17 Αυγούστου 2015

Κοίμησις της Παναγίας, Δροσοπηγή 2015

Σημείο αναγωγής, για τούς κατοίκους τής Δροσοπηγής η 15η Αυγούστου.
Ημέρα νόστου, και προσκυνήματος στην κοιτίδα τους, με αφορμή το εκκλησάκι, στην δυτική είσοδο του χωριού, που έχει την τιμητική του, επειδή είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Συγκίνηση, αναμνήσεις, κατάνυξη, αρτοκλασία, και πατριωτικές επαφές με πανηγυρική μορφή, όπως συνηθίζεται εδώ και πολλά χρόνια.
Μερικές φωτογραφίες από την φετινή εορτή, και κάποια στοιχεία στην συνέχεια σχετικά με την Δροσοπηγή.
Ιερέας Δημήτριος Πρεζεράκος, Ιεροψάλτης Μάριος Παπαδοθωμάκος
Δροσοπηγή Λακωνίας (Τσεροβά), 
Ένας παραδοσιακός οικισμός, σε υψόμετρο με ανοιχτό ορίζοντα και υπέροχη θέα.
Στην είσοδο τού χωριού από την δυτική πλευρά υπάρχει η Κοίμησης της Θεοτόκου.
Παλαιός μονόχωρος ναός, θα πρέπει να ήταν η αρχική εκκλησία της Τσεροβάς κατά την ίδρυση της, και η αυλή που την περιβάλλει ο κοιμητηριακός χώρος.
Το εσωτερικό καλύπτεται από αγιογραφίες, του 18ου αιώνα , πιθανότατα το 1768 μ.Χ. από μέλη της οικογένειας αγιογράφων Κληροδέτη που δραστηριοποιήθηκε στην ευρύτερη περιοχή.
 Η Σταύρωση, η Ζωοδόχος Πηγή, και εικόνες από την κόλαση, είναι μερικές από αυτές.
Προέλευση του ονόματος Τσεροβάς
Το χωριό της Λακωνίας Δροσοπηγή, παλιότερα ονομαζόταν Τσεροβά.
ΤΣΕΡΟΒΑ-ΤΣΕΡΟΥΒΑ σημαινει ΚΛΕΙΔΙΟΝ.

Το χωριο του στενου της ΤΣΕΡΟΥΒΑΣ απο τους Τουρκους ονομαζονταν,ΚΑΡΑ-ΝΤΟΥΡΟΥ=ΜΑΥΡΗ ΡΑΧΗ.
Πιθανωτατα απο την αρχαια ΑΡΧΑΙΟ-ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ λεξη ΑΡΡΑΒΑ=ΠΥΛΗ-ΘΥΡΑ η/και την λεξη ΧΕΡΑΒΟΣ=ΧΑΣΜΑ-ΑΝΟΙΓΜΑ ΓΗΣ οπως κατα Ησυχιον και την ΚΑΡΑΒΟΣ=ΠΥΛΗ.
Με τον εκλατινισμο της Ελλαδας προεκυψε το συγχρονο ονομα CERVIX-CERUVA=ΤΣΕΡΟΥΒΑ.
Ιστορία Τσεροβάς
Αναφέρεται πρώτη φορά στο χάρτη του B. Agnese (1554)  ώς Carva, και στην συνέχεια από το 1695 και εντεύθεν.
Ο οικισμός δεν ήταν πάντοτε στην ίδια θέση. Αρχική του κοιτίδα υπήρξε η "Παλιά Τσεροβά" (Παλιοκοτρώνα), στα νότια της σημερινής θέσης.
Ακριβής χρονολογία της μεταφοράς δεν εχει γίνει, αλλα θεωρούμε πολύ πιθανό ότι συντελέστηκε, στην διάρκεια του 18ου αιώνα.
Πάντως ό παλιός οικισμός δεν αναφέρεται στίς απογραφές του 19ου και 20ου αιώνα. 
Συνεπώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε ερημώσει εντελώς.
Αντίθετα, την ίδια εποχή ο νέος οικισμός εμφανίζεται ακμαίος από πληθυσμιακή άποψη
(πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, Κώστας Κόμης, Β' έκδοση Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)
Ιστορικά στοιχεία
Στό σημειωματάριο του πρακτικού γιατρού Παπαδάκη αναφέρεται τό χωριό εμπλεκόμενο σε εχθροπραξίες και ονόματα κατοίκων που περιέθαλψε.
Στό φύλλο με αριθμό 43 αναφέρει πόλεμο στό χωριό Τσεροβά τό έτος 1727 (σύμφωνα με τόν Παπαδάκη), και αναφέρονται οι θεραπευθέντες τραυματίες. Παπά Ζευγολάτης,Μάρτης Μουντουράκης, Καλαπόθος Πουλάκης, και Δημητράκης Πεταλάκης.
Αριστεία του 1821 σε Μανιάτες αγωνιστές, απόσπασμα από τό βιβλίο του Σταύρου Καπετανάκη. Παπαδοθωμάκος Παναγιώτης, Τσεροβά-Δροσοπηγή Καρυουπόλεως, χάλκινο, φάκ. 259,έγγρ. 255, αριθ. καταλ. 59.
Τσεροβά- ένορκοι (από το βιβλίο του Σταύρου Καπετανάκη εκδόσεις «Αδούλωτη Μάνη»)
Γεωργάκος-Γεωργάκας Δημήτριος (1850-1-2-3-4-5-6-7-8-9-60-61), γενν.1805, ιδιοκτήτης. Ε.ε. 2.000 δρχ.
Γιαννάκης Πέτρος (1861), γενν. 1806, κτηματίας.Ε. ε. 600 δρχ.
Γκενάκος Πέτρος (1844-5-50-1-2-3-4-5-6-7-8-9), γενν. 1810, ιδιοκτήτης. Ε. ε. 2.000 δρχ.
Γριβάκος Μιχαήλ (1850-1-2-3-4-5-6-7-8-9-60-61), γενν. 1818, ιδιοκτήτης. Ε. ε. 2.000 δρχ.
Παπαδάκος Δημήτριος (1850-1-2-3), γενν. 1820, κτηματίας. Ε. ε. 1.500 δρχ.
Πολιτάκος Ιωάννης (1850-1-2-3-5-6-7-8-9-60-61), γενν. 1805, κτηματίας. Ε. ε. 1.500 δρχ.
Πουλάκος Βασίλειος (1861), γενν. 1802, κτηματίας. Ε. ε. 2.000 δρχ.

3 Αυγούστου 2015

Πως κυνηγούν στη Μάνη τα ορτύκια


Ένα από τα κυριότερα εισοδήματα των Μανιατών είναι τα ορτύκια, ιδίως της Νότιας Μάνης, του κατάξερου και άγονου αυτού τόπου, του οποίου οι κάτοικοι αποζημιώνονται κάπως με το θεϊκό τούτο μάνα, που πέφτει κάθε χρόνο απ’ τον ουρανό.
Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, επειδή δηλαδή τα ορτύκια αποτελούν πόρο ζωής για τους Μανιάτες, συστηματοποιήθηκε το κυνήγι του απ’ αυτούς κατά τρόπο εντελώς ιδιαίτερο και οικονομικό.
Κατόρθωσαν δηλαδή, ώστε με ελάχιστα έξοδα να συλλέγουν το αξιόλογο αυτό εισόδημά τους.
Αν μεταχειρίζονται μπαρουτόσκαλα και ντουφέκια, δεν θα εύρισκαν άκρη στα έξοδα.
Έπειτα, με το ντουφέκι μόνον οι μεγάλοι θα μπορούσαν να λάβουν μέρος στο κυνήγι.
Και τα άλλα όμως μέσα του κυνηγιού, τα δίχτυα κλπ., εκτός του ότι δεν έχουν απόδοση μεγάλη, κοστίζουν επίσης αρκετά.
Οι οικονομικοί λοιπόν λόγοι τους ανάγκασαν να περιορισθούν σε όσο το δυνατό φθηνότερα εργαλεία και να αναπτύξουν όλη τους την επιδεξιότητα στα χέρια.
Το μοναδικό τους έξοδο είναι η απόχη.
Ένα ξύλο ίσιο και μακρύ, που στη μια άκρη καταλήγει σε δύο κλάδους λεπτότερους και ευλύγιστους. Τους δύο αυτούς κλάδους τους κουλουρώνουν και τους δένουν έπειτα γερά, φτιάχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ένα στεφάνι.
Έπειτα δένουν στο γύρο του στεφανιού μια σακούλα από δίχτυ, μακρουλή σαν χωνί.
Το σχήμα της είναι ακριβώς όπως και της απόχης των ψαράδων και γι’ αυτό πήρε και το όνομά της. Το μάκρος της είναι 2,70μ. πάνου – κάτου, είναι δε αρκετά βαριά, ώστε να χρειάζονται γερά μπράτσα και τέχνη μεγάλη για το χειρισμό της.
Γι’ αυτό και οι κυνηγοί χωρίζονται σε κατηγορίες, αναλόγως της ικανότητος του καθενός.
Το κυριότερο σύστημα κυνηγιού του ορτυκιού είναι η «τραπέλα».
Τραπέλα λέγοντας εννοούμε ολόκληρη την παρέα, που θα κυνηγήσει για λογαριασμό της σε ορισμένο τόπο καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα κυνηγήσει.
Ο πιο επιδέξιος κυνηγός είναι ο αρχηγός της τραπέλας.
Όταν φθάσουν στον τόπο του κυνηγιού, ο αρχηγός ορίζει τις θέσεις του καθενός.
Σχηματίζουν ένα είδος παραλληλόγραμμου, στου οποίου τη μία πλευρά παρατάσσονται δύο καλοί κυνηγοί με τον αρχηγό στη μέση.
Είναι περίεργα τα ονόματα, που έχουν ο καθένας τους και γι’ αυτό το αναφέρω.
Ο αρχηγός λέγεται «Κολίτης» και καθένας από τους άλλους δύο της ίδιας γραμμής λέγεται «Αζάλικας».
Παραπάνου από τον κάθε Αζάλικα και στις μεγάλες πλευρές του παραλληλόγραμμου στέκει και από ένας άλλος κυνηγός που λέγεται «Παραζάλικας».
Στην ίδια γραμμή και σ’ άλλη τόση απόσταση απ’ τον Παραζάλικα, στέκεται άλλος κυνηγός, που λέγεται «Φτερό».
Ακόμα πέρα, στις δύο άλλες γωνίες του παραλληλογράμμου στέκουν από δύο ή και περισσότεροι κυνηγοί, οι λεγόμενοι «Ξεφτέρια».
Στην θέση αυτή τοποθετούνται συνήθως γυναίκες και παιδιά.
Έχουμε λοιπόν τον Κολίτη, δύο Αζάλικες, δύο Παραζάλικες, δύο Φτερά και δύο μπουλούκια από Ξεφτέρια. Καθένας απ’ αυτούς κρατεί την απόχη του.
Όταν θα δώσει το σημείο ο αρχηγός, αρχίζουν τα Ξεφτέρια ν’ απλώνονται σε τρόπο, ώστε να κλείσουν την πλευρά του παραλληλογράμμου.
Έπειτα, με φωνές και όπως αλλιώς μπορούν, κάνουν θόρυβο, σηκώνουν τα φωλιασμένα στους θάμνους ορτύκια και, ενώ πιάνουν όσα μπορούν με τις απόχες, τα διώχνουν συγχρόνως προς το μέρος που περιμένουν έτοιμοι οι άλλοι κυνηγοί.
Η γρηγοράδα του κυνηγού συνίσταται όχι μόνο στο πιάσιμο του ορτυκιού με την απόχη στον αέρα, αλλά και στο ξεμπέρδεμα του πουλιού από το δίχτυ.
Για τσάντα έχουνε τον κόρφο τους.
Ένα – ένα πουλί μπαίνει ζωντανό στη σακούλα που σχηματίζει το πουκάμισο.
Μερικών η επιτηδειότης είναι θαυμαστή.
Οι πιο επιδέξιοι απ’ αυτούς πιάνουν δύο ορτύκια χωρίς να κατεβάσουν την αποχή.
Μόλις δηλαδή πιάσουν το ένα, δίνουν μια στροφή στη σακούλα και το κλείνουν στην άκρη τους. Έπειτα πιάνουν και το δεύτερο, κατεβάζουν την απόχη και τα ξεμπερδεύουν απ’ το δίχτυ και τα δύο χώνοντάς τα μέσα στο πουκάμισό τους.
Όταν τα Ξεφτέρια φθάσουν στη γραμμή των Φτερών ενώνονται κι’ αυτά μαζί τους.
Το ίδιο κάνουν και οι Παραζάλικες μέχρι που να φθάσουν στη γραμμή του αρχηγού, όπου και τελειώνει το πρώτο κυνήγι της τραπέλας.
Έπειτα, κατά τον ίδιο τρόπο, ακολουθεί το δεύτερο και τα λοιπά.
Η απόσταση από κυνηγό σε κυνηγό δεν είναι μεγαλύτερη από 4 μέτρα.
Το καλύτερο κυνήγι της τραπέλας γίνεται στις πλαγιές και όχι στο ίσιωμα.
Εννοείται ότι οι Μανιάτες δεν περιορίζονται μόνο στην τραπέλα. Κυνηγούν και καθένας χωριστά με την απόχη.
Υπάρχουν και πολλές γυναίκες, οι οποίες έχουν εξασκηθεί και μεταχειρίζονται θαυμάσια την απόχη. Επίσης σκοτώνονται όχι λίγα ορτύκια και με το ντουφέκι.
Τα ζωντανά ορτύκια μπαίνουν σε μεγάλα κλουβιά και στέλνονται στον Πειραιά και στο εξωτερικό. Όσα σκοτώνουν, τα παστώνουν σε πιθάρια και τα πουλούν ή τα κρατούν για το σπίτι τους.


Από το Ημερολόγιο του Κυνηγού 1926 – 27, επιμ. Φιλ. Ηλιάδου.

ΜΑΝΙ.ORG.GR