του ANTON POWELL
καθηγητή και προέδρου του τμήματος Κλασικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουαλίας (Αγγλία)
Ποια κοινότητα ήταν το σχολείο της κλασικής Ελλάδας;».
Ο κάθε μορφωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ξέρει: «Η Αθήνα, φυσικά».
Αλλά, και προς τιμήν τους, οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν τόσο σίγουροι.
Γνώριζαν κάποια άλλη ελληνική πόλη, πολύ μικρότερη, της οποίας η διάνοια επισκίαζε τα αθηναϊκά όνειρα.
Ο Περικλής έκανε ό,τι μπορούσε για να εξυψώσει την Αθήνα και να υποβαθμίσει τη Σπάρτη.
Ο Θουκυδίδης τον κατέγραψε να ισχυρίζεται, στον Επιτάφιο του το 431/30 π.Χ., ότι η Αθήνα παρείχε της Ελλάδος παίδευσιν.
Ήταν σίγουρο ότι ο Περικλής εννοούσε ότι η Αθήνα με τους φιλοσόφους της και τους περίπλοκα ομιλούντες δημόσιους άνδρες ήταν το σχολείο της Ελλάδας;
Χωρίς αμφιβολία θα είχε ευχαρίστως ισχυριστεί αυτό, αν ήταν η αλήθεια.
Αλλά δεν το κάνει.
Η Αθήνα, σύμφωνα μ' αυτόν, παρείχε όχι το εκπαιδευτικό πρότυπο στην Ελλάδα, αλλά έναεκπαιδευτικό πρότυπο (όχι την παίδευσιν αλλά απλά παίδευσιν).
Ο λόγος της περιοριστικής διατύπωσης του Περικλή είναι ότι η Σπάρτη επίσης χρησίμευε ως πρότυπο, και πιθανά πιο χαρισματικό.
Οι παίδες της Σπάρτης, αντίθετα με εκείνους της Αθήνας, μορφώνονταν συστηματικά από την πολιτεία.
Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη Σπάρτη, αργότερα παραδέχτηκε διστακτικά ότι τιμούσε τη Σπάρτη που δεν εμπιστευόταν την εκπαίδευση στη γονική επιλογή, δηλαδή στην τύχη.
Οι άλλοι Έλληνες, κατά κάποιο τρόπο, διαισθάνονταν ότι η επιτυχία των αραιοκατοικημένων, ανοχύρωτων χωριών οφειλόταν οε εκείνη την εκπαίδευση.
Όμως το πώς ακριβώς η εκπαίδευση επέτρεπε στη Σπάρτη να είναι η μοναδική υπερδύναμη της Ελλάδας ήταν για τους σύγχρονους σκεπτικιστές αντικείμενο αμφισβήτησης και μυστηρίου.
Ποιες ήταν αυτές, οι άξιες μίμησης, τεχνικές της Σπάρτης;
Η Σπάρτη χαιρόταν που έμενε μυστήριο.
Οι ικανότητες της θα παρέμεναν κρυφές.
Δεν είχε καμιά επιθυμία να γίνει ο δάσκαλος της Ελλάδας, αν μπορούσε να το αποφύγει. Μαθαίνουμε για ένα Σπαρτιάτη Βασιλιά, τον Αγησίλαο, που επικρίνεται από ένα συμπολίτη του οτι πολεμάει πολύ συχνά εναντίον των Θηβών και έτσι «δίδασκε τους Θηβαίους πώς να πολεμούν». Ακόμη και το γεγονός της σπαρτιατικής διάνοιας έπρεπε να μείνει κρυφό.
Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος καυχιόταν ότι ο λαός του εκπαιδευόταν να έχει έλλειψη κριτικής αντίληψης.
Μέχρι πρόσφατα Ευρωπαίοι μελετητές αποδέχονταν αυτή τη σπαρτιατική προπαγάνδα.
Ο Tζορτζ Φόρεστ (George Forrest), καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στην Οξφόρδη στο τέλος του 20ού αιώνα, έγραψε:
«Ένας πολύ ευφυής Σπαρτιάτης;
Υπήρχε τέτοιο πράγμα;
Αν όχι...».
Όμως νέα έρευνα, βασισμένη σε διορατικές αναφορές των αρχαίων Ελλήνων, φέρνει στο φως τώρα τη σπαρτιατική διάνοια.
Και τα ευρήματα μαρτυρούν ότι, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, η Σπάρτη προκατέλαβε τις σύγχρονες μεθόδους.
Σε βαθμό μοναδικό στην Ελλάδα, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν την εξειδίκευση.
Ο Περικλής το διαισθάνθηκε αυτό.
Περιέγραψε με λαμπρά χρώματα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που έκαναν την Αθήνα διαφορετική από τη μεγάλη αντίπαλο της.
Οι περιγραφές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποκαλύψουν τη μορφή της σκιάς της Σπάρ-της.
Εμείς οι Αθηναίοι, περηφανεύθηκε ο Περικλής, είμαστε ασυνήθιστα πολυτάλαντοι.
Οι πολίτες μας μπορούν να στρέψουν με επιτυχία τα χέρια τους σε τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα.
Με άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν περιορισμένοι ή, με τη δική μας, θετική φρασεολογία, εξειδικευμένοι.
Οι Αθηναίοι ήξεραν πώς να αυτοσχεδιάσουν, είπε ο Περικλής, ενώ οι Σπαρτιάτες ήταν κοπιαστικά εκπαιδευμένοι.
Μ' άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν υψηλά εκπαιδευμένοι.
Σαν τους σημερινούς ειδικευμένους σ’ ένα αντικείμενο, οι Σπαρτιάτες μπορεί να ήταν υπερβολικά αδαείς όταν βρίσκονταν έξω από το αντικείμενο τους.
Οι μη Σπαρτιάτες κατεδείκνυαν με ευθυμία τις συνέπειες.
Οι γυναίκες της Σπάρτης, όταν ήρθαν αντιμέτωπες με μια εχθρική εισβολή το 370 π.Χ., δεν φάνηκαν χρήσιμες, όπως θα έκαναν άλλες Ελληνίδες.
Αντίθετα, είπε ο Αριστοτέλης, δημιούργησαν μεγαλύτερη σύγχυση από τον εχθρό.
Αλλά οι γυναίκες της Σπάρτης δεν είχαν εκπαιδευτεί για να βοηθούν στη μάχη.
Ήταν αθλητικά εκπαιδευμένες για να είναι δυνατές στην ανατροφή των παιδιών και για να ενθαρρύνουν την πολεμική αρετή.
Και σ’ αυτούς τους εξειδικευμένους ρόλους είχαν τη φήμη των καλύτερων γυναικών στην Ελλάδα.
Η σύγχρονη ανάλυση εξειδικευμένων αθλητών εστιάζει στην επιλογή του κατάλληλου χρόνου (timing), δηλαδή σε ποια χρονική στιγμή της κούρσας δίνει ο αθλητής όλες τις δυνάμεις του.
Παρομοίως, ισχύει για τους εξειδικευμένους πολιτικούς και τη διαχείριση των μέσων ενημέρωσης:
η επιλογή του σωστού χρόνου είναι το παν -έχουν μάθει να δημοσιοποιούν τις άσχημες ειδήσεις όταν το κοινό είναι απορροφημένο από κάτι άλλο.
Όπως για τους αθλητές του πολέμου και για τους πολιτικούς, η χρήση του «timing» από τη Σπάρτη ήταν πειθαρχημένη σε βαθμό αξεπέραστο ακόμη και σήμερα.
Πρόσφατη ανάλυση έχει εξετάσει το «timing» όλων των περιπτώσεων κατά τον 5ο αιώνα που η Σπάρτη άνοιξε ή σκόπευε ν' ανοίξει έναν επιθετικό πόλεμο κατά της Αθήνας.
Το αποτέλεσμα δημιουργεί μια εντυπωσιακή αντίληψη της σπαρτιατικής στρατηγικής ικανότητας. Όταν η Αθήνα είχε κάποια δυσκολία, για παράδειγμα όταν τα στρατεύματα έπρεπε να καταπνίξουν μια εξέγερση στην αυτοκρατορία της, η Σπάρτη συστηματικά εκμεταλλευόταν την ευκαιρία.
Το υπόδειγμα που ακολουθεί (σελ. 38) είναι καθαρό και εντυπωσιακό.
Κάθε φορά που η Αθήνα είχε μια αδυναμία κατάλληλη για εκμετάλλευση σε εποχή ειρήνης, η Σπάρτη εκμεταλλευόταν την ευκαιρία και προσπαθούσε ν’ ανοίξει πόλεμο.
Η εχθρότητα της Σπάρτης κατά της Αθήνας με άλλα λόγια ήταν διαρκής.
Αλλά, δεδομένης εκείνης της εχθρότητας, η αυτοπειθαρχία της Σπάρτης αποδεικνύεται τώρα πέρα για πέρα αξιοσημείωτη.
Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν επιτέθηκαν απλώς επειδή ήταν θυμωμένοι, αλλά ως εκπαιδευμένοι ειδικοί, πάντοτε περίμεναν συστηματικά την ευκαιρία.
Η σπαρτιατική πολιτική είχε μια δική της κομψότητα.
Στη Σπάρτη φαινομενικά δεν υπήρχε μέρος για βιβλία.
Ακόμη και τα μεγάλα επιχειρήματα που παραδίδονταν προφορικά απορρίπτονταν λόγω αρχής.
Μια ομιλία που έγινε από Σαμιώτες επικρίθηκε περιφρονητικά σύμφωνα με τον Ηρόδοτο:
«Έχουμε ξεχάσει την αρχή της και δεν καταλαβαίνουμε το υπόλοιπο».
Αλλά η άγνοια αυτή, που χωρίς αμφιβολία διογκωνόταν από τους Σπαρτιάτες, δεν προερχόταν από ηλιθιότητα.
Ήταν, και αυτή, η αντίστροφη πλευρά μιας εξειδίκευσης.
Μέτριοι στα μεγάλα επιχειρήματα, οι Σπαρτιάτες παραμένουν παγκοσμίως γνωστοί για τα μικρά επιχειρήματα: λακωνική σοφία.
Σήμερα, με την τηλεόραση να έχει κάνει τον κόσμο μας λιγότερο μορφωμένο και περισσότερο οπτικό, ο σπαρτιατικός τρόπος ομιλίας έχει έρθει στην επικαιρότητα με ένα καινούργιο όνομα, «ο ήχος που δαγκώνει».
Αλλά παράλληλα με τα αποφθέγματα τους, οι Σπαρτιάτες είχαν έναν άλλο τύπο πειθούς, έναν τύπο εμφανώς πιο σύγχρονο: το οπτικό σχήμα λόγου.
Ο στρατός της Σπάρτης ήταν σκηνοθετημένος με την επιδεξιότητα του Χόλιγουντ.
Η εντυπωσιακή κόμη των στρατιωτών υπήρχε για να τρομοκρατεί, έλεγε ο Ξενοφών.
Ο ευδιάκριτος κόκκινος μανδύας τραβούσε την προσοχή του εχθροί.
Το μήνυμα του μανδύα ήταν ένα μήνυμα εκφοβισμού και αυτοπεποίθησης:
«Αυτός δεν είναι απλά ο ενωμένος πελοποννησιακός στρατός, είναι ένας στρατός που οδηγείται από τους Σπαρτιάτες.
Και οι Σπαρτιάτες δεν κρύβουν τη θέση τους. θέλουν να ξέρεις που ακριβώς είναι».
Προχωρώντας προς τη μάχη υπό τον ήχο των αυλών, ο στρατός της Σπάρτης εντυπωσίαζε σαν αστραφτερή μηχανή.
Ακόμη και πριν φύγουν για τη μάχη, οι Σπαρτιάτες δημιουργούσαν ένα οπτικό σκηνικό σχεδιασμένο για να εντυπωσιάζει.
Ο Ξενοφών έγραψε γι’ αυτό το απόλυτο θέαμα:
«Από αυτό που μπορούσες να δεις καθώς οι στρατιώτες της Σπάρτης γυμνάζονταν και προετοίμαζαν τις πανοπλίες, αληθινά πίστευες ότι η πόλη είναι ένα πολεμικό εργαστήρι».
Αιώνες αργότερα, όταν η Σπάρτη είχε γίνει μια μικροσκοπική μονάδα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα οπτικά μαθήματα συνεχίστηκαν.
Τουρίστες έρχονταν, για να παρακολουθήσουν τα αγόρια της Σπάρτης να υποφέρουν σιωπηρά, πολλές φορές να πεθαίνουν από το μαστίγωμα στον ιερό χώρο της Ορθίας Αρτέμιδος.
Το πλέον αξιομνημόνευτο επιχείρημα των Σπαρτιατών παρέμενε το δικό τους σώμα, έντεχνα παρουσιαζόμενο.
Παράλληλα με την επιδέξια οπτική προπαγάνδα πήγαινε και μια άλλη πολύ γνωστή σε όλους σύγχρονη τεχνική.
Το μεγάλο ψέμα: πιθανά όλες οι κοινωνίες παράγουν ψεύδη.
Αλλά οι απάτες της Σπάρτης οργανώνονταν με ολοκληρωτική διάνοια.
Σήμερα μελετώνται από τους λογίους σαν μια μορφή τέχνης.
Δύο φορές πριν από τη μάχη Σπαρτιάτες αρχηγοί είχαν πάρει ειδήσεις για μια ήττα κάπου αλλού. Αλλά δεν έλεγαν την αλήθεια στους στρατιώτες.
Αντίθετα. διέταζαν έναν «αγγελιαφόρο» να έρθει στεφανωμένος, για να φέρει τα νέα για μια «νίκη». Γίνονταν θυσίες για να ευχαριστήσουν τους θεούς.
Πίστευαν ότι οι στρατιώτες ενθαρρυμένοι με ψεύτικα νέα θα πολεμούσαν καλύτερα.
Ο Ξενοφών, ένας θαυμαστής της Σπάρτης, αρεσκόταν να πιστεύει ότι τον καιρό της ειρήνης η Σπάρτη ήταν αυστηρά τίμια στη διπλωματία της.
«Αλλά ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς», έγραφε περήφανα ο Ξενοφών, «απ' τη στιγμή που κηρυσσόταν ο πόλεμος, και η εξαπάτηση γινόταν αποδεκτή στη θρησκεία, υπερτερούσε εξ ολοκλήρου του εχθρού του σε δόλο».
Παραδοσιακά, η μελέτη της Σπάρτης έχει νοσηρά διαχωριστεί μεταξύ αντιπάλων Ζηλωτών.
Οι υποστηρικτές των δικτατοριών του 20ού αιώνα θαύμαζαν τη Σπάρτη για την ήπια κυριαρχία της, τη σύνθλιψη του ακατάλληλου ατόμου.
Οι εραστές της ελευθερίας ένιωθαν φρίκη με τις μεθόδους της.
Καμία πλευρά δεν μπόρεσε να ερευνήσει ήρεμα την ικανότητα της Σπάρτης να πετυχαίνει τους σκοπούς της.
Ισως μόνο τώρα, σε μια καλλιεργημένη αλλά όλο πιο πολύ οπτική κοινωνία, να μπορέσουμε να κοιτάξουμε πιο βαθιά, με κατανόηση αλλά όχι πλήρη θαυμασμό, το σκοτεινό πλανήτη που επισκίασε τον αθηναϊκό ήλιο.
Μετάφραση: Χρήστος Σταθάτος
καθηγητή και προέδρου του τμήματος Κλασικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουαλίας (Αγγλία)
Ποια κοινότητα ήταν το σχολείο της κλασικής Ελλάδας;».
Ο κάθε μορφωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ξέρει: «Η Αθήνα, φυσικά».
Αλλά, και προς τιμήν τους, οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν τόσο σίγουροι.
Γνώριζαν κάποια άλλη ελληνική πόλη, πολύ μικρότερη, της οποίας η διάνοια επισκίαζε τα αθηναϊκά όνειρα.
Ο Περικλής έκανε ό,τι μπορούσε για να εξυψώσει την Αθήνα και να υποβαθμίσει τη Σπάρτη.
Ο Θουκυδίδης τον κατέγραψε να ισχυρίζεται, στον Επιτάφιο του το 431/30 π.Χ., ότι η Αθήνα παρείχε της Ελλάδος παίδευσιν.
Ήταν σίγουρο ότι ο Περικλής εννοούσε ότι η Αθήνα με τους φιλοσόφους της και τους περίπλοκα ομιλούντες δημόσιους άνδρες ήταν το σχολείο της Ελλάδας;
Χωρίς αμφιβολία θα είχε ευχαρίστως ισχυριστεί αυτό, αν ήταν η αλήθεια.
Αλλά δεν το κάνει.
Η Αθήνα, σύμφωνα μ' αυτόν, παρείχε όχι το εκπαιδευτικό πρότυπο στην Ελλάδα, αλλά έναεκπαιδευτικό πρότυπο (όχι την παίδευσιν αλλά απλά παίδευσιν).
Ο λόγος της περιοριστικής διατύπωσης του Περικλή είναι ότι η Σπάρτη επίσης χρησίμευε ως πρότυπο, και πιθανά πιο χαρισματικό.
Οι παίδες της Σπάρτης, αντίθετα με εκείνους της Αθήνας, μορφώνονταν συστηματικά από την πολιτεία.
Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη Σπάρτη, αργότερα παραδέχτηκε διστακτικά ότι τιμούσε τη Σπάρτη που δεν εμπιστευόταν την εκπαίδευση στη γονική επιλογή, δηλαδή στην τύχη.
Οι άλλοι Έλληνες, κατά κάποιο τρόπο, διαισθάνονταν ότι η επιτυχία των αραιοκατοικημένων, ανοχύρωτων χωριών οφειλόταν οε εκείνη την εκπαίδευση.
Όμως το πώς ακριβώς η εκπαίδευση επέτρεπε στη Σπάρτη να είναι η μοναδική υπερδύναμη της Ελλάδας ήταν για τους σύγχρονους σκεπτικιστές αντικείμενο αμφισβήτησης και μυστηρίου.
Ποιες ήταν αυτές, οι άξιες μίμησης, τεχνικές της Σπάρτης;
Η Σπάρτη χαιρόταν που έμενε μυστήριο.
Οι ικανότητες της θα παρέμεναν κρυφές.
Δεν είχε καμιά επιθυμία να γίνει ο δάσκαλος της Ελλάδας, αν μπορούσε να το αποφύγει. Μαθαίνουμε για ένα Σπαρτιάτη Βασιλιά, τον Αγησίλαο, που επικρίνεται από ένα συμπολίτη του οτι πολεμάει πολύ συχνά εναντίον των Θηβών και έτσι «δίδασκε τους Θηβαίους πώς να πολεμούν». Ακόμη και το γεγονός της σπαρτιατικής διάνοιας έπρεπε να μείνει κρυφό.
Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος καυχιόταν ότι ο λαός του εκπαιδευόταν να έχει έλλειψη κριτικής αντίληψης.
Μέχρι πρόσφατα Ευρωπαίοι μελετητές αποδέχονταν αυτή τη σπαρτιατική προπαγάνδα.
Ο Tζορτζ Φόρεστ (George Forrest), καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στην Οξφόρδη στο τέλος του 20ού αιώνα, έγραψε:
«Ένας πολύ ευφυής Σπαρτιάτης;
Υπήρχε τέτοιο πράγμα;
Αν όχι...».
Όμως νέα έρευνα, βασισμένη σε διορατικές αναφορές των αρχαίων Ελλήνων, φέρνει στο φως τώρα τη σπαρτιατική διάνοια.
Και τα ευρήματα μαρτυρούν ότι, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, η Σπάρτη προκατέλαβε τις σύγχρονες μεθόδους.
Σε βαθμό μοναδικό στην Ελλάδα, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν την εξειδίκευση.
Ο Περικλής το διαισθάνθηκε αυτό.
Περιέγραψε με λαμπρά χρώματα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που έκαναν την Αθήνα διαφορετική από τη μεγάλη αντίπαλο της.
Οι περιγραφές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποκαλύψουν τη μορφή της σκιάς της Σπάρ-της.
Εμείς οι Αθηναίοι, περηφανεύθηκε ο Περικλής, είμαστε ασυνήθιστα πολυτάλαντοι.
Οι πολίτες μας μπορούν να στρέψουν με επιτυχία τα χέρια τους σε τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα.
Με άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν περιορισμένοι ή, με τη δική μας, θετική φρασεολογία, εξειδικευμένοι.
Οι Αθηναίοι ήξεραν πώς να αυτοσχεδιάσουν, είπε ο Περικλής, ενώ οι Σπαρτιάτες ήταν κοπιαστικά εκπαιδευμένοι.
Μ' άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν υψηλά εκπαιδευμένοι.
Σαν τους σημερινούς ειδικευμένους σ’ ένα αντικείμενο, οι Σπαρτιάτες μπορεί να ήταν υπερβολικά αδαείς όταν βρίσκονταν έξω από το αντικείμενο τους.
Οι μη Σπαρτιάτες κατεδείκνυαν με ευθυμία τις συνέπειες.
Οι γυναίκες της Σπάρτης, όταν ήρθαν αντιμέτωπες με μια εχθρική εισβολή το 370 π.Χ., δεν φάνηκαν χρήσιμες, όπως θα έκαναν άλλες Ελληνίδες.
Αντίθετα, είπε ο Αριστοτέλης, δημιούργησαν μεγαλύτερη σύγχυση από τον εχθρό.
Αλλά οι γυναίκες της Σπάρτης δεν είχαν εκπαιδευτεί για να βοηθούν στη μάχη.
Ήταν αθλητικά εκπαιδευμένες για να είναι δυνατές στην ανατροφή των παιδιών και για να ενθαρρύνουν την πολεμική αρετή.
Και σ’ αυτούς τους εξειδικευμένους ρόλους είχαν τη φήμη των καλύτερων γυναικών στην Ελλάδα.
Η σύγχρονη ανάλυση εξειδικευμένων αθλητών εστιάζει στην επιλογή του κατάλληλου χρόνου (timing), δηλαδή σε ποια χρονική στιγμή της κούρσας δίνει ο αθλητής όλες τις δυνάμεις του.
Παρομοίως, ισχύει για τους εξειδικευμένους πολιτικούς και τη διαχείριση των μέσων ενημέρωσης:
η επιλογή του σωστού χρόνου είναι το παν -έχουν μάθει να δημοσιοποιούν τις άσχημες ειδήσεις όταν το κοινό είναι απορροφημένο από κάτι άλλο.
Όπως για τους αθλητές του πολέμου και για τους πολιτικούς, η χρήση του «timing» από τη Σπάρτη ήταν πειθαρχημένη σε βαθμό αξεπέραστο ακόμη και σήμερα.
Πρόσφατη ανάλυση έχει εξετάσει το «timing» όλων των περιπτώσεων κατά τον 5ο αιώνα που η Σπάρτη άνοιξε ή σκόπευε ν' ανοίξει έναν επιθετικό πόλεμο κατά της Αθήνας.
Το αποτέλεσμα δημιουργεί μια εντυπωσιακή αντίληψη της σπαρτιατικής στρατηγικής ικανότητας. Όταν η Αθήνα είχε κάποια δυσκολία, για παράδειγμα όταν τα στρατεύματα έπρεπε να καταπνίξουν μια εξέγερση στην αυτοκρατορία της, η Σπάρτη συστηματικά εκμεταλλευόταν την ευκαιρία.
Το υπόδειγμα που ακολουθεί (σελ. 38) είναι καθαρό και εντυπωσιακό.
Κάθε φορά που η Αθήνα είχε μια αδυναμία κατάλληλη για εκμετάλλευση σε εποχή ειρήνης, η Σπάρτη εκμεταλλευόταν την ευκαιρία και προσπαθούσε ν’ ανοίξει πόλεμο.
Η εχθρότητα της Σπάρτης κατά της Αθήνας με άλλα λόγια ήταν διαρκής.
Αλλά, δεδομένης εκείνης της εχθρότητας, η αυτοπειθαρχία της Σπάρτης αποδεικνύεται τώρα πέρα για πέρα αξιοσημείωτη.
Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν επιτέθηκαν απλώς επειδή ήταν θυμωμένοι, αλλά ως εκπαιδευμένοι ειδικοί, πάντοτε περίμεναν συστηματικά την ευκαιρία.
Η σπαρτιατική πολιτική είχε μια δική της κομψότητα.
Στη Σπάρτη φαινομενικά δεν υπήρχε μέρος για βιβλία.
Ακόμη και τα μεγάλα επιχειρήματα που παραδίδονταν προφορικά απορρίπτονταν λόγω αρχής.
Μια ομιλία που έγινε από Σαμιώτες επικρίθηκε περιφρονητικά σύμφωνα με τον Ηρόδοτο:
«Έχουμε ξεχάσει την αρχή της και δεν καταλαβαίνουμε το υπόλοιπο».
Αλλά η άγνοια αυτή, που χωρίς αμφιβολία διογκωνόταν από τους Σπαρτιάτες, δεν προερχόταν από ηλιθιότητα.
Ήταν, και αυτή, η αντίστροφη πλευρά μιας εξειδίκευσης.
Μέτριοι στα μεγάλα επιχειρήματα, οι Σπαρτιάτες παραμένουν παγκοσμίως γνωστοί για τα μικρά επιχειρήματα: λακωνική σοφία.
Σήμερα, με την τηλεόραση να έχει κάνει τον κόσμο μας λιγότερο μορφωμένο και περισσότερο οπτικό, ο σπαρτιατικός τρόπος ομιλίας έχει έρθει στην επικαιρότητα με ένα καινούργιο όνομα, «ο ήχος που δαγκώνει».
Αλλά παράλληλα με τα αποφθέγματα τους, οι Σπαρτιάτες είχαν έναν άλλο τύπο πειθούς, έναν τύπο εμφανώς πιο σύγχρονο: το οπτικό σχήμα λόγου.
Ο στρατός της Σπάρτης ήταν σκηνοθετημένος με την επιδεξιότητα του Χόλιγουντ.
Η εντυπωσιακή κόμη των στρατιωτών υπήρχε για να τρομοκρατεί, έλεγε ο Ξενοφών.
Ο ευδιάκριτος κόκκινος μανδύας τραβούσε την προσοχή του εχθροί.
Το μήνυμα του μανδύα ήταν ένα μήνυμα εκφοβισμού και αυτοπεποίθησης:
«Αυτός δεν είναι απλά ο ενωμένος πελοποννησιακός στρατός, είναι ένας στρατός που οδηγείται από τους Σπαρτιάτες.
Και οι Σπαρτιάτες δεν κρύβουν τη θέση τους. θέλουν να ξέρεις που ακριβώς είναι».
Προχωρώντας προς τη μάχη υπό τον ήχο των αυλών, ο στρατός της Σπάρτης εντυπωσίαζε σαν αστραφτερή μηχανή.
Ακόμη και πριν φύγουν για τη μάχη, οι Σπαρτιάτες δημιουργούσαν ένα οπτικό σκηνικό σχεδιασμένο για να εντυπωσιάζει.
Ο Ξενοφών έγραψε γι’ αυτό το απόλυτο θέαμα:
«Από αυτό που μπορούσες να δεις καθώς οι στρατιώτες της Σπάρτης γυμνάζονταν και προετοίμαζαν τις πανοπλίες, αληθινά πίστευες ότι η πόλη είναι ένα πολεμικό εργαστήρι».
Αιώνες αργότερα, όταν η Σπάρτη είχε γίνει μια μικροσκοπική μονάδα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα οπτικά μαθήματα συνεχίστηκαν.
Τουρίστες έρχονταν, για να παρακολουθήσουν τα αγόρια της Σπάρτης να υποφέρουν σιωπηρά, πολλές φορές να πεθαίνουν από το μαστίγωμα στον ιερό χώρο της Ορθίας Αρτέμιδος.
Το πλέον αξιομνημόνευτο επιχείρημα των Σπαρτιατών παρέμενε το δικό τους σώμα, έντεχνα παρουσιαζόμενο.
Παράλληλα με την επιδέξια οπτική προπαγάνδα πήγαινε και μια άλλη πολύ γνωστή σε όλους σύγχρονη τεχνική.
Το μεγάλο ψέμα: πιθανά όλες οι κοινωνίες παράγουν ψεύδη.
Αλλά οι απάτες της Σπάρτης οργανώνονταν με ολοκληρωτική διάνοια.
Σήμερα μελετώνται από τους λογίους σαν μια μορφή τέχνης.
Δύο φορές πριν από τη μάχη Σπαρτιάτες αρχηγοί είχαν πάρει ειδήσεις για μια ήττα κάπου αλλού. Αλλά δεν έλεγαν την αλήθεια στους στρατιώτες.
Αντίθετα. διέταζαν έναν «αγγελιαφόρο» να έρθει στεφανωμένος, για να φέρει τα νέα για μια «νίκη». Γίνονταν θυσίες για να ευχαριστήσουν τους θεούς.
Πίστευαν ότι οι στρατιώτες ενθαρρυμένοι με ψεύτικα νέα θα πολεμούσαν καλύτερα.
Ο Ξενοφών, ένας θαυμαστής της Σπάρτης, αρεσκόταν να πιστεύει ότι τον καιρό της ειρήνης η Σπάρτη ήταν αυστηρά τίμια στη διπλωματία της.
«Αλλά ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς», έγραφε περήφανα ο Ξενοφών, «απ' τη στιγμή που κηρυσσόταν ο πόλεμος, και η εξαπάτηση γινόταν αποδεκτή στη θρησκεία, υπερτερούσε εξ ολοκλήρου του εχθρού του σε δόλο».
Παραδοσιακά, η μελέτη της Σπάρτης έχει νοσηρά διαχωριστεί μεταξύ αντιπάλων Ζηλωτών.
Οι υποστηρικτές των δικτατοριών του 20ού αιώνα θαύμαζαν τη Σπάρτη για την ήπια κυριαρχία της, τη σύνθλιψη του ακατάλληλου ατόμου.
Οι εραστές της ελευθερίας ένιωθαν φρίκη με τις μεθόδους της.
Καμία πλευρά δεν μπόρεσε να ερευνήσει ήρεμα την ικανότητα της Σπάρτης να πετυχαίνει τους σκοπούς της.
Ισως μόνο τώρα, σε μια καλλιεργημένη αλλά όλο πιο πολύ οπτική κοινωνία, να μπορέσουμε να κοιτάξουμε πιο βαθιά, με κατανόηση αλλά όχι πλήρη θαυμασμό, το σκοτεινό πλανήτη που επισκίασε τον αθηναϊκό ήλιο.
Μετάφραση: Χρήστος Σταθάτος