«Το την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστί ουτ΄ άλλου των κατοικούντων ενταύθα. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδώμενοι της ζωής ημών».
Η απάντηση του τελευταίου αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου δεν ήταν παρά μια επανάληψη του «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» από τον Λεωνίδα προς τους Πέρσες, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, στις Θερμοπύλες. Τις δύο περιπτώσεις συνδέει ένα κοινότυπο χαρακτηριστικό, που δεν έτυχε πλήρους ανάλυσης.
Και οι δύο μεγάλοι πρωταγωνιστές έζησαν στο ίδιο γεωγραφικό τόπο, όλη η μέρος της ζωής τους. Είναι η ίδια πατρίδα, που τους γαλούχησε και διαμόρφωσε την ηρωική τους Ελληνική ψυχοσύνθεση. Αξίζει λοιπόν να της αποδοθούν τα εύσημα.
Ο Δραγούμης νομίζω είπε, ότι αυτός ο τόπος και ένας μόνο Έλληνας να μείνει, θα φτιάξει μυριάδες, υπονοώντας χωρίς αποδεικτικά στοιχεία πώς η πατρίδα συντελεί σημαντικά στην διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου, και όλοι γνωρίζουμε πώς είχε δίκιο.
Ο τελευταίος Αυτοκράτωρ λοιπόν έκανε πράξη την απάντηση του και πολέμησε μέχρις εσχάτων. Σύμφωνα με τον ιστορικό της Αλώσεως Φραντζή, οι νικητές μετά την άλωση αναζήτησαν το σώμα του Κωνσταντίνου :
«πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι».
Αναγνωρίσθηκε λοιπόν ένα ακέφαλο σώμα, από τα αυτοκρατορικά σανδάλια που έφερε, και ενταφιάστηκε με τιμές, κατόπιν διαταγής του σουλτάνου Μωάμεθ, χωρίς όμως περιέργως να ανακοινωθεί ο τόπος ταφής.
Είναι γνωστό πώς της Αλώσεως προηγήθηκαν σκηνές μεγάλου συγκινησιακού περιεχομένου με αποκορύφωμα την τελευταία λειτουργία στην Αγία Σοφία, την οποία παρακολούθησε και ο Κωνσταντίνος.
Μετά από αυτό, ακολουθώντας το καθήκον, θα ξεντυθεί την αυτοκρατορική στολή και με στολή απλού στρατιώτη θα ριχτεί στην μάχη για την υπεράσπιση της Πόλεως.
Η εξιστόρηση των γεγονότων λόγω συγκινησιακής φόρτισης είναι πολύ πιθανόν να μην ακολουθεί την πραγματικότητα, ή ακόμη και να την αλλάζει σκοπίμως,
Το σημαντικότερο όλων είναι οι θέσεις του αυτοκράτορα, όπως αναφέρονται στην ομιλία του. Λιγότερη σημασία έχει αν πέθανε στο πεδίον της μάχης. Άλλωστε λέγεται πώς αναφώνησε:
«δεν υπάρχει κάνείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι».
Αυτό δηλώνει την απογοήτευσή του, αλλά και την άρνηση του να δεχθεί θάνατο, προερχόμενο από χέρι Μωαμεθανού. Έτσι πλάστηκε ο θρύλος, που λέει πώς την ύστατη στιγμή ένας άγγελος Κυρίου το άρπαξε τον «μαρμάρωσε» και το έκρυψε σε μια σπηλιά. Όταν έλθει το «πλήρωμα του χρόνου» ο άγγελος θα του ξαναδώσει την ζωή και το σπαθί του, για να διώξει τους Τούρκους από την Πόλη.
Παράλληλα υπάρχουν και άλλες πολλές προφητείες, σχετικά με την πτώση και την ανακατάληψη της Πόλεως από τους Έλληνες, στις οποίες ο καθένας είναι αποδίδει ανάλογο κύρος, σύμφωνα με την κρίση και τα πιστεύω του.
Η ορθή κρίση ζυγίζοντας τα γεγονότα, μπορεί να εικάσει πώς ο τελευταίος αυτοκράτορας, αφού διαπίστωσε πώς όλες οι ελπίδες είχαν χαθεί, και ή Πόλη ήταν ήδη στα χέρια των εχθρών φυγαδεύτηκε. Μπορεί να φυγαδεύτηκε ζωντανός, η νεκρός μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, από εμπίστους και μέλη της οικογένειας του.
Και αν κάποιος δεν μπορεί να ισχυρισθεί με βεβαιότητα, πως ο τελευταίος αυτοκράτορας φυγαδεύτηκε, μπορεί να είναι σίγουρος ότι στην περίπτωση που συνέβη, κατέφυγε στην ιδιαίτερη του πατρίδα.
Έγινε Μαρμαρωμένος Βασιλιάς δηλαδή Φωτεινός Βασιλιάς (μάρμαρος αρχαία λέξη που σημαίνει «λαμπερός λίθος»).
Δεσπότες του Μιστρά οι πρόγονοί του και ο ίδιος, για πολλά χρόνια, και κυρίαρχοι όλης της Λακωνικής και Ταινάριας περιοχής, μέχρι το Ακροταίναρο.
Το καταλληλότερο μέρος για να καταφύγει κάποιος, και να ξεχασθεί, όπως έχει αποδειχθεί δια μέσου των ιστορικών χρόνων, είναι η Μάνη.
Ένα ασήμαντο πλοίο λοιπόν, περνώντας μέσα από την καταστροφή, βγαίνει στην απέραντη θάλασσα, και φτάνει στο καταφύγιο, ένα μικρό απάνεμο λιμάνι, συνώνυμο σήμερα με τον Μαρμαρωμένο το Μαρμάρι. Φωλιά μέσα στους γρανιτένιους όγκους, φύλαξε τα ιερά και τα όσια της φυλής, και με τα χρόνια γέμισε η γύρω περιοχή από φυγάδες που κουβαλούσαν στην ψυχή τους την σπίθα και τον θρύλο «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι».
Στήθηκαν οικισμοί μικροί σε μέγεθος που οι λόφοι τους έκαναν αόρατους, από την πλευρά της θάλασσας, ενώ και από την στεριά ήταν απάτητοι λόγω φυσικής διαμόρφωσης. Σωστό Κάστρο Μαίνης, όπως ονόμασε την περιοχή, ο Κώνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος.
Και το όνομα πάλι βασιλικό , ανώτερο ,φωτεινό, Άλικα. Άλικος σημαίνει κόκκινος, πορφυρός, ηλιακός σε απόλυτη έννοια.
Μια πιθανή απόδοση από τον Όμηρο του ηλιακού τόπου:
Σε γη της Λακωνίας, παράλια κώμη ήρθα,
στον τόπο του χαρωπού Ηλίου το Ταίναρο,
όπου και πρόβατα βόσκουν πάντοτε
του θεού Απόλλωνα
και η τοποθεσία είναι χαρωπή.
Φυτεύτηκαν λοιπόν οι σπόροι του Βυζαντίου στα Άλικα αλλά και σε όλη την Λακωνία. Την περιοχή που ήταν γνώριμη και αρεστή στους Βυζαντινούς από τα χρόνια του Ιουστινιανού, ίσως και νωρίτερα. Από αυτά τα χρόνια είχαν εγκατασταθεί οικογένειες Βυζαντινές στην περιοχή σε μεγάλο βαθμό.
Έτσι ενώθηκαν σε αυτό τον τόπο δύο ήρωες, με κοινά χαρακτηριστικά , ο Λεωνίδας και ο Μαρμαρωμένος. Ενώθηκαν δύο φυλές που τις ένωναν τα μεγάλα και τις χώριζαν τα μικρά . Αποτέλεσμα της ένωσης, η αρετή για τα μεγάλα, και οι συνεχείς διαμάχες για τα μικρά.
Έκρυψαν λοιπόν το μεγάλο μυστικό για πολλά χρόνια οι ντόπιοι, δέχτηκαν στην τραχειά αγκαλιά τους, τους υψηλούς φυγάδες, και τόση ήταν η αγάπη και ή λατρεία που προσέφεραν στον Δεσπότη, και το σόι του, που μέχρι και σήμερα με το στέμμα του δηλώνουν την υπέρτατη αγάπη σε κάποιον. Λειτούργησε και τότε, όπως πάντα λειτουργεί σε εξαιρετικές και μεγάλε περιπτώσεις το «φυλετικό ασυνείδητο»
«Κορώνα μου» λέει ο Μανιάτης στα πλέον αγαπημένα του πρόσωπα, και κρατάει η έκφραση από την αγάπη και τον σεβασμό στον Μαρμαρωμένο.
«Κορώνα μου» λέει ο Μανιάτης, «άμες ποτ’ γ’ εσόμεθα πολλώ Κάρωνες», έλεγαν οι έφηβοι της αρχαίας Σπάρτης. «Mio caro», πέρασε και λέγεται στην Μεγάλη Ελλάδα.
Και σήμερα ξεφυτρώνουν σημαίες στους πύργους με τον Δικέφαλο, οικόσημο των Παλαιολόγων, πράγμα που δείχνει πώς φύλαξαν σαν κόρη οφθαλμού τα ιερά σύμβολα του Δεσπότη και της σποράς του.
Μετά από εύλογο χρονικό διάστημα, ξεπετάγονται κάποιες πατριές στην Μάνη από το πουθενά, με κοιτίδα τα Άλικα. Προφορικές καταβολές κάνουν λόγο για προέλευσή τους από Ανδριανούπολη, και διάφορα τέτοια μισοσβησμένα από τον χρόνο, που αποδεικνύουν πώς το μυστικό κρατήθηκε λες και υπήρχε μυστικός όρκος.
Μαυρομιχάληδες, και Γρηγοράκηδες, από Άλικα, μοιράζονται το μεγαλύτερο κομμάτι στην ιστορία και τα αξιώματα, μέχρι το πρόσφατο παρελθόν.
Δεν πιστεύει κανείς πώς αυτές οι ιστορικές οικογένειες δεν είχαν ρίζες και καταβολές από κάποιες εξίσου ιστορικές και μεγάλες οικογένειες του παρελθόντος.
Παράλληλα και άλλες Βυζαντινές οικογένειες εξίσου ιστορικές, ακμάζουν στην περιοχή, μεταξύ των οποίων οι Φωκάδες, οι Κομνηνοί, οι Κοντόσταυλοι, οι Ταβουλάρηδες, οι Δεμεστιχαίοι (domestikos), και άλλοι.
Οι Μανιάτες νοιώθουν τα δύο θηρία μέσα τους, τον Λακεδαίμονα λύκο, και τον Βυζαντινό αετό, που είναι κυρίαρχα στο ασυνείδητο, και ορίζουν τις μεγάλες αποφάσεις,
Και υπάρχουν και αποδείξεις χειροπιαστές για του λόγου το αληθές, που τις γνωρίζουν οι Μανιάτες αλλά τις ξεπερνούν σαν ασήμαντες.
Τα βαφτιστικά ονόματα είναι δύο κατηγορίες σε συμμετρική αναλογία, μέσα στον πληθυσμό μέχρι και σήμερα. Αρχαίας προέλευσης, και Βυζαντινής. Τα επίθετα όμως ίσως κρύβουν το σημαντικότερο αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την απόκρυψη της αλήθειας για την καταγωγή των οικογενειών που προαναφέραμε. Το ερώτημα είναι αναπάντητο, υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να καυχιέται για την οικογένεια, και την καταγωγή του; Ο μόνος λόγος είναι αν ντρέπεται, ή αν κινδυνεύει από την αποκάλυψη της ταυτότητας, το μέλλον της οικογένειας με αφανισμό.
Στην περίπτωσή μας ίσχυε το δεύτερο. Έτσι οι φυγάδες ξέχασαν τις ρίζες και την καταγωγή τους και έφτιαξαν νέα ονόματα με βάση τα βαφτιστικά τους.
Ο ορφανός Μιχάλης έγινε Μαυρομιχάλης, και ξέχασε το κανονικό του όνομα.
Το ίδιο έγινε και με τον Ιωάννη που έγινε Τζανέτος, και μετά Τζανετάκης, με τον Γρηγόρη που έγινε Γρηγοράκης, και ή σειρά εκτυλίσσεται ατελείωτη.
Φαίνεται αβίαστα πώς οι οικογένειες που ισχυροποιήθηκαν, έχουν ονόματα που κυριαρχούν σαν βαφτιστικά σε παλιότερες οικογένειες του Βυζαντίου.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι οι ισχυρές οικογένειες απολάμβαναν τον σεβασμό όλων των υπολοίπων, που τους περιέβαλαν, αυτόματα. Σας βεβαιώνω πώς είναι πολύ δύσκολο ο Μανιάτης να σεβαστεί και να μπει κάτω από την σημαία άλλου αν δεν υπάρχει σημαντικός λόγος. Ο λόγος αυτός ήταν ή αναγνώριση της σημαντικής θέσης και αξίας των οικογενειών και των μελλών τους.
Και ή αναγνώριση προέρχεται από το φυλετικό ασυνείδητο, διότι ήταν τόσο δυνατό το κρύψιμο των μυστικών ταυτοτήτων, που και εκείνοι που το γνώριζαν το ξέχασαν πραγματικά.
Και εγώ δεν μπορώ να αποδείξω τα λεγόμενα μου, μέσα στα αυστηρά επιστημονικά όρια.
Είμαι σίγουρος όμως πώς , ο Ηρακλής έγινε Λεωνίδας, που με την σειρά του έγινε Κωνσταντίνος, μετά Μανιάτης, Έλληνας, και τέλος μετουσιωμένη σπίθα που αρκεί να ζεστάνει….αλλά και να κάψει.