Ευρήματα στην πεδιάδα της Σπάρτης αποδεικνύουν την ύπαρξη του ηγεμονικού κέντρου του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα έχει όλα. Αρχείο με πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής, όπου καταγράφονταν όλες οι παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες. Οπλα, και μάλιστα σε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό.
Κτίρια τοιχογραφημένα με χαρακτηριστικά μυκηναϊκά θέματα.
Στενές επαφές με τη Μινωική Κρήτη. Και ακόμη, τη σωστή θέση: στην πεδιάδα της Σπάρτης, όπου δεσπόζει, έχοντας οπτική επαφή με τις μυκηναϊκές εγκαταστάσεις στο Παλαιοπύργι, το Αμυκλαίο και το Μενελάιο.
Αυτό το εύρημα στον Αγιο Βασίλειο της Σπάρτης πληροί για τους επιστήμονες διεθνώς όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί το μείζον ηγεμονικό κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού στη Λακωνία στη μέγιστη ακμή του!
Με άλλα λόγια, και αν οι μύθοι βγαίνουν αληθινοί, σε αυτό το μυκηναϊκό ανάκτορο στην κοιλάδα του Ευρώτα θα μπορούσε να κυβερνά ο Μενέλαος έχοντας δίπλα του την Ωραία Ελένη.
Άλλωστε καμία άλλη μυκηναϊκή θέση στην περιοχή δεν έχει δώσει ως τώρα ενδείξεις ότι μπορεί να είναι το ανακτορικό κέντρο της.
Μπορεί λοιπόν να έφθασε η στιγμή που η επιστήμη θα «αγγίξει» τους μυθικούς ήρωες των ομηρικών επών φθάνοντας στην αφετηρία τους.
«Κοίλη» και «κητώεσσα» χαρακτηρίζει ο Όμηρος τη Λακεδαίμονα με την κλειστή πεδιάδα, τους γύρω ορεινούς όγκους και τα φαράγγια της στον περίφημο Κατάλογο των Νεών (Ιλιάδα, Ραψωδία β Δ, στ. 581-587), δηλαδή των πλοίων που είχαν στείλει οι ελληνικές πόλεις εναντίον της Τροίας.
Σε μια χαμηλή λοφοσειρά αυτής της πεδιάδας και σε απόσταση περίπου 12 χλμ. από την πόλη είχε αναπτυχθεί το ανακτορικό κέντρο.
Και όπως φαίνεται, η εγκατάσταση εδώ είχε αρχίσει από τον 17ο-16ο αιώνα π.Χ.
Η κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου της Σπάρτης με τον αρχαιολογικό χώρο – όπου βρίσκονται τα ανάκτορα – να εκτείνεται γύρω από τον βυζαντινό ναό.
Για πρώτη φορά συναντάει κανείς πινακίδες Γραμμικής Β γραφής στη Λακωνία, πρώτη φορά έρχονται στο φως Μυκηναϊκές τοιχογραφίες στην περιοχή, ενώ εντοπίστηκαν μεγάλα κτίρια και άλλα στοιχεία, που δείχνουν ότι εκεί αναπτύχθηκε μια σημαντική εγκατάσταση που παρουσιάζει χαρακτηριστικά διοικητικού ανακτορικού κέντρου.
Οικοδομήματα που καταλαμβάνουν έκταση περίπου 25 στρεμμάτων στον κεντρικό λόφο, ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από τον βυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου, έδειξε η γεωφυσική διασκόπηση.
Όσο για τη συνολική έκταση της μυκηναϊκής εγκατάστασης, εκτιμάται ότι υπερέβαινε τα 200 στρέμματα.
Από την εποχή του Σλήμαν αναζητείται το μυκηναϊκό ανάκτορο της Σπάρτης.
Έτσι, όταν πριν από λίγα χρόνια η αρχαιολόγος κυρία Αδαμαντία Βασιλογάμβρου ανακοίνωσε την ανεύρεση, καταμεσής της πεδιάδας, τριών πινακίδων Γραμμικής Β γραφής, των πρώτων στη Λακωνία, η είδηση έκανε κυριολεκτικώς πάταγο.
Γιατί το βασικό εργαλείο της διοίκησης στη Μυκηναϊκή Εποχή ήταν τα γραπτά αρχεία.
Έτσι, αυτά και μόνο μπορεί να πιστοποιήσουν και σήμερα την ανακτορική-διοικητική φύση μιας εγκατάστασης και την υψίστη ιεραρχία της έναντι άλλων.
Όπως όλα τα ανακτορικά κέντρα επομένως, έτσι και αυτό της Σπάρτης θα είχε τους δικούς του γραφείς, που έγραφαν τα κείμενα των πινακίδων, των ετικετών και των σφραγισμάτων, θα διαχειριζόταν τα αγαθά της επικράτειάς του και θα είχε κοινά χαρακτηριστικά αλλά και σχέσεις με τα υπόλοιπα μεγάλα ανακτορικά κέντρα του Αιγαίου της ίδιας εποχής, ενώ θα διατηρούσε και διεθνείς επαφές εντός και εκτός του μυκηναϊκού κόσμου.
ΤΑ ΔΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ
Ένα μεγάλο οικοδόμημα του 14ου αιώνα π.Χ. που καταστράφηκε από πυρκαγιά ήρθε στο φως, με τουλάχιστον επτά δωμάτια, που έδωσαν σπουδαία ευρήματα.
Στο «δωμάτιο των όπλων», όπως ονομάστηκε, βρέθηκαν συγκεντρωμένα χάλκινα ξίφη, εύρημα που συνδέεται με το κείμενο μιας από τις πινακίδες Γραμμικής Β γραφής όπου αναφέρονται τουλάχιστον 600 όπλα.
Όπως σημειώνει η κυρία Βασιλογάμβρουστον τόμο «Αρχαιολογία - Πελοπόννησος» (εκδόσεις Μέλισσα), «βρέθηκαν, όπως είχαν τακτοποιηθεί, πιθανόν μέσα σε ξύλινο κιβώτιο, δεκαεπτά χάλκινα ξίφη με λίθινα ή ελεφαντοστέινα επίμηλα και καρφιά καλυμμένα με λεπτότατο φύλλο χρυσού, κοντό εγχειρίδιο, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών και χάλκινο κωνικό σκεύος άγνωστης χρήσης».
Σε άλλο δωμάτιο βρέθηκε ένα πιθάρι με απανθρακωμένους σπόρους κριθαριού, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο εντοπίστηκε το «δωμάτιο του συμποσίου», μία ακόμη επιβεβαίωση της σημασίας του κτιρίου, καθώς το συμπόσιο αποτελούσε για τον μυκηναϊκό πολιτισμό μια σημαντική δραστηριότητα που κατείχε κεντρική θέση στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή και παράλληλα το μέσον των ηγεμόνων για την άσκηση πολιτικής και εξουσίας.
Πυκνό στρώμα από καμένα οστά ζώων βρισκόταν σε αυτό το δωμάτιο και ανάμεσά τους δύο μεγάλα χάλκινα αγγεία, τα οποία προφανώς περιείχαν κρασί, όπως άλλωστε δείχνουν και μερικά αγγεία σερβιρίσματος, όπως η αρύταινα και οι κύλικες για την πόση. Και τα ενδιαφέροντα δεν σταματούν εδώ, γιατί κάτω από αυτό το κτίριο εντοπίστηκε και άλλο στρώμα κατοίκησης που πηγαίνει πίσω στον 17ο-16ο αιώνα π.Χ.
ΦΤΕΡΩΤΟΙ ΓΡΥΠΕΣ, ΜΥΚΗΝΑΙΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
Θραύσματα από τοιχογραφίες, και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα, βρέθηκαν γύρω από ένα ακόμη κτίριο με πολλά δωμάτια, που έχει ανασκαφεί ελάχιστα.
Κυρίως όμως εντοπίστηκαν σε ένα μικρό διάσελο, που κατά τον 14ο αιώνα π.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως αποθέτης (απλούστερα, μια χωματερή) για την απόρριψη οικοδομικών υλικών και κεραμικής που προερχόταν από τις επισκευές των κτιρίων.
Θραύσματα από μικρής κλίμακας εικονιστικές τοιχογραφίες από το Κτήριο Β. α. Γυναικεία μορφή στο εσωτερικό οικοδομήματος, από όπου πιθανόν παρακολουθεί κάποια δρώμενα.
Η μορφή ενός μυκηναίου στρατιώτη με οδοντόφρακτο κράνος, οι περικνημίδες ενός άλλου, μια γυναίκα που παριστάνεται μέσα σε ένα οικοδόμημα διακρίνονται σε αυτά τα μικρά θραύσματα των τοιχογραφιών. Παρά την αποσπασματικότητά τους, εξάλλου, παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά της μυκηναϊκής ζωγραφικής, όπως είναι γνωστή από τα ανακτορικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Θήβας. Φτερωτοί γρύπες, ζώα, φυτικά κοσμήματα, «βραχώδες τοπίο», σπείρες, ρόδακες, οδοντωτό είναι τα θέματά τους.
Κνήμη με περικνημίδα μυκηναίου στρατιώτη |
Θα αναγνωρίσει άραγε η αρχαιολογική έρευνα κάποιο στοιχείο που θα ταυτίσει σαφώς το μέγα δώμα του Μενελάου με το ανακτορικό κέντρο, που έρχεται στο φως στη Σπάρτη;
Για πολλούς η απάντηση θεωρείται θέμα χρόνου.
ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Όπλα, υφάσματα, ένα όνομα. Τόσο λίγα αλλά απείρως σημαντικά, τα κείμενα των πινακίδων Γραμμικής Β γραφής από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Σπάρτης αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο της σπουδαιότητάς του.
Όταν η μεγάλη πυρκαγιά το κατέστρεψε, ό,τι βρισκόταν μέσα σε αυτό κάηκε. Μόνο με τα αρχεία του υπήρξε φιλική η φωτιά, αφού οι πήλινες πινακίδες πάνω στις οποίες ήταν καταγεγραμμένα ψήθηκαν και διασώθηκαν στον χρόνο.
Μικρά κομμάτια από πηλό με χαραγμένα σύμβολα: e - pί - zota, wi - ti - mi - jo, TELA+ΡΑ, ti - jo - ko, δηλαδή επίζωστα, ίσθμια, υφαντά, Αντίοχος. Γιατί οι άνθρωποι που ζούσαν στο παλάτι από τον 14ο ως τον 12ο αιώνα π.Χ. είχαν όπλα και ασκούσαν υφαντικές δραστηριότητες, όπως συνέβαινε σε όλα τα μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα.
Δεκαεπτά χάλκινα ξίφη, όπως βρέθηκαν στο Κτήριο Α. Ακόμη, ένα κοντό εγχειρίδιο, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών και ένα χάλκινο κωνικό σκεύος άγνωστης χρήσης.
Από ένα ιδεόγραμμα ξίφους με την αιχμή προς τα κάτω συνοδεύεται η λέξη επίζωστα (από το ρήμα επιζώννυμι), που αναφέρεται σε εγχειρίδια μαχαίρια ή κοντά ξίφη.
Αλλά εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ο αριθμός τους, αφού σημειώνονται τουλάχιστον 500! Τεράστιος οπλισμός, δηλαδή, άγνωστος από άλλα αρχεία, ο οποίος ασφαλώς και θα ήταν ιδιοκτησία του ανακτόρου και του άνακτος.
Σε έναν εντελώς διαφορετικό τομέα των μυκηναϊκών δραστηριοτήτων, την κατεργασία μαλλιού και την παραγωγή πλεκτών υφασμάτων και προϊόντων υφαντουργίας, εισάγουν οι άλλες πινακίδες.
Μια σύνθεση συμβόλων μάλιστα αφορά ένα υφαντό ύφασμα το οποίο αφιερωνόταν και σε ιερά, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδέεται και με τη θρησκευτική σφαίρα.
Τέλος, σε άλλες πινακίδες αναφέρονται πρώτες ύλες για την παρασκευή αρωμάτων και τριποδικά αγγεία, το ιδεόγραμμα των οποίων συνοδεύεται από τη λέξη «χρυσούς».
Οι πινακίδες άλλωστε είναι εκείνες που από την αρχή της αποκρυπτογράφησής τους έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και τη δραστηριότητα των ανθρώπων της Μυκηναϊκής Εποχής. Αρχεία καθαρά διοικητικής χρήσης, κάτι σαν λογιστικά βιβλία, απέδειξαν την ύπαρξη μιας πρωτογενούς αγροτοποιμενικής οικονομίας και παράλληλα το ανεπτυγμένο εμπόριό της.
Εδειξαν δηλαδή ότι ήταν μια οικονομία που υποστηριζόταν από ισχυρή γραφειοκρατική μηχανή, με εξελιγμένη κατανομή εργασίας και μια πολυσύνθετη και αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική και παραγωγική δομή.
«Αν και λιγοστές και αποσπασματικά σωζόμενες, οι πρώτες πινακίδες Γραμμικής Β γραφής της Λακωνίας παρουσιάζουν ποικιλία τύπων και περιεχομένου» σημειώνει η ανασκαφέας του ανακτόρου κυρία Αδαμαντία Βασιλογάμβρου.
Και προσθέτει: «Οι γραφείς είναι έμπειροι και το προϊόν της εργασίας τους ανάλογο με αυτό των συναδέλφων τους στα ανακτορικά κέντρα της Πύλου, των Μυκηνών, της Θήβας και αλλού.
Τα κείμενα απηχούν εμπειρία γραφειοκρατικής οργάνωσης, δηλώνουν ένα υπόβαθρο ισχύος και δίνουν σαφή απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης μυκηναϊκού ανακτορικού κέντρου στην πεδιάδα της Σπάρτης».
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΆΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ , Η ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το 2008, η ανεύρεση για πρώτη φορά στη Λακωνία ενεπίγραφης πήλινης πινακίδας σε Γραμμική Γραφή Β΄ έστρεψε το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων της Εφορείας στον αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Βασιλείου Ξηροκαμπίου, μια χαμηλή λοφοσειρά στο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας της Σπάρτης, σε απόσταση περίπου 12 χλμ. από την πόλη. Ο χώρος αυτός, αν και κηρυγμένος από τη δεκαετία του 1960, δεν είχε μέχρι τότε ερευνηθεί ανασκαφικά. Η γεωφυσική διασκόπηση που έγινε στον κεντρικό λόφο έδειξε οικοδομήματα σε έκταση περίπου 25 στρεμμάτων, ενώ η συνολική έκταση της μυκηναϊκής εγκατάστασης εκτιμάται ότι θα υπερέβαινε τα 200 στρέμματα. Η θέση δεσπόζει στο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας της Σπάρτης και έχει οπτική επαφή με τις μυκηναϊκές θέσεις στο Παλαιοπύργι, το Αμυκλαίο και το Μενελάιο.
Η σωστική έρευνα του 2008 και 2009 έφερε στο φως τέσσερις ακόμη πινακίδες Γραμμικής Γραφής B΄, η παρουσία των οποίων δηλώνει την ύπαρξη αρχείου, παραπέμπει σε διοικητικές λειτουργίες και προσδίδει στην μυκηναϊκή εγκατάσταση του Αγίου Βασιλείου χαρακτηριστικά διοικητικού - ανακτορικού κέντρου. Τα κείμενα αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό όπλων (τουλάχιστον 500 εγχειρίδια ή κοντά ξίφη), υφαντά υφάσματα, πιθανόν ένα κύριο όνομα και πρώτες ύλες για την παρασκευή αρωμάτων (εικ. 7). Από το 2010, η ανασκαφή συνεχίζεται ως συστηματική υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, τη διεύθυνση της τ. διευθύντριας της Ε΄ Εφορείας Αδαμαντίας Βασιλογάμβρου και χρηματοδότηση από το Institute for Aegean Prehistory (ΙNSTAP).
H εγκατάσταση ξεκίνησε κατά τους χρόνους της μετάβασης από τη μεσοελλαδική στην υστεροελλαδική εποχή, όπου χρονολογείται νεκροταφείο κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων που ήλθε στο φως στην κορυφή του λόφου. Νότια από αυτό βρίσκεται το Κτήριο Α, ένα μεγάλο οικοδόμημα με τουλάχιστον επτά δωμάτια που καταστράφηκε από πυρκαγιά, χάρη στην οποία διατηρήθηκαν τμήματα των εσωτερικών τοίχων του από ωμοπλίνθους. Η κατασκευή του ανάγεται στην υστεροελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο, ενώ η χρήση του συνεχίστηκε κατά την υστεροελλαδική ΙΙΙΑ, στην οποία χρονολογείται η καταστροφή του.
Παρά την καταστροφή και τις μεταγενέστερες επεμβάσεις που έχει υποστεί, είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα σημαντικό κτήριο. Σε ένα από τα δωμάτιά του βρέθηκαν συγκεντρωμένα 17 χάλκινα ξίφη, πιθανόν τοποθετημένα μέσα σε κιβώτιο από οργανικό υλικό (εικ. 8). Στο διπλανό προς B. δωμάτιο βρέθηκε πιθάρι με απανθρακωμένους σπόρους κριθαριού, ενώ στο μεγαλύτερο, νότιο δωμάτιο είχαν απομείνει πολλά σημαντικά και πολύτιμα ευ- ρήματα, όπως λαιμός λίθινου τελετουργικού αγγείου με διπλό χείλος, τροχήλατο ειδώλιο ταύρου, κεφαλάκι μικρού ειδωλίου από ελεφαντόδοντο, αιγυπτιακός σκαραβαίος, μικρά χρυσά ελάσματα κ.ά.
Σε μια γωνία του ίδιου δωματίου, σε χαμηλότερο επίπεδο, βρέθηκαν υπολείμματα συμποσίου .
Το Κτήριο Β, σε μικρή απόσταση ανατολικά του Κτηρίου Α, αποτελείται από πολλά δωμάτια διαφόρων διαστάσεων, τα οποία αναπτύσσονται διαδοχικά κατά τους δύο άξονές του. Από το μικρό τμήμα του που έχει ανασκαφεί προέκυψε μεγάλη ποσότητα κεραμικής της υστεροελλαδικής ΙΙΙΑ και χαρακτηριστικά θραύσματα τοιχογραφιών (εικ. 10-11).
Μεγάλη ποσότητα θραυσμάτων από μυκηναϊκές τοιχογραφίες με χαρακτηριστικά θέματα (φτερωτοί γρύπες, ζώα, φυτικά κοσμήματα, «βραχώδες τοπίο», σπείρες, οδοντωτό) έφεραν στο φως οι διερευνητικές τομές δυτικά των κτηρίων, κοντά στο μικρό διάσελο που συνδέει τον κυρίως λόφο με τον επόμενο προς τα νοτιοδυτικά.
Ένα μεγάλο κτήριο που υπήρχε εκεί φαίνεται ότι είχε κυριολεκτικά «ξυριστεί» κατά το 14ο αιώνα και ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για την απόρριψη κεραμικής και οικοδομικού υλικού που προέρχονταν από μετατροπές ή επισκευές των μυκηναϊκών κτηρίων.
Αν και λιγοστές και αποσπασματικά σωζόμενες, οι πρώτες πινακίδες Γραμμικής Γραφής Β΄ της Λακωνίας παρουσιάζουν ποικιλία τύπων και περιεχομένου. Τα κείμενα απηχούν εμπειρία γραφειοκρατικής οργάνωσης και δηλώνουν ένα υπόβαθρο ισχύος, συστατικά απαραίτητα για την άσκηση διοικητικής και πολιτικής εξουσίας και δίνουν σαφή απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης μυκηναϊκού ανακτορικού κέντρου στην πεδιάδα της Σπάρτης.
tapantareinews.gr/
Όπλα, υφάσματα, ένα όνομα. Τόσο λίγα αλλά απείρως σημαντικά, τα κείμενα των πινακίδων Γραμμικής Β γραφής από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Σπάρτης αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο της σπουδαιότητάς του.
Όταν η μεγάλη πυρκαγιά το κατέστρεψε, ό,τι βρισκόταν μέσα σε αυτό κάηκε. Μόνο με τα αρχεία του υπήρξε φιλική η φωτιά, αφού οι πήλινες πινακίδες πάνω στις οποίες ήταν καταγεγραμμένα ψήθηκαν και διασώθηκαν στον χρόνο.
Μικρά κομμάτια από πηλό με χαραγμένα σύμβολα: e - pί - zota, wi - ti - mi - jo, TELA+ΡΑ, ti - jo - ko, δηλαδή επίζωστα, ίσθμια, υφαντά, Αντίοχος. Γιατί οι άνθρωποι που ζούσαν στο παλάτι από τον 14ο ως τον 12ο αιώνα π.Χ. είχαν όπλα και ασκούσαν υφαντικές δραστηριότητες, όπως συνέβαινε σε όλα τα μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα.
Δεκαεπτά χάλκινα ξίφη, όπως βρέθηκαν στο Κτήριο Α. Ακόμη, ένα κοντό εγχειρίδιο, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών και ένα χάλκινο κωνικό σκεύος άγνωστης χρήσης.
Από ένα ιδεόγραμμα ξίφους με την αιχμή προς τα κάτω συνοδεύεται η λέξη επίζωστα (από το ρήμα επιζώννυμι), που αναφέρεται σε εγχειρίδια μαχαίρια ή κοντά ξίφη.
Αλλά εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ο αριθμός τους, αφού σημειώνονται τουλάχιστον 500! Τεράστιος οπλισμός, δηλαδή, άγνωστος από άλλα αρχεία, ο οποίος ασφαλώς και θα ήταν ιδιοκτησία του ανακτόρου και του άνακτος.
Σε έναν εντελώς διαφορετικό τομέα των μυκηναϊκών δραστηριοτήτων, την κατεργασία μαλλιού και την παραγωγή πλεκτών υφασμάτων και προϊόντων υφαντουργίας, εισάγουν οι άλλες πινακίδες.
Μια σύνθεση συμβόλων μάλιστα αφορά ένα υφαντό ύφασμα το οποίο αφιερωνόταν και σε ιερά, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδέεται και με τη θρησκευτική σφαίρα.
Τέλος, σε άλλες πινακίδες αναφέρονται πρώτες ύλες για την παρασκευή αρωμάτων και τριποδικά αγγεία, το ιδεόγραμμα των οποίων συνοδεύεται από τη λέξη «χρυσούς».
Οι πινακίδες άλλωστε είναι εκείνες που από την αρχή της αποκρυπτογράφησής τους έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και τη δραστηριότητα των ανθρώπων της Μυκηναϊκής Εποχής. Αρχεία καθαρά διοικητικής χρήσης, κάτι σαν λογιστικά βιβλία, απέδειξαν την ύπαρξη μιας πρωτογενούς αγροτοποιμενικής οικονομίας και παράλληλα το ανεπτυγμένο εμπόριό της.
Εδειξαν δηλαδή ότι ήταν μια οικονομία που υποστηριζόταν από ισχυρή γραφειοκρατική μηχανή, με εξελιγμένη κατανομή εργασίας και μια πολυσύνθετη και αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική και παραγωγική δομή.
«Αν και λιγοστές και αποσπασματικά σωζόμενες, οι πρώτες πινακίδες Γραμμικής Β γραφής της Λακωνίας παρουσιάζουν ποικιλία τύπων και περιεχομένου» σημειώνει η ανασκαφέας του ανακτόρου κυρία Αδαμαντία Βασιλογάμβρου.
Και προσθέτει: «Οι γραφείς είναι έμπειροι και το προϊόν της εργασίας τους ανάλογο με αυτό των συναδέλφων τους στα ανακτορικά κέντρα της Πύλου, των Μυκηνών, της Θήβας και αλλού.
Τα κείμενα απηχούν εμπειρία γραφειοκρατικής οργάνωσης, δηλώνουν ένα υπόβαθρο ισχύος και δίνουν σαφή απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης μυκηναϊκού ανακτορικού κέντρου στην πεδιάδα της Σπάρτης».
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΆΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ , Η ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το 2008, η ανεύρεση για πρώτη φορά στη Λακωνία ενεπίγραφης πήλινης πινακίδας σε Γραμμική Γραφή Β΄ έστρεψε το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων της Εφορείας στον αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Βασιλείου Ξηροκαμπίου, μια χαμηλή λοφοσειρά στο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας της Σπάρτης, σε απόσταση περίπου 12 χλμ. από την πόλη. Ο χώρος αυτός, αν και κηρυγμένος από τη δεκαετία του 1960, δεν είχε μέχρι τότε ερευνηθεί ανασκαφικά. Η γεωφυσική διασκόπηση που έγινε στον κεντρικό λόφο έδειξε οικοδομήματα σε έκταση περίπου 25 στρεμμάτων, ενώ η συνολική έκταση της μυκηναϊκής εγκατάστασης εκτιμάται ότι θα υπερέβαινε τα 200 στρέμματα. Η θέση δεσπόζει στο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας της Σπάρτης και έχει οπτική επαφή με τις μυκηναϊκές θέσεις στο Παλαιοπύργι, το Αμυκλαίο και το Μενελάιο.
Η σωστική έρευνα του 2008 και 2009 έφερε στο φως τέσσερις ακόμη πινακίδες Γραμμικής Γραφής B΄, η παρουσία των οποίων δηλώνει την ύπαρξη αρχείου, παραπέμπει σε διοικητικές λειτουργίες και προσδίδει στην μυκηναϊκή εγκατάσταση του Αγίου Βασιλείου χαρακτηριστικά διοικητικού - ανακτορικού κέντρου. Τα κείμενα αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό όπλων (τουλάχιστον 500 εγχειρίδια ή κοντά ξίφη), υφαντά υφάσματα, πιθανόν ένα κύριο όνομα και πρώτες ύλες για την παρασκευή αρωμάτων (εικ. 7). Από το 2010, η ανασκαφή συνεχίζεται ως συστηματική υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, τη διεύθυνση της τ. διευθύντριας της Ε΄ Εφορείας Αδαμαντίας Βασιλογάμβρου και χρηματοδότηση από το Institute for Aegean Prehistory (ΙNSTAP).
H εγκατάσταση ξεκίνησε κατά τους χρόνους της μετάβασης από τη μεσοελλαδική στην υστεροελλαδική εποχή, όπου χρονολογείται νεκροταφείο κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων που ήλθε στο φως στην κορυφή του λόφου. Νότια από αυτό βρίσκεται το Κτήριο Α, ένα μεγάλο οικοδόμημα με τουλάχιστον επτά δωμάτια που καταστράφηκε από πυρκαγιά, χάρη στην οποία διατηρήθηκαν τμήματα των εσωτερικών τοίχων του από ωμοπλίνθους. Η κατασκευή του ανάγεται στην υστεροελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο, ενώ η χρήση του συνεχίστηκε κατά την υστεροελλαδική ΙΙΙΑ, στην οποία χρονολογείται η καταστροφή του.
Παρά την καταστροφή και τις μεταγενέστερες επεμβάσεις που έχει υποστεί, είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα σημαντικό κτήριο. Σε ένα από τα δωμάτιά του βρέθηκαν συγκεντρωμένα 17 χάλκινα ξίφη, πιθανόν τοποθετημένα μέσα σε κιβώτιο από οργανικό υλικό (εικ. 8). Στο διπλανό προς B. δωμάτιο βρέθηκε πιθάρι με απανθρακωμένους σπόρους κριθαριού, ενώ στο μεγαλύτερο, νότιο δωμάτιο είχαν απομείνει πολλά σημαντικά και πολύτιμα ευ- ρήματα, όπως λαιμός λίθινου τελετουργικού αγγείου με διπλό χείλος, τροχήλατο ειδώλιο ταύρου, κεφαλάκι μικρού ειδωλίου από ελεφαντόδοντο, αιγυπτιακός σκαραβαίος, μικρά χρυσά ελάσματα κ.ά.
Σε μια γωνία του ίδιου δωματίου, σε χαμηλότερο επίπεδο, βρέθηκαν υπολείμματα συμποσίου .
Το Κτήριο Β, σε μικρή απόσταση ανατολικά του Κτηρίου Α, αποτελείται από πολλά δωμάτια διαφόρων διαστάσεων, τα οποία αναπτύσσονται διαδοχικά κατά τους δύο άξονές του. Από το μικρό τμήμα του που έχει ανασκαφεί προέκυψε μεγάλη ποσότητα κεραμικής της υστεροελλαδικής ΙΙΙΑ και χαρακτηριστικά θραύσματα τοιχογραφιών (εικ. 10-11).
Μεγάλη ποσότητα θραυσμάτων από μυκηναϊκές τοιχογραφίες με χαρακτηριστικά θέματα (φτερωτοί γρύπες, ζώα, φυτικά κοσμήματα, «βραχώδες τοπίο», σπείρες, οδοντωτό) έφεραν στο φως οι διερευνητικές τομές δυτικά των κτηρίων, κοντά στο μικρό διάσελο που συνδέει τον κυρίως λόφο με τον επόμενο προς τα νοτιοδυτικά.
Ένα μεγάλο κτήριο που υπήρχε εκεί φαίνεται ότι είχε κυριολεκτικά «ξυριστεί» κατά το 14ο αιώνα και ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για την απόρριψη κεραμικής και οικοδομικού υλικού που προέρχονταν από μετατροπές ή επισκευές των μυκηναϊκών κτηρίων.
Αν και λιγοστές και αποσπασματικά σωζόμενες, οι πρώτες πινακίδες Γραμμικής Γραφής Β΄ της Λακωνίας παρουσιάζουν ποικιλία τύπων και περιεχομένου. Τα κείμενα απηχούν εμπειρία γραφειοκρατικής οργάνωσης και δηλώνουν ένα υπόβαθρο ισχύος, συστατικά απαραίτητα για την άσκηση διοικητικής και πολιτικής εξουσίας και δίνουν σαφή απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης μυκηναϊκού ανακτορικού κέντρου στην πεδιάδα της Σπάρτης.