Πελοποννήσιων κυμαίνεται από 0,2% έως 14,4%.
Ως εκ τούτου, η μελέτη φαίνεται να καταρρίπτει με γενετικά δεδομένα τη θεωρία του 1830 του Γερμανού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ ότι μετά από τις σλαβικές επιδρομές κατά τον Μεσαίωνα, ο ντόπιος ελληνικός πληθυσμός ουσιαστικά εξαφανίσθηκε και αντικαταστάθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. σχεδόν πλήρως από σλαβικές φυλές.
Ειδικότερα, ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή γενετικής Γιώργο Σταματογιαννόπουλο του πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ −που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ευρωπαϊκό περιοδικό ανθρώπινης γενετικής «European Journal of Human Genetics»− ανέλυσαν δείγματα DNA από 241 ανθρώπους από όλη την Πελοπόννησο, οι περισσότεροι ηλικίας 70 έως 90 ετών (ο γηραιότερος 107 ετών), των οποίων οι παππούδες είχαν γεννηθεί μεταξύ 1860-1880.
Σύμφωνα με την ανάλυση του γενετικού υλικού, υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στους πελοποννησιακούς και στους σημερινούς σλαβικούς πληθυσμούς, με ένα μικρό μόνο βαθμό εισροής γονιδίων από τους δεύτερους στους πρώτους.
Αντίθετα, οι Πελοποννήσιοι φαίνεται πως έχουν σημαντικά μεγαλύτερη κοινή γενετική κληρονομιά με τους Γάλλους (39 έως 42%), τους Ισπανούς (53% έως 62%) και τους Ιταλούς (85% έως 96%), από ό,τι με τους Σλάβους (λιγότερο από 15%).
Συνεπώς, σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι Πελοποννήσιοι είναι γενετικά πολύ πιο διαφορετικοί από τους σλάβικούς πληθυσμούς και πολύ πιο όμοιοι με τους πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης».
Σημειώνεται πως οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι πρώτοι «μετανάστες» στην Πελοπόννησο έφθασαν από την Ανατολία περίπου το 9.000 π.Χ. Ακολούθησαν δύο βασικά μεταναστευτικά ρεύματα καθοριστικά για τον πολιτισμό, των Μυκηναίων και αργότερα των Ελλήνων Δωριέων.
Οι επόμενες εισροές πληθυσμών πολύ αργότερα ήσαν σλαβικές. Υπήρξε μεν σλαβική μετανάστευση στην Πελοπόννησο, αλλά οι αριθμοί των Σλάβων μεταναστών ήσαν μικροί σε σχέση με των γηγενών, για να αφήσουν κάποιο καθοριστικό γενετικό αποτύπωμα.
Μεταξύ άλλων, η νέα μελέτη επιβεβαιώνει γενετικά ότι οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες διαφέρουν από τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους, αλλά και μεταξύ τους, ενώ καταρρίπτει οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι έχουν σλαβική καταγωγή.
(Έγινε το πρώτο βήμα για την ανατολή, κάποια στιγμή η επιστήμη θα τεκμηριώσει, την υλοποίηση των αρχαίων ψυχών και την δεδομένη τους φάτνη 8/5/2010) 
Στη Βαθιά Μάνη και στη Νότια Τσακωνιά η σλαβική γενετική καταγωγή δεν ξεπερνά το 1%, ενώ η ιταλική κυμαίνεται μεταξύ 14% έως 25%.
Υπάρχουν εξάλλου γενετικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους κατοίκους της βόρειας και της νότιας Πελοποννήσου.
Κορίνθιοι και Αργείοι εμφανίζουν την μεγαλύτερη γενετική συγγένεια.
Επίσης, οι Πελοποννήσιοι εν γένει είναι γενετικά πολύ κοντά στους Σικελούς και τους Ιταλούς (η επιβεβαίωση του «ούνα φάτσα-ούνα ράτσα»!).
Οι τελευταίοι λειτουργούν ως γενετική «γέφυρα» ανάμεσα στους Πελοποννήσιους και σε άλλους Ευρωπαίους, όπως οι Ανδαλουσιάνοι της Ισπανίας και οι Γάλλοι.
Οι Σλάβοι απέχουν γενετικά πολύ από τους Πελοποννήσιους, όπως και οι πληθυσμοί της Εγγύς Ανατολής.
Τέλος, αξίζει αν αναφερθεί πως στην έρευνα συμμετείχαν επίσης οι Πέτρος Δρινέας και Φώτης Τσέτσος (Πανεπιστήμιο Πέρντιου ΗΠΑ-Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών), Περιστέρα Πάσχου (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης-Τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής), Γιάννης Σταματογιαννόπουλος και Νικολέτα Ψαθά (Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον), Αθανάσιος Θεοδοσιάδης (Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Επιστημών Altius-Σιάτλ), Ευαγγελία Γιαννάκη και Νίκος Ζώγας (Νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης-Αιματολογικό Τμήμα).
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
athensvoice.gr

4 Μαρτίου 2017

Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος

Φοτο Ο Γρηγόριος Βούκουνας (14.09.1873 – 05.10.1929)
Ο Γρηγόριος Βούκουνας (14.09.1873 – 05.10.1929) ήταν Αρχιμανδρίτης, Αρχιερατικός Επίτροπος όλων των ελληνικών εκκλησιών της Επισκοπής Ταυρίδος, μετέπειτα Αρχιερατικός Επίτροπος των ελληνικών εκκλησιών και ενοριών της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κριμαίας.
Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος (κατά κόσμον Γρηγόριος Βούκουνας του Γεωργίου) γεννήθηκε στις 14 (26) Σεπτεμβρίου 1873 στο χωριό Νένητα της Χίου στην οικογένεια ενός ιερέα.
Ο πατέρας του, ο Γεώργιος Βούκουνας του Νικολάου, καταγόταν από μια απλή αγροτική οικογένεια, η οποία ξεχώριζε για την υψηλή της ηθική και ευλάβεια· όντας βαθιά θρησκευόμενος και θέλοντας να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία του Θεού, έλαβε την ιεροσύνη.
Η μητέρα του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου, η Πηνελόπη Ευγενικού του Γεωργίου, ανέτρεφε τα παιδιά της από βρεφική ηλικία στο πνεύμα της υψηλής ηθικής ακεραιότητας και της χριστιανικής ηθικής.
Έχοντας τελειώσει το 1893 με άριστα το Γυμνάσιο της Χίου, ο Γρηγόριος Βούκουνας παρέμεινε εκεί ως καθηγητής Θρησκευτικών, ευρισκόμενος υπό την πνευματική κηδεμονία των αείμνηστων Χιωτών κληρικών Ιωακείμ Φορόπουλου και Διοδώρου Μάσχου, οι οποίοι κατείχαν υψηλές θέσεις στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στα χρόνια του Παναγιώτατου Πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ’.
Το 1897, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου των Ιεραρχών, ο Γρηγόριος Βούκουνας εστάλη στη Ρωσία, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία του Κιέβου, όπου σπούδαζε επί τέσσερα χρόνια στο Τμήμα Θεολογικών Επιστημών.
Τον τελευταίο χρόνο έγραψε τη διατριβή με θέμα «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος», και το 1901 αποφοίτησε από την Ακαδημία με τον τίτλο του Διδάκτορα Θεολογίας.
Επιστρέφοντας από το Κίεβο στην Κωνσταντινούπολη, ο Γρηγόριος Βούκουνας έφθασε στη Σεβαστούπολη, όπου έλαβε την πρόσκληση της τοπικής ελληνικής αποικίας να ηγηθεί της ενορίας του ελληνικού ναού των Τριών Ιεραρχών.
Δέχτηκε αυτή την πρόταση, που ανταποκρινόταν στο δικό του σκοπό να υπηρετεί τον Θεό και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία· ύστερα από αυτό ακολούθησε η διαδικασία της χειροτονίας.
Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου υπό την προεδρία του Παναγιώτατου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’, σε διάστημα μιας εβδομάδας ο Γρηγόριος Βούκουνας προήχθη στο αξίωμα πρώτα του διακόνου και του ιερέα και, στη συνέχεια, χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου από τον αείμνηστο Νικόλαο Ζιόροφ (1851 – 1915) – τον ευσεβή Αρχιεπίσκοπο Ταυρίδος, σοφό αρχιερέα και επιφανή επιστήμονα ελληνικής καταγωγής.
Το 1903 ακολούθησε ο επίσημος διορισμός του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Βούκουνα στη Σεβαστούπολη, λόγω της επικείμενης μετάθεσης του προηγούμενου εφημερίου, του Αρχιμανδρίτη Αμβροσίου Πλειανθίδη (1868 – 1922), στον ελληνικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στην πόλη της Θεοδοσίας.
Το σπίτι του στο νησί της Χίου
Στη Σεβαστούπολη, κατά τη διάρκεια μερικών χρόνων, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος υπήρξε μέλος της Αρχιερατικής Επιτροπείας, και σύντομα εξελέγη πρόεδρός της.
Από το 1903 διατελούσε καθηγητής Θρησκευτικών στην Ελληνική Σχολή που έφερε το όνομα της Βασίλισσας των Ελλήνων Όλγας Κωνσταντίνοβνα, λαμβάνοντας ταυτόχρονα ενεργό συμμετοχή στις δραστηριότητες της Ελληνικής Φιλανθρωπικής Εταιρείας της Σεβαστούπολης.
Από την αρχή της υπηρεσίας του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου ως εφημερίου του ναού των Τριών Ιεραρχών, από τη Χίο στη Σεβαστούπολη έφθασαν ο πατέρας του, ο ιερέας Γεώργιος Βούκουνας, η μητέρα και τα αδέλφια του, που άρχισαν να παίζουν ενεργό ρόλο στη ζωή της ενορίας της Ελληνικής Εκκλησίας.
Μετά την έναρξη του Βαλκανικού Πολέμου του 1912, με πρωτοβουλία της ελληνικής αποικίας της Σεβαστούπολης ιδρύθηκε μια προσωρινή Επιτροπή για τη συλλογή δωρεών προς όφελος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, πρόεδρος της οποίας εξελέγη ομόφωνα ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Η Επιτροπή ξεκίνησε τη συλλογή εθελοντικών δωρεών στις 18 (31) Οκτωβρίου 1912, συγκεντρώνοντας την πρώτη κιόλας ημέρα 3.000 ρούβλια. Μέχρι τις 27 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου) η Επιτροπή συγκέντρωσε ακόμα περίπου 5.000 ρούβλια για τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Στις 29 Οκτωβρίου (11 Νοεμβρίου) 1912 η προσωρινή Επιτροπή υπό την προεδρία του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου παρέδωσε 5.000 ρούβλια στη διάθεση της Βασίλισσας Όλγας Κωνσταντίνοβνα «για την ενίσχυση των πόρων του Ερυθρού Σταυρού και την παροχή βοήθειας σε ορφανά και χήρες των απωλεσθέντων στρατιωτών», και άλλα 5.000 ρούβλια για τους ίδιους σκοπούς, στη διάθεση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου, ενώ στις 25 Νοεμβρίου (8 Δεκεμβρίου) έστειλε στην Ελλάδα ακόμα 15.548 φράγκα, που είχαν συλλεγεί από την ελληνική αποικία της Σεβαστούπολης.
Τον Ιούνιο του 1914 ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η γενική πατριωτική έξαρση κυρίευσε τον ετερόκλητο ως προς την κοινωνική και εθνική του προέλευση πληθυσμό της Σεβαστούπολης. Στα γεγονότα εκείνων των ημερών δεν έμειναν αμέτοχοι και οι Έλληνες αυτής της πόλης. Στις 26 Ιουλίου (8 Αυγούστου) 1914, σε σχέση με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον ελληνικό ναό των Τριών Ιεραρχών τελέστηκε δέηση, και στις 10 (23) Σεπτεμβρίου ο δήμαρχος Σεβαστούπολης υποδέχτηκε την αντιπροσωπεία της τοπικής ελληνικής αποικίας με επικεφαλής τον υποπρόξενο της Ελλάδας στη Σεβαστούπολη Π.Α. Αποστολίδη και τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα με τις πρώτες δωρεές, που είχαν συλλεγεί από τους ντόπιους Έλληνες για τους στρατιώτες του Ρωσικού Στρατού.
Ο πόλεμος επηρέασε με τον χειρότερο τρόπο τη θέση των ευρισκόμενων στην Κριμαία Ελλήνων με οθωμανική υπηκοότητα, οι οποίοι, σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο, εξισώθηκαν με αιχμαλώτους πολέμου.
Πολλοί άνδρες συνελήφθησαν ως πολίτες ενός κράτους, με το οποίο η Ρωσία βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Οι Έλληνες μάταια διαμαρτύρονταν εναντίον αυτής της απόφασης των τοπικών αρχών. Έχοντας μάθει γι’ αυτήν, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος άρχισε να επισκέπτεται προσευχόμενος τις φυλακές της Κριμαίας, να ενθαρρύνει και να παρηγορεί τους κρατούμενους συμπατριώτες του, και συγχρόνως να μεσολαβεί ενώπιον των πολιτικών αρχών, πείθοντας τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα για τη λάθος ταύτιση των Μουσουλμάνων Τούρκων υπηκόων με τους Ορθόδοξους Έλληνες, που είχαν την ατυχία να κατέχουν την οθωμανική υπηκοότητα. Τελικά, ύστερα από μακρές και επίμονες προσπάθειες, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος πέτυχε την απελευθέρωση των κρατούμενων συμπατριωτών του και την παραχώρηση ελευθερίας σε όλους τους Τούρκους υπηκόους ελληνικής καταγωγής, διαμένοντες στην Κριμαία.
Η ελληνική εκκλησίας στη Σεβαστούπολη, που υπηρέτησε  ιερέας  1903 - 1927
Το 1916 όλος ο ελληνικός πληθυσμός της Κριμαίας, ο αριθμός του οποίου εκείνη την περίοδο έφθανε μέχρι 30.000 άτομα, βρέθηκε πάλι σε κίνδυνο.
Οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων της Ελλάδας, τα οποία ήταν και «υπέρ» και «κατά» της συνέχισης του πολέμου, επηρέασαν και τους Έλληνες της Κριμαίας, χωρίζοντάς τους σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Αυτό το γεγονός προκάλεσε υποψίες και δυσπιστία για τον ελληνικό πληθυσμό εκ μέρους του διοικητή του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας Αντιναυάρχου Α.Β. Κολτσάκ (1874 – 1920), ο οποίος τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έδωσε διαταγή για γενικό εκτοπισμό από τις παράκτιες πόλεις της Κριμαίας των Ελλήνων με ξένη υπηκοότητα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και παιδιών, στα κυβερνεία της ρωσικής ενδοχώρας.
Η κατάσταση έγινε κρίσιμη για τους Έλληνες, που βρίσκονταν σε φόβο και απόγνωση, επειδή ο εκτοπισμός τους κατά τη χειμερινή περίοδο ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη.
Ταυτόχρονα απορρίπτονταν οποιαδήποτε επιχειρήματα και ενέργειες με σκοπό την υπεράσπιση ή την ανακούφιση της τύχης του ελληνικού πληθυσμού.
Για τη λύση αυτού του προβλήματος στην Αγία Πετρούπολη έφθασε μια επιτροπή με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα, η οποία είχε στόχο να πείσει τη ρωσική κυβέρνηση, αν όχι για την ακύρωση του διατάγματος του Κολτσάκ, τότε τουλάχιστον για την αναβολή της εκτέλεσής της μέχρι το καλοκαίρι. Κατά τη διάρκεια των μακρών διαπραγματεύσεων ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, που είχε αναλάβει αυτή την υπεύθυνη αποστολή και ενεργούσε με διπλωματική ευελιξία, κατόρθωσε, με το σθένος που τον χαρακτήριζε, να αποτρέψει πλήρως τον επαπειλούμενο εκτοπισμό των ομοεθνών του και να σώσει τον Ελληνισμό της Κριμαίας από την επικείμενη καταστροφή.
Μετά τα γεγονότα της Επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1917, οι δραστηριότητες του ελληνικού πληθυσμού της Ρωσίας αυξήθηκαν σημαντικά. Μία από τις προτεραιότητες για τους Έλληνες ήταν το ζήτημα της συνένωσής τους σε εθνικές οργανώσεις.
Εξαιτίας των προνομίων που είχαν χορηγηθεί από τη ρωσική κυβέρνηση, καθώς και των μεταρρυθμίσεων του Πρωθυπουργού Στολίπιν, οι Έλληνες έγιναν ιδιοκτήτες σημαντικών εκτάσεων γης.
Η ελληνική εκκλησίας στη Σεβαστούπολη, που υπηρέτησε  ιερέας  1903 - 1927
Η απαίτηση της αναθεώρησης των δικαιωμάτων επί της γης, που προέβαλαν οι μικροί και ακτήμονες αγρότες, αποτέλεσαν ώθηση για την ένωση των Ελλήνων ιδιοκτητών γης σε τοπικές κοινότητες και οργανώσεις με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των προνομίων τους.
Στις 29 Ιουνίου – 10 Ιουλίου (12 – 23 Ιουλίου) 1917 στο Ταγκανρόγκ έλαβε χώρα το πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Ελλήνων, στις εργασίες του οποίου εκ μέρους της ελληνικής αποικίας της Σεβαστούπολης συμμετείχε ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Ο ίδιος έθεσε στο εν λόγω Συνέδριο το ζήτημα της αυτονομίας της Ελληνικής Εκκλησίας στα πλαίσια του Πατριαρχείου Μόσχας και της οργάνωσης στη Νότια Ρωσία και στον Καύκασο έξι ελληνικών Επισκοπών, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τις Επισκοπές της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης οι αντιπρόσωποι συζήτησαν το θέμα της πολιτικής κατάστασης των Ελλήνων στη Ρωσία.
Το Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα για την ανάγκη συνένωσης των διάσπαρτων σε όλη την Αυτοκρατορία ελληνικών πληθυσμών.
Γι’ αυτό τον σκοπό γίνονταν προτάσεις για τη δημιουργία τοπικών δημοκρατικών πολιτικών λεσχών και ενώσεων με στόχο την προστασία των ελληνικών εθνικών και πολιτιστικών συμφερόντων.
Αυτές οι ενώσεις, σύμφωνα με τα σχέδια των συνέδρων, έπρεπε να απαιτήσουν το δικαίωμα των Ελλήνων στην εκπροσώπηση όχι μόνο σε όλες τις περιφερειακές, επαρχιακές και δημοτικές επιτροπές, αλλά και σε κυβερνητικές και πολιτικές οργανώσεις και στη Συντακτική Συνέλευση, επί ίσοις όροις με τους εκπροσώπους άλλων εθνικοτήτων.
Το επόμενο έτος 1918 στη Συμφερούπολη πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο των Ελληνικών Ορθοδόξων κοινοτήτων της Κριμαίας, στο οποίο ελήφθη απόφαση σχετικά με την εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση και την ίδρυση της Αρχιερατικής Επιτροπείας όλων των ελληνικών εκκλησιών του Κυβερνείου Ταυρίδας, η οποία θα συνένωνε όλες τις ελληνικές εκκλησίες και ενορίες της χερσονήσου.
Οι σύνεδροι εξέλεξαν ομόφωνα τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα στη θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου, βασίζοντας την επιλογή τους στη μόρφωση, τη συσσωρευμένη εμπειρία και την εκκλησιαστική και πατριωτική δράση του.
Σύντομα η Κριμαία χτυπήθηκε από τη συμφορά του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου και της τρομοκρατίας.
Οι γονείς και τα αδέλφια του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου εγκατέλειψαν τη Σεβαστούπολη το 1920, μαζί με τους εκπροσώπους του Ελληνικού προξενείου και τα ελληνικά στρατεύματα.
Μετά την οριστική εγκαθίδρυση της Σοβιετικής εξουσίας στην Κριμαία το 1920, η Σεβαστούπολη σταδιακά μετατράπηκε σε ένα από τα κέντρα του κινήματος των «ανανεωτικών», οι ιδέες του οποίου δεν βρήκαν υποστήριξη από τους ντόπιους Έλληνες, που τηρούσαν αυστηρά τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη Σεβαστούπολη, τη Μπαλακλάβα και τα ελληνικά χωριά της κοντινής περιοχής εκείνη την περίοδο λειτουργούσαν 7 εκκλησίες και 5 ανήκοντα σε αυτές παρεκκλήσια, οι ενορίες των οποίων αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες.
Από το 1921 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ξανάρχισε την πολιτική της συνένωσης των διάσπαρτων ελληνικών ενοριών της Κριμαίας σε μια ξεχωριστή Αρχιερατική Επιτροπεία, όπως ήταν πριν από το 1920.
Το 1922 οι ενορίτες των ελληνικών ναών της Σεβαστούπολης, της Συμφερούπολης, της Γιάλτας, της Ευπατορίας, της Θεοδοσίας, του Κερτς και άλλων οικισμών, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Ταυρίδος και Συμφερουπόλεως Νικοδήμου Κροτκόφ (1868 – 1938), ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, την επαναλειτουργία της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας στην Κριμαία και τη μετάβασή της υπό την εξουσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ύστερα από αυτό, σύμφωνα με τη νέα σοβιετική νομοθεσία, άρχισε η επί τόπου καταγραφή των Ελληνικών Ορθοδόξων κοινοτήτων.
Τον Μάρτιο του 1923 στο Γραφείο Θρησκευμάτων της Περιφερειακής Εκτελεστικής Επιτροπής της Σεβαστούπολης από τον επίτροπο του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών στη Σεβαστούπολη Σ.Κ. Τογανίδη υποβλήθηκαν δικαιολογητικά για την καταχώρηση της ελληνικής θρησκευτικής κοινότητας: τα «Πρακτικά της γενικής συνέλευσης των μελών της κοινότητας και 40 ερωτηματολόγια για 20 πρόσωπα, συμπληρωμένα ιδιοχείρως».
Το 1923 η ελληνική θρησκευτική κοινότητα της εκκλησίας των Τριών Ιεραρχών είχε 310 μέλη, εκ των οποίων 306 ήταν Έλληνες υπήκοοι και 4 Αλβανοί υπήκοοι, που διέμεναν μόνιμα στη Σεβαστούπολη.
Ανάμεσά τους ήταν εκπρόσωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων: μεγαλέμποροι, μικρέμποροι, υπάλληλοι γραφείου, τεχνίτες, βιοτέχνες, ψαράδες, εργάτες, άνεργοι, νοικοκυρές και σπουδαστές. Εφημέριος του ναού των Τριών Ιεραρχών εξακολουθούσε να είναι ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Τη θέση του ψάλτη κατείχε ο 68χρονος Δ.Θ. Σειχίδης.
Το συμβούλιο της ενορίας κάθε μήνα παραχωρούσε από το ταμείο της εκκλησίας 18 ρούβλια για το μισθό του ιερέα και πλήρωνε 3 ρούβλια στον ψάλτη.
Στις 16 – 17 Ιουνίου 1925 στη Συμφερούπολη έλαβε χώρα το Εκκλησιαστικό Συνέδριο όλων των ελληνικών ναών και ενοριών της Κριμαίας (σύμφωνα με κάποια αρχειακά έγγραφα – το «Ελληνικό Επισκοπικό Συνέδριο»), στο οποίο συμμετείχαν 17 αντιπρόσωποι των ελληνικών εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κριμαίας.
Η Σεβαστούπολη εκπροσωπείτο στο Συνέδριο από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα και τον Παναγιώτη Ιορδάνη.
Το Συνέδριο αποφάσισε: «Να συνενωθούν όλες οι ελληνικές κοινότητες και εκκλησίες σε μια ενιαία Αρχιερατική Επιτροπεία, η οποία αναγνωρίζει κανονικώς την πνευματική εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη των Ελλήνων».
Στη θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου εξελέγη ομόφωνα ο εφημέριος του ελληνικού ναού των Τριών Ιεραρχών στη Σεβαστούπολη, Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Η απόφαση του Συνεδρίου για τη συνένωση των ελληνικών κοινοτήτων και εκκλησιών της ΑΣΣΔ της Κριμαίας στην Ελληνική Αρχιερατική Επιτροπεία με κέντρο τη Σεβαστούπολη, αποκατέστησε νομοθετικά την Αρχιερατική Επιτροπεία των ελληνικών εκκλησιών της Επισκοπής Ταυρίδος, που υπήρχε στην Κριμαία πριν την εγκαθίδρυση της Σοβιετικής εξουσίας. Η Ελληνική Αρχιερατική Επιτροπεία και το Συμβούλιό της που εξελέγη από το Συνέδριο, καταγράφτηκαν στα ανώτατα όργανα εξουσίας της ΑΣΣΔ της Κριμαίας, γεγονός που αποτέλεσε σημαντικό βήμα προς τη συσπείρωση του ελληνικού πληθυσμού γύρω από την Εκκλησία σε συνθήκες «μεταμόρφωσης των εθνικών σχέσεων» και «πολιτιστικής επανάστασης» στη Σοβιετική Ρωσία.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων των ιερέων των ελληνικών ναών, που έμεναν εκείνη την περίοδο στη Σεβαστούπολη, σε άλλες πόλεις και χωριά της Κριμαίας, ήταν υπήκοοι Ελλάδας.
Διατηρούσαν στενές σχέσεις τόσο με την πατρίδα τους, όσο και με τους συγγενείς τους που ζούσαν εκεί.
Έχοντας αποκτήσει με νόμιμο τρόπο την πνευματική και θρησκευτική τους αυτονομία, οι Έλληνες κληρικοί για ορισμένο χρονικό διάστημα κατάφεραν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τους ενορίτες τους από τον μαζικό αθεϊσμό που επέβαλλαν οι κομμουνιστές.
Κατά το ίδιο έτος η Ελληνική Αρχιερατική Επιτροπεία ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και τη μετάβασή της υπό την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν από το Συμβούλιο της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας, κατά τα έτη 1925 – 1927 στο έδαφος της ΑΣΣΔ της Κριμαίας λειτουργούσαν 12 ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες και 6 ελληνικές θρησκευτικές κοινότητες, που υπάγονταν κανονικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος επιδίωκε την αύξηση του αριθμού όχι μόνο των Ελλήνων ενοριτών, αλλά και των ελληνικών ενοριών.
Το καλοκαίρι του 1925, με την ευλογία του, 34 Έλληνες πιστοί απευθύνθηκαν στην Περιφερειακή Εκτελεστική Επιτροπή του Μπαχτσισαράι, ζητώντας να τους παραδοθούν για δωρεάν χρήση οι τρεις εκκλησίες της πρώην Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μπαχτσισαράι, αλλά εξαιτίας των αντιφάσεων, που προέκυψαν μεταξύ της Περιφερειακής Εκτελεστικής Επιτροπής, του Λαϊκού Κομισαριάτου Παιδείας και του Κομισαριάτου Κοινωνικής Προνοίας της ΑΣΣΔ της Κριμαίας, το εν λόγω πρόβλημα δεν μπόρεσε να επιλυθεί. Παρ’ όλα αυτά, τον Σεπτέμβριο του 1926, με πρωτοβουλία του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου τέθηκε εκ νέου το θέμα της «παραχώρησης στη διάθεση της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας των κλεισμένων ναών της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μπαχτσισαράι».
Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος έστειλε μια επιστολή στον εκπρόσωπο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην ΕΣΣΔ Αρχιμανδρίτη Βασίλειο Δημόπουλο με την αίτηση «περί οργάνωσης της εκστρατείας για την παράδοση των ναών της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην ελληνική κοινότητα».
Αφοσιωμένος στο ποίμνιό του και στην υπόθεση του αγώνα για την υπεράσπιση της Ορθόδοξης πίστης από τις επιθέσεις των Μπολσεβίκων, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος βρισκόταν σε συνεχή επαφή και πνευματική επικοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειο Γ’. Τον Οκτώβριο του 1926, στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Αρχιερατικής Επιτροπείας των ελληνικών εκκλησιών και ενοριών της ΑΣΣΔ της Κριμαίας στη Σεβαστούπολη, εγκρίθηκε μια ειδική απόφαση περί υποχρεωτικής μνημόνευσης του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στη διεύθυνση της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας έφθασε η επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «Περί ημερομηνίας εορτασμού του Αγίου Πάσχα», η οποία ανέφερε τα εξής: «Λόγω του ότι εφέτος δεν υπήρχε δυνατότητα σύγκλησης της Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία, ως γνωστόν, έπρεπε να ληφθεί μια συγκεκριμένη απόφαση για το ζήτημα του Πασχαλίου, ως εκ τούτου ελήφθη Συνοδική Απόφαση, ότι για τους ίδιους και λοιπούς λόγους το παλαιό Πασχάλιο πρέπει να παραμείνει εν ισχύ και για το επόμενο έτος 1927, τουτέστιν το Άγιο Πάσχα θα εορτάζεται και στο προαναφερθέν έτος την 24η Απριλίου με Νέο Ημερολόγιο (την 11η με Παλαιό Ημερολόγιο, όπως υποδεικνύεται λόγω του παραμείναντος παλαιού Πασχαλίου), ό,τι και Σας ανακοινώνω προς πληροφόρηση και καθοδήγηση».
Στα τέλη του 1926 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος έστειλε μια επιστολή προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειο Γ’, στην οποία τον συνεχάρη εξ ονόματος όλων των Ορθοδόξων Ελλήνων της Κριμαίας για τις επικείμενες εορτές, και στις 3 Απριλίου 1927 έλαβε την απαντητική επιστολή από την Κωνσταντινούπολη:
«Βασίλειος, ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Πανοσιώτατε Κυρ Γρηγόριε Βούκουνα, Αρχιερατικέ Επίτροπε των Ορθοδόξων Ελληνικών κοινοτήτων της Κριμαίας, τέκνον εν Κυρίω αγαπητόν της ημών μετριότητος, χάρις είη τη υμετέρα Πανοσιώτητι και ειρήνη παρά Θεού.
Τους ενθέρμους εορταστικούς χαιρετισμούς, σταλθέντες από την υμετέρα Πανοσιώτητα και τας Ορθοδόξας Ελληνικάς κοινότητας της Κριμαίας επί της ευκαιρίας των εορτών της Γεννήσεως του Χριστού, του Νέου Έτους και της ημετέρας ονομαστικής εορτής, τους δεχθήκαμεν μετά χαράς.
Ευχαριστώντας εγκαρδίως δι’ αυτούς, ευχόμεθα και προσευχόμεθα το νέον σωτήριον έτος να καταστή δι’ υμάς και δια τας τοπικάς ευσεβείς κοινότητας πλήρης πάσης καλοσύνης, και επικαλούμεθα εφ’ υμάς την ευλογίαν του Θεού, Όστις χάρις είη και αμέτρητο έλεος τη υμετέρα Πανοσιώτητι και υμίν άπασι».
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Ελλήνων της Σεβαστούπολης, που γνώριζαν προσωπικά τον εφημέριο του ναού κατά την δεκαετία του 1920, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος συχνά επισκεπτόταν τις πιο φτωχές ελληνικές οικογένειες και μοιραζόταν με τους απόρους όλα όσα είχε: «ποτέ δεν εισέπραττε από τους ενορίτες αμοιβή για την τέλεση μυστηρίων, αλλά με προθυμία δεχόταν από αυτούς τρόφιμα, τα οποία έδινε αμέσως στις φτωχές και άπορες ελληνικές οικογένειες».
Μετά την έξωσή του από το δωμάτιο που κατείχε από το 1903 στο κτίριο της Ελληνικής Σχολής, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος έμενε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Ποντγκόρναγια 10. Ήταν εξαιρετικά σεμνός, λιτοδίαιτος και ολιγαρκής στην καθημερινή του ζωή.
Σύμφωνα με την Παρθένα Ε. Σαχινίδη (1918 – 1999), που έμενε δίπλα στην εκκλησία στην οδό Γκρέτσεσκαγια 5, «ο εφημέριος ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στα συμφέροντα της εκκλησίας και των ενοριτών». «Έδειχνε υψηλή ανοχή στη Σοβιετική εξουσία», αφηγείτο ο πρώην νεωκόρος της εκκλησίας Ανδρέας Α. Μπεγκοσίνσκι (γεν. 1918). «Στην ερώτηση της μάνας μου: “Πώς να φέρομαι στους κομμουνιστές;” – εκείνος απάντησε χωρίς δισταγμό: “Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς”.
Τα λόγια του ήταν σαν έκκληση για υπομονή, και η μάνα μου τα θυμόταν στις δύσκολες ημέρες της ζωής της». Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ήταν πολύ πνευματώδης άνθρωπος. Συμπληρώνοντας ένα ερωτηματολόγιο, στο ερώτημα «Ποιό κόμμα υποστηρίζετε;», απάντησε: «του Λαού», και στο ερώτημα: «Τί μόρφωση έχετε;», έγραψε: «Μέση: τελείωσα εκκλησιαστικό σχολείο στο Κίεβο».
Στα τέλη του 1925 όλοι οι ξένοι υπήκοοι που διέμεναν στο έδαφος της ΑΣΣΔ της Κριμαίας, κλήθηκαν από τις σοβιετικές αρχές να υπογράψουν αποδείξεις για το ότι δεν μπορούν «να είναι μέλη θρησκευτικών συλλόγων», «να είναι επικεφαλής θρησκευτικών οργανώσεων κάθε είδους», «να εκφωνούν κηρύγματα και ομιλίες σε ναούς, σε δημόσιες θρησκευτικές συναθροίσεις».
Ωστόσο, ούτε το 1925 ούτε το 1926, αυτή η οδηγία δεν εφαρμόστηκε ούτε από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας), ούτε από τους Έλληνες με ξένη υπηκοότητα, οι οποίοι αρνούνταν να δίνουν τέτοιες αποδείξεις.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1927 η Πανενωσιακή Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της ΡΣΟΣΔ εξέδωσε την εγκύκλιο υπ’ αριθ. 78/C «Περί απαγόρευσης σε αλλοδαπούς υπηκόους διαμένοντες στην ΕΣΣΔ, να ασχολούνται με θρησκευτική προπαγάνδα», υπογεγραμμένη από τον «Πανενωσιακό Δημογέροντα» M.I. Καλίνιν.
Η εγκεκριμένη από τις σοβιετικές αρχές απόφαση να απαγορευτεί η διεξαγωγή θρησκευτικής προπαγάνδας από ξένους υπηκόους έθεσε σε κίνδυνο τις δραστηριότητες των ελληνικών κοινοτήτων στην Κριμαία, πρώτα απ’ όλα στη Σεβαστούπολη, στη Γιάλτα, στη Συμφερούπολη, στην Ευπατορία και στο Κερτς. Σε σχέση με την απαίτηση από τις 28 Ιουλίου 1927 του διοικητικού τμήματος της Περιφέρειας Σεβαστούπολης, να παραχωρήσουν όλοι οι υπήκοοι ξένων κρατών, κατοικούντες στο έδαφος της Σεβαστούπολης και της γύρω περιοχής, μια γραπτή υποχρέωση για το ότι δεν έχουν δικαίωμα να είναι μέλη θρησκευτικών οργανώσεων, το φθινόπωρο του ίδιου έτους στην Περιφερειακή Εκτελεστική Επιτροπή της Σεβαστούπολης απευθύνθηκε η θρησκευτική κοινότητα του ελληνικού ναού των Τριών Ιεραρχών, ζητώντας να ανασταλεί η εκπλήρωση των απαιτήσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής της πόλης της Σεβαστούπολης.
Τον Αύγουστο του 1927 ο Αρχιερατικός Επίτροπος των ελληνικών εκκλησιών και ενοριών της ΑΣΣΔ της Κριμαίας Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας, εξ ονόματος όλων των ελληνικών θρησκευτικών κοινοτήτων, απεύθυνε στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας μια αίτηση, στην οποία εξέφρασε τους φόβους του για το ότι η απαγόρευση διεξαγωγής θρησκευτικής λατρείας από ιερείς-ξένους υπηκόους θα οδηγούσε στη διάλυση των θρησκευτικών κοινοτήτων, ενώ η παραχώρηση γραπτών υποχρεώσεων από ενορίτες-ξένους υπηκόους θα συνεπέφερε την εξάλειψη όλων των ενοριών της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας. Μεταξύ άλλων, τόνιζε στην αίτησή του, ότι πολλοί από τους Έλληνες-ξένους υπηκόους «ζουν εδώ αρκετό καιρό, πολλοί από αυτούς έχουν γεννηθεί εδώ και βλέπουν με σεβασμό την Σοβιετική εξουσία».
Με βάση τα παραπάνω ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ζητούσε από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας να ακυρωθούν οι εντολές σχετικά με την παραχώρηση γραπτών υποχρεώσεων, που απαγόρευαν τη διεξαγωγή θρησκευτικών δραστηριοτήτων σε ξένους υπηκόους.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την αίτηση του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου, στο διοικητικό τμήμα της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Κριμαίας έφθασαν πληροφορίες από τον πρόεδρο της Περιφερειακής Εκτελεστικής Επιτροπής της Σεβαστούπολης σύντροφο Γκουμπάνοφ για το ότι η εφαρμογή της εγκυκλίου της Πανενωσιακής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της ΡΣΟΣΔ υπ’ αριθ. 78/C από τις 28 Φεβρουαρίου 1927 «βάζει σε δύσκολη θέση όχι μόνο τους πιστούς, αλλά και τις τοπικές αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να την τηρούν αυστηρά».
Σύμφωνα με τον Γκουμπάνοφ, η αυστηρή τήρηση όλων των απαιτήσεων της εγκυκλίου συνεπαγόταν «όχι μόνο την διάλυση της ελληνικής θρησκευτικής κοινότητας», αλλά και προκαλούσε την «σοβαρή δυσαρέσκεια για την δράση των σοβιετικών αρχών» ενός ορισμένου μέρους του πληθυσμού της πόλης.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1927 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας απέστειλε μια αίτηση στη Μόσχα, αλλά για κάποιο λόγο όχι στο όνομα του εκπροσώπου του Πατριάρχη Αλεξανδρείας στην ΕΣΣΔ Αρχιμανδρίτη Παύλου, ζητώντας θετική απόφαση στο θέμα του διορισμού στην Κριμαία ενός Έξαρχου. Η επιθυμία να μεταβεί υπό την εξουσία της Αλεξανδρινής Εκκλησίας προκλήθηκε πιθανώς από την παθητική στάση που κρατούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο δεν ήθελε να περιπλέξει τις σχέσεις του με το κράτος των Μπολσεβίκων, και θεωρούσε ότι το ζήτημα της υπηκοότητας των Ελλήνων της Κριμαίας δεν ήταν πνευματικό, αλλά κοσμικό.
Ταυτόχρονα οι Έλληνες πιστοί, με την ευλογία του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Βούκουνα, απεύθυναν μια επιστολή στον πρέσβη της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ΕΣΣΔ, όπου περιέγραψαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, και εξέφρασαν το αίτημα για την προστασία των συμφερόντων τους στην Κριμαία.
Στις 13 Οκτωβρίου 1927 ο πρέσβης της Ελλάδας υπέβαλε μια επερώτηση στο Λαϊκό Κομισαριάτο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ, για την οποία την επόμενη ημέρα έδωσε διευκρινίσεις ο Αναπληρωτής Λαϊκός Κομισάριος Μ.Μ. Λιτβίνοφ.
Τα αντίγραφα της ρηματικής διακοίνωσης, που υπογράφτηκε από τον Λιτβίνοφ και παραχωρήθηκε από τον πρέσβη στη διάθεση των ελληνικών θρησκευτικών κοινοτήτων, βοήθησαν να αποφευχθεί η επαπειλούμενη διάλυσή τους.
Η προσπάθεια των σοβιετικών αρχών να διεξαγάγουν, κατά τα έτη 1925 – 1928, μια γρήγορη εκστρατεία για την εξάλειψη των ελληνικών θρησκευτικών κοινοτήτων στην Κριμαία, απέτυχε.
Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η έντονη δράση των Ελλήνων πιστών της Σεβαστούπολης με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα.
Ωστόσο, η δύσκολη κατάσταση για τους ιερείς-αλλοδαπούς υπηκόους, που δημιουργήθηκε στη Σοβιετική Ένωση, τους εξανάγκαζε να εγκαταλείπουν την Κριμαία.
Οι πρώτοι που άνοιξαν αυτή τη «μαύρη λίστα», ήταν ο Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Ταϊγανίδης, ο πρωθιερέας Γρηγόριος Παπαδόπουλος, ο ιερέας Κωνσταντίνος Μαυροματίδης.
Εγκατέλειψε την Κριμαία και ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα των συγχρόνων του, την παραμονή της αναχώρησής του, κατά τη διάρκεια μερικών ημερών, «πήγαινε στις ελληνικές οικογένειες, ειδικά στις φτωχές, μοίραζε θρησκευτικά βιβλία, και σε εκείνους που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη – μικρά χρηματικά ποσά, δηλαδή, εκείνα τα ολίγα που μπόρεσε να μαζέψει, για να συντηρήσει τον εαυτό του με κάποιον τρόπο στα γηρατειά».
Όλοι οι ενορίτες της ελληνικής εκκλησίας των Τριών Ιεραρχών στη Σεβαστούπολη ήρθαν στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν τον εφημέριό τους.
Το 1927 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος επέστρεψε στην πατρίδα του και προσελήφθη ως γραμματέας στην Ιερά Μητρόπολη Χίου. Σύντομα άρχισαν να γίνονται αισθητές οι στερήσεις, που είχε υποστεί στην Κριμαία από την εξουσία των Μπολσεβίκων, και οι ασθένειες.
Στις 5 Οκτωβρίου 1929, στο 57ο έτος της ζωής του, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας πέθανε αιφνιδίως, και ετάφη με τιμές στην ιδιαίτερη πατρίδα του – το χωριό Νένητα.
Του Ι.Β. Μοσχούρη

27 Δεκεμβρίου 2016

Το Θέμα Σικελίας και η Εξαρχία της Ραβένα


Το βυζαντινό κάστρο του Νικήτα ή του Αγίου Νικήτα του 11ου αι. στην Καλαβρία Ν Ιταλία είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα της υψηλής Μεσαίωνικής αρχιτεκτονικής των Ελλήνων στην Καλαβρία, καθώς και ένα από τα λίγα καλά διατηρημένα βυζαντινά τείχη στον κόσμο.
Το όνομα προέρχεται από αυτό του Αγίου Νικήτα, ή από τον Νικήτα Ωορύφα Β' αυτός ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος (ναύαρχος) ο οποίος έδρασε κατά τα μέσα του 9ου αιώνα.
Συγκρούστηκε επανειλημμένα με αραβικές ναυτικές δυνάμεις.
Χάρη στις επιτυχίες του τιμήθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ με τον τίτλο του Επάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Επί Βασιλείου Α΄ ανήλθε στο αξίωμα του δρουγγαρίου του πλωίμου και ανακηρύχθηκε πατρίκιος. Την περίοδο αυτή του ανατέθηκαν μια σειρά από επιθέσεις εναντίον των θέσεων των Αράβων στη Δύση.
Σε συνεργασία με τον Λουδοβίκο Ε΄ της Γαλλίας ανέλαβε να εκκαθαρίσει την Αδριατική από τη δράση των Αράβων πειρατών και να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία.
Κορυφαία στιγμή στη σταδιοδρομία του ήταν η συντριπτική νίκη του επί των ενωμένων στόλων των εμιράτων της Ταρσού και της Κρήτης, υπό τον εξωμότη Φώτιο .
Το κάστρο είναι ένα από τα λίγα βυζαντινά οχυρωματικά έργα και υποβάλλονται στο έργο της αναστήλωσης και αποκατάστασης.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΜΕΓ. ΕΛΛΑΔΑ
Το Θέμα Σικελίας ήταν θέμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Ελλήνων το οποίο δημιουργήθηκε μεταξύ του

22 Νοεμβρίου 2016

Πατριά Γρηγοράκη (ιστορικά στοιχεία)

Καπετανίες της Μάνης.... (απόσπασμα)
ο κάστρο του Αντώνμπεη Γρηγοράκη στον Αγερανό της Ανατολικής Μάνης
Η καπετανία της Ανατολικής Μάνης, που παραχωρήθηκε αρχικά στον Αντώνιο Καβαλιεράκη Φωκά,
δεν είναι γνωστό μέχρι πότε έμεινε αδιαίρετη στην οικογένειά του.
Περιλάμβανε την επαρχία Φωκά, Τρυγονά, Κολοκυνθίου και Λάγιας, δηλαδή τα χωριά Βαχό, Καρυούπολη*, (την παλιά Καρυούπολη) Τσεροβά, και όλη την Ανατολική Μάνη από το Σκουτάρι και νοτιότερα.
Να σημειωθεί ότι η επαρχία Μαλεβρίου και η περιοχή Αγερανού-Γυθείου ήταν τότε έρημες  κατοίκων.
Ο εποικισμός τους από Μανιάτες έγινε αργότερα.
Καπετάνιος της Ανατολικής Μάνης ορίστηκε ο μεγαλογεννήτης Αντωνάκης Καβαλιεράκης-Φωκάς, ο οποίος κατοικούσε στην Καρυούπολη* (την Παλιά Καρυούπολη, εντοιχισμένη χρονολογία ανέγερσις οικίας Καβαλιερακη στην νέα Καρυούπολη είναι το 1749) της επαρχίας Φωκά ή Φουκά και στο σπίτι του έγινε η συνάντηση των καπετάνιων της Μάνης, κατά την οποία αποφασίστηκε η συνδιαλλαγή με τους Τούρκους.
Το 1718* οι τρεις καπετάνιοι Αντώνιος Καβαλιεράκης Φωκάς, Ξανθός Γιατρός και Γιαννάκης Κουτήφαρης συναντήθηκαν στο μοναστήρι της Τίμιοβας, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Γιάννιτσα (Ελαιοχώριο) της Καλαμάτας, για να συζητήσουν τα προβλήματα του τόπου.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Ξανθός Γιατρός κάλεσε τον Γιαννάκη Κουτήφαρη, να φάνε μαζί ένα τσαμπί σταφύλι, που κρατούσε ο ίδιος.
Το τσαμπί όμως ήταν στο μισό του μέρος δηλητηριασμένο.
Ο Ξανθός έτρωγε από το καθαρό και ο Γιαννάκης από το φαρμακωμένο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να πεθάνει.
Το 1769 αναφέρεται ο καπετάν Μανώλης Καβαλιεράκης, αλλά μέρος της καπετανίας της Ανατολικής Μάνης έχουν και οι Γρηγοράκηδες.
Το 1750 βρίσκουμε καπετάνιο στο Σκουτάρι το Δημήτριο Γρηγοράκη, που δεν ζούσε στα Ορλωφικά και ήταν ο πατέρας του Τζανήμπεη Γρηγοράκη.
Ο Τζανήμπεης υπογραφόταν ως Καπετανάκης-Γρηγοράκης, που αποτελούσε τίτλο για τους απογόνους ενός καπετάνιου.
Ο ριμαδόρος της Μάνης Νικήτας Νηφάκης έγραψε για τον Τζανήμπεη-Τζανέτμπεη Γρηγοράκη τους ακόλουθους στίχους: “Το γένος το παππουδικόν λέγεται Γρηγοράκης και πατρική αξία του ήτον Καπετανάκης.”
Μετά το θάνατο του καπετάν Δημητρίου Γρηγοράκη ανέλαβε την καπετανία ο γιος του Γεώργιος, ο οποίος αναφέρεται το 1765 ως καπετάνιος και έχει υπογράψει και αυτός το έγγραφο του 1769 προς την αυτοκρατόρισσα Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας.
Το έγγραφο αυτό έχουν ακόμη υπογράψει ο Μιχαήλ Τρουπάκης, ο Πανάγος Χρηστέας καπετάνιος του Ζυγού (Πλάτσας) και ο Μανώλης Καβαλιεράκης, ο διάδοχος του Αντωνίου Καβαλιεράκη-Φωκά.
Οι Γρηγοράκηδες διακρίνονται σε δύο κλάδους, τους Γρηγοριάνους που είναι ο κλάδος του Τζανήμπεη και τους Κουτσογρηγοριάνους που είναι ο κλάδος του Αντώνμπεη Γρηγοράκη.

Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία Δ (1715-1821)
                                   
(θυμάμαι το χωρατό που λέγοταν από τους παλιότερους της οικογένειας, για τον ευφυέστατο μπαρμα τους, τον «μπαρμπα Γρηγόρη». ‘Όταν κάποια στιγμή βρέθηκε σε δύσκολή θέση, διπλωματικότατα ξέφυγε λέγοντας : «Τι μπέης και κουτσουμπέης μου λέτε, ο Γρηγόρης ο Παπαδόθωμας είμαι»)

 Η επέκταση των συνόρων της Μανης ...(απόσπασμα)                                  

Παλαιότερα τα σύνορα της Μάνης έφθαναν στα βορειοανατολικά μέχρι το Σκουτάρι, αλλά επεκτάθηκαν και έφθασαν μέχρι το Κακοσκάλι και τα Τρίνησα.
Πότε όμως ακριβώς έγινε η επέκταση, δεν είναι εξακριβωμένο με βεβαιότητα.
Μία τέτοια σημαντική επέκταση των συνόρων ήταν τότε αναγκαία, για να απορροφηθεί ένα μέρος του υπερπληθυσμού, που ασφυκτιούσε στη Μέσα Μάνη.
Στην κίνηση αυτή κύριο ρόλο διαδραμάτισε η οικογένεια Γρηγοράκη, με αποτέλεσμα ο κλάδος του Τζανήμπεη να εγκατασταθεί στο Μαυροβούνι και το Γύθειο και ο κλάδος του Αντώνμπεη, δηλαδή οι Κουτσογρηγοριάνοι, στο Βαθύ.
Εκτός από τους Γρηγοράκηδες πολλοί ακόμη Μανιάτες, που τους ακολούθησαν στην επιδρομή εναντίον των Τούρκων, κατέλαβαν και αυτοί κτήματα για να εγκατασταθούν στη νεοαποκτηθείσα περιοχή…..

Τη συνδέει δε με την υποχώρηση των Τούρκων μέχρι τα φρούρια του Πασσαβά και της Βαρδούνιας.
Το επεισόδιο του ανασκολοπισμού τού Εξαρχου Γρηγοράκη το συνδέει με υποχώρηση των Τούρκων μέχρι το Κακοσκάλι.
Δεν δεσμεύεται χρονολογικά για κανένα από τα επεισόδια.
Μόνο για τον ανασκολοπισμό γράφει ότι έγινε μετά την αναγόρευση του Τζανέτου Κουτούφαρη (1777) σε μπέη της Μάνης……..

Ο Τάκης Κανδηλώρος τοποθετεί το ίδιο περιστατικό, δηλαδή την επίθεση στο Σκουτάρι, σε άλλο χρόνο και το συνδέει με την επέκταση των συνόρων της Μάνης, κανείς όμως δεν μας δίνει αποδεικτικά στοιχεία του ισχυρισμού του:
“...Εξορμήσαντες λοιπόν περί το 1763 ο Μώρα Βαλεσής και οι Μπαρδουνιώται Τούρκοι επέπεσαν αιφνιδίως επί του Σκουτάρεως. Ο Γρηγοράκης εκάλεσε επειγόντως τους πλησιεστέρους Μανιάτας, συνήφθη δε εις την θέσιν Αγιοπήγαδα μάχη πεισματώδης, καθ’ ην έπεσαν εκατοντάδες Τούρκων, των λοιπών εκδιωχθέντων πέραν του Πασσαβά μέχρι Μπαρδούνιας. Τα πτώματα των φονευθέντων ερρίφθησαν εις τα φρέατα, άτινα έκτοτε ωνομάσθησαν βρωμοπήγαδα...”.
Εάν τα αναγραφόμενα από τον Κανδηλώρο πλησιάζουν την αλήθεια, τότε μπορούμε να υποθέσουμε, ότι οι αναφερόμενες ταραχές που δημιούργησε ο Κουτσογρηγόρης με τον Κουμουνδουράκη ήταν την ίδια χρονιά.
Ο Ανώνυμος υμνογράφος του Τζανήμπεη Γρηγοράκη ισχυρίζεται, ότι η επέκταση των συνόρων της Μάνης έγινε μετά τα Ορλωφικά και τον αφανισμό των Αλβανών (καλοκαίρι 1779), τότε που κλήθηκε ο Εξαρχος Γρηγοράκης με τη συνοδεία του στην Τριπολιτσά, το 1780, για να φιλοξενηθεί από τον Τούρκο Πασά.
Αντί όμως φιλοξενίας αυτόν μεν ανασκολόπισε (παλούκωσε) και τα μέλη της συνοδείας του εκρέμασε.
Του πολέμου εκδίκησης που ακολούθησε ήταν συνέπεια ο φόνος των Τούρκων του κάστρου του Πασσαβά και η επέκταση των συνόρων της Μάνης.
Στον ξεσηκωμό αυτό πήραν μέρος τα ξαδέλφια τού Εξαρχου, ο Δημητράκης κ.ά., που όπως αναφέρει ο Ανώνυμος ήταν ο πατέρας του Τζανήμπεη Γρηγοράκη.
Ο Δ. Αλεξανδράκος, γράφει:
“...Διά τον τραγικόν θάνατον του Εξαρχου, εξ απάντων των χωρίων της Μάνης, πλην δύο, πλήθος συγγενών και φίλων συνέρρευσαν εις την εν Σκουταρίω οικίαν Γρηγοράκη κατά το Πάσχα του 1780, και ενώ ήσαν έτοιμοι ν’ άρξωνται των μοιρολογίων, η μήτηρ του Εξαρχου, ως αρχαία Σπαρτιάτις ωμίλησεν εντόνως:
«ο Εξαρχος δεν έχει ανάγκην θρήνων και μοιρολογίων, αλλ’ εκδικήσεως».
Εκπληκτος η ομήγυρις ήκουσεν την δημηγορίαν διεπυνθάνετο πώς ηδύνατο να μεταβή και λάβη εκδίκησιν εν Τριπόλει τότε η ανδρεία γυνή διακόψασα, έδειξε διά του δακτύλου το απέναντι του Σκουταρίου κείμενον φρούριον του Πασσαβά, το υπό των Τούρκων τότε κατεχόμενον, και υπό εβδομήκοντα Οθωμανικών οικογενειών κατοικούμενον, παραχρήμα πάντες, νέοι και γέροντες, γυναίκες και παίδες ώρμησαν ως λέοντες και μετά πορείαν ολιγωτέραν των δύο ωρών κατέφθασαν, και το μεν φρούριον του Πασσαβά εξ εφόδου εκυρίευσαν, πάντας δε τους εν αυτώ επέρασαν εν στόματι μαχαίρας...”.

23 Αυγούστου 2016

Ο περίφημος Κροκεάτης λίθος (lapis lacedaemonius)

Μια φακοειδές σφραγίδα από τον μοναδικό στον κόσμο κροκεάτη λίθο (λατ. lapis lacedaemonius ) χαραγμένα με μορφή του «Μινώταυρου»: με το άνω μέρος ενός ταύρου και μια αίγα που συνδέεται με τα ανθρώπινα πόδια με τα πόδια δεξιά. Μία ιερή οκτώσχημος ασπίς ανάμεσα στα πόδια του Μινώταυρου 1450-1350 π.Χ. Κρήτη -Πύργος Ψιλόνερο -Βρετ .Μουσείο αρ. ευρ. 163345: Siegel CMS V 201
Ο Κροκεάτης λίθος υπήρξε ένα από τα κύρια προϊόντα εξαγωγής των Μυκηναίων.
Αγγεία και σφραγίδες και άλλα αντικείμενα από Κροκεάτη λίθο, καθώς ακατέργαστοι λίθοι βρέθηκαν στην ακρόπολη των Μυκηνών και στις ανασκαφές στο παλάτι του Βασιλιά Μίνωα στην Κνωσό της Κρήτης.
Ο Κροκεάτης λίθος γεωλογικά χαρακτηρίζεται ως σκουροπράσινος πορφυρίτης (porfido verde antico), διάστικτος από ανοιχτόχρωμους ορθογώνιους κρυστάλλους.
Είναι τα «ψηφιά» κατά τους αρχαίους «κρόκες», δηλαδή τα μικρά θαλασσινά χαλίκια, που έδωσαν το όνομα «Κροκεαί» και Κροκεάτης, το νεότερο τοπωνύμιο της περιοχής όπου βρίσκεται το πέτρωμα. Το σημαντικό όμως είναι, ότι κοιτάσματα κροκεάτη λίθου υπάρχουν μόνο στην περιοχή των Κροκεών, από το σημερινό χωριό μέχρι τη Στεφανιά στη θέση Ψηφί, όπου και τα αρχαία λατομεία.
Κροκεαί, -Κροκεάτης Λίθος. Όπως πηγαίνεις κάτω κατά την Θάλασσα προς το Γύθειο περνάς από ένα χωριό αποκαλούμενο Κροκεαί και ένα λατομείο. Δεν είναι ένα συμπαγές πέτρωμα , αλλά οι πέτρες που βρίθουν από αυτό είναι όπως τα χαλίκια ποταμών. Είναι δύσκολο να κατεργαστούν, αλλά  κατεργασμένες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον εξωραϊσμό ιερών ναών, και είναι ειδικά κατάλληλες για την διακόσμηση κολυμβητριών-λουτρών και κρηνών. Εδώ πριν από το χωριό στέκεται ένα μαρμάρινο ομοίωμα του Δία Κροκεάτη, και οι Διόσκουροι από χαλκό είναι στο λατομείο.- ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ 115 -180 μ.Χ Περιγραφή της Ελλάδας
Το ηφαιστειακό πέτρωμα που μοιάζει με ψηφιδωτό, παρά το ότι είναι πολύ δύσκολο να κατεργασθεί, ήταν περιζήτητο από τους Μυκηναίους για τη διακόσμηση των λουτρών και την κατασκευή αγγείων και σφραγίδων.
Σκεύος της μυκηναϊκής περιόδου από Κροκεάτη λίθο -Lapis lacedaemonius - βρέθηκε στο Ασπρόχωμα, Τάφος ΙΙΙ -1400-1300 π.Χ.-Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών

Χρησιμοποιήθηκε στα προϊστορικά χρόνια κυρίως για τη δημιουργία περίτεχνων αγγείων (κούπες, βάζα) και δακτυλιόλιθων (δακτυλόπετρες) με κομψές παραστάσεις, συνήθως ζώων.
Αντικείμενα από κροκεάτη λίθο βρέθηκαν στην ακρόπολη των Μυκηνών και στις ανασκαφές στο παλάτι του Βασιλιά Μίνωα στην Κνωσό της Κρήτης.
Ο 230 εκ ετών Κροκεάτης Λίθος, έχει και άλλα ονόματα που είναι ... PORFIDO verde antico- Lapis lacedaemonius -Lapis croceus - LapisTaygetas -Lapis Spartanus .
Η ομορφιά του λίθου όμως βρίσκετε στο εσωτερικό του.
Στην περιοχή βρίσκεις πολλές παραλλαγές του ιδίου πετρώματος και σχεδόν κάθε πέτρα κρύβει μέσα της και την δική της ξεχωριστή ομορφιά.
Το γεωλογικό όνομα που αποδίδει στον Κροκεάτη λίθο το τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης είναι: Ανδεσίτης "Ο ανδεσίτης είναι το αντίστοιχο έκχυτο του διορίτη.
Οι φαινοκρύσταλλοι είναι πλαγιόκλαστα και ένα ή δύο φεμικά, συνήθως πυρόξενος, λιγότερο κεροστίλβη και πιο σπάνια βιοτίτης.
Υπάρχει σε αρκετές θέσεις στον ελληνικό χώρο, στη Θράκη, Μακεδονία, νησιά Αιγαίου.
Ένας ιδιαίτερος τύπος ανδεσίτη είναι ο Κροκεάτης λίθος, που υπάρχει στις Κροκεές της Πελοποννήσου."
Μία φακοειδές σφραγίδα από πράσινο κροκεάτη λίθο χαραγμένη με μορφή υβριδική με το κεφάλι και μπροστινά πόδια της ως μια αίγα, και το ανεστραμμένο σώμα και τα πίσω πόδια ενός λιονταριού. 1450-1300π.Χ.
Ο Κροκεάτης λίθος ( Ένα είδος Πορφυρίτη ) αν και αρκετά δυσκατέργαστος χρησιμοποιούταν κατά την αρχαιότητα για την κατασκευή αγγείων και σφραγίδων και για την διακόσμηση κτιρίων λουτρών και τάφων.
Ο Ιστορικός συγγραφέας Φράνκ Φρόστ (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας )στο βιβλίο του (1971) «Ελληνική Κοινωνία» αναφέρει ότι ο Κροκεάτης λίθος υπήρξε ένα από τα κύρια προϊόντα εξαγωγής των Μυκηναίων.
Αγγεία και σφραγίδες και άλλα αντικείμενα από Κροκεάτη λίθο, καθώς και ακατέργαστος λίθος βρέθηκαν στην ακρόπολη των Μυκηνών και στις ανασκαφές στο παλάτι του Βασιλιά Μίνωα στην Κνωσό της Κρήτης. Βρετ. Μουσείο.
Κατά την αρχαιότητα, χρησιμοποιούταν ευρέως για την διακόσμηση κτιρίων, λουτρών και τάφων. Χαρακτηριστικό είναι ότι επιλέχθηκε για την διακόσμηση του απλού τάφου των τριακοσίων Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες.
Κροκεάτης Λίθος Μυκηναϊκή περίοδος ,Κροκεές Λακωνίας - Αρχ.Μουσείο Μυκηνών
Στα ρωμαϊκά χρόνια εξορυσσόταν πρώτιστα για οικοδομικό υλικό. Τα λατομεία κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Αδριανού, αποτελούν αυτοκρατορικό μονοπώλιο . Την παραγωγή και τη διακίνηση του κροκεάτη λίθου παρακολουθούσε ειδικός οικονόμος του αυτοκρατορικού οίκου.
Ο αρχαιολογικός χώρος των Ισθμίων από τα αριστερά με το ναό του Ποσειδώνα και δεξιά τα Κορινθιακά λουτρά της ρωμαϊκής περιόδου .-.Τα περίφημα λουτρά δίπλα στο ναό του Ποσειδώνα στην Κόρινθο είχαν διακοσμηθεί με Κροκεάτη λίθο....« Οι Κορίνθιοι έχουν λουτρά σε πολλά μέρη της πόλης, μερικά κατασκευάστηκαν με δημόσια δαπάνη και ένα από τον αυτοκράτορα Ανδριανό. Το ποιο φημισμένο από αυτά είναι κοντά στο ναό του Ποσειδώνα . Είναι φτιαγμένο από τον Σπαρτιάτη Ευρυκλίδη ο οποίος το διακόσμησε με διάφορα είδη πέτρας, και ειδικά αυτή που εξορύχθηκε από τις Κροκεές της Λακωνίας. Στα αριστερά της εισόδου είναι στημένος ένας Ποσειδώνας και μετά από αυτόν η Άρτεμις που κυνηγά. ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ 115 -180 μ.Χ Περιγραφή της Ελλάδας

Παράλληλα, εκείνη την περίοδο, κατασκευάζονται από τον Σπαρτιάτη Ευρυκλή τα περίφημα λουτρά της Κορίνθου, με χρήση του εν λόγω λίθου, τα οποία λέγεται ότι ήταν μεγαλοπρεπέστερα από τα λουτρά που έχτισε ο Αυτοκράτορας Αδριανός στην ίδια πόλη.


Τέλος, ο Παυσανίας (2ος αι. μ. Χ.) αναφέρει ότι στην είσοδο των Κροκεών υπήρχε άγαλμα του Δία από κροκεάτη λίθο. Γενικά πάντως, χρησιμοποιούνταν εκτεταμένα σε πολυτελείς κατασκευές και ιδίως στα λουτρά (δημόσια – οικιακά)με το σύστημα opus sectile.


Ο Ιούνιος Βάσσος σε παρέλαση τσίρκου, πίνακας Opus Sectile από την εκκλησία του Ιουνίου Βάσσου,331-350μ.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Palazzo Massimo Ρώμης
Opus Sectile (Καλλιτεχνική εργασία με πλακάκια) αναφέρεται σε μια τεχνική που αναπτύχθηκε επί Ρωμαϊκής εποχής, όπου έσχιζαν τα υλικά σε λεπτά πλακάκια, τα γυάλιζαν και τα έκοβαν ανάλογα με το σχέδιο, και τα τοποθετούνταν σε τοίχους και πατώματα για να κάνουν μια εικόνα ή ένα σχέδιο.
Τα συνηθισμένα υλικά ήταν τα μάρμαρα, μαργαριτάρια και το γυαλί.
Αντίθετα από την τεχνική των μωσαϊκών, όπου τα ομοιόμορφα-ταξινομημένα κομμάτια τοποθετούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαμορφώνουν ένα σχέδιο, τα πλακάκια ( Τεμάχια opus sectile ) είναι πολύ μεγαλύτερα και μπορούν να αποτελέσουν ένα μεγάλο μέρος του σχεδίου
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΟΥ ΥΛΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΥΜΦΕΣ, 
Διακοσμητικός πίνακας με την τεχνική Opus Sectile έργο από τεμάχια κροκεάτη λίθου Εδώ ο Ύλας και οι Νύμφες- όπου ο Ύλας απαγάγεται από ποτάμιες Νύμφες (Νεράϊδες) στη Μυσία, κατά την διάρκεια της Αργοναυτικής εκστρατείας.- Διακοσμητικός πίνακας από την εκκλησία του Ιουνίου Βάσσου 331-350 μ.Χ.).Eθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Palazzo Massimo - Ρώμη, Ιταλία
Ο σημερινός επισκέπτης στη Ρώμη θα μπορέσει εύκολα να διακρίνει Κροκεάτη λίθο σε Καλλιτεχνικούς διακοσμητικούς πίνακες ( Opus Sectile ) (έργο από τεμάχια ) στο Αρχαιολογικό Μουσείο Palazzo Massimo στις βασιλικές του Αγίου Πέτρου (κεντρική αυλή/ πλατεία κ.α.) και της Παναγίας Maggiore (Δάπεδο Cosmati, Cosmatesque) και άλλα αρχαία πολυτελή κτίρια.
Κροκεάτης υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στην πόλη Trevignano Romano κοντά στη Ρώμη όπου
βρίσκονται τα ερείπια των παλατιών του αυτοκράτορα Δομητιανού, καθώς και στα χαλάσματα της
αρχαίας Πομπηίας και την εκκλησία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία.
Το σημείο στέψης του Αυτοκράτορα όπως διατείνονται στο μουσείο -ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη με το «Ομφάλιον» και την περιμετρική αυτού διακόσμηση ,όπου στους περιμετρικούς κύκλους στέκονταν οι υπασπιστές του αυτοκράτορα και ένας κύκλος περιέχει και Κροκεάτη λίθο
Για την διακόσμηση κτιρίων και εκκλησιών χρησιμοποιήθηκε και κατά την Βυζαντινή περίοδο, όπως
στο ναό της Αγίας Σοφίας ( δάπεδο) στην Κωσταντινούπολη.
Κροκεάτης λίθος από τα δάπεδα της Αγίας Σοφίας 
στην Κωνσταντινούπολη
Περί το 1260 ο Βασιλιάς της Αγγλίας Χένρι ο 3ος Χρησιμοποίησε Κροκεάτη λίθο για την διακόσμηση του δαπέδου του Westminster Abbey καθεδρικού ναού της Αγγλικανικής εκκλησίας. Επίσης χρησιμοποιήθηκε και κατά την προ Οθωμανική περίοδο για την διακόσμηση Μουσουλμανικών κτιρίων στο Κάϊρο της Αιγύπτου.
Ο Κροκεάτης λίθος διαλέχτηκε τελευταία για την διακόσμηση του απλού τάφου των τριακοσίων
Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες.
Το δάπεδο με κροκεάτη λίθο του Westminster Abbey καθεδρικού ναού της Αγγλικανικής εκκλησίας που έφτιαξε ο Χένρι ο 3ος
Westminster Abbey .επισκευή του δαπέδου
Αντίθετα με την αρχαία εποχή η επεξεργασία του Κροκεάτη λίθου με σύγχρονα μηχανήματα είναι αρκετά εύκολη.
Κροκεάτης λίθος σε στύλους με Ιωνικό κιονόκρανο στο San Saba ed Ansano , στη Ρώμηαλλά και τα δάπεδα
Με μια χαμηλού κόστους επένδυση, με εφευρετικότητα και καλλιτεχνική φαντασία οι σημερινοί Κροκεάτες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν βιοτεχνικές επιχειρήσεις και να παράγουν υψηλής ποιότητας διακοσμητικά προϊόντα όπως: αγγεία, αγαλματίδια, μετάλλια αγώνων, ετικέτες γραφείων, χάντρες , κοσμήματα πλακάκια δαπέδου έπιπλα κ.α. για διάθεση στην Ελληνική και την διεθνή αγορά.
Κροκεάτης λίθος σε βάση κίονα στην εκκλησία San Saba ed Ansano , στη Ρώμη, από την περίοδο περίπου του 1205.
Λεπτομέρεια δαπέδου από την San Saba ed Ansano, στη Ρώμη, με κροκεάτη λίθο.

Οι Ρωμαίοι εξόρυξαν και πήραν μεγάλες ποσότητες λίθου ( Lapis Lacedaemonius όπως τους
αποκαλούσαν δηλαδή Λίθος των Λακεδαιμονίων, των Σπαρτιατών) τον οποίον χρησιμοποίησαν
κυρίως ως διακοσμητικό οικοδομικό υλικό σε προσόψεις και δάπεδα πολυτελών κτιρίων. Η μεταφορά του λίθου στα διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε, κατά πάσα πιθανότητα, μέσω του αρχαίου λιμανιού των Σπαρτιατών στην περιοχή Τρίνησα του δήμου Κροκεών.
Η τοπική παράδοση λέγει ότι οι πέτρες μεταφέρθηκαν από το Ψηφί έως τα Τρίνησα από χέρι σε χέρι από μια στρατιά δούλων εργατών. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι περπατώντας την ίδια διαδρομή σήμερα βλέπεις αρκετές πέτρες, σπαρμένες εδώ και κει, από αυτές που έπεφταν από τα χέρια των εργατών.
Ο αυτοκράτορας Δομιτιανός τον χρησιμοποίησε για την διακόσμηση του παλατιού του, τα ερείπια του οποίου βρίσκονται στην πόλη Trevignano Romano κοντά στη Ρώμη.
Ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική σχεδιαστική αναπαράσταση -Το «τρίκλινον» του παλατιού του Δομιτιανού στην Ρώμη Παλατίνα

Δύο δείγματα από το παλάτι του αυτοκράτορα Διομιτιανού που περιέχουν κροκεάτη λίθο

Κομμάτια του πετρώματος συναντά κανείς και στο Βατικανό.
Ο σημερινός επισκέπτης στη Ρώμη θα μπορέσει εύκολα να διακρίνει κροκεάτη λίθο σε καλλιτεχνικούς διακοσμητικούς πίνακες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Palazzo Massimo, στις βασιλικές του Αγίου Πέτρου και της Santa Maria Maggiore, καθώς και σε άλλα πολυτελή κτίρια. 
            Κροκεάτης λίθος στο Βατικανό

Μερικές εκκλησίες της Ρώμης είναι διακοσμημένα με "cosmatesche" όπως αποκαλούνται αυτές οι διακοσμήσεις στην Ιταλική αλλά και παντού, όπου λαμπρές οικογένειες του δωδέκατου και δέκατου τρίτου αιώνα χρησιμοποίησαν την τεχνική αυτή στην τέχνη τους για να δημιουργήσουν μια σειρά από συνθέσεις, διάσπαρτες στις εκκλησίες της πόλης
Κροκεάτης σε εκκλησία σε διάκοσμο δαπέδου στην Ρώμη
Η ονομασία Cosmati , ((Δάπεδο Cosmati, Cosmatesque) καθιερώθηκε λόγω της συχνής εμφάνισης του ονόματος Κοσμάς, που από τα εργαστήρια τους είχαν παραδοθεί από γενιά σε γενιά τα μυστικά του ψηφιδωτού και οι πιο ευφάνταστες εφαρμογές του σε δάπεδα, μοναστήρια, και στην επίπλωση των εκκλησιών.
Εκκλησία Παναγίας Μεγαλόχαρης Χτισμένη περί το 432 μ.Χ. Ρώμη, Ιταλία ,με Ιωνικούς κίονες και ψηφιδωτά σχέδια στα δάπεδα .
Εκκλησία Παναγίας Μεγαλόχαρης432 μ.Χ. Ρώμη, Ιταλία.Λεπτομέρεια δαπέδου -Φωτ Γ. Αλεποχωρίτης 2001
Εκκλησία Παναγίας Μεγαλόχαρης 432 μ.Χ. Ρώμη, Ιταλία.Λεπτομέρεια δαπέδου -Φωτ Γ. Αλεποχωρίτης 2001
Εκκλησία Παναγίας Μεγαλόχαρης (Santa Maria Maggiore, ) 432 μ.Χ. Ρώμη, Ιταλία Τα πράσινα στοιχεία είναι κυρίως κροκεάτης λίθος
Δάπεδο του Αγ.Μάρκου στην Βενετία
Διάκοσμος στην εκκλησία του Αγ. Μάρκου στην Βενετία με Κροκεάτη λίθο
Λεπτομέρεια από δάπεδο του Αγ. Μάρκου στην Βενετία με Κροκεάτη λίθο
Τμήμα δαπέδου με Κροκεάτη λίθο από την Έπαυλη (Βίλα) του Αυτοκράτορα Ανδριανού κοντά στην Ρώμη, κατασκευασμένη στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ
Τμήμα δαπέδου από τις μικρές θέρμες με Κροκεάτη λίθο από την Έπαυλη (Βίλα) του Αυτοκράτορα Ανδριανού κοντά στην Ρώμη, κατασκευασμένη στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ
Θέρμες Taurine στην περιοχή του Λάτσιο Ρώμη Ιταλία Κροκεάτης λίθος σε διάκοσμο
Δάπεδο του καθεδρικού ναού του Spoletium Σπολέτο κεντρική Ιταλική 
Υπό τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το Σπολέτο ανακτά το κύρος του, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται συχνά σε ιστορικά ντοκουμέντα.
Ο Μαρτιάλης αναφέρεται στο κρασί της περιοχής, ενώ ο Αιμιλιανός -ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τους πολεμιστές του στη Μοισία- σφαγιάστηκε εκεί μετά την επιστροφή του το 253 μ.Χ., έχοντας βασιλέψει μόλις δυο με τρεις μήνες.
Διατάγματα του Μέγα Κωνσταντίνου (326) και του Ιουλιανού (362) φέρονται να προέρχονται από το Σπολέτο, το οποίο αργότερα αποτέλεσε σπουδαίο οχυρό κατά των Βανδάλων και Γότθων εισβολέων. Τα τείχη του πάντως κατέπεσαν υπό την εισβολή του Τορτίλα.
Εύρημα από το σπήλαιο "Αλεπότρυπα'- Κροκεάτης λίθος Η νεολιθική κοινότητα στο Διρό αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της Νεότερης και της Τελικής Νεολιθικής περιόδου (4800-3200 π,Χ.). Η ζωή της κοινότητας διακόπηκε απότομα γύρω στα 3200 π.Χ. από ισχυρό σεισμό που είχε ως αποτέλεσμα να φράξει η είσοδος του σπηλαίου.
Οι εγκλωβισμένοι στο σπήλαιο πέθαναν από την πείνα, ενώ όσοι βρέθηκαν στο ύπαιθρο, εγκατέλειψαν την περιοχή γιατί στερήθηκαν το πόσιμο νερό.
Κροκεάτης λίθος σε σφραγιδόλιθο του 1400- 1050 π.Χ.
ΜΕ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ :
www.krokeai.com
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ | ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ - ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
http://www.krokeai.com/Krokeatis_Lithos_Lacedaemonius.htm
Δημήτρης Κατσέτος, Ρότσεστερ Νέας Υόρκης Η.Π.Α
http://www.notospress.gr
news.bbc.co.uk
www.mani.org.
ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΟΝΑ


ellinondiktyo.blogspot.gr