Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός από την μάχη…
Τώρα που όλα κρίθηκαν, όπως οι μοίρες τα όρισαν…
Τώρα μπορώ να ερμηνεύσω τα σημεία και να σου μιλήσω μέσα από μένα για σένα και μέσα από σένα για μένα.
Δεν υπάρχει κάτι σκοτεινό, δεν υπάρχει τίποτα που να μην λύθηκε μέσα στο είναι μου και τίποτα που να μην ανακάλυψα μέσα σε σένα.
Το Απολλώνιο φώς της Μάνης, που λάτρεψες, ο φωτεινός Ταΰγετος, ο ίδιος ο Απόλλωνας που γύρευες για λύτρωση…σε τύλιξε γλυκά με τα πέπλα του, ο χρόνος τελείωσε, και μαζί του τελείωσε και η αγωνία, για την ποιότητα της εφήμερης μας ζωής.
Αλλά και η Παναγία η Γιάτρισσα σε γιάτρεψε όπως της το ζήτησες.
Στο περιβόλι της δεν υπάρχει πόνος, προσμονή, άγχος, μόνο χιλιάδες πεταλούδες.
Γλυκεία μου πεταλούδα, έγινες έτσι απλά, και θαρρετά, η πεταλούδα του Ιονίου.
Έκλαιγα ο ανόητος όταν μού έλεγες «εγώ η πεταλούδα του Ιονίου, πώς μπορώ να είμαι κάτι διαφορετικό».
Γατούλα μου, που επειδή νιαούριζες ναζιάρικα, δεν κατάλαβα ποτέ πώς είχα δίπλα μου μια λιονταρίνα.
Ψυχούλα μου πόσο λίγος είμαι μπροστά στην γενναιότητα σου.
«Νάσαι περήφανος για μένα, με έφτιαξες, μια γενναία Μανιατόνυφη»
Όχι μόνο περήφανος αλλά και δυνατός, ήσουν για μένα αγάπη, και τώρα είσαι λατρεία και ιδανικό.
Βουρκώνουν όμως ακόμα τα μάτια μου, που δεν θα συναντούν τα δικά σου…
Αλλά τι λέω, θα τα βλέπω στο γαλάζιο του ουρανού, και του Λακωνικού κόλπου.
Φταίω αλλά δεν μετανιώνω, που σου είπα «Σκίστονε», και εσύ το κάνες κατά γράμμα.
Δεν το κατάλαβα ψυχή μου, εννοούσα να τον ξεριζώσεις, και όχι να πολεμήσεις με το «τέρας».
Ας είναι δεν υπήρχε περίπτωση να μην τελειώσεις ότι αποφάσισες.
Πόσο ανόητος και εγωιστής που έβλεπα μια «γατούλα» και δεν έβλεπα το «λιοντάρι» εδώ και είκοσι πέντε χρόνια,
Θα σε ζηλέψει ο Διγενής, που πολέμησε τον χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια.
Θα ζηλέψει και ο Λιαντίνης που συνάντησε τον χάροντα, για να του στερήσει την πρωτοβουλία..
Εσύ λεβέντισσα μου πρωτοτύπησες και σε αυτό, συμμάχησες με τον χάροντα για να πολεμήσεις το σκοτάδι, για να λυτρώσεις την ζωή, και να φέρεις κάθαρση σε όλα τα μιάσματα.
Σε μάγεψε εκείνο το φώς της Μάνης, εκείνο που με θαυμασμό μούλεγες και μου ξανάλεγες, εκείνο ντύθηκες αιώνια.
Τρυφερή μου μανούλα, στη σκάλα που διάλεξες, για να ανέβεις θα συναντήσεις την φυσική μου μάνα, που θα σε αγκαλιάσει με αγάπη, να γλυκάνει την ψυχούλα σου όπως ήθελες, κάτω από γλυκιά ματιά, της Παναγίας της Βαραμπέσας.
Ζηλεύω…νάνος μπροστά στο μεγαλείο σου με δίδαξες τα πάντα σε τόσο λίγο χρόνο…
Τώρα βλέπω καθαρά την ζωή, τον άνθρωπο το θεό το σύμπαν το ορατό και το αόρατο.
Η θεωρητική μου για τα πάντα έγινε πρακτική έγινε ουσία…
Χιλιάδες αυτά που νοιώθω και δεν μπορώ να εκφράσω…
Η μόνη μου έκφραση αγαπημένη μου, η βαθειά ατέλειωτη μου αγάπη για σένα..
Από και πέρα όλες οι εποχές θα γίνουν άνοιξη, «γλυκύ μου έαρ».
Δεν είμαι γενναίος, όπως εσύ αλλά είμαι δυνατός…
Μου λείπεις, και όμως είσαι στο πλευρό μου στο κάθε μου βήμα, και μου το δηλώνεις την κάθε στιγμή, πάνω μου, γύρω μου, στό σπίτι, στην δουλειά, σε όλη την Ελλάδα....παντού και πάντα.
Υπέροχη μανούλα σε βλέπω και σε αγγίζω μέσα από την γέννα σου, ζεις μέσα στο βλαστάρι σου, το ψυχωμένο παληκάρι, που στάθηκε, στέκεται και θα σταθεί, έτσι όπως αξίζει να στέκονται γιοι που τού έτυχαν τόσο μεγάλες Μάνες.
Γλυκεία μου πιστός στην θέληση σου, σε αποθέτω στην αγκαλιά του Ταΰγετου, και είμαι ήσυχος.
Τα ιερά χώματα, το εκτυφλωτικό φώς και οι λατρεμένοι πρόγονοι, θα κάνουν ότι αρμόζει.
Και όταν σε αφήνει ο Πλούτωνας, να κατηφορίζεις, από τον Αχέροντα στο Γλυκύ, και μετά, γραμμή για Γιάννενα.
Παμβώτιδα, μόλος, νησί, παλιά πόλη, Μέτσοβο, και όλα τα Ζαγοροχώρια, γραμμή απνευστί πετώντας με τα αετόπουλα, όπως μόνο εσύ ξέρεις…
Να δροσίζεσαι στα γάργαρα νερά του Bοϊδομάτη…και όταν γέρνει ο ήλιος πάλι στα λατρεμένα σου Γιάννενα…που με πονάνε τόσο.
Να σταματάς στης Πάργας τον ανήφορο και να ρεμβάζεις από το κάστρο, φυλακίζοντας τις στιγμές, και τις εικόνες.
Α…μην ξεχάσεις το Συρράκο, που δεν τόλμησες να επισκεφτείς..
Τώρα αλήθεια…μάλλον πλάκα ήταν πώς φοβόσουν τους γκρεμούς...τί τραγικό!
Έγινες στ’ αλήθεια Πεταλούδα του Ιονίου που λάτρεψες, και θα ταξιδεύεις ασταμάτητα, από την Κέρκυρα, που σε περιμένε, μέχρι την Πύλο, με τα δελφίνια του Αρίωνα.
Αρχόντισσα μου πόσο μου άρεσε που ήμουν ο αλήτης σου..
Καλά μην θυμώνεις… ήμουν ο άγγελός σου, και εσύ το αστέρι μου.
Δεν σου χάλασα ποτέ χατίρι…και ήξερες πως είχες υπασπιστή που…αλλοίμονο δεν κατάλαβε την αντάρα της μάχης και το πολεμικό σχέδιο.
Τα μαρμαρένια αλώνια ήταν για σένα, τα πέτρινα «αλωνάκια» της Αρεόπολης
Και οδηγός σου το δακρυσμένο ηλιοβασίλεμα στο Λιμένι, αγναντεύοντας την Κορώνη…κορώνα μου.
Κάθε γωνιά της Ελλάδας, θα σε αγκαλιάζει και εγώ θα σε σεργιανάω…παθιασμένη μου Ελληνίδα..
Στο Πήλιο, στην Μακρυνίτσα παρέα με την «δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» που τόσο σου έμοιαζε. Εκεί που αποθέσαμε τον μέλητα…και αρχίσαμε τα όνειρα και την δημιουργία.
Και απέναντι στην γραφική Σκόπελο, στην Θεσσαλονίκη, τις Πρέσπες, την Καστοριά και σε όλες τις γωνίτσες της γλυκείας πατρίδας, που έγραφες το όνομά σου στις πέτρες και στα δέντρα..
Ευαίσθητη μου μαργαρίτα, το αμάραντο στεφάνι της πρωτομαγιάς, θα στολίζει την πόρτα μας.
Ελεύθερη και ανέμελη μου νεράιδοπεταλούδα πέτα στους πανσέδες και τις πετούνιες του λουλουδιασμένου σου κήπου.
Ξανθά μου μαλλιά, ουράνια μάτια, ποθητό κορμί , εσύ ήσουν η μούσα μου, οδηγούσες το πινέλο μου στο μουσαμά, κρατούσες την πένα μου, κυριαρχούσες στο πληκτρολόγιο μου.
Έτσι όπως αρχίσαμε θα τελειώσουμε είπες, με μια περιοδεία στην Πελοπόννησο.
Παραπονιέμαι…μη μου κρατάς κακία…δεν χόρτασα…ήθελα κι άλλο.
Θα θυμάμαι τις στιγμές και θα γίνονται αιώνες…
Την ανυπομονησία σου, μέχρι να φτάσει ο Αύγουστος να πραγματώσει τα όνειρα σου…
Τα όνειρα που έστηνες τα χειμωνιάτικα βράδια δίπλα στο τζάκι, ξεφυλλίζοντας, βιβλία διακοπών..
Τα όνειρα που βίωνες βλέποντας τις αγαπημένες σου Ελληνικές ταινίες…πάντα τις ίδιες.
Τα παιδιάστικα σου χοροπηδητά όταν σου ορκιζόμουν ότι θα πραγματοποιηθούν τα όνειρά ο κόσμος να χαλάσει…να όμως που βγήκα ψεύτης…
Θα σε φορέσω όμως…στο στήθος, στο μακό μπλουζάκι, και θα γυρνάμε μαζί, και πάλι όπως παλιά.
Σου γράφω μέρες και δεν θέλω να τελειώσω…
Παρεούλα μου, λατρεμένη μου γυναίκα, αυτά είναι ελάχιστα που ξεχώρισα…
Τα λόγια, και τα γραπτά δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις.
Και τα δάκρυα των αναμνήσεων δεν μπορεί να τα διαβάσει κανείς μόνο οι δυό μας.
Γουτσάκι μου…πέτα ελεύθερη και όμορφη πεταλούδα, εκεί που αγαπάς…
Μα να θυμάσαι να έρχεσαι που και πού στα όνειρά μου, να βλέπω την ομορφιά, της όψης και την μεγαλοσύνη της ψυχής.
«Αυτή η θάλασσα»…...ααχ αυτή η Γυθειότικη θάλασσα…..
η στερνή σου εικόνα.
Θα τα ξαναπούμε…
Τώρα που όλα κρίθηκαν, όπως οι μοίρες τα όρισαν…
Τώρα μπορώ να ερμηνεύσω τα σημεία και να σου μιλήσω μέσα από μένα για σένα και μέσα από σένα για μένα.
Δεν υπάρχει κάτι σκοτεινό, δεν υπάρχει τίποτα που να μην λύθηκε μέσα στο είναι μου και τίποτα που να μην ανακάλυψα μέσα σε σένα.
Το Απολλώνιο φώς της Μάνης, που λάτρεψες, ο φωτεινός Ταΰγετος, ο ίδιος ο Απόλλωνας που γύρευες για λύτρωση…σε τύλιξε γλυκά με τα πέπλα του, ο χρόνος τελείωσε, και μαζί του τελείωσε και η αγωνία, για την ποιότητα της εφήμερης μας ζωής.
Αλλά και η Παναγία η Γιάτρισσα σε γιάτρεψε όπως της το ζήτησες.
Στο περιβόλι της δεν υπάρχει πόνος, προσμονή, άγχος, μόνο χιλιάδες πεταλούδες.
Γλυκεία μου πεταλούδα, έγινες έτσι απλά, και θαρρετά, η πεταλούδα του Ιονίου.
Έκλαιγα ο ανόητος όταν μού έλεγες «εγώ η πεταλούδα του Ιονίου, πώς μπορώ να είμαι κάτι διαφορετικό».
Γατούλα μου, που επειδή νιαούριζες ναζιάρικα, δεν κατάλαβα ποτέ πώς είχα δίπλα μου μια λιονταρίνα.
Ψυχούλα μου πόσο λίγος είμαι μπροστά στην γενναιότητα σου.
«Νάσαι περήφανος για μένα, με έφτιαξες, μια γενναία Μανιατόνυφη»
Βουρκώνουν όμως ακόμα τα μάτια μου, που δεν θα συναντούν τα δικά σου…
Αλλά τι λέω, θα τα βλέπω στο γαλάζιο του ουρανού, και του Λακωνικού κόλπου.
Φταίω αλλά δεν μετανιώνω, που σου είπα «Σκίστονε», και εσύ το κάνες κατά γράμμα.
Δεν το κατάλαβα ψυχή μου, εννοούσα να τον ξεριζώσεις, και όχι να πολεμήσεις με το «τέρας».
Ας είναι δεν υπήρχε περίπτωση να μην τελειώσεις ότι αποφάσισες.
Πόσο ανόητος και εγωιστής που έβλεπα μια «γατούλα» και δεν έβλεπα το «λιοντάρι» εδώ και είκοσι πέντε χρόνια,
Θα σε ζηλέψει ο Διγενής, που πολέμησε τον χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια.
Θα ζηλέψει και ο Λιαντίνης που συνάντησε τον χάροντα, για να του στερήσει την πρωτοβουλία..
Εσύ λεβέντισσα μου πρωτοτύπησες και σε αυτό, συμμάχησες με τον χάροντα για να πολεμήσεις το σκοτάδι, για να λυτρώσεις την ζωή, και να φέρεις κάθαρση σε όλα τα μιάσματα.
Σε μάγεψε εκείνο το φώς της Μάνης, εκείνο που με θαυμασμό μούλεγες και μου ξανάλεγες, εκείνο ντύθηκες αιώνια.
Τρυφερή μου μανούλα, στη σκάλα που διάλεξες, για να ανέβεις θα συναντήσεις την φυσική μου μάνα, που θα σε αγκαλιάσει με αγάπη, να γλυκάνει την ψυχούλα σου όπως ήθελες, κάτω από γλυκιά ματιά, της Παναγίας της Βαραμπέσας.
Ζηλεύω…νάνος μπροστά στο μεγαλείο σου με δίδαξες τα πάντα σε τόσο λίγο χρόνο…
Τώρα βλέπω καθαρά την ζωή, τον άνθρωπο το θεό το σύμπαν το ορατό και το αόρατο.
Η θεωρητική μου για τα πάντα έγινε πρακτική έγινε ουσία…
Χιλιάδες αυτά που νοιώθω και δεν μπορώ να εκφράσω…
Η μόνη μου έκφραση αγαπημένη μου, η βαθειά ατέλειωτη μου αγάπη για σένα..
Μωρό μου η αγάπη σου με βοηθά κάθε στιγμή, το νοιώθω πώς είσαι δίπλα μου, νοιώθω πώς με κατευθύνεις, αντιλαμβάνομαι την προστασία σου.
Με συντροφεύουν, πορτοκαλοκίτρινες πεταλούδες σε κάθε μου βήμα.Από και πέρα όλες οι εποχές θα γίνουν άνοιξη, «γλυκύ μου έαρ».
Δεν είμαι γενναίος, όπως εσύ αλλά είμαι δυνατός…
Μου λείπεις, και όμως είσαι στο πλευρό μου στο κάθε μου βήμα, και μου το δηλώνεις την κάθε στιγμή, πάνω μου, γύρω μου, στό σπίτι, στην δουλειά, σε όλη την Ελλάδα....παντού και πάντα.
Υπέροχη μανούλα σε βλέπω και σε αγγίζω μέσα από την γέννα σου, ζεις μέσα στο βλαστάρι σου, το ψυχωμένο παληκάρι, που στάθηκε, στέκεται και θα σταθεί, έτσι όπως αξίζει να στέκονται γιοι που τού έτυχαν τόσο μεγάλες Μάνες.
Γλυκεία μου πιστός στην θέληση σου, σε αποθέτω στην αγκαλιά του Ταΰγετου, και είμαι ήσυχος.
Τα ιερά χώματα, το εκτυφλωτικό φώς και οι λατρεμένοι πρόγονοι, θα κάνουν ότι αρμόζει.
Και όταν σε αφήνει ο Πλούτωνας, να κατηφορίζεις, από τον Αχέροντα στο Γλυκύ, και μετά, γραμμή για Γιάννενα.
Παμβώτιδα, μόλος, νησί, παλιά πόλη, Μέτσοβο, και όλα τα Ζαγοροχώρια, γραμμή απνευστί πετώντας με τα αετόπουλα, όπως μόνο εσύ ξέρεις…
Να δροσίζεσαι στα γάργαρα νερά του Bοϊδομάτη…και όταν γέρνει ο ήλιος πάλι στα λατρεμένα σου Γιάννενα…που με πονάνε τόσο.
Να σταματάς στης Πάργας τον ανήφορο και να ρεμβάζεις από το κάστρο, φυλακίζοντας τις στιγμές, και τις εικόνες.
Α…μην ξεχάσεις το Συρράκο, που δεν τόλμησες να επισκεφτείς..
Τώρα αλήθεια…μάλλον πλάκα ήταν πώς φοβόσουν τους γκρεμούς...τί τραγικό!
Έγινες στ’ αλήθεια Πεταλούδα του Ιονίου που λάτρεψες, και θα ταξιδεύεις ασταμάτητα, από την Κέρκυρα, που σε περιμένε, μέχρι την Πύλο, με τα δελφίνια του Αρίωνα.
Αρχόντισσα μου πόσο μου άρεσε που ήμουν ο αλήτης σου..
Καλά μην θυμώνεις… ήμουν ο άγγελός σου, και εσύ το αστέρι μου.
Δεν σου χάλασα ποτέ χατίρι…και ήξερες πως είχες υπασπιστή που…αλλοίμονο δεν κατάλαβε την αντάρα της μάχης και το πολεμικό σχέδιο.
Τα μαρμαρένια αλώνια ήταν για σένα, τα πέτρινα «αλωνάκια» της Αρεόπολης
Και οδηγός σου το δακρυσμένο ηλιοβασίλεμα στο Λιμένι, αγναντεύοντας την Κορώνη…κορώνα μου.
Κάθε γωνιά της Ελλάδας, θα σε αγκαλιάζει και εγώ θα σε σεργιανάω…παθιασμένη μου Ελληνίδα..
Στο Πήλιο, στην Μακρυνίτσα παρέα με την «δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» που τόσο σου έμοιαζε. Εκεί που αποθέσαμε τον μέλητα…και αρχίσαμε τα όνειρα και την δημιουργία.
Και απέναντι στην γραφική Σκόπελο, στην Θεσσαλονίκη, τις Πρέσπες, την Καστοριά και σε όλες τις γωνίτσες της γλυκείας πατρίδας, που έγραφες το όνομά σου στις πέτρες και στα δέντρα..
Ευαίσθητη μου μαργαρίτα, το αμάραντο στεφάνι της πρωτομαγιάς, θα στολίζει την πόρτα μας.
Έτσι όπως αρχίσαμε θα τελειώσουμε είπες, με μια περιοδεία στην Πελοπόννησο.
Παραπονιέμαι…μη μου κρατάς κακία…δεν χόρτασα…ήθελα κι άλλο.
Θα θυμάμαι τις στιγμές και θα γίνονται αιώνες…
Την ανυπομονησία σου, μέχρι να φτάσει ο Αύγουστος να πραγματώσει τα όνειρα σου…
Τα όνειρα που έστηνες τα χειμωνιάτικα βράδια δίπλα στο τζάκι, ξεφυλλίζοντας, βιβλία διακοπών..
Τα όνειρα που βίωνες βλέποντας τις αγαπημένες σου Ελληνικές ταινίες…πάντα τις ίδιες.
Τα παιδιάστικα σου χοροπηδητά όταν σου ορκιζόμουν ότι θα πραγματοποιηθούν τα όνειρά ο κόσμος να χαλάσει…να όμως που βγήκα ψεύτης…
Θα σε φορέσω όμως…στο στήθος, στο μακό μπλουζάκι, και θα γυρνάμε μαζί, και πάλι όπως παλιά.
Σου γράφω μέρες και δεν θέλω να τελειώσω…
Παρεούλα μου, λατρεμένη μου γυναίκα, αυτά είναι ελάχιστα που ξεχώρισα…
Τα λόγια, και τα γραπτά δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις.
Και τα δάκρυα των αναμνήσεων δεν μπορεί να τα διαβάσει κανείς μόνο οι δυό μας.
Γουτσάκι μου…πέτα ελεύθερη και όμορφη πεταλούδα, εκεί που αγαπάς…
Μα να θυμάσαι να έρχεσαι που και πού στα όνειρά μου, να βλέπω την ομορφιά, της όψης και την μεγαλοσύνη της ψυχής.
«Αυτή η θάλασσα»…...ααχ αυτή η Γυθειότικη θάλασσα…..
η στερνή σου εικόνα.
Θα τα ξαναπούμε…
Γούτς