Την Ιστορία αυτής της Πολιτείας κανείς δεν ξέρει και εγώ την έμαθα τυχαία καθώς σκάλιζα κάτι παλιά κιτρινισμένα βιβλία με στάλες αίμα επάνω, μαυρισμένες από τους αιώνες και από την άδικη των ταπεινών ανθρώπων καταφρόνια. Ήτανε κρυμμένα σ’ ένα μέρος απόκρυφο που Ήλιος δεν βλέπει και όλοι το λένε μέρος σκοτεινό, καταραμένο. Είχανε να τα δουν ανθρώπου μάτι, ετούτα τα Άγια Γραφτά, χρόνους πεντακόσιους. Μα εγώ πλησίασα και διάβασα και έμαθα, ξεχωρίζοντας με πείσμα μέσα στις σκοτεινές τις νύχτες γράμματα και φθόγγους και εικόνες, έχοντας για φως μου το ολόγιομο φεγγάρι, όταν ο Άρης βρισκόταν στον Σκορπιό και τις αφέγγαρες βραδιές ένα κερί κατάμαυρο, πού έχω πάντοτε στο μέρος της καρδιάς κρυμμένο. Και καθώς γράμματα σιγά -σιγά ξεχώριζα και υστέρα λέξεις, προτάσεις και εικόνες και καθώς μέσα στο νου μου σιγά -σιγά γεννιότανε ή ιστορία, χωρίς να καταλάβω ήλθε και η Αυγή και ο πρώτος ήλιος είδε τα κιτρινισμένα βιβλία και ξαφνικά το στεριωμένο από τους αιώνες επάνω στους παπύρους Αίμα ζωντάνεψε μέσα στο φως του ήλιου και έγινε αλήθεια, έγινε φως και χάθηκαν από μπροστά μου και βιβλία και ήλιος και χρόνος και ξανάζησε μέσα στους άπειρους χρόνους και στους αμέτρητους τόπους, ή Μαγική Πολιτεία.
«Ήτανε στο καιρό όπου Δεσπότης στο Μοριά, Άρχοντας στο κάστρο του Μυστρά ήτανε ο Κωνσταντίνος ο Δραγάσης. Ζούσε τότε στα μέρη εκείνα ένας άνθρωπος παράξενος, αλλόκοτος και ονειροπαρμένος. Ήτανε γέρος, μα είχε μάτια παιδικά. Λόγο γι’ αυτόν κακόν δεν είχανε να πούνε. Κανένα δεν είχε αδικήσει, μόνο πού αρνιόταν το Χριστό και ήταν παράξενος, παράξενος πολύ. Όλο κάτι παλιά μουχλιασμένα χειρόγραφα κρατούσε, όλο ανάμεσα σε κάτι ρημαγμένα μάρμαρα περιπλανιότανε τις νύχτες, ψιθυρίζοντας λόγια αλλόκοτα, σε άγνωστη γλώσσα, σε τόνο πρωτάκουστο. Οι χωριάτες οπότε τον έβλεπαν φεύγανε μακριά ψιθυρίζοντας: «έρχετ’ ο Μάγος». Οι καλόγεροι και οι παπάδες τον μισούσαν και τον λέγανε αντίχριστο, διαβολικό, καταραμένο. Μα όσοι είχανε ελληνική καρδιά και νου, ψυχή και πίστη τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν. Τα αερικά του δάσους και των νερών, οι γελαστές νεράιδες τον γνώριζαν. Το όνομα του: «Άρχοντας Γεμιστός»!
Είπανε κάποτε και το έχουνε θαρρώ και γράψει πώς ελπίδα του Άρχοντα μας για να αναστήσει το Μεγαλείο των Θεών, ήτανε ένα πλάσμα θεϊκό, πού αυτός ο ίδιος είχε πλάσει με αίμα Θεών. Είπανε ακόμα πώς το πλάσμα αυτό απέθανε και πώς μαζί μ’ αυτό σκορπίσανε και τα όνειρα και οι πόθοι των θνητών. Όπως όλα τα πράγματα έτσι και τούτο μισή αλήθεια και μισό ψέμα. Μα εγώ πού είδα Αίμα και Ήλιο να γίνονται ένα, μπορώ και θα σας πω το μυστικό, το μυστικό του Πλήθωνος, το μυστικό της Μαγικής Πολιτείας.
Υπάρχει κάπου μια θάλασσα, πού κάθε Ανατολή αφήνει ο Ήλιος, ο Θεός ένα χαμόγελο. Όποιος την ώρα εκείνη τύχει και βρεθεί σ’ αυτήν την θάλασσα και έχει το θάρρος να δη κατάματα τον ήλιο να χαμογελά, αυτός έχει για πάντα τον ήλιο κλεισμένο στην καρδιά του.
Υπάρχει κάπου ένας βράχος, που κάθε πού ο πατέρας μας ο Νεφελεγερέτης σπαθίζει με τον κεραυνό του αφήνει μαζί με την φωτιά και μια ματιά του. Όποιος την ώρα εκείνη τύχει και βρεθεί στη ριζωμιά του βράχου, έχει για πάντα στα μάτια χαραγμένο το βλέμμα του Αετού. Υπάρχει κάπου και ένα βαθύ φαράγγι που οποίος σταθεί την νύχτα εκεί και δει τον Εωσφόρο, το πιο λαμπρό της νύχτας μας Αστέρι, να τρεμοπαίζει δείχνοντας ψυχές πολεμιστών να σκούζουν παραγγέλματα σε ερειπωμένο κάστρο, στοιχειωμένο, όποιος βρεθεί εκεί, εκείνη την στιγμή, αυτός θα έχει για πάντα στη καρδιά την Άγια Μοναξιά της Περηφάνιας και θα ‘ναι αλαφροΐσκιωτος.
Και υπάρχει κάπου και μια ψηλή κορφή, πού κάθε δειλινό πεθαίνοντας ο Απόλλωνας, ο Ήλιος, σταλάζει ένα δάκρυ Αίμα. Όποιος την ώρα αυτή εκεί βρεθεί και δει το Αίμα του Θεού, πού θα κυλά στη γη, αυτός θε’ να ‘ναι και ένας Γιος του Ήλιου.
Πλανήθηκε σε χώρες πολλές ο Γεμιστός και σε θάλασσες και σε ψηλές βουνοκορφές και σε βαθιά φαράγγια και μάζεψε χαμόγελα από τον Ήλιο και βρήκε βλέμματα Αετών στις ριζωμιές των βράχων και το ακριβό το Αίμα του Απόλλωνα και την Άγια Μοναξιά της Περηφάνιας και έπλασε Ανθρώπους, πού είχαν τον Ήλιο στη καρδιά και τη ματιά του Αητού στο αγέρωχο τους βλέμμα, πού είχαν την Άγια Μοναξιά της Περηφάνιας στη ψυχή και ήταν και αλαφροΐσκιωτοι και έπλασε τους Γιους του Ήλιου και έπλασε μια ΦΥΛΗ. Και έχτισε μια Πολιτεία σε ένα μέρος πού ήταν βαθύ κι απόκρυφο και δεν μπορούσε να την δη άνθρωπος, οπού δεν είχε βλέμμα Αητού, Ήλιο στην καρδιά και όπου δεν ήτανε αλαφροΐσκιωτος.
Ζούσανε ευτυχισμένοι και σμίλευαν στο μάρμαρο Θεούς. Δουλεύανε την γη και άνθιζε ευτυχία την άνοιξη ο τόπος. Μιλούσαν με τα ξωτικά και με τα άγρια θεριά στο δάσος. Και κάθε νέο παιδί, όπου γεννιότανε το σήκωναν ψηλά και το έδειχναν στον Ήλιο, ευχαριστώντας και τιμώντας τον Πατέρα. Είχαν λαμπρούς ναούς, πλούσια αρχοντικά και ήταν ευχαριστημένοι.Ώσπου μια ημέρα φάνηκε να έρχεται από μακριά ένας γυρολόγος άσχημος, καμπούρης, με μύτη γαμψή και βρωμερή ψυχή καταραμένη. Δεν είχε βλέμμα Αητού στα μάτια, Ήλιο δεν είχε στη καρδιά, ούτε ήτανε αλαφροΐσκιωτος. Είχε όμως μια μαυρίλα στη ψυχή γι’ αυτούς πρωτόγνωρη και τους ξεγέλασε. Και έτσι μαθεύτηκε το μυστικό τους και σκορπίσανε στα πέρατα του κόσμου, παίρνοντας κάποιος ένα άγαλμα Θεού και άλλος τον γέροντα πατέρα του στους ώμους. Και ερήμωσε ή Πολιτεία κι απόμειναν μόνο τα μάρμαρα και τα χαμόγελα του Ήλιου κάθε δειλινό.
Που πήγαν; Κανείς δεν ξέρει και οι ίδιοι με τα χρόνια το ξέχασαν. Μα αν δείτε άνθρωπο αλαφροΐσκιωτο, πού να ‘χει Ήλιο στη καρδιά και την ματιά του Αητού στο βλέμμα, αν δείτε άνθρωπο πού βλέπει μάρμαρα σπασμένα με πυρωμένο βλέμμα, να ξέρετε πώς είναι ένας από αυτούς, ένας από τους ΓΙΟΥΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ!
Αναρτήθηκε από PRESS EUROPEANDRAMA