Στην περιοχή της Λακωνίας λειτουργούν χριστιανικές κοινότητες πριν από το τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα. Συγκεκριμένα, οι πρώτοι χριστιανοί εμφανίζονται στη Σπάρτη από τον 1ο μ.Χ. αιώνα και χριστιανική εκκλησία ιδρύεται γύρω στα 150 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Από το έτος 170 μ.Χ. οι ευρισκόμενοι στην πόλη Χριστιανοί ανήκουν στη δικαιοδοσία του επισκόπου Κορίνθου, Διονυσίου.
Από τις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα -αν όχι από τα τέλη του 4ου - αναφέρεται η Επισκοπή Λακεδαιμονίας, η οποία υπάγεται στη Μητρόπολη Κορίνθου καθώς και η Επισκοπή Πατρών.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με το αποκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, που ίσχυε τότε, η Κόρινθος ως το πρώτο εκκλησιαστικό κέντρο της Πελοποννήσου και ειδικότερα η -μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου- Αποστολική Εκκλησία της Κορίνθου είχε αναλάβει την οργάνωση των Χριστιανικών κοινοτήτων της χώρας σε Επισκοπές.
Πάντως από τη μεσαιωνική και χριστιανική πόλη Λακεδαιμονία οργανώνεται και εξαπλώνεται ο Χριστιανισμός στη Λακωνική ύπαιθρο. Ατράνταχτη απόδειξη της διαδόσεως και επικρατήσεως του Χριστιανισμού αποτελούν οι Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές, τις οποίες έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η χριστιανική Βασιλική του Γερακίου Λακωνίας.
Στην Στ' εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδο, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, ο επίσκοπος της Λακεδαιμονίας Θεοδόσιος υπογράφει ως «επίσκοπος της Λακεδαιμονίων πόλεως». Κατά τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί αυτοκράτορα Λέοντος του Ίσαυρου (722 ή 730), αναφέρεται ως επίσκοπος Λακεδαιμονίας ο Όσιος.
Σημαντικό γεγονός στην εκκλησιαστική ιστορία της Λακεδαιμονίας αποτελεί ο προβιβασμός (806) της Επισκοπής Πατρών σε Μητρόπολη (αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του Νικηφόρου Α'), οπότε η επισκοπή Λακεδαιμονίας υπάγεται (καθώς και οι Επισκοπές Μεθώνης και Κορώνης) σ' αυτή και μάλιστα ως πρωτόθρονος (μέχρι το 1082) της μητροπόλεως Παλαιών Πατρών.
Γύρω στα 869 στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Λακεδαιμονίας ανέρχεται ο Θεόκλητος, ο οποίος έλαβε μέρος στην Οικουμενική Σύνοδο που έγινε από τον πατριάρχη Ιγνάτιο το 869-870 μ.Χ. Ο διάδοχος του Θεοκλήτου, επίσκοπος Αντώνιος, συμμετείχε στη Σύνοδο του 879 μ.Χ. Το διάστημα πού ακολουθεί έως τα μέσα του 10ου μ.Χ. αιώνα είναι λιγοστά τα στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την εκκλησιαστική κατάσταση της Λακεδαιμονίας.
Τότε, εγκαθίσταται στην πόλη ο Όσιος Νίκων από την Παφλαγονία του Πόντου, διαδίδοντας ακούραστα το Ευαγγέλιο του Χριστού περίπου για τριάντα χρόνια (970-998 μ.Χ.), υποστηριζόμενος από το Βυζαντινό Στρατηγό Βασίλειο Απόκαυκο και τον εξ Αθηνών προερχόμενο Αρχιεπίσκοπο Λακεδαίμονος Θεόπεμπτο. Ό Όσιος Νίκων προσφέρει πολύτιμες σωστικές υπηρεσίες στους κατοίκους της περιοχής σε μία αγωνιώδη και μεταβατική για την περιοχή εποχή και με σοβαρότατους κινδύνους: θρησκευτικούς, κοινωνικούς και εθνικούς.
Με τον ερχομό του απαλλάσσει την πόλη από θανατηφόρο επιδημία, απομακρύνει το Ιουδαϊκό στοιχείο και πραγματοποιεί πολλά θαύματα. Ιδρύει στη Σπάρτη μεγάλο Ναό του Σωτήρος, της Θεοτόκου και της Αγίας Κυριακής, του οποίου τα ερείπια εντοπίζονται κοντά στην ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης. Ό ναός αυτός, ενώ ζούσε ακόμη ο Όσιος, είχε μεταβληθεί σε Μοναστήρι, το οποίο λειτουργούσε ως άσυλο των πτωχών και των ασθενών. Στα χρόνια της μακραίωνης δουλείας η Μονή καταστρέφεται, αφού προηγουμένως ανθεί μέχρι τον 15ο αι. μ.Χ.
Ο Όσιος Νίκων αποδημεί το 998 μ.Χ ένα χρόνο περίπου μετά τη συντριβή των Βουλγάρων του Σαμουήλ στο Σπερχειό ποταμό από το στρατηγό του Βυζαντινού Κράτους, Νικηφόρο Ουρανό. Ανάμεσα στα πολλά μετά το θάνατο του Οσίου θαύματα, αναφέρεται το σχετικό με την εικονογράφησή του, κατά παραγγελία του άρχοντα και μετέπειτα προέδρου της Συγκλήτου Ιω. Μαλακηνού στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος γνώριζε προσωπικά από τη Σπάρτη τον Όσιο και τον τιμούσε ιδιαίτερα.
Ορόσημο στην επισκοπική ιστορία της Λακεδαιμονίας αποτελεί η ανάδειξή της σε Μητρόπολη, καθώς στον επισκοπικό θρόνο βρίσκεται ο Θεοδόσιος, του οποίου το όνομα μνημονεύεται ως πρώτου Μητροπολίτου Λακεδαιμονίας στο γνωστό «περί της κτίσεως της Μονεμβασίας χρονικόν» Συγκεκριμένα, προάγεται το 1082 επί αυτοκράτορα Αλεξίου Β’ του Κομνηνού και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευστράτιου του Γαριδά. Οι πρώτες επισκοπές πού υπάγονται σ' αυτήν, είναι: «Αμυκλίου, Πίσσης και Εζερών». Αξίζει να σημειωθεί, ότι στη δικαιοδοσία της νέας Μητροπόλεως, για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ανήκουν και αρκαδικά εδάφη. Με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα διαφοροποιούνται ως προς την επισκοπική τάξη και τη θέση της Μητροπόλεως χωρίς όμως, ποτέ, να αλλάζει ο τίτλος της.
Η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας με έδρα την ομώνυμη πόλη, παραμένει μέχρι την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τούς Φράγκους. Οι χρόνοι της Φραγκοκρατίας αποτελούν περίοδο δοκιμασίας, τόσο για τη Λακεδαιμονία όσο και για την Ορθοδοξία ειδικότερα. Η σοβαρή μεταβολή πού σημειώνεται στην πολιτική και θρησκευτική ζωή του τόπου με την εγκατάσταση των σταυροφόρων της Δύσεως το 1204, εξαφανίζει από το χάρτη τη μεσαιωνική Λακεδαιμονία και αναδεικνύει νέο σπουδαίο κέντρο, το Μυστρά. Η Εκκλησιαστική Ιστορία παρουσιάζει χάσμα ενός αιώνα περίπου, εξαιτίας ακριβώς των εθνικών θεμάτων. Καθώς ο Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος ανακτά από τούς Φράγκους το Μυστρά, η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, υπακούοντας στο γενικό κλίμα μετακινήσεως, μεταφέρεται στην πρωτεύουσα των Παλαιολόγων. Έτσι, αρχίζει μία νέα και σημαντική περίοδος για τη ζωή της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας. Το 1272, επί Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ (1268-1275), ο Μιχαήλ Παλαιολόγος τοποθετεί ως Μητροπολίτη το Θεοδόσιο, όπως φαίνεται από υπογραφή του «ο Λακεδαιμονίας και υπερτιμάς Θεοδόσιος».
Πάντως, μετά τη φραγκοκρατία αρκετές φορές η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας στερείται Ποιμενάρχη και κατά καιρούς προεδρεύουν άλλοι Ιεράρχες, όπως ο Μονεμβασίας Γρήγορος (μετά το 1272), ο Παλαιών Πατρών Μιχαήλ (1316 και έξης) κ.α.
Η προεδρία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας έχει επιδοθεί από το 1289 στο Μητροπολίτη Κρήτης Νικηφόρο Μοσχόπουλο. Άνθρωπος μεγάλης σοφίας, βιβλιόφιλος και καλλιγράφος, φέρνει στη νεοσύστατη πόλη την πνευματική καλλιέργεια της αυλής της Βασιλεύουσας. Βοηθούμενος από τον αδελφό του, Ααρών φροντίζει, ώστε η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας να αποκτήσει δική της Εκκλησία και γι αυτό κτίζει λαμπρό ναό έπ' ονόματι του Αγίου Δημητρίου (1302), τη γνωστή Μητρόπολη του Μυστρά. Ο λογιώτατος αυτός αρχιερέας, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ζει μακριά από την κύρια έδρα του εξαιτίας της Ενετικής κατοχής, ποιμαίνει και λαμπρύνει τη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας έως το 1315-1316.
Από τους επόμενους αρχιερείς που διαδέχτηκαν το Νικηφόρο Μοσχόπουλο στο Μητροπολιτικό θρόνο της Λακεδαιμονίας ξεχωρίζουν οι Μητροπολίτες Σουγδαίας Λουκάς και Νείλος, οι οποίοι συνεχίζουν το αναδιοργανωτικό έργο τού Νικηφόρου.
Τα επόμενα χρόνια αποτελούν μεταβατική περίοδο για τη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, κατά την οποία άλλοτε υπάρχει επώνυμος Μητροπολίτης, άλλοτε σημειώνεται κενό στον αρχιερατικό θρόνο της Μητροπόλεως. Η κατάσταση συνεχίζεται μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε τα πράγματα είναι αρκετά σκοτεινά, ιδιαίτερα με την προβολή των εθνικών και πολιτικών θεμάτων.
Η κατάλυση του Βυζαντίου (1453) και η υποταγή και των υπολοίπων διαμερισμάτων της επικράτειας, με τα γνωστά δεινά, δημιουργούν σύγχυση, η οποία δυσκολεύει την παρακολούθηση των εκεί πραγμάτων. Συγκεκριμένα, κατά τα μεταβατικά χρόνια 1453-1460, καθώς ο Μυστράς αργοπεθαίνει, δεν υπάρχει εδώ κεφαλή της Εκκλησίας. Ο μόνος Μητροπολίτης για τον οποίο γίνεται ονομαστική αναφορά σε αυτήν την περίοδο είναι ο Μεθόδιος (από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, 1436). Διάδοχός του δεν αναφέρεται πουθενά. Την τελευταία Παλαιολόγεια περίοδο η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας διοικείται επιτροπικώς από το σπουδαίο λόγιο και ιερέα Ιωάννη Ευγενικό (αδελφό τού περίφημου Μητροπολίτη Εφέσου Μάρκου τού Ευγενικού), ο οποίος βρισκόταν εγκατεστημένος στο Μυστρά από το 1450.
Το 1461 το δεσποτάτο υποτάσσεται στους Τούρκους και ο Μυστράς αρχίζει σιγά-σιγά να παρακμάζει. Τα δύσκολα χρόνια που ακολουθούν η τοπική Εκκλησία είναι παρούσα, όσο και αν ο επισκοπικός κατάλογος παρουσιάζει κενό -δεδομένου ότι οι πηγές των εκατό (100) επόμενων χρόνων σιωπούν- και με ζωντανή ακόμα την παράδοση του Μυστρά υποστηρίζεται από το θρησκεύοντα λακωνικό λαό, του οποίου η αντίσταση σημειώνεται αποκαλυπτική. Σημαντικότατος είναι ο ρόλος και των μοναστικών κέντρων -είτε αυτών πού επιβιώνουν είτε αυτών πού ιδρύονται τώρα και αργότερα, κατά την περίοδο της δεύτερης τουρκοκρατίας- όπου λειτουργούν βιβλιογραφικές σχολές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παλαιοβυζαντινή μονή των Άγίων Τεσσαράκοντα με την αξιόλογη παιδεία και την εξίσου σημαντική καλλιτεχνική άνθιση. Πλήθος κωδίκων έχουν διασωθεί, οι οποίοι αποδεικνύουν τη δράση των Λακεδαιμονίων ή και ξένων ακόμα κωδικογράφων, καθώς είτε φανερώνουν τη λάμψη τής αυλής των Παλαιολόγων είτε διαφωτίζουν τα σκοτεινά χρόνια πού ακολουθούν με την πρώτη Τουρκοκρατία και εξής.
Ο 16ος αιώνας, τουλάχιστον στο πρώτο μισό χαρακτηρίζεται από την απουσία επώνυμων αρχιερέων στον επισκοπικό θρόνο. Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας συναντάται σχεδόν στα μέσα τού αιώνα αυτού. Πρόκειται για τον Ιερεμία. ο οποίος όμως, κατά το διάστημα 1541-1546, δεν βρίσκεται στην επαρχία του, αλλά στη Βασιλεύουσα, αφού είναι μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου. Το υπόλοιπο διάστημα -πενιχρό και αυτό σε στοιχεία- καλύπτει ένας περιορισμένος επισκοπικός κατάλογος και επί πλέον οι περισσότεροι τυπικοί ποιμενάρχες ζουν μακριά από την επαρχία τους απασχολούμενοι με πατριαρχικά θέματα. Στη δύση τού ίδιου αιώνα ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας, ο οποίος γεμίζει με την παρουσία του μεγάλο διάστημα τής Μητροπόλεως είναι ο Θεοδόσιος -στην αρχή ως συνοδικός- καλύπτοντας το διάστημα 1575-1592.
Το 1601 εκλέγεται ως προκαθήμενος ιεράρχης ο Αθηναίος Ιεζεκιήλ, ο οποίος σχεδόν αμέσως πεθαίνει. Την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο στο θρόνο της Λακεδαιμονίας τοποθετείται μία σημαντική προσωπικότητα. Πρόκειται για το μέχρι τότε Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Χρύσανθο Λάσκαρη. Ο άξιος αυτός Ποιμενάρχης λόγω τής επαναστατικής του δράσεως καθαιρείται, διώκεται από τη Μεγάλη Πόλη και πεθαίνει εξόριστος στην Ευρώπη. Έτσι, ο 17ος αιώνας -κατά τη διάρκεια τού οποίου ο επισκοπικός κατάλογος είναι πλήρης- εγκαινιάζεται με την επί τόπου παρουσία του νέου Μητροπολίτη στην επαρχία του.
Ο Ιεράρχης, ο οποίος διαδέχεται το Χρύσανθο στη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας είναι ο Διονύσιος, μία σημαντική, εκκλησιαστική, εθνική και τραγική μορφή. Οι Μητροπολίτες Ιωάσαφ και Γαβριήλ, οι οποίοι ποιμαίνουν ακολούθως τη Μητρόπολη, γεμίζουν με την παρουσία τους την επαρχία, άλλά κυρίως προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Αγία τού Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Κατά το τελευταίο τρίτο του αιώνα αυτού φέρεται ως Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας ο Θεοδώρητος Κριτής από τη Δημητσάνα, μία αδικημένη εκκλησιαστική φυσιογνωμία με ιδιαίτερη μόρφωση και άξία.
Με την ενετική κατάκτηση του Μοριά απαντάται Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας ο Γεννάδιος ο οποίος βρίσκεται, στη θέση αυτή προ του 1681. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς περίπου κυριαρχίας της Πελοποννήσου (1687- 1715) από τούς Ενετούς τα πράγματα αλλάζουν και δυσκολεύουν. Οι νέοι κυρίαρχοι θεωρώντας τη Λακωνία ως μία από τις πλέον επίκαιρες θέσεις για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, οργανώνουν παράλληλα την πολιτικοοικονομική και θρησκευτική πορεία τού τόπου προς όφελος τού καθολικού δόγματος. Οι σκοποί και ενέργειές τους δρομολογούνται καθοριστικά σε θέματα θρησκείας και εκκλησιαστικής διοικήσεως επιχειρώντας να επιβάλλουν με αντιπαραδοσιακό τρόπο το Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας. Στην περιφέρεια, όμως, αυτή είναι δυναμική η αντίδραση του κλήρου και του λαού (παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζονται την περίοδο αυτή από αμάθεια και πενία) με αποτέλεσμα να μείνει αλώβητο και αμετακίνητο το κέντρο της υπάρξεώς τους, δηλαδή, η αγωνία τους ως Γένους και η ορθόδοξη πατρογονική πίστη.
Η παρουσία των Ενετών στην Πελοπόννησο τερματίζεται επί Επισκόπου Λακεδαιμονίας Κυπριανού, το 1715, οπότε αρχίζει η δεύτερη Τουρκοκρατία, καθώς ανατέλλει ο 18ος αιώνας. Καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας γράφει τη δική της λαμπρή ιστορία. Επί πλέον βελτιώνει τη θέση της στον κατάλογο των επισκοπικών θρόνων.
Το β' μισό του 18ου αιώνα σφραγίζεται από τη μεγάλη θυσία του Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Ανανία Θεοφίλη-Λαμπάρδη, από τη Στεμνίτσα Αρκαδίας. Ο εθνομάρτυρας αυτός θεωρείται μία μεγάλη εμπνευσμένη μορφή του Χριστιανισμού και του υπόδουλου ελληνισμού. Με το αξίωμα του Μοραγιάνη (μοραγιάν), δηλαδή του εκλεγμένου -σύμφωνα με το ισχύον διοικητικό σύστημα- αρχηγού των προεστώτων του Μοριά, ο τιμημένος Ιεράρχης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία του Απελευθερωτικού Αγώνα. Αποκεφαλίζεται με άγριο τρόπο από τούς Τούρκους το 1760, έξω από τη μικρή είσοδο της αυλής της Μητροπόλεως του Μυστρά.
Σήμερα, η προτομή του ιερομάρτυρα Ανανία, καθώς και εκείνη του άλλου μεγάλου αγωνιστή Θεοδωρήτου του Β', επισκόπου Βρεσθένης, κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Μητροπολιτικού ναού της Σπάρτης. Την έμπνευση για την τοποθέτηση των δύο αυτών μνημείων είχε ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. κ. Ευστάθιος, ο οποίος, μάλιστα, έκανε και τα αποκαλυπτήρια.
Αργότερα, και ένας άλλος Μητροπολίτης της Λακεδαιμονίας πέφτει θύμα των ωμοτήτων και αγριοτήτων όχι των Τούρκων, άλλά των Αλβανών, όταν αυτοί επιτίθενται εναντίον του Μυστρά, Τα πρώτα χρόνια της αλβανικής ωμότητας εκλέγεται, σύμφωνα με τις αρχειακές πηγές, Μητροπολίτης ο Νεόφυτος, Μέγας Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Θρόνου (1771). Το χειμώνα 1776-1777 (Φεβρουάριος) φονεύεται ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Νεόφυτος από τούς Αλβανούς, προσφέροντας και το δικό του αίμα στο αιματοπότιστο έδαφος της τοπικής ιστορίας.
Το Νεόφυτο διαδέχεται ο Γρηγόριος, διαπρεπής Ιεράρχης ο οποίος ποιμαίνει τη συγκεκριμένη επαρχία για μία 15ετία. Ακολούθως, και μέχρι την έναρξη του εθνικού αγώνα δύο αρχιερείς κατέχουν το θρόνο της Μητροπόλεως: Δανιήλ και Χρύσανθος.
Συμπερασματικά, λοιπόν, όπως κατά τα βυζαντινά και παλαιολόγεια, έτσι κατά τα χρόνια της μαύρης δουλείας η Λακωνία -από εκκλησιαστικής πλευράς- δεν αποτελεί ενιαία μονάδα, αφού δεν περιλαμβάνει γεωγραφικά ολόκληρο το νομό. Η εγκατάσταση των Τούρκων στην περιοχή επιβάλλει μία νέα τάξη πραγμάτων. Μέσα στα πλαίσια της νέας μορφής δημοσίου και ιδιωτικού βίου, που δημιούργησε η Τουρκοκρατία, και της ιδιοτυπίας της στην Πελοπόννησο, η Λακωνία και η Εκκλησία της δεν βρίσκονται αποκομμένες από τον εθνικό βίο, αφού και η ιστορία του υπόδουλου ελληνισμού συμπίπτει, σε γενικό επίπεδο, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή με την ιστορία της Εκκλησίας που στάθηκε ακλόνητη.
Από όσα με συντομία παραπάνω αναφέρθηκαν προκύπτει ότι η Τοπική Εκκλησία της Λακεδαίμονας κατά τα δύσκολα αυτά χρόνια δεν στάθηκε μόνο συμπαραστάτης τού σκλαβωμένου λαού, αλλά διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στους αγώνες και τους προσανατολισμούς των Ελλήνων. Ο δε ευσεβής λαός της αποδείχτηκε στυλοβάτης και θεματοφύλακας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Μέχρι την έναρξη της επαναστάσεως τού 1821 δύο είναι οι Μητροπόλεις του νομού Λακωνίας, οι οποίες μάλιστα ξεχωρίζουν μεταξύ των ομολόγων τους ολόκληρης της Πελοποννήσου: α) της Λακεδαιμονίας με τις Επισκοπές: Βρεσθένης, Καρυουπόλεως και Μαλτζίνης, και β) της Μονεμβασίας με τις Επισκοπές: Έλους, Ανδρούβιστας, Λαγείας, Μαϊνης, Μηλέας, Πλάτσης, Ανδρούσης και Ζαρνάτας. Καθ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα όλες αυτές οι εκκλησιαστικές επαρχίες είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες από την κεντρική εξουσία των Μητροπόλεων, είτε της Λακεδαιμονίας είτε της Μονεμβασίας. Αποτέλεσμα, το εκκλησιαστικό διοικητικό σύστημα να περιέλθει σε πλήρη χαλάρωση.
Οι χρόνοι της εξεγέρσεως του 1821
Στον πυρετό της προετοιμασίας για την εθνική εξέγερση συμμετέχουν ενεργά, καθώς και κατά τη διάρκεια του αγώνα, εκπρόσωποι της τοπικής Εκκλησίας της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η ιστορική μορφή τού Επίσκοπου Βρεσθένης (αργότερα, η Επισκοπή μετονομάζεται σε Επισκοπή Σελλασίας) Θεοδωρήτου Β', από τη Νεμνίτσα Γορτυνίας, ο οποίος και ως μέλος της Φιλικής εταιρείας (1819) πρωτοστατεί σε κάθε εκκλησιαστική και εθνική κίνηση. Συγκεκριμένα, συμμετέχει ενεργά στην Εθνοσυνέλευση τής Μονής των Καλτεζών (1821), εκλέγεται Αντιπρόεδρος τής Πελοποννησιακής Γερουσίας (1822), κ.λπ. Εξίσου, βέβαια, σημαντική είναι η δράση και των άλλων Επισκοπών, πού υπάγονται στη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, όπως του Έλους Ανθίμου, του Μαλτζίνης Ιωακείμ και άλλων κληρικών από τη Λακεδαίμονα, όπως του παπα- Καλομοίρη από τη Βορδόνια και του παπα- Φώτη Σακελάριου από την Καλογωνιά.
Ειδικότερα, η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 βρίσκει Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας τον Χρύσανθο, ο οποίος καταγόταν οπό το Μπαρσινίκο (άνωθεν του Μύστρα) με έδρα φυσικά το Μυστρά.
Ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Χρύσανθος με δεσμευμένες τις σωματικές του δυνάμεις λόγω γήρατος και οφθαλμικής ανικανότητας, δεν μπορεί να προσφέρει τις σπουδαίες υπηρεσίες στο έθνος, για τις οποίες διακρίνεται ο εμπνευσμένος ιεράρχης και ενθουσιώδης πατριώτης Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Έτσι, ο Θεοδώρητος ο Β' ακμαιότατος και δραστήριος αναλαμβάνει την 25η Μαρτίου 1821, ως φυσικός αναπληρωτής τού γεραρού και γηραιού Χρύσανθου, να διαλαλήσει από τον άμβωνα το κήρυγμα ελευθερίας των υπόδουλων και τη θριαμβευτική έναρξη του αγώνα.
Μετά το θάνατο του τυφλού ήδη Χρύσανθου, το 1823, αναλαμβάνει ο Χαριουπόλεως Δανιήλ, Κουλουφέκης, ορχικά ως τοποτηρητής και οπό το 1833 ως Μητροπολίτης διακρινόμενος για τη θρησκευτική, εθνική και κοινωνική του δράση. Ο Δανιήλ είναι μία ξεχωριστή φυσιογνωμία και το όνομά του συνδέεται με τη νέα Σπάρτη. Επί των ημερών του η έδρα της Μητροπόλεως μεταφέρεται από το Μυστρά στη Σπάρτη, το 1837, και κτίζεται το πρώτο Επισκοπείο. Με το έργο του λαμπρύνει την εκκλησιαστική ιστορία της Λακεδαίμονος.
Η ιστορία της Εκκλησίας της νέας Σπάρτης ακολουθεί την πορεία οργανώσεως, πού διαγράφει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μέχρι τότε ολόκληρος ο νομός Λακωνίας, όπως άλλωστε και η εκκλησιαστική επαρχία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας, δεν παρουσιάζει ενότητα στην εκκλησιαστική και πολιτική Γεωγραφία. Το Β.Δ. της 21ης Νοεμβρίου 1833 -το οποίο ρυθμίζει το προσωπικό των Επισκοπών της χώρας, αν και ορίζει τη Λακωνία ως ενιαία εκκλησιαστική περιφέρεια, συγχρόνως, προχωρεί στην κατάτμηση των οκτώ επισκοπών τού νομού. Ό Επίσκοπος Λακεδαίμονος καθίσταται πρώτος και κύριος μοχλός των εκκλησιαστικών θεμάτων στο νομό έχοντας στη δικαιοδοσία του και τούς υπόλοιπους αρχιερείς των Επισκοπών Σελλασίας, Επιδαύρου, Λιμηράς, Γυθείου, Ασίνης (τέως επισκοπή Λαγείας) , Οιτύλου, Ζυγού και Καρδαμύλης.
Με το νέο εκκλησιαστικό καθεστώς η Εκκλησιαστική Γεωγραφία στην περιοχή συμπίπτει με τη διαμορφούμενη πολιτική. Με το διάταγμα (1833) η Μητρόπολη Μονεμβασίας μετονομάζεται σε Επισκοπή Επιδαύρου Λιμηράς. Εν τω μεταξύ στα επόμενα χρόνια οι περιφερειακές Επισκοπές ενώνονται διαδοχικά με την Επισκοπή Λακεδαίμονος, Η συγχώνευση αυτή πραγματοποιείται το χρονικό διάστημα 1834-1852. Συγκεκριμένα, η αρχή γίνεται με την Επισκοπή Καρδαμύλης (1834) και ακολουθούν οι Επισκοπές Οιτύλου, Ζυγού (1841) και Γυθείου (1842). Η Επισκοπή Σελλασίας, πρώην Βρεσθένης, από τις εκτάσεις της άλλες διατηρεί και άλλες παραχωρεί στην Επισκοπή Λακεδαίμονος, με ενέργειες του Δανιήλ. Τελευταία ενώνεται με την Επισκοπή Λακεδαίμονος η Επισκοπή Ασίνης (1852),
Μέσα σ' αυτό το κλίμα το Δεκέμβριο του 1841 η Επισκοπή Επιδαύρου Λιμηράς συγχωνεύεται με την Επισκοπή Λακεδαίμονος, Έτσι, μεταβιβάζονται στον Επίσκοπο Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος τα προνόμια εξαρχίας της Πελοποννήσου καθώς και ο τίτλος Παναγιότατος, τα οποία είχε απονείμει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος IIο Παλαιολόγος στον τότε Μητροπολίτη Μονεμβασίας Νικόλαο με το γνωστό χρυσόβουλο τού 1301. Από τότε ο εκάστοτε Επίσκοπος της Μητροπόλεως αυτής , καθώς και ο νυν Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, φέρει τον τίτλο και προσαγορεύεται Παναγιότατος εντός των ορίων της επαρχίας του.
Κάπου, εδώ, κλείνει τον κύκλο της η μεγάλη ιστορία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας (ή κατόπιν Μονεμβασίας και Σπάρτης), η οποία διέγραψε μία λαμπρή και μεγάλη πορεία από τη στιγμή της δημιουργίας της (γύρω στα 500 μ.Χ.) μέχρι τού θανάτου τού τελευταίου της Επισκόπου Δανιήλ Κουλουφέκη (Δεκέμβριος 1844). Τα επόμενα οκτώ χρόνια τη διοίκηση της ι. Μητροπόλεως έχει Εκκλησιαστική Επιτροπή (Α. Επισκοπική Επιτροπεία: 1844-1852).
Από τις 9 Απριλίου 1852, με το Σ. Εκκλησιαστικό Νόμο, περί Επισκοπών και Επισκοπών, η Εκκλησιαστική επαρχία Λακεδαίμονος, η οποία από το 1833 περιελάμβανε όλο το νομό Λακωνίας, διαιρείται σε τρεις εκκλησιαστικές περιφέρειες: την Αρχιεπισκοπή Μονεμβασίας και Σπάρτης (πρώτη φορά αναφέρεται το όνομα της Σπάρτης -σε τίτλο εκκλησιαστικής διοικήσεως), την Επισκοπή Γυθείου και την Επισκοπή Οίτύλου. Ο ίδιος νόμος αντικαθιστά τον τίτλο της μέχρι τότε Επισκοπής «Λακεδαίμονος», ο οποίος θεωρήθηκε ατυχής, με τον αρμόζοντα από την ιστορία τίτλο: Μονεμβασίας και Σπάρτης. Με την εκκλησιαστική αύτή διαίρεση ο τίτλος της Επισκοπής Μονεμβασίας και Σπάρτης προτάσσει τού ονόματος τής Σπάρτης, που ήταν πρωτεύουσα του νομού και έδρα του αρχιεπίσκοπου, τη Μονεμβασία για να υπενθυμίσει την ιστορία της περίφημης ομώνυμης Μητροπόλεως και να αποδώσει την αίγλη και τη λαμπρότητά της.
Οι Αρχιερείς των Νεωτέρων χρόνων
Πρώτος μετά τη νέα εκκλησιαστική διαίρεση αρχιερέας στην αρχιεπισκοπή Μονεμβασίας και Σπάρτης χειρονονείται ο Διονύσιος Σασανάς (1852-1876) θεολόγος και λόγιος, ο οποίος κατά τη μακρά ποιμαντορία του προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες. Την περίοδο της δεκαεξαετούς χηρείας του θρόνου που ακολουθεί, την υπευθυνότητα των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Επισκοπής Λακεδαίμονος έχει Επιτροπή (Β' Επισκοπική Επιτροπεία 1876- 1892) .
Το 1892 στο θρόνο τής τοπικής Εκκλησίας ανέρχεται ο Θεόκλητος Μηνόπουλος (1892-1902) από την Τρίπολη. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος με ιδιαίτερες μεταπτυχιακές σπουδές (διδάκτορας φιλοσοφίας Γερμανικού Παν/μίου) αναλαμβάνει τη διοίκηση της επαρχίας, που βρισκόταν σε άθλια πνευματική κατάσταση, λόγω της μακρόχρονης χηρείας. Για το λόγο αυτό επιδιώκει με κάθε τρόπο την πνευματική και ηθική εξύψωση, τόσο του κλήρου όσο και του λαού. Με το όνομά του έχει συνδεθεί ο καθεδρικός ναός της πόλεως, τον οποίο εγκαινιάζει στη μνήμη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Αγίας Βαρβάρας, την 26η Νοεμβρίου 1893. Επίσης, αναζωπυρώνει τη λησμονημένη μνήμη του πολιούχου της Λακεδαίμονος Οσίου Νίκωνος του «Μετανοείτε». Με ενέργειες του Θεοκλήτου ανιδρύεται προσωρινός ναός του Οσίου Νίκωνος (ανάμεσα στα 1897-1901), και από τότε καθιερώνει πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του Οσίου Νίκωνος με λιτανεία της εικόνας και μεριμνά, ώστε με νόμο η ημέρα εκείνη να είναι αργία στην πόλη. Ιδρύει: τον Ιερατικό Σύνδεσμο, ειδική σχολή Εξομολόγων Ιερέων, τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία με την επωνυμία «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάτης» στον Άγιο Δημήτριο Μυστρά -έργο της οποίας υπήρξε το Βυζαντινό Μουσείο Μυστρά, φιλόπτωχο Εταιρεία υπό την επωνυμία «Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε», καθώς και Επαγγελματική σχολή. Ως θαυμαστής της ιστορίας του Βυζαντινού Μυστρά πρώτος αυτός έκαμε δοκιμαστικές ανασκαφές στην παλιά πρωτεύουσα των Παλαιολόγων. Επίσης, εκδίδει το περιοδικό «Δελτίον Εκκλησιαστικόν και Εκπαιδευτικόν». Τέλος, αναδιοργανώνει τις μονές Ζερμπίτσας, Αγίων Τεσσαράκoντα, Αγίων Ανάργυρων, Γόλας και Καστρίου οι οποίες ήδη λειτουργούν στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία.
Το 1900 με την έκδοση του Β.Δ. της 22ας Ιανουαρίου (Νόμος ΒΧΔ') αναδιαρθρώνονται τα εκκλησιαστικά πράγματα και ορίζεται μία Μητρόπολη, η των Αθηνών και ισοπεδώνονται όλες οι εκκλησιαστικές επαρχίες του κράτους και ονομάζονται Επισκοπές. Στο Νομό Λακωνίας ορίζονται δύο επισκοπές: η της Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος και η της Γυθείου και Οιίτύλου. Έτσι, τροποποιείται ο νόμος του 1852 και η Αρχιεπισκοπή «Μονεμβασίας και Σπάρτης» μετονομάζεται σε «Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος». Η επισκοπή Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος αποτελείται από τις επαρχίες Λακεδαίμονος και Επιδαύρου Λιμηράς με έδρα τη Σπάρτη.
Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος διατηρεί τον τίτλο του Αρχιεπίσκοπου Μονεμβασίας και Σπάρτης μέχρι της προαγωγής του στο μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών το 1902, όπου παραμένει μέχρι το 1923. Το 1931 είναι το έτος θανάτου του, μετά από μία λαμπρή δεκαετία έργων και μνημειώδους προσφοράς στους κατοίκους της επαρχίας του.
Με την ανάδειξη του Θεοκλήτου ως Αρχιεπίσκοπου Αθηνών η επισκοπή Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος παρέμεινε για μία πενταετία ακέφαλη, τη δε διοίκηση είχε και πάλι η .Επισκοπική Επιτροπή. Στα τέλη του 1906 εκλέγεται ως Επίσκοπος Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος ο δραστήριος Αρχιμανδρίτης Ακάκιος Αθανασιάδης, εφημέριος της ελληνικής Κοινότητας στη Λειψία. Εξαιτίας, όμως, άδικης συκοφαντίας για παραβίαση του τυπικού η χειροτονία του νεοεκλεγμένου Μητροπολίτη αναστέλλεται.
Το 1907 εκλέγεται άξιος διάδοχος του Θεοκλήτου στην τοπική Εκκλησία ο πρώτος Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, Αρχιμανδρίτης Γερμανός Τρωϊάνος (1907-1935), με ευρύτερες σπουδές στη Γερμανία. Ό Τρωϊάνος, αναμφισβήτητα, θεωρείται ένας από τούς λαμπρότερους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος από την απελευθέρωση του έθνους. Διετέλεσε μέλος της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για δύο διαφορετικές περιόδους (1911-1912) και (1927-1928). Το έργο του υπήρξε για 28 έτη τελετουργικό, διδακτικό, διοικητικό και κοινωνικό. Συγκεκριμένα: αναδιοργάνωσε τον ιερατικό Σύνδεσμο, μερίμνησε για την καλή λειτουργία των κληροδοτημάτων, των οποίων είχε την προεδρία, ίδρυσε το Σύλλογο αλληλοβοήθειας «Ο Σωτήρ», αποσκοπώντας και αυτός στην αναβάθμιση τού κλήρου, περιόρισε τον αριθμό των ιερέων και θεμελίωσε τον Ι. Ναό τού Οσίου Νίκωνος (10 Μαΐου 1929), επί δημοτικού άρχοντα Ηλία Γκορτσολόγου (1929), Καθοριστικός ο ρόλος του στη σύσταση τού φιλανθρωπικού συλλόγου κυριών Σπάρτης «Άγιοι Ανάργυροι», στην πρωτοβουλία τού οποίου οφείλεται η ίδρυση τού πρώτου νοσοκομείου της πόλεως.
Το 1921 ο Γερμανός στέλνεται από την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος έως το 1923 στην Αμερική ως Έξαρχος για τη διοργάνωση των εκεί εκκλησιαστικών πραγμάτων, παρά τούς σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι στη συνέχεια τον οδήγησαν στη Γερμανία για θεραπεία. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του η Ι.Σ, ανέθεσε την τοποτηρητεία της Επισκοπής διαδοχικά στους: Επίσκοπο Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανό, Γεώργιο Κοκκώνη εφημέριο της μητροπόλεως, Μελέτιο Γαλανόπουλο ιεροκήρυκα της Σπάρτης και Μητροπολίτη Κυθήρων Δωρόθεο Κοτταρά,
Με την επιστροφή του τον Σεπτέμβριο τού 1924 αναλαμβάνει αμέσως τη διοίκηση της επαρχίας του, παρά το γεγονός ότι η υγεία του είναι ήδη κλονισμένη. Στις 30 Δεκεμβρίου 1935 επέρχεται το μοιραίο.
Το πρώτο διάστημα της ποιμαντορίας του Γερμανού με την προσπάθεια που γίνεται -χωρίς αποτέλεσμα- για την αναθεώρηση τού καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και του ενοριακού νόμου, οι Επισκοπές της χώρας προάγονται σε Μητροπόλεις.
Στη χηρεύουσα Μητρόπολη της Σπάρτης διορίζεται τοποτηρητής ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Γαλανόπουλος, του οποίου η θητεία λήγει με την παμψηφεί εκλογή από την Ιερά Σύνοδο (15 Ιανουαρίου 1936) του Μητροπολίτη Γυθείου, Οίτύλου και Κυθήρων, Διονυσίου Δάφνου από τη Ζάκυνθο, ως Μητροπολίτη Σπάρτης (1936-1959). Ταυτόχρονα με τη μετάθεση τού Μητροπολίτη Γυθείου γίνεται και η πράξη προσαρτήσεως της Μητροπόλεως Γυθείου, Οίτύλου και Κυθήρων στη Μητρόπολη Σπάρτης (ή Μητρόπολη Γυθείου επανιδρύεται με Β.Δ. <136> το φθινόπωρο τού 1936).
Μετά το θάνατο του Μητροπολίτου Γερμανού και με την ανάθεση της Τοποτηρητείας από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο στον Αρχιερατικό Επίτροπο Μελέτιο Γαλανόπουλο, αναφέρεται η Τοπική Εκκλησιαστική Αρχή ως Μητρόπολη Σπάρτης. Στη συνέχεια, από την περίοδο της Ποιμαντορίας τού Διονυσίου Δάφνου και μετέπειτα η Μητρόπολη άλλοτε ονομάζεται Μονεμβασίας και Σπάρτης και άλλοτε Μητρόπολη Σπάρτης.
Η μεγάλη προσφορά και δράση του Διονυσίου Δάφνου υπήρξε πολύπλευρη και πολύτιμη. Επιγραμματικά αναφέρονται: Η ανακαίνιση του Επισκοπείου, η σύσταση του «Ιστορικού .Αρχείου» Σπάρτης, με δαπάνες της Ι. Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα, (εγκαίνια: 20 Μάιου 1940), η αποπεράτωση - εγκαίνια (1955) του Ι, Ναού του Οσίου Νίκωνος, η θεμελίωση Παιδικού Σταθμού στη Σπάρτη, η έκδοση τού περιοδικού «Ο Όσιος Νίκων», η ίδρυση «Ιερατικής Στέγης», η σύγκληση ιερατικών συνεδρίων, κ.α. Σημαντικότατο χαρακτηρίζεται και το ιεραποστολικό, πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Ο Διονύσιος Δάφνος απεβίωσε το Δεκέμβριο τού 1961, αλλά από το Φεβρουάριο του 1959 είχε υποβάλει την παραίτησή του, λόγω ασθένειας και γήρατος.
Στη συνέχεια εξελέγη ο Κυπριανός Πουλάκος, από τα Σκιφιάνικα Μαλευρίου Λακωνίας, ο οποίος ήταν ήδη (για μία περίπου οκταετία) Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου. Τη Μητρόπολη Σπάρτης ποίμανε από το 1959 έως το 1970. Η συμβολή του θεωρείται καθοριστική στην ανέγερση του κτιριακού συγκροτήματος για τη δημιουργία Πνευματικού Κέντρου της τοπικής Εκκλησίας (Στέγη Νεότητας) και του Οικοτροφείου. Έθεσε σε λειτουργία το Γηροκομείο της Σπάρτης, στο κτίριο τού μικρού Νοσοκομείου «Οι Άγιοι Ανάργυροι», καθώς και τις Παιδικές Κατασκηνώσεις στον Πάρνωνα. Επίσης, ίδρυσε σχολή Βυζαντινής Μουσικής, κατασκεύασε τον οίκο των Ιεροκηρύκων (όπου στεγάστηκε το Ιστορικό Αρχείο) , εξέδωσε τα περιοδικά «Γαλήνη», «τα Κατηχητικά Νέα», μερίμνησε για την αγιογράφηση του Ι. Ναού του Οσίου Νίκωνος, θεμελίωσε το νέο Ι. Ναό του Αγίου Νικολάου (Χατίπι) και δημιούργησε τέταρτη ενορία με ενοριακό Ι. Ναό τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο Κυπριανός, επίσης, με την παρότρυνση των τότε Επιμελητών των Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Σπάρτης και Μυστρά, κ.κ. Δεληβοριά και Ζία, συγκέντρωσε (1968) εικόνες και τέμπλα αρχαιολογικής αξίας -τα οποία και τοποθέτησε για διαφύλαξη στον οίκο των Ιεροκηρύκων- δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα τού Μουσείου, πού θα ιδρυθεί είκοσι χρόνια περίπου αργότερα. Το υλικό αυτό, μάλιστα, το εξέθεσε στο Πνευματικό Κέντρο. Το 1970 αναγκάστηκε να αποσυρθεί οπό την ενεργό Υπηρεσία.
Το πρώτο τρίμηνο του 1971 ορίζεται ως τοποτηρητής ο Μητροπολίτης της γειτονικής Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, Θεόκλητος Φιλιππαίος. Ακολούθως, στο Μητροπολιτικό θρόνο χειροτονείται ο επί μία εικοσαετία (1950-1970) Ιεροκήρυκας της Ι. Μητροπόλεως, Ιερόθεος Κυριαζόπουλος (1971-1980), ο οποίος με πολλή αγάπη και ζήλο συνέχισε τη λειτουργία του Οικοτροφείου, εξασφαλίζοντας και στέγη θηλέων. Θεμελίωσε και σε σύντομο χρονικό διάστημα έθεσε σε λειτουργία το νέο σύγχρονο Γηροκομείο της πόλεως, θεμελίωσε και ανήγειρε τον από σκυρόδεμα σκελετό ολόκληρου του Επισκοπείου, ανακαίνισε εξωτερικά το Μητροπολιτικό Ιερό Ναό τής Ευαγγελίστριας, συνέστησε το Φιλανθρωπικό Σύλλογο «Ο Άγιος Παντελεήμων», επανεξέδωσε το περιοδικό «Όσιος Νίκων», κ.λπ. Απέθανε αιφνιδίως στις 2 Μαρτίου τού 1980 στη Θεσσαλονίκη. Τούς επόμενους επτά μήνες ανέλαβε ως τοποτηρητής ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θεμέλης, του οποίου το πέρασμα μένει ανεξίτηλο.
Από τις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα -αν όχι από τα τέλη του 4ου - αναφέρεται η Επισκοπή Λακεδαιμονίας, η οποία υπάγεται στη Μητρόπολη Κορίνθου καθώς και η Επισκοπή Πατρών.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με το αποκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, που ίσχυε τότε, η Κόρινθος ως το πρώτο εκκλησιαστικό κέντρο της Πελοποννήσου και ειδικότερα η -μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου- Αποστολική Εκκλησία της Κορίνθου είχε αναλάβει την οργάνωση των Χριστιανικών κοινοτήτων της χώρας σε Επισκοπές.
Πάντως από τη μεσαιωνική και χριστιανική πόλη Λακεδαιμονία οργανώνεται και εξαπλώνεται ο Χριστιανισμός στη Λακωνική ύπαιθρο. Ατράνταχτη απόδειξη της διαδόσεως και επικρατήσεως του Χριστιανισμού αποτελούν οι Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές, τις οποίες έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η χριστιανική Βασιλική του Γερακίου Λακωνίας.
Στην Στ' εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδο, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, ο επίσκοπος της Λακεδαιμονίας Θεοδόσιος υπογράφει ως «επίσκοπος της Λακεδαιμονίων πόλεως». Κατά τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί αυτοκράτορα Λέοντος του Ίσαυρου (722 ή 730), αναφέρεται ως επίσκοπος Λακεδαιμονίας ο Όσιος.
Σημαντικό γεγονός στην εκκλησιαστική ιστορία της Λακεδαιμονίας αποτελεί ο προβιβασμός (806) της Επισκοπής Πατρών σε Μητρόπολη (αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του Νικηφόρου Α'), οπότε η επισκοπή Λακεδαιμονίας υπάγεται (καθώς και οι Επισκοπές Μεθώνης και Κορώνης) σ' αυτή και μάλιστα ως πρωτόθρονος (μέχρι το 1082) της μητροπόλεως Παλαιών Πατρών.
Γύρω στα 869 στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Λακεδαιμονίας ανέρχεται ο Θεόκλητος, ο οποίος έλαβε μέρος στην Οικουμενική Σύνοδο που έγινε από τον πατριάρχη Ιγνάτιο το 869-870 μ.Χ. Ο διάδοχος του Θεοκλήτου, επίσκοπος Αντώνιος, συμμετείχε στη Σύνοδο του 879 μ.Χ. Το διάστημα πού ακολουθεί έως τα μέσα του 10ου μ.Χ. αιώνα είναι λιγοστά τα στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την εκκλησιαστική κατάσταση της Λακεδαιμονίας.
Τότε, εγκαθίσταται στην πόλη ο Όσιος Νίκων από την Παφλαγονία του Πόντου, διαδίδοντας ακούραστα το Ευαγγέλιο του Χριστού περίπου για τριάντα χρόνια (970-998 μ.Χ.), υποστηριζόμενος από το Βυζαντινό Στρατηγό Βασίλειο Απόκαυκο και τον εξ Αθηνών προερχόμενο Αρχιεπίσκοπο Λακεδαίμονος Θεόπεμπτο. Ό Όσιος Νίκων προσφέρει πολύτιμες σωστικές υπηρεσίες στους κατοίκους της περιοχής σε μία αγωνιώδη και μεταβατική για την περιοχή εποχή και με σοβαρότατους κινδύνους: θρησκευτικούς, κοινωνικούς και εθνικούς.
Με τον ερχομό του απαλλάσσει την πόλη από θανατηφόρο επιδημία, απομακρύνει το Ιουδαϊκό στοιχείο και πραγματοποιεί πολλά θαύματα. Ιδρύει στη Σπάρτη μεγάλο Ναό του Σωτήρος, της Θεοτόκου και της Αγίας Κυριακής, του οποίου τα ερείπια εντοπίζονται κοντά στην ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης. Ό ναός αυτός, ενώ ζούσε ακόμη ο Όσιος, είχε μεταβληθεί σε Μοναστήρι, το οποίο λειτουργούσε ως άσυλο των πτωχών και των ασθενών. Στα χρόνια της μακραίωνης δουλείας η Μονή καταστρέφεται, αφού προηγουμένως ανθεί μέχρι τον 15ο αι. μ.Χ.
Ο Όσιος Νίκων αποδημεί το 998 μ.Χ ένα χρόνο περίπου μετά τη συντριβή των Βουλγάρων του Σαμουήλ στο Σπερχειό ποταμό από το στρατηγό του Βυζαντινού Κράτους, Νικηφόρο Ουρανό. Ανάμεσα στα πολλά μετά το θάνατο του Οσίου θαύματα, αναφέρεται το σχετικό με την εικονογράφησή του, κατά παραγγελία του άρχοντα και μετέπειτα προέδρου της Συγκλήτου Ιω. Μαλακηνού στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος γνώριζε προσωπικά από τη Σπάρτη τον Όσιο και τον τιμούσε ιδιαίτερα.
Ορόσημο στην επισκοπική ιστορία της Λακεδαιμονίας αποτελεί η ανάδειξή της σε Μητρόπολη, καθώς στον επισκοπικό θρόνο βρίσκεται ο Θεοδόσιος, του οποίου το όνομα μνημονεύεται ως πρώτου Μητροπολίτου Λακεδαιμονίας στο γνωστό «περί της κτίσεως της Μονεμβασίας χρονικόν» Συγκεκριμένα, προάγεται το 1082 επί αυτοκράτορα Αλεξίου Β’ του Κομνηνού και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευστράτιου του Γαριδά. Οι πρώτες επισκοπές πού υπάγονται σ' αυτήν, είναι: «Αμυκλίου, Πίσσης και Εζερών». Αξίζει να σημειωθεί, ότι στη δικαιοδοσία της νέας Μητροπόλεως, για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ανήκουν και αρκαδικά εδάφη. Με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα διαφοροποιούνται ως προς την επισκοπική τάξη και τη θέση της Μητροπόλεως χωρίς όμως, ποτέ, να αλλάζει ο τίτλος της.
Η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας με έδρα την ομώνυμη πόλη, παραμένει μέχρι την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τούς Φράγκους. Οι χρόνοι της Φραγκοκρατίας αποτελούν περίοδο δοκιμασίας, τόσο για τη Λακεδαιμονία όσο και για την Ορθοδοξία ειδικότερα. Η σοβαρή μεταβολή πού σημειώνεται στην πολιτική και θρησκευτική ζωή του τόπου με την εγκατάσταση των σταυροφόρων της Δύσεως το 1204, εξαφανίζει από το χάρτη τη μεσαιωνική Λακεδαιμονία και αναδεικνύει νέο σπουδαίο κέντρο, το Μυστρά. Η Εκκλησιαστική Ιστορία παρουσιάζει χάσμα ενός αιώνα περίπου, εξαιτίας ακριβώς των εθνικών θεμάτων. Καθώς ο Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος ανακτά από τούς Φράγκους το Μυστρά, η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, υπακούοντας στο γενικό κλίμα μετακινήσεως, μεταφέρεται στην πρωτεύουσα των Παλαιολόγων. Έτσι, αρχίζει μία νέα και σημαντική περίοδος για τη ζωή της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας. Το 1272, επί Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ (1268-1275), ο Μιχαήλ Παλαιολόγος τοποθετεί ως Μητροπολίτη το Θεοδόσιο, όπως φαίνεται από υπογραφή του «ο Λακεδαιμονίας και υπερτιμάς Θεοδόσιος».
Πάντως, μετά τη φραγκοκρατία αρκετές φορές η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας στερείται Ποιμενάρχη και κατά καιρούς προεδρεύουν άλλοι Ιεράρχες, όπως ο Μονεμβασίας Γρήγορος (μετά το 1272), ο Παλαιών Πατρών Μιχαήλ (1316 και έξης) κ.α.
Η προεδρία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας έχει επιδοθεί από το 1289 στο Μητροπολίτη Κρήτης Νικηφόρο Μοσχόπουλο. Άνθρωπος μεγάλης σοφίας, βιβλιόφιλος και καλλιγράφος, φέρνει στη νεοσύστατη πόλη την πνευματική καλλιέργεια της αυλής της Βασιλεύουσας. Βοηθούμενος από τον αδελφό του, Ααρών φροντίζει, ώστε η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας να αποκτήσει δική της Εκκλησία και γι αυτό κτίζει λαμπρό ναό έπ' ονόματι του Αγίου Δημητρίου (1302), τη γνωστή Μητρόπολη του Μυστρά. Ο λογιώτατος αυτός αρχιερέας, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ζει μακριά από την κύρια έδρα του εξαιτίας της Ενετικής κατοχής, ποιμαίνει και λαμπρύνει τη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας έως το 1315-1316.
Από τους επόμενους αρχιερείς που διαδέχτηκαν το Νικηφόρο Μοσχόπουλο στο Μητροπολιτικό θρόνο της Λακεδαιμονίας ξεχωρίζουν οι Μητροπολίτες Σουγδαίας Λουκάς και Νείλος, οι οποίοι συνεχίζουν το αναδιοργανωτικό έργο τού Νικηφόρου.
Τα επόμενα χρόνια αποτελούν μεταβατική περίοδο για τη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, κατά την οποία άλλοτε υπάρχει επώνυμος Μητροπολίτης, άλλοτε σημειώνεται κενό στον αρχιερατικό θρόνο της Μητροπόλεως. Η κατάσταση συνεχίζεται μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε τα πράγματα είναι αρκετά σκοτεινά, ιδιαίτερα με την προβολή των εθνικών και πολιτικών θεμάτων.
Η κατάλυση του Βυζαντίου (1453) και η υποταγή και των υπολοίπων διαμερισμάτων της επικράτειας, με τα γνωστά δεινά, δημιουργούν σύγχυση, η οποία δυσκολεύει την παρακολούθηση των εκεί πραγμάτων. Συγκεκριμένα, κατά τα μεταβατικά χρόνια 1453-1460, καθώς ο Μυστράς αργοπεθαίνει, δεν υπάρχει εδώ κεφαλή της Εκκλησίας. Ο μόνος Μητροπολίτης για τον οποίο γίνεται ονομαστική αναφορά σε αυτήν την περίοδο είναι ο Μεθόδιος (από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, 1436). Διάδοχός του δεν αναφέρεται πουθενά. Την τελευταία Παλαιολόγεια περίοδο η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας διοικείται επιτροπικώς από το σπουδαίο λόγιο και ιερέα Ιωάννη Ευγενικό (αδελφό τού περίφημου Μητροπολίτη Εφέσου Μάρκου τού Ευγενικού), ο οποίος βρισκόταν εγκατεστημένος στο Μυστρά από το 1450.
Το 1461 το δεσποτάτο υποτάσσεται στους Τούρκους και ο Μυστράς αρχίζει σιγά-σιγά να παρακμάζει. Τα δύσκολα χρόνια που ακολουθούν η τοπική Εκκλησία είναι παρούσα, όσο και αν ο επισκοπικός κατάλογος παρουσιάζει κενό -δεδομένου ότι οι πηγές των εκατό (100) επόμενων χρόνων σιωπούν- και με ζωντανή ακόμα την παράδοση του Μυστρά υποστηρίζεται από το θρησκεύοντα λακωνικό λαό, του οποίου η αντίσταση σημειώνεται αποκαλυπτική. Σημαντικότατος είναι ο ρόλος και των μοναστικών κέντρων -είτε αυτών πού επιβιώνουν είτε αυτών πού ιδρύονται τώρα και αργότερα, κατά την περίοδο της δεύτερης τουρκοκρατίας- όπου λειτουργούν βιβλιογραφικές σχολές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παλαιοβυζαντινή μονή των Άγίων Τεσσαράκοντα με την αξιόλογη παιδεία και την εξίσου σημαντική καλλιτεχνική άνθιση. Πλήθος κωδίκων έχουν διασωθεί, οι οποίοι αποδεικνύουν τη δράση των Λακεδαιμονίων ή και ξένων ακόμα κωδικογράφων, καθώς είτε φανερώνουν τη λάμψη τής αυλής των Παλαιολόγων είτε διαφωτίζουν τα σκοτεινά χρόνια πού ακολουθούν με την πρώτη Τουρκοκρατία και εξής.
Ο 16ος αιώνας, τουλάχιστον στο πρώτο μισό χαρακτηρίζεται από την απουσία επώνυμων αρχιερέων στον επισκοπικό θρόνο. Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας συναντάται σχεδόν στα μέσα τού αιώνα αυτού. Πρόκειται για τον Ιερεμία. ο οποίος όμως, κατά το διάστημα 1541-1546, δεν βρίσκεται στην επαρχία του, αλλά στη Βασιλεύουσα, αφού είναι μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου. Το υπόλοιπο διάστημα -πενιχρό και αυτό σε στοιχεία- καλύπτει ένας περιορισμένος επισκοπικός κατάλογος και επί πλέον οι περισσότεροι τυπικοί ποιμενάρχες ζουν μακριά από την επαρχία τους απασχολούμενοι με πατριαρχικά θέματα. Στη δύση τού ίδιου αιώνα ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας, ο οποίος γεμίζει με την παρουσία του μεγάλο διάστημα τής Μητροπόλεως είναι ο Θεοδόσιος -στην αρχή ως συνοδικός- καλύπτοντας το διάστημα 1575-1592.
Το 1601 εκλέγεται ως προκαθήμενος ιεράρχης ο Αθηναίος Ιεζεκιήλ, ο οποίος σχεδόν αμέσως πεθαίνει. Την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο στο θρόνο της Λακεδαιμονίας τοποθετείται μία σημαντική προσωπικότητα. Πρόκειται για το μέχρι τότε Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Χρύσανθο Λάσκαρη. Ο άξιος αυτός Ποιμενάρχης λόγω τής επαναστατικής του δράσεως καθαιρείται, διώκεται από τη Μεγάλη Πόλη και πεθαίνει εξόριστος στην Ευρώπη. Έτσι, ο 17ος αιώνας -κατά τη διάρκεια τού οποίου ο επισκοπικός κατάλογος είναι πλήρης- εγκαινιάζεται με την επί τόπου παρουσία του νέου Μητροπολίτη στην επαρχία του.
Ο Ιεράρχης, ο οποίος διαδέχεται το Χρύσανθο στη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας είναι ο Διονύσιος, μία σημαντική, εκκλησιαστική, εθνική και τραγική μορφή. Οι Μητροπολίτες Ιωάσαφ και Γαβριήλ, οι οποίοι ποιμαίνουν ακολούθως τη Μητρόπολη, γεμίζουν με την παρουσία τους την επαρχία, άλλά κυρίως προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Αγία τού Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Κατά το τελευταίο τρίτο του αιώνα αυτού φέρεται ως Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας ο Θεοδώρητος Κριτής από τη Δημητσάνα, μία αδικημένη εκκλησιαστική φυσιογνωμία με ιδιαίτερη μόρφωση και άξία.
Με την ενετική κατάκτηση του Μοριά απαντάται Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας ο Γεννάδιος ο οποίος βρίσκεται, στη θέση αυτή προ του 1681. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς περίπου κυριαρχίας της Πελοποννήσου (1687- 1715) από τούς Ενετούς τα πράγματα αλλάζουν και δυσκολεύουν. Οι νέοι κυρίαρχοι θεωρώντας τη Λακωνία ως μία από τις πλέον επίκαιρες θέσεις για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, οργανώνουν παράλληλα την πολιτικοοικονομική και θρησκευτική πορεία τού τόπου προς όφελος τού καθολικού δόγματος. Οι σκοποί και ενέργειές τους δρομολογούνται καθοριστικά σε θέματα θρησκείας και εκκλησιαστικής διοικήσεως επιχειρώντας να επιβάλλουν με αντιπαραδοσιακό τρόπο το Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας. Στην περιφέρεια, όμως, αυτή είναι δυναμική η αντίδραση του κλήρου και του λαού (παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζονται την περίοδο αυτή από αμάθεια και πενία) με αποτέλεσμα να μείνει αλώβητο και αμετακίνητο το κέντρο της υπάρξεώς τους, δηλαδή, η αγωνία τους ως Γένους και η ορθόδοξη πατρογονική πίστη.
Η παρουσία των Ενετών στην Πελοπόννησο τερματίζεται επί Επισκόπου Λακεδαιμονίας Κυπριανού, το 1715, οπότε αρχίζει η δεύτερη Τουρκοκρατία, καθώς ανατέλλει ο 18ος αιώνας. Καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής η Μητρόπολη Λακεδαιμονίας γράφει τη δική της λαμπρή ιστορία. Επί πλέον βελτιώνει τη θέση της στον κατάλογο των επισκοπικών θρόνων.
Το β' μισό του 18ου αιώνα σφραγίζεται από τη μεγάλη θυσία του Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Ανανία Θεοφίλη-Λαμπάρδη, από τη Στεμνίτσα Αρκαδίας. Ο εθνομάρτυρας αυτός θεωρείται μία μεγάλη εμπνευσμένη μορφή του Χριστιανισμού και του υπόδουλου ελληνισμού. Με το αξίωμα του Μοραγιάνη (μοραγιάν), δηλαδή του εκλεγμένου -σύμφωνα με το ισχύον διοικητικό σύστημα- αρχηγού των προεστώτων του Μοριά, ο τιμημένος Ιεράρχης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία του Απελευθερωτικού Αγώνα. Αποκεφαλίζεται με άγριο τρόπο από τούς Τούρκους το 1760, έξω από τη μικρή είσοδο της αυλής της Μητροπόλεως του Μυστρά.
Σήμερα, η προτομή του ιερομάρτυρα Ανανία, καθώς και εκείνη του άλλου μεγάλου αγωνιστή Θεοδωρήτου του Β', επισκόπου Βρεσθένης, κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Μητροπολιτικού ναού της Σπάρτης. Την έμπνευση για την τοποθέτηση των δύο αυτών μνημείων είχε ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. κ. Ευστάθιος, ο οποίος, μάλιστα, έκανε και τα αποκαλυπτήρια.
Αργότερα, και ένας άλλος Μητροπολίτης της Λακεδαιμονίας πέφτει θύμα των ωμοτήτων και αγριοτήτων όχι των Τούρκων, άλλά των Αλβανών, όταν αυτοί επιτίθενται εναντίον του Μυστρά, Τα πρώτα χρόνια της αλβανικής ωμότητας εκλέγεται, σύμφωνα με τις αρχειακές πηγές, Μητροπολίτης ο Νεόφυτος, Μέγας Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Θρόνου (1771). Το χειμώνα 1776-1777 (Φεβρουάριος) φονεύεται ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Νεόφυτος από τούς Αλβανούς, προσφέροντας και το δικό του αίμα στο αιματοπότιστο έδαφος της τοπικής ιστορίας.
Το Νεόφυτο διαδέχεται ο Γρηγόριος, διαπρεπής Ιεράρχης ο οποίος ποιμαίνει τη συγκεκριμένη επαρχία για μία 15ετία. Ακολούθως, και μέχρι την έναρξη του εθνικού αγώνα δύο αρχιερείς κατέχουν το θρόνο της Μητροπόλεως: Δανιήλ και Χρύσανθος.
Συμπερασματικά, λοιπόν, όπως κατά τα βυζαντινά και παλαιολόγεια, έτσι κατά τα χρόνια της μαύρης δουλείας η Λακωνία -από εκκλησιαστικής πλευράς- δεν αποτελεί ενιαία μονάδα, αφού δεν περιλαμβάνει γεωγραφικά ολόκληρο το νομό. Η εγκατάσταση των Τούρκων στην περιοχή επιβάλλει μία νέα τάξη πραγμάτων. Μέσα στα πλαίσια της νέας μορφής δημοσίου και ιδιωτικού βίου, που δημιούργησε η Τουρκοκρατία, και της ιδιοτυπίας της στην Πελοπόννησο, η Λακωνία και η Εκκλησία της δεν βρίσκονται αποκομμένες από τον εθνικό βίο, αφού και η ιστορία του υπόδουλου ελληνισμού συμπίπτει, σε γενικό επίπεδο, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή με την ιστορία της Εκκλησίας που στάθηκε ακλόνητη.
Από όσα με συντομία παραπάνω αναφέρθηκαν προκύπτει ότι η Τοπική Εκκλησία της Λακεδαίμονας κατά τα δύσκολα αυτά χρόνια δεν στάθηκε μόνο συμπαραστάτης τού σκλαβωμένου λαού, αλλά διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στους αγώνες και τους προσανατολισμούς των Ελλήνων. Ο δε ευσεβής λαός της αποδείχτηκε στυλοβάτης και θεματοφύλακας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Μέχρι την έναρξη της επαναστάσεως τού 1821 δύο είναι οι Μητροπόλεις του νομού Λακωνίας, οι οποίες μάλιστα ξεχωρίζουν μεταξύ των ομολόγων τους ολόκληρης της Πελοποννήσου: α) της Λακεδαιμονίας με τις Επισκοπές: Βρεσθένης, Καρυουπόλεως και Μαλτζίνης, και β) της Μονεμβασίας με τις Επισκοπές: Έλους, Ανδρούβιστας, Λαγείας, Μαϊνης, Μηλέας, Πλάτσης, Ανδρούσης και Ζαρνάτας. Καθ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα όλες αυτές οι εκκλησιαστικές επαρχίες είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες από την κεντρική εξουσία των Μητροπόλεων, είτε της Λακεδαιμονίας είτε της Μονεμβασίας. Αποτέλεσμα, το εκκλησιαστικό διοικητικό σύστημα να περιέλθει σε πλήρη χαλάρωση.
Οι χρόνοι της εξεγέρσεως του 1821
Στον πυρετό της προετοιμασίας για την εθνική εξέγερση συμμετέχουν ενεργά, καθώς και κατά τη διάρκεια του αγώνα, εκπρόσωποι της τοπικής Εκκλησίας της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η ιστορική μορφή τού Επίσκοπου Βρεσθένης (αργότερα, η Επισκοπή μετονομάζεται σε Επισκοπή Σελλασίας) Θεοδωρήτου Β', από τη Νεμνίτσα Γορτυνίας, ο οποίος και ως μέλος της Φιλικής εταιρείας (1819) πρωτοστατεί σε κάθε εκκλησιαστική και εθνική κίνηση. Συγκεκριμένα, συμμετέχει ενεργά στην Εθνοσυνέλευση τής Μονής των Καλτεζών (1821), εκλέγεται Αντιπρόεδρος τής Πελοποννησιακής Γερουσίας (1822), κ.λπ. Εξίσου, βέβαια, σημαντική είναι η δράση και των άλλων Επισκοπών, πού υπάγονται στη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, όπως του Έλους Ανθίμου, του Μαλτζίνης Ιωακείμ και άλλων κληρικών από τη Λακεδαίμονα, όπως του παπα- Καλομοίρη από τη Βορδόνια και του παπα- Φώτη Σακελάριου από την Καλογωνιά.
Ειδικότερα, η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 βρίσκει Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας τον Χρύσανθο, ο οποίος καταγόταν οπό το Μπαρσινίκο (άνωθεν του Μύστρα) με έδρα φυσικά το Μυστρά.
Ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Χρύσανθος με δεσμευμένες τις σωματικές του δυνάμεις λόγω γήρατος και οφθαλμικής ανικανότητας, δεν μπορεί να προσφέρει τις σπουδαίες υπηρεσίες στο έθνος, για τις οποίες διακρίνεται ο εμπνευσμένος ιεράρχης και ενθουσιώδης πατριώτης Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Έτσι, ο Θεοδώρητος ο Β' ακμαιότατος και δραστήριος αναλαμβάνει την 25η Μαρτίου 1821, ως φυσικός αναπληρωτής τού γεραρού και γηραιού Χρύσανθου, να διαλαλήσει από τον άμβωνα το κήρυγμα ελευθερίας των υπόδουλων και τη θριαμβευτική έναρξη του αγώνα.
Μετά το θάνατο του τυφλού ήδη Χρύσανθου, το 1823, αναλαμβάνει ο Χαριουπόλεως Δανιήλ, Κουλουφέκης, ορχικά ως τοποτηρητής και οπό το 1833 ως Μητροπολίτης διακρινόμενος για τη θρησκευτική, εθνική και κοινωνική του δράση. Ο Δανιήλ είναι μία ξεχωριστή φυσιογνωμία και το όνομά του συνδέεται με τη νέα Σπάρτη. Επί των ημερών του η έδρα της Μητροπόλεως μεταφέρεται από το Μυστρά στη Σπάρτη, το 1837, και κτίζεται το πρώτο Επισκοπείο. Με το έργο του λαμπρύνει την εκκλησιαστική ιστορία της Λακεδαίμονος.
Η ιστορία της Εκκλησίας της νέας Σπάρτης ακολουθεί την πορεία οργανώσεως, πού διαγράφει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μέχρι τότε ολόκληρος ο νομός Λακωνίας, όπως άλλωστε και η εκκλησιαστική επαρχία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας, δεν παρουσιάζει ενότητα στην εκκλησιαστική και πολιτική Γεωγραφία. Το Β.Δ. της 21ης Νοεμβρίου 1833 -το οποίο ρυθμίζει το προσωπικό των Επισκοπών της χώρας, αν και ορίζει τη Λακωνία ως ενιαία εκκλησιαστική περιφέρεια, συγχρόνως, προχωρεί στην κατάτμηση των οκτώ επισκοπών τού νομού. Ό Επίσκοπος Λακεδαίμονος καθίσταται πρώτος και κύριος μοχλός των εκκλησιαστικών θεμάτων στο νομό έχοντας στη δικαιοδοσία του και τούς υπόλοιπους αρχιερείς των Επισκοπών Σελλασίας, Επιδαύρου, Λιμηράς, Γυθείου, Ασίνης (τέως επισκοπή Λαγείας) , Οιτύλου, Ζυγού και Καρδαμύλης.
Με το νέο εκκλησιαστικό καθεστώς η Εκκλησιαστική Γεωγραφία στην περιοχή συμπίπτει με τη διαμορφούμενη πολιτική. Με το διάταγμα (1833) η Μητρόπολη Μονεμβασίας μετονομάζεται σε Επισκοπή Επιδαύρου Λιμηράς. Εν τω μεταξύ στα επόμενα χρόνια οι περιφερειακές Επισκοπές ενώνονται διαδοχικά με την Επισκοπή Λακεδαίμονος, Η συγχώνευση αυτή πραγματοποιείται το χρονικό διάστημα 1834-1852. Συγκεκριμένα, η αρχή γίνεται με την Επισκοπή Καρδαμύλης (1834) και ακολουθούν οι Επισκοπές Οιτύλου, Ζυγού (1841) και Γυθείου (1842). Η Επισκοπή Σελλασίας, πρώην Βρεσθένης, από τις εκτάσεις της άλλες διατηρεί και άλλες παραχωρεί στην Επισκοπή Λακεδαίμονος, με ενέργειες του Δανιήλ. Τελευταία ενώνεται με την Επισκοπή Λακεδαίμονος η Επισκοπή Ασίνης (1852),
Μέσα σ' αυτό το κλίμα το Δεκέμβριο του 1841 η Επισκοπή Επιδαύρου Λιμηράς συγχωνεύεται με την Επισκοπή Λακεδαίμονος, Έτσι, μεταβιβάζονται στον Επίσκοπο Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος τα προνόμια εξαρχίας της Πελοποννήσου καθώς και ο τίτλος Παναγιότατος, τα οποία είχε απονείμει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος IIο Παλαιολόγος στον τότε Μητροπολίτη Μονεμβασίας Νικόλαο με το γνωστό χρυσόβουλο τού 1301. Από τότε ο εκάστοτε Επίσκοπος της Μητροπόλεως αυτής , καθώς και ο νυν Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, φέρει τον τίτλο και προσαγορεύεται Παναγιότατος εντός των ορίων της επαρχίας του.
Κάπου, εδώ, κλείνει τον κύκλο της η μεγάλη ιστορία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας (ή κατόπιν Μονεμβασίας και Σπάρτης), η οποία διέγραψε μία λαμπρή και μεγάλη πορεία από τη στιγμή της δημιουργίας της (γύρω στα 500 μ.Χ.) μέχρι τού θανάτου τού τελευταίου της Επισκόπου Δανιήλ Κουλουφέκη (Δεκέμβριος 1844). Τα επόμενα οκτώ χρόνια τη διοίκηση της ι. Μητροπόλεως έχει Εκκλησιαστική Επιτροπή (Α. Επισκοπική Επιτροπεία: 1844-1852).
Από τις 9 Απριλίου 1852, με το Σ. Εκκλησιαστικό Νόμο, περί Επισκοπών και Επισκοπών, η Εκκλησιαστική επαρχία Λακεδαίμονος, η οποία από το 1833 περιελάμβανε όλο το νομό Λακωνίας, διαιρείται σε τρεις εκκλησιαστικές περιφέρειες: την Αρχιεπισκοπή Μονεμβασίας και Σπάρτης (πρώτη φορά αναφέρεται το όνομα της Σπάρτης -σε τίτλο εκκλησιαστικής διοικήσεως), την Επισκοπή Γυθείου και την Επισκοπή Οίτύλου. Ο ίδιος νόμος αντικαθιστά τον τίτλο της μέχρι τότε Επισκοπής «Λακεδαίμονος», ο οποίος θεωρήθηκε ατυχής, με τον αρμόζοντα από την ιστορία τίτλο: Μονεμβασίας και Σπάρτης. Με την εκκλησιαστική αύτή διαίρεση ο τίτλος της Επισκοπής Μονεμβασίας και Σπάρτης προτάσσει τού ονόματος τής Σπάρτης, που ήταν πρωτεύουσα του νομού και έδρα του αρχιεπίσκοπου, τη Μονεμβασία για να υπενθυμίσει την ιστορία της περίφημης ομώνυμης Μητροπόλεως και να αποδώσει την αίγλη και τη λαμπρότητά της.
Οι Αρχιερείς των Νεωτέρων χρόνων
Πρώτος μετά τη νέα εκκλησιαστική διαίρεση αρχιερέας στην αρχιεπισκοπή Μονεμβασίας και Σπάρτης χειρονονείται ο Διονύσιος Σασανάς (1852-1876) θεολόγος και λόγιος, ο οποίος κατά τη μακρά ποιμαντορία του προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες. Την περίοδο της δεκαεξαετούς χηρείας του θρόνου που ακολουθεί, την υπευθυνότητα των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Επισκοπής Λακεδαίμονος έχει Επιτροπή (Β' Επισκοπική Επιτροπεία 1876- 1892) .
Το 1892 στο θρόνο τής τοπικής Εκκλησίας ανέρχεται ο Θεόκλητος Μηνόπουλος (1892-1902) από την Τρίπολη. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος με ιδιαίτερες μεταπτυχιακές σπουδές (διδάκτορας φιλοσοφίας Γερμανικού Παν/μίου) αναλαμβάνει τη διοίκηση της επαρχίας, που βρισκόταν σε άθλια πνευματική κατάσταση, λόγω της μακρόχρονης χηρείας. Για το λόγο αυτό επιδιώκει με κάθε τρόπο την πνευματική και ηθική εξύψωση, τόσο του κλήρου όσο και του λαού. Με το όνομά του έχει συνδεθεί ο καθεδρικός ναός της πόλεως, τον οποίο εγκαινιάζει στη μνήμη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Αγίας Βαρβάρας, την 26η Νοεμβρίου 1893. Επίσης, αναζωπυρώνει τη λησμονημένη μνήμη του πολιούχου της Λακεδαίμονος Οσίου Νίκωνος του «Μετανοείτε». Με ενέργειες του Θεοκλήτου ανιδρύεται προσωρινός ναός του Οσίου Νίκωνος (ανάμεσα στα 1897-1901), και από τότε καθιερώνει πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του Οσίου Νίκωνος με λιτανεία της εικόνας και μεριμνά, ώστε με νόμο η ημέρα εκείνη να είναι αργία στην πόλη. Ιδρύει: τον Ιερατικό Σύνδεσμο, ειδική σχολή Εξομολόγων Ιερέων, τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία με την επωνυμία «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάτης» στον Άγιο Δημήτριο Μυστρά -έργο της οποίας υπήρξε το Βυζαντινό Μουσείο Μυστρά, φιλόπτωχο Εταιρεία υπό την επωνυμία «Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε», καθώς και Επαγγελματική σχολή. Ως θαυμαστής της ιστορίας του Βυζαντινού Μυστρά πρώτος αυτός έκαμε δοκιμαστικές ανασκαφές στην παλιά πρωτεύουσα των Παλαιολόγων. Επίσης, εκδίδει το περιοδικό «Δελτίον Εκκλησιαστικόν και Εκπαιδευτικόν». Τέλος, αναδιοργανώνει τις μονές Ζερμπίτσας, Αγίων Τεσσαράκoντα, Αγίων Ανάργυρων, Γόλας και Καστρίου οι οποίες ήδη λειτουργούν στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία.
Το 1900 με την έκδοση του Β.Δ. της 22ας Ιανουαρίου (Νόμος ΒΧΔ') αναδιαρθρώνονται τα εκκλησιαστικά πράγματα και ορίζεται μία Μητρόπολη, η των Αθηνών και ισοπεδώνονται όλες οι εκκλησιαστικές επαρχίες του κράτους και ονομάζονται Επισκοπές. Στο Νομό Λακωνίας ορίζονται δύο επισκοπές: η της Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος και η της Γυθείου και Οιίτύλου. Έτσι, τροποποιείται ο νόμος του 1852 και η Αρχιεπισκοπή «Μονεμβασίας και Σπάρτης» μετονομάζεται σε «Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος». Η επισκοπή Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος αποτελείται από τις επαρχίες Λακεδαίμονος και Επιδαύρου Λιμηράς με έδρα τη Σπάρτη.
Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος διατηρεί τον τίτλο του Αρχιεπίσκοπου Μονεμβασίας και Σπάρτης μέχρι της προαγωγής του στο μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών το 1902, όπου παραμένει μέχρι το 1923. Το 1931 είναι το έτος θανάτου του, μετά από μία λαμπρή δεκαετία έργων και μνημειώδους προσφοράς στους κατοίκους της επαρχίας του.
Με την ανάδειξη του Θεοκλήτου ως Αρχιεπίσκοπου Αθηνών η επισκοπή Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος παρέμεινε για μία πενταετία ακέφαλη, τη δε διοίκηση είχε και πάλι η .Επισκοπική Επιτροπή. Στα τέλη του 1906 εκλέγεται ως Επίσκοπος Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος ο δραστήριος Αρχιμανδρίτης Ακάκιος Αθανασιάδης, εφημέριος της ελληνικής Κοινότητας στη Λειψία. Εξαιτίας, όμως, άδικης συκοφαντίας για παραβίαση του τυπικού η χειροτονία του νεοεκλεγμένου Μητροπολίτη αναστέλλεται.
Το 1907 εκλέγεται άξιος διάδοχος του Θεοκλήτου στην τοπική Εκκλησία ο πρώτος Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, Αρχιμανδρίτης Γερμανός Τρωϊάνος (1907-1935), με ευρύτερες σπουδές στη Γερμανία. Ό Τρωϊάνος, αναμφισβήτητα, θεωρείται ένας από τούς λαμπρότερους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος από την απελευθέρωση του έθνους. Διετέλεσε μέλος της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για δύο διαφορετικές περιόδους (1911-1912) και (1927-1928). Το έργο του υπήρξε για 28 έτη τελετουργικό, διδακτικό, διοικητικό και κοινωνικό. Συγκεκριμένα: αναδιοργάνωσε τον ιερατικό Σύνδεσμο, μερίμνησε για την καλή λειτουργία των κληροδοτημάτων, των οποίων είχε την προεδρία, ίδρυσε το Σύλλογο αλληλοβοήθειας «Ο Σωτήρ», αποσκοπώντας και αυτός στην αναβάθμιση τού κλήρου, περιόρισε τον αριθμό των ιερέων και θεμελίωσε τον Ι. Ναό τού Οσίου Νίκωνος (10 Μαΐου 1929), επί δημοτικού άρχοντα Ηλία Γκορτσολόγου (1929), Καθοριστικός ο ρόλος του στη σύσταση τού φιλανθρωπικού συλλόγου κυριών Σπάρτης «Άγιοι Ανάργυροι», στην πρωτοβουλία τού οποίου οφείλεται η ίδρυση τού πρώτου νοσοκομείου της πόλεως.
Το 1921 ο Γερμανός στέλνεται από την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος έως το 1923 στην Αμερική ως Έξαρχος για τη διοργάνωση των εκεί εκκλησιαστικών πραγμάτων, παρά τούς σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι στη συνέχεια τον οδήγησαν στη Γερμανία για θεραπεία. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του η Ι.Σ, ανέθεσε την τοποτηρητεία της Επισκοπής διαδοχικά στους: Επίσκοπο Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανό, Γεώργιο Κοκκώνη εφημέριο της μητροπόλεως, Μελέτιο Γαλανόπουλο ιεροκήρυκα της Σπάρτης και Μητροπολίτη Κυθήρων Δωρόθεο Κοτταρά,
Με την επιστροφή του τον Σεπτέμβριο τού 1924 αναλαμβάνει αμέσως τη διοίκηση της επαρχίας του, παρά το γεγονός ότι η υγεία του είναι ήδη κλονισμένη. Στις 30 Δεκεμβρίου 1935 επέρχεται το μοιραίο.
Το πρώτο διάστημα της ποιμαντορίας του Γερμανού με την προσπάθεια που γίνεται -χωρίς αποτέλεσμα- για την αναθεώρηση τού καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και του ενοριακού νόμου, οι Επισκοπές της χώρας προάγονται σε Μητροπόλεις.
Στη χηρεύουσα Μητρόπολη της Σπάρτης διορίζεται τοποτηρητής ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Γαλανόπουλος, του οποίου η θητεία λήγει με την παμψηφεί εκλογή από την Ιερά Σύνοδο (15 Ιανουαρίου 1936) του Μητροπολίτη Γυθείου, Οίτύλου και Κυθήρων, Διονυσίου Δάφνου από τη Ζάκυνθο, ως Μητροπολίτη Σπάρτης (1936-1959). Ταυτόχρονα με τη μετάθεση τού Μητροπολίτη Γυθείου γίνεται και η πράξη προσαρτήσεως της Μητροπόλεως Γυθείου, Οίτύλου και Κυθήρων στη Μητρόπολη Σπάρτης (ή Μητρόπολη Γυθείου επανιδρύεται με Β.Δ. <136> το φθινόπωρο τού 1936).
Μετά το θάνατο του Μητροπολίτου Γερμανού και με την ανάθεση της Τοποτηρητείας από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο στον Αρχιερατικό Επίτροπο Μελέτιο Γαλανόπουλο, αναφέρεται η Τοπική Εκκλησιαστική Αρχή ως Μητρόπολη Σπάρτης. Στη συνέχεια, από την περίοδο της Ποιμαντορίας τού Διονυσίου Δάφνου και μετέπειτα η Μητρόπολη άλλοτε ονομάζεται Μονεμβασίας και Σπάρτης και άλλοτε Μητρόπολη Σπάρτης.
Η μεγάλη προσφορά και δράση του Διονυσίου Δάφνου υπήρξε πολύπλευρη και πολύτιμη. Επιγραμματικά αναφέρονται: Η ανακαίνιση του Επισκοπείου, η σύσταση του «Ιστορικού .Αρχείου» Σπάρτης, με δαπάνες της Ι. Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα, (εγκαίνια: 20 Μάιου 1940), η αποπεράτωση - εγκαίνια (1955) του Ι, Ναού του Οσίου Νίκωνος, η θεμελίωση Παιδικού Σταθμού στη Σπάρτη, η έκδοση τού περιοδικού «Ο Όσιος Νίκων», η ίδρυση «Ιερατικής Στέγης», η σύγκληση ιερατικών συνεδρίων, κ.α. Σημαντικότατο χαρακτηρίζεται και το ιεραποστολικό, πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Ο Διονύσιος Δάφνος απεβίωσε το Δεκέμβριο τού 1961, αλλά από το Φεβρουάριο του 1959 είχε υποβάλει την παραίτησή του, λόγω ασθένειας και γήρατος.
Στη συνέχεια εξελέγη ο Κυπριανός Πουλάκος, από τα Σκιφιάνικα Μαλευρίου Λακωνίας, ο οποίος ήταν ήδη (για μία περίπου οκταετία) Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου. Τη Μητρόπολη Σπάρτης ποίμανε από το 1959 έως το 1970. Η συμβολή του θεωρείται καθοριστική στην ανέγερση του κτιριακού συγκροτήματος για τη δημιουργία Πνευματικού Κέντρου της τοπικής Εκκλησίας (Στέγη Νεότητας) και του Οικοτροφείου. Έθεσε σε λειτουργία το Γηροκομείο της Σπάρτης, στο κτίριο τού μικρού Νοσοκομείου «Οι Άγιοι Ανάργυροι», καθώς και τις Παιδικές Κατασκηνώσεις στον Πάρνωνα. Επίσης, ίδρυσε σχολή Βυζαντινής Μουσικής, κατασκεύασε τον οίκο των Ιεροκηρύκων (όπου στεγάστηκε το Ιστορικό Αρχείο) , εξέδωσε τα περιοδικά «Γαλήνη», «τα Κατηχητικά Νέα», μερίμνησε για την αγιογράφηση του Ι. Ναού του Οσίου Νίκωνος, θεμελίωσε το νέο Ι. Ναό του Αγίου Νικολάου (Χατίπι) και δημιούργησε τέταρτη ενορία με ενοριακό Ι. Ναό τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο Κυπριανός, επίσης, με την παρότρυνση των τότε Επιμελητών των Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Σπάρτης και Μυστρά, κ.κ. Δεληβοριά και Ζία, συγκέντρωσε (1968) εικόνες και τέμπλα αρχαιολογικής αξίας -τα οποία και τοποθέτησε για διαφύλαξη στον οίκο των Ιεροκηρύκων- δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα τού Μουσείου, πού θα ιδρυθεί είκοσι χρόνια περίπου αργότερα. Το υλικό αυτό, μάλιστα, το εξέθεσε στο Πνευματικό Κέντρο. Το 1970 αναγκάστηκε να αποσυρθεί οπό την ενεργό Υπηρεσία.
Το πρώτο τρίμηνο του 1971 ορίζεται ως τοποτηρητής ο Μητροπολίτης της γειτονικής Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, Θεόκλητος Φιλιππαίος. Ακολούθως, στο Μητροπολιτικό θρόνο χειροτονείται ο επί μία εικοσαετία (1950-1970) Ιεροκήρυκας της Ι. Μητροπόλεως, Ιερόθεος Κυριαζόπουλος (1971-1980), ο οποίος με πολλή αγάπη και ζήλο συνέχισε τη λειτουργία του Οικοτροφείου, εξασφαλίζοντας και στέγη θηλέων. Θεμελίωσε και σε σύντομο χρονικό διάστημα έθεσε σε λειτουργία το νέο σύγχρονο Γηροκομείο της πόλεως, θεμελίωσε και ανήγειρε τον από σκυρόδεμα σκελετό ολόκληρου του Επισκοπείου, ανακαίνισε εξωτερικά το Μητροπολιτικό Ιερό Ναό τής Ευαγγελίστριας, συνέστησε το Φιλανθρωπικό Σύλλογο «Ο Άγιος Παντελεήμων», επανεξέδωσε το περιοδικό «Όσιος Νίκων», κ.λπ. Απέθανε αιφνιδίως στις 2 Μαρτίου τού 1980 στη Θεσσαλονίκη. Τούς επόμενους επτά μήνες ανέλαβε ως τοποτηρητής ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θεμέλης, του οποίου το πέρασμα μένει ανεξίτηλο.