16 Ιουλίου 2023

Τα νέα αρχαιολογικά δεδομένα στην περιοχή της Λάς (Αποκλειστικό)

Αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο του έργου «βελτίωση της οδού Γύθειο-Αρεόπολη-Γερολιμένας κατά τμήματα»


Από την
ΜΑΡΙΑ ΤΣΟΥΛΗ δ.Φ.
Προϊστάμενη Τμήματος ΠΚΑΧΜΑΕΜ της ΕΦΑΛΑΚ

Απόσπασμα από την δημοσίευση στο «Περιοδικόν σύγγραμμα της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών (Τόμος εικοστός δεύτερος σελίδα 551 έως 558)

.....Ας περάσουμε τώρα στις αρχαιότητες στην νοτιοδυτική κλιτύ του λόφου Καλάμια, παρά τον κεντρικό άξονα πρόσβασής από την ανατολική στην δυτική ακτή τής Μάνης, στο σημείο όπου η Ε.Ο. Γυθείου-Αρεόπολης διασταυρώνεται με δευτερεύουσα οδό πρός το επίνειο του αρχαίου οικισμού τής Λάς, παρά τον σύγχρονο οικισμό Βαθύ(εικ 10).Τα επιφανή ταφικά μνημεία που εντοπίστηκαν εδώ είχαν ιδρυθεί στο επίπεδο τής οδού αυτής, η οποία ακολουθεί την πορεία των φυσικών περασμάτων που πρέπει να χρησιμοποιούνταν και κατά την αρχαιότητα.
Η έως σήμερα ανασκαφική διερεύνηση του λόφου, στην ευρύτερη περιοχή του οποίου έχουν κατά τον προηγούμενο αιώνα έλθει στο φως αρχαιότητες των πρώιμων κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων, κατέδειξε ότι αυτός χρησιμοποιήθηκε για την ίδρυση τάφων, μνημειακής η ευτελέστερης κατασκευής, κατά τούς προϊστορικούς χρόνους, την 1η προχριστιανική χιλιετία και τούς ρωμαϊκούς χρόνους. Οι εργασίες στη Χ.Θ. 1+993 έφεραν στο φως ένα ταφικό μνημειακό σύνολο (εικ 11,12)
αποτελούμενο από έναν τοίχο (Τχ2) αναλημματικού-μνημειακού χαρακτήρα και το καθ’ αυτό ταφικό μνημείο αμέσως χαμηλότερα. Ο ισχυρός αναλημματικός τοίχος (Τχ2) είχε μήκος 3,92 μ. Β/ΒΑ-Ν/ΝΔ διεύθυνσης και αποτελείτο από μονή σειρά μεγάλων εργασμένων ασβεστόλιθων σχηματίζει μέτωπο μόνο προς τα δυτικά, προς τον δρόμο Γύθειο-Αρεόπολη και την διασταύρωση για Βαθύ. Ο τοίχος Τχ2 προστάτευε και αναδείκνυε μικρό, αψιδωτής/πεταλόσχημης κάτοψης ταφικό μνημείο, διαστάσεων 1,45Χ1,80 μ., ογκόλιθο, κτιστό από μέσα με μικρούς, αδρά εργασμένους λίθους, για την τοποθέτηση του οποίου είχε κοπεί η πλαγιά του λόφου. 
Το ταφικο μνημείο καλυμενο κατα το αρχικό σταδιο της διερευνησης
Η κορυφή τής αψίδας βρίσκεται προς ανατολάς, προς το εσωτερικό τού λόφου, ενώ προς δυσμάς σχηματίζεται το μέτωπο τής κατασκευής (Τχ1), ορατό από όποιον κινείται στο δρόμο και την διασταύρωση προς το Βαθύ. Η απόσταση από την κορυφή της αψίδας έως το μέτωπο (Α-Δ) είναι 1,45 μ., ενώ το μήκος του μετώπου (Β-Ν) 1,8 μ. Ο Τχ1 σχηματίζει επιμελημένο άνοιγμα-είσοδο με εκατέρωθεν παραστάδες, εκ των οποίων η βόρεια είναι στενότερη, αποτελούμενη από μεγάλο κατακόρυφο ασβεστόλιθο (πλάτους 0,3μ. περίπου), ενώ νότια είναι πλατύτερη (1 μ. περίπου), αποτελούμενη από δύο στρώσεις λίθων. Το άνοιγμα πλάτους 0,5 μ., φέρει κατώφλι από πλακοειδή ασβεστόλιθο, ενώ ήταν σφραγισμένο από δύο στρώσεις πλακοειδών λίθων σε βάθος τεσσάρων σειρών. Η επιμελημένη αυτή διάταξη σφράγιζε το στόμιο του ταφικού πίθου (Α1) σε οριζόντια θέση και Δ/ΝΔ-Α/ΒΑ κατεύθυνση, με το μέτωπο προς Δ/ΝΔ (προς την διασταύρωση). Το αγγείο είχε τοποθετηθεί εντός καθαρού φερτού ερυθρωπού/καστανέρυθρου χώματος, πάχους 0,005 μ. κάτω από το αγγείο και έως 0,2 μ. πάνω από αυτό. Ο ώμος του στηριζόταν από πέντε μικρούς λίθους σε τοξωτή διάταξη, με κορυφή προς Δ και το στόμιο από ομόκεντρο τόξο τεσσάρων μέσων λίθων, με κορυφή την πλάκα του κατωφλιού. 
Το ταφικό αγγείο ήταν τοποθετημένο έκκεντρα, στο Β πέρας του καθ’ εαυτό ταφικού μνημείου, και το ήμισυ σχεδόν της γάστρας που δεν καλυπτόταν από τούς λίθους του. Περιείχε καθαρό, καστανό, ποώδες χώμα και ελάχιστη κεραμική, περιλαμβανομένου θραύσματος έξω νεύοντος χείλους χειροποίητου μελανού στιλβωτού αγγείου. Ελάχιστα οστάρια πλησίον του πυθμένα ανήκουν πιθανότατα στον παιδικό η βρεφικό ενταφιασμό που περιείχε. Το νότιο και μεγαλύτερο τμήμα του ταφικού μνημείου αποτελείτο από επάλληλες στρώσεις λίθων, οι οποίες σχηματίζουν με εκφορικό τρόπο την κάλυψη νότια και δυτικά του ταφικού αγγείου, με τέτοιο τρόπο ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι θολοειδές και τυμβοειδές. Οι λίθοι του τύμβου παρέμεναν ακάλυπτοι από χώμα. Η χρονολόγηση του μνημειακού αυτού ταφικού συνόλου μπορεί να διατυπωθεί με επιφύλαξη. Τα όστρακα μελανών στιλβωτών χειροποίητων αγγείων στη επίχωση πέριξ αυτού, το σχήμα του ταφικού αγγείου (εικ 13) 
και τα μορφολογικά στοιχεία του ταφικού κτίσματος παραπέμπουν είτε στην ύστερη Μεσοελλαδική Περίοδο είτε στη μετάβαση της 2ης προς την 1η χιλιετία π.χ.
Στην ΧΘ 1+959 ανεσκαφή Πι-σχημο ταφικό μνημείο των ώριμων κλασικών χρόνων (εικ 14,15),
εξωτερικών διαστάσεων 3,38μ. (Β-Ν)χ2,85 μ. (Α-Δ), με μέτωπο προς την αρχαία οδό(προς τα δυτικά). Κατά την ανασκαφική έρευνα διαπιστώθηκε ότι το μνημείο είχε συληθεί, ήδη από την αρχαιότητα, ενώ υπάρχουν στοιχεία για μεταγενέστερες επεμβάσεις και για την επαναχρησή του. Σώζονται δύο στρώσεις πωρολιθικών (από κογχυλιατη) λιθοπλίνθων, εκ των οποίων η κατώτερη αποτελείται από μεγαλύτερων διαστάσεων τεμάχια λίθου, μήκους έως 1,95 μ., και εξέχει ελαφρά από την ανώτερη. 
Το Π-σχημο ταφικό μνημείο καλυμένο
Οι δύο σωζόμενοι λιθοπλίνθοι της ανώτερης στρώσης συνδέονται με μολύβδινο σύνδεσμο σχήματος Ζ. Εντορμία συνδέσμου διακρίνεται και στην άλλη πλευρά του ιδίου λιθοπλίνθου, ενώ τεμάχια μολύβδινων συνδέσμων συλλέχθηκαν από το εσωτερικό του μνημείου (Μ2). 
Να σημειωθεί ότι στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου, χρησιμοποιημένες ε δεύτερη χρήση σε υστερότερες ταφές (λακκκοειδείς και καλυβίτες τάφοι του 2ου -4ου αι.μ.χ.), εχουν εντοπισθεί λεπτές και καλά δουλεμένες πλάκες ασβεστόλιθου καλής ποιότητας, που πιθανολογείται ότι προέρχονται από την ανοδομή του συγκεκριμένου ταφικού κτίσματος. 
Οι τάφοι του μνημείου ήταν τοποθετημένοι σε διεύθυνση Α-Δ. Ο βόρειος (και αρχικώς εντοπισθείς) τάφος είναι μονοκόμματη, ορθογώνια παραλληλεπίπεδη ταφική θήκη από κοχλυάτη λίθο, διαστάσεων 2,23Χ0,80 μ. (εικ 16α,16β). 
Ο τάφος βρέθηκε μερικώς αναμοχλευμένος και συλημένος, ενώ κατά χώραν σώθηκαν μόνο οι δύο ανατολικές καλυπτήριες λιθοπλίνθοι. Επί της ανατολικότερης εξ αυτών υπήρχε περιορισμένη ανακομιδή οστων, μαζί με ληκυθίσκη (Α1) (εικ.19). 
Οι υπόλοιπες λιθοπλίνθοι είναι πιθανόν να αφαιρέθηκαν από τούς τυμβωρύχους, από τούς οποίους διέφυγε ένα μικρός (δ.0,01μ) αργυρός οβολός Σικυώνας με παράσταση περιστεριού σε προσγείωση στον εμπροσθότυπο και περιστεριού εν πτήση στον οπισθότυπο (εικ. 19). Η χρονολόγηση κοπής του νομίσματος τοποθετείται στα 360-340/330 π.χ., προσδιορίζοντας και την περίοδο χρήσης του ταφικού κτίσματος. Στον πυθμένα της ταφικής θήκης είχε διαφύγει της σύλησης πρωτογενής εκτάδην ενταφιασμός ενηλίκου με το κρανίο προς ανατολάς, κτερισμένος με τροχήλατο λύχνο (Κ2α, χρονολογούμενο στο β΄ μισό 4ου -α μισό 3ου αι. π.χ.) και σιδερένια στλεγγίδα (Μ40 (εικ 17). Στα πόδια και το άνω τμήμα της πρωτογενούς ταφής υπήρχαν οστά ανακομιδών. Η τάφρος της σύλησης διαπιστώθηκε αμέσως δυτικά της βόρειας ταφικής θήκης και στο ανατολικό τεταρτημόριο του ταφικού μνημείου. Από εδώ προέρχεται σιδηρός οβελός (Μ3) και σιδηρός αετός (Μ1) με ανεπτυγμένα φτερά, που κρατά στα νύχια του κεραυνό, επίθημα ξύλινου η δερμάτινου αντικειμένου (εικ 18). Περαιτέρω διερεύνηση του νοτίου τμήματος του τάφου απέδωσε δεύτερη ορθογώνια παραλληλεπίπεδη ταφική θήκη από κογχλυάτη λίθο (Τάφος 2). Επίσης μονοκόμματη, που όμως ήταν σκοπίμως και πλήρως καταθραυσμένη (εικ 14,15).Ολόκληρο διατηρούταν μόνο το δάπεδο του τάφου εξωτερικών διαστάσεων 2,20 (σωζόμενο μήκος) Χ 0,82 μ) και τμηματικά κυρίως τα κατακόρυφα τοιχώματα στο βόρειο ήμισυ της ταφικής θήκης. Στο εσωτερικό τής ταφικής θήκης εντοπίσθηκαν αρκετά ανθρώπινα οστά, δυστυχώς τόσο αναμοχλευμένα που δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί κατά πόσον ανήκαν σε έναν μόνο η περισσότερα άτομα. Εντός τής ταφικής θήκης εντοπίσθηκαν επίσης ένα απότμημα ανάγλυφου με παράσταση ανθρώπινης μορφής σε φυσικό μέγεθος, φιλοτεχνημένο από εισηγμένο λευκό μάρμαρο, που θα είχε ιδρυθεί επί της ταφικής κατασκευής, και λίγα όστρακα άβαφών και μελαμβαφών αγγείων. Η διερεύνηση της θεμελίωσης του ταφικού κτίσματος οδήγησε στην αποκάλυψη τοιχίων θεμελίωσης στην βόρεια και την νότια πλευρά του, κατασκευασμένων από αργούς λίθους μεσαίων διαστάσεων, δομημένων εν ξηρώ. Για την θεμελίωση του κτίσματος ανοίχτηκε όρυγμα επί του φυσικού κροκαλοπαγούς εδάφους τής περιοχής, ενώ τα δύο τοιχία θεμελίωσης είχαν διαμορφωμένο μέτωπο μόνο εσωτερικά. Στην ανατολική πλευρά το κτίσμα ήταν κατ’ ουσίαν θεμελιωμένο επί του φυσικού, εξομαλυσμένου εδάφους. Ηπαρουσία θεμελίωσης στην δυτική πλευρά του μνημείου δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί, λόγω των έντονων αναμοχλεύσεων και τής παραβίασης του κτίσματος από τούς τυμβωρύχους από αυτήν ακριβώς την πλευρά. Στην δυτική πλευρά του κτίσματος διαπιστώθηκε μεταγενέστερη -της περιόδου της σύλησης- προσπάθεια επιδιόρθωσης, με κατασκευή πρόχειρης λιθοδομής από ξερολιθιά. Στον χώρο τής εξωτερικής νοτιοανατολικής γωνίας του μνημείου εντοπίσθηκε απότμημα από το κάτω τμήμα περίοπτου γλυπτού, φιλοτεχνημένου από εισηγμένο λευκό μάρμαρο, που πρέπει να είχε ιδρυθεί επί της ταφικής κατασκευής. Από την επίχωση του μνημείου συλλέχθηκαν επίσης ένα τμήμα πήλινου επιθήματος αγγείου, με ανάγλυφη απόδοση προσώπου ανδρικής μορφής με κλασικίζοντα χαρακτηριστικά (Κ1) (εικ 20.21,22), και θραύσματα δύο μεγάλων μελαμβαφών καλυκωτών κανθάρων με πώμα με οδοντωτό περιχείλωμα (ΣΓ 1376, ΣΓ 1381), 0 ένας με έκτυπα ωοειδή μοτίβα, του 4ου αιώνα π.χ., ο έτερος πιθανόν λίγο υστερότερος. 
Τα δύο αγγεία σχετικά ρηχό και πεπιεσμένο σώμα, όπως τα πρωιμότερα αττικά πήλινα παραδείγματα υψίποδων κανθάρων του β΄ μισού του 4ου αιώνα π.χ., εξαρτώμενα βέβαια από ανάλογα παραδείγματα της μεταλλοτεχνίας. Τα αγγεία αυτά συνιστούν δύο από τα πρωιμότερα τεκμήρια μιας ταφικής πρακτικής που προσιδιάζει στην Λακωνία, κυρίως από τον 3ο αιώνα π.χ. και καθ’ όλη την διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων.
Το Πι-σχημο ταφικό μνημείο στο Βαθύ ακολουθεί ένα σχήμα ταφικού κτίσματος που πρωτοεισάγεται στην Αθήνα και στις αθηναϊκές κληρουχίες κατά των 5ο αιώνα π.χ., κατά τον 4ο αιώνα δε και ιδίως κατά τούς πρώιμους και μέσους ελληνιστικούς χρόνους υιοθετείται σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως στην Ηλειακή Μάκιστο, στη Χαλκίδα, την Ερέτρια και την Αμάρυνθο στην Εύβοια, στην Αμβρακία και στα Ιωάννινα στη δυτική ηπειρωτική χώρα, για να αναφέρουμε ορισμένα μόνο από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το συγκεκριμένο εύρημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την ιστορία και την τοπογραφία τής αρχαίας πόλης Λάς, 
αλλά και ένα από τα ελάχιστα μνημειώδη ταφικά κτίσματα του 4ου προχριστιανικού αιώνα που έχει στην ευρύτερη περιοχή και στην ίδια την πόλη του Γυθείου. Η περίοπτη θέση ίδρυσης του ταφικού μνημείου, παρά τον κεντρικό άξονα πρόσβασης από την ανατολική στην δυτική ακτή της Μανης, οι διαστάσεις του και η μνημειακή κατασκευή του, το μαρμάρινο περίοπτο γλυπτό αλλά και το μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση ανθρώπινης μορφής σε φυσικό μέγεθος, που είχαν ιδρυθεί επι τής ταφικής κατασκευής, οι δύο λίθινες ταφικές θήκες, τα αξιόλογα ευρήματα που εντοπισθήκαν στο εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό του, τα οποία βέβαια αντιπροσωπεύουν όσα από τα αρχικά κτερίσματα διέφυγαν της σύλησης, το καθιστούν εξέχον μεταξύ των ταφικών μνημείων τής περιοχής και οδηγούν στην υπόθεση ότι ιδρύθηκε για να στεγάσει τον τελευταίο τόπο κατοικίας προσώπων της ανώτερης κοινωνικλα και οικονομικά τάξης. Τολμούμε μάλιστα να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η ύπαρξη αντικειμένων με ιδιότυπα εικονογραφικά συμφραζόμενα, όπως το σίδηρό επίθημα ξύλινου ή δερμάτινου αντικειμένου σε μορφή αετού με ανεπτυγμένα φτερά, που κρατά στα νύχια κεραυνό, υποδηλώνει ότι οι κάτοχοι του ταφικού μνημείου συνδέονταν άμεσα με την κορυφή τής στρατιωτικής και πολιτικής ιεραρχίας.
Για το μνημειώδες αυτό ταφικό κτίσμα και έπειτα από εισήγηση τής Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας και γνωμοδότηση του Τοπικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου Μνημείων Πελοποννήσου αποφασίστηκε η απόσπαση του μνημείου, λίθο προς λίθο, η διαμόρφωση κατάλληλου χώρου επί τού προς κατάργηση τμήματος της επαρχιακής οδού και επανατοποθέτηση και ανασύνθεση του μνημείου, ώστε αυτό να είναι ορατό και επισκέψιμο σε θέση εγγύτατα σε αυτήν στην οποία είχα ιδρυθεί κατά την αρχαιότητα. Επι πλέον προβλέπεται η τεκμηρίωση, με εποπτικό υλικό σε ενημερωτικές πινακίδες, τόσο του συγκεκριμένου μνημείου όσο και του συνόλου των αρχαιοτήτων που έχουν έρθει στο φως στο πλαίσιο του έργου πέριξ τού λόφου του Πασσαβα, και τού κόμβου προς το Βαθύ. Υπάρχει επίσης σχεδιασμός και διαμόρφωση χώρου στάσης και θέασης επισκεπτών, όπως και μικρής υπαίθριας έκθεσης των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών που ήρθαν στο φως στη ΧΘ 7+700. Μετά την ένταξη του έργου στην Νέα Προγραμματική Περίοδο, τον Δεκέμβριο του 2016, το έργο ανάδειξης του ταφικού κτίσματος βρίσκεται στη φάση υλοποίησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας....συντροφιά μας.