«Ιστέον ότι οι του κάστρου Μαΐνης ουκ εισίν από της γενεάς των προρρηθέντων Σκλάβων, αλλ’ εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι και μέχρι τον νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάατρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας, οίτινες επί της βασιλείας τον αοιδίμου Βασιλείου βαπτισβέντες χριστιανοί γεγόνασιν. Ο δε τόπος εν ω οικούσιν εστίν άνυδοος και απρόσοδος, ελαιοφόοος δε, όθεν και την παραμυθίαν έχουσι».Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος (826 μ.Χ.)
Και σε μετάφραση:«Πρέπει να γνωρίζωμε ότι οι κάτοικοι του κάστρου της Μάνης δεν είναι από τη γενιά των Σλάβων που μιλήσαμε πιο μπροστά, αλλά κατάγονται από τους παλαιότερους Ρωμιούς, οι οποίοι ως τα τώρα ονομάζονται Έλληνες από τους ντόπιους, γιατί σε πολύ παλιά χρόνια ήταν ειδωλολάτρες και προσκυνούσαν τα είδωλα σαν τους αρχαίους Έλληνες, και οι οποίοι αφού βαφτίστηκαν επί της βασιλείας του αοίδιμου Βασιλείου, έγιναν χριστιανοί. Ο δε τόπος που κατοικούν είναι άνυδρος κα απρόσοδος, έχει όμως ελιές από τις οποίες και ζουν».
Αυτά τα λέγει ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος σ’ ένα βιβλίο του, που το έγραψε για το γιο του Ρωμανό. Το βιβλίο αυτό το τιτλοφόρησε: Στο γιο μου το Ρωμανό (προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν).
Παρά την πρόοδο που εσημείωσαν οι σχετικές έρευνες εξακολουθούν μερικοί να πιστεύουν ακόμα πως ο Χριστιανισμός στη Μάνη διεδόθη στα χρόνια του Βασιλείου Α' του Μακεδόνας.
Την αντίληψη αυτή εδημιούργησε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ο οποίος έγραψε ότι οι κάτοικοι της Μάνης εκαλούντο μέχρι την εποχή του Έλληνες, γιατί εξακολουθούσαν να είναι ειδωλολάτρες και να προσκυνούν είδωλα καθώς ακριβώς και οι παλαιοί Έλληνες και ότι επί της βασιλείας του Βασιλείου Α' εβαπτίσθηκαν και έγιναν Χριστιανοί. Δηλαδή μέχρι και τον ένατον αιώνα κατά τον Πορφυρογέννητο οι Μανιάτες ήταν ειδωλολάτρες.
Στον Ταΰγετο ζούσαν άνθρωποι που δεν ήσαν Χριστιανοί αυτό είναι βέβαιο, είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι πολλούς αιώνες προ του Βασιλείου του Μακεδόνας όχι μόνο είχε διαδοθεί ο Χριστιανισμός στη Μάνη αλλά οι Μανιάτες είχαν καλλιεργήσει χριστιανική τέχνη της οποίας τα έργα προκάλεσαν το θαυμασμό των ερευνητών.
Τα χριστιανικά κτίσματα της Μάνης εμελετήθησαν από ειδικούς αρχαιολόγους της βυζαντινής τέχνης των οποίων τα συμπεράσματα σήμερα πλέον δεν αμφισβητούνται.
Αρχικώς οι TRANQAIR και MEGAU έκαναν τις πρώτες επισημάνσεις για να ακολουθήσουν οι Έλληνες Πάλλας, Δρανδάκης, Χατζιδάκης και άλλοι νεώτεροι.
Θα παραθέσουμε μερικά στοιχεία από τις έρευνες των επιστημόνων αυτών, τα οποία λύνουν οριστικά τα προβλήματα του χρόνου διαδόσεως του Χριστιανισμού στη Μάνη.
α) Στα Άλυκα έχουμε την τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Ανδρέα. Διασωθέντα τμήματα του γλυπτού διακόσμου ανήκουν στον έβδομο αιώνα.
β) Στο Μοναστήρι στην Κυπάρισσο η εκκλησούλα της Παναγίας είναι κτισμένη με υλικά που προέρχονται από παλαιοχριστιανική βασιλική. Παρετήρησαν οι αρχαιολόγοι ότι σε φυσικό βράχο είχε σκαλιστεί επισκοπικός θρόνος. Δηλαδή σε παλαιοχριστιανικούς χρόνους στην Κυπάρισσο - παλαιά Καινήπολη - υπάρχει έδρα Επισκόπου.
γ) Στην Κυπάρισσο υπάρχει και δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική.
Κάτι σημαντικό είναι τούτο: Ο Δ. Παλλάς, αρχαιολόγος διεθνούς προβολής και κύρους, μικρό τμήμα του γλυπτού διακόσμου το χαρακτήρισε ως προερχόμενο από καλλιτεχνικό κέντρο ευρισκόμενο εκτός της Μάνης. Παρετήρησε αττικό ύφος. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι οι καλλιτέχνες της Μάνης είχαν επαφή με τα εκτός της Μάνης καλλιτεχνικά κέντρα. Σημασία την οποία δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε έχει και η διαπίστωση ότι η βασιλική του Μοναστηρίου πρέπει να εκτίσθην τον 6ο ή τον 5ο αιώνα.
δ) Αποφασιστικής σημασίας στοιχεία γενικά για την ιστορία της Μάνης και ειδικά για τη Χριστιανική ζωή και δράση των Μανιατών έφεραν οι ανασκαφές στη χερσονίδα Τηγάνι. Γλυπτά του έκτου αιώνος που εχρησιμοποιήθησαν στην τοιχοδομία της βασιλικής δείχνουν ότι στο Τηγάνι υπήρχε παλαιοχριστιανικό κτίσμα. Άλλωστε χριστιανικό κτίσμα σε χερσονησίδα είναι ασφαλώς παλαιότερο της Αραβοκρατίας.
Πολλά και σημαντικά ευρήματα έδειξαν ότι η χριστιανική ζωή στο Τηγάνι άρχισε από τους πρώτους αιώνες της διάδοσης του Χριστιανισμού και διετηρήθη επί σειρά αιώνων.
ε) Γλυπτός διάκοσμος παλαιοχριστιανικής βασιλικής βρέθηκε και στο Οίτυλο.
στ) Στην αυλή των δικαστηρίων του Γυθείου απόκεινται τμήματα γλυπτού διάκοσμου παλαιοχριστιανικής βασιλικής που βρίσκονται στην ακρόπολη του αρχαίου Γυθείου. Φαίνεται πιθανό ότι στο Γύθειο υπήρχε και δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική.
ζ) Λείψανα παλαιοχριστιανικής τέχνης παρετηρήθησαν και στον Κότρωνα.
η) Μια ώρα δυτικώς της Λάγιας στη θέση Αγιάθεκλη επιγραφή ελληνιστικών χρόνων έδειχνε πως εκεί υπήρχε νεκροταφείο της εποχής εκείνης. Κοντά στην επιγραφή τρία τμήματα κίονος αραβδώτου ερυθρού χρώματος έδειχναν πως υπό τον παρακείμενο τρόχαλο υπήρχε χριστιανικός ναός. Τον περασμένο χρόνο κατά τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου μπουλτόζα έφερε στην επιφάνεια τον κιονίσκο που στήριζε την Αγία Τράπεζα και άλλα τμήματα. Αν αποδειχθεί ότι πρόκειται για παλαιοχριστιανική βασιλική θα έχουμε μια επιπρόσθετη πληροφορία σημαντικής ιστορικής αξίας.
Όταν το 532 έφτασε ο βυζαντινός στόλος στην Κυπάριζο πορευόμενος κατά των βανδάλων, ο ιστορικός Προκόπιος, που συνόδευε το στρατηγό Βελισσάριο ως γραμματέας του έγραψε σχετικά αφού μίλησε με τους ανθρώπους που είχαν πριν από μερικά χρόνια νικήσει τον Γιζέριχο, τον βασιλιά των βανδάλων που τους επετέθη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές που βρέθηκαν στην Κυπάριζο, τα Άλυκα και το Τηγάνι εκκλησιάζοντο οι νικητές του Γιζέριχου και τα παιδιά τους, που υπεδέχθησαν το στραγητό Βελισσάριο.
Οι έρευνες των ειδικών επιστημόνων της χριστιανικής αρχαιολογίας πείθουν απολύτως, ότι στη Μάνη εκαλλιεργήθη ο ονομασθείς θαυμαστός πολιτισμός της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και σημαντικά δημιουργήματα της χριστιανικής τέχνης. Οι εκκλησίες του Μυστρά, δεν θεωρούνται πλέον άσχετες προς την καλλιτεχνική παράδοση που εδημιουργήθη στη Μάνη.
Τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών απέδειξαν ότι ο χριστιανισμός έφτασε στη Μάνη από τους πρώτους αιώνες της διαδόσεώς του.
Είναι βέβαιο ότι οι χριστιανικές κοινότητες εδημιούργησαν στη Μάνη πολλούς αιώνες προ της εποχής του Βασιλείου του Μακεδόνος. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι το δέκατο αιώνα ζούσαν στον Ταΰγετο Σλάβοι που δεν είχαν εκχριστιανισθεί.
ΣΛΑΒΟΙ - Ο ΝΙΚΩΝ Ο ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕΟι Σλάβοι του Ταϋγέτου μέχρι τον δέκατο αιώνα δεν έχουν δεχθεί την χριστιανική θρησκεία. Τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα αυτού ο Όσιος Νίκων αγωνίζεται για τον εκχριστιανισμό εκείνων που δεν είχαν ασπασθεί τη θρησκεία του Ιησού και την ενίσχυση της πίστεως των Χριστιανών.
Τον εκχριστιανισμό των Σλάβων είχε αναλάβει και πραγματοποιούσε μεθοδικά και επίμονα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στην προσπάθειά της αυτή χρησιμοποίησε τα πιο κατάλληλα πρόσωπα και ένα από αυτά ήταν ο Νίκων ο Μετανοείτε.
Σημαντικό μέρος της δράσεως του Νίκωνος είναι το κήρυγμα του στην Κρήτη, της οποίας ο λαός είχε υποστεί τις συνέπειες της μακροχρόνιας κατοχής της νήσου από τους Σαρακηνούς.
Το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς συνεπλήρωσε την ανάκτηση της Κρήτης. Ο ευσεβέστατος Αυτοκράτορας φρόντισε να επαναφέρει στο Χριστιανισμό στους κατοίκους των κέντρων που φαίνεται είχαν υποστεί εντονότερα την ξένη επίδραση.
Για την παρουσία του Νίκωνος στην Κρήτη έχουν διατυπωθεί τρεις απόψεις:
α) Πήρε εντολή από την Κωνσταντινούπολη.β) Προσεκλήθη απευθείας από το Νικηφόρο.γ) Οδηγήθηκε στην Κρήτη από θείο ζήλο.
Για τη συνεργασία του Νίκωνος με τους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας κατά τη δράση του στην Κρήτη δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες.
Απεναντίας για τη συνεργασία του με τους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας κατά τους χρόνους της δράσης του στη Λακωνία έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες.
Κατά το 997 τοποθετήθηκε διοικητής του θέματος Πελοποννήσου ο στρατηγός Βασίλειος Αποκαυκός, ο οποίος κάλεσε αμέσως τον Νίκωνα στην Κόρινθο για να συνεργασθούν ασφαλώς για τον εκχριστιανισμό των Μελιγγών του Ταϋγέτου, οι οποίοι καθώς είδαμε κατά τον αιώνα αυτό δεν είχαν γίνει χριστιανοί. Φαίνεται ότι πέραν της ηθικής συμπαραστάσεως ο διοικητής ενίσχυσε και υλικώς την προσπάθεια του Νίκωνος.
Παρεχώρησε στον Όσιον σημαντικό κτήμα ως Μετόχιο της Μονής του Σωτήρος, που ίδρυσε ο Νίκων, για να έχει ασφαλώς και υλικά μέσα να αγωνίζεται για το σκοπό του, του εκχριστιανισμού των Σλάβων.
Οι Σλάβοι που μέχρι τον δέκατο αιώνα δεν γνώριζαν το Χριστιανισμό, τελικώς αφομοιώθηκαν από τους Έλληνες. Έγιναν Χριστιανοί, πήραν την Ελληνική και ξέχασαν τη δική τους. Εκτός δε από τη γλώσσα ξέχασαν ακόμα και την ανάμνηση της φυλετικής τους καταγωγής.
Η πλήρης αφομοίωση των Σλάβων, ο εξελληνισμός τους δηλαδή. είναι έργον της πολιτικής του Βυζαντίου. Για το έργο όμως αυτό τα οποιαδήποτε διατάγματα των Βυζαντινών στρατηγών, αλλά και τα κηρύγματα των χριστιανών ιεραποστόλων δεν θα ήταν αποτελεσματικά αν δεν υπήρχε λαός χριστιανικός ικανός να αφομοιώσει τους Μελιγγούς.
Ήταν απόλυτη ανάγκη η παρουσία ικανού αριθμού ανθρώπων να μεταδώσει τη γλώσσα του και τη θρησκεία του στους Μελιγγούς.
Από την ιστορία πληροφορούμεθα ότι μέχρι τον έκτο τουλάχιστον αιώνα οι πόλεις του Κοινού των Ελευθερολακώνων ακμάζουν.
Ξαφνικά επετέθη ο Γιζέριχος στην Καινήπολη και όμως βρέθηκαν άνθρωποι ικανοί να αντιμετωπίσουν τις χιλιάδες του στρατού του. Ανάλογο πληθυσμό είχαν ακόμα και άλλες πόλεις Λας, Γύθειο κ.λ.π.
ΟΙ ΛΑΚΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑΌταν οι Άραβες κατέκτησαν την Κρήτη και τη Σικελία, απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, κατελάμβαναν την Θεσσαλονίκη και τη Δημητριάδα, οι Ελευθερολάκωνες δεν μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς στις ακτές και εκινήθησαν προς τα υψώματα του Ταϋγέτου τον 7ο αιώνα.
Εκεί συνεχίζοντας την ελληνική ζωή και παράδοση αφομοίωσαν και τους Μελιγγούς, που μέχρι τα χρόνια της Φραγκοκρατίας ήταν φωλιασμένοι στα υψώματα της Σπάρτης. Η διάδοση βεβαίως του Χριστιανισμού βοήθησε αποφασιστικά το έργο της αφ
ομοιώσεως.
Ο αραβικός κίνδυνος υπεχρέωνε τους κατοίκους του Γυθείου, της Λας, της Τευθρώνης, της Καινήπολης, της Μέσσας κ.λ.π. να δημιουργήσουν τις εκατοντάδες των οικισμών και χωριών που βρίσκουμε στα υψώματα του Ταϋγέτου, από το Ακρωτήριο Ταίναρο μέχρι το Μαλεύρι και τη Μελτίνη.Αυτοί που άφησαν τα παράλια ζητώντας ασφάλεια στον Ταΰγετο δεν ήταν ειδωλολάτρες αλλά χριστιανοί. Με την παρουσία και βοήθεια του Χριστιανικού αυτού λαού, το Βυζαντινό κράτος κατάφερε με τους ανθρώπους του, κληρικούς κυρίως, να επιτύχει τον εκχριστιανισμό των Μελιγγών και τον ακολουθήσαντα εξελληνισμό τους.