23 Αυγούστου 2011

Οι Νηρηίδες Νύμφες της Ελληνικής Μυθολογίας


Οι Νηρηίδες, κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν νύμφες, που προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ αυτής εγγονές του Ωκεανού. Ήταν γύρω στις πενήντα, ενώ έφταναν και τις εκατό, κατά άλλη άποψη. Οι Νηρηίδες ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια, ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους. Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους και συνόδευαν τά άρματα των ενάλιων θεών.
Οι πιο γνωστές από αυτές είναι η Αμφιτρίτη, η οποία ήταν γυναίκα του Ποσειδώνα και μητέρα του Τρίτωνα, ηΘέτις (η μελλοντική μητέρα του ήρωα Αχιλλέα), η Ψαμάθη (γυναίκα του Αιακού) και η Γαλάτεια (γυναίκα του κύκλωπα Πολύφημου).
Τα ονόματα των Νηρηίδων που συναντούται στη Θεογονία του Ησίοδου αναφέρονται στις διάφορες καταστάσεις και χάρες της θάλασσας. Υπενθυμίζουν τα ευεργετήματα της θάλασσας, τα πλούτη που δίνει στον άνθρωπο και την ευκολία που παρέχει στο εμπόριο. Τα ονόματα των 50 Νηρηίδων (κατά τον Ησίοδο) ήταν τα εξής: Αγαύη, Ακταία, Αλία, Αλιμήδη, Αμφιτρίτη, Αυτονόη, Γαλάτεια, Γαλήνη, Γλαύκη, Γλαυκονόμη, Δυναμήνη, Δωτώ, Ερατώ, Ευαγόρη, Ευάρνη, Ευδώρη, Ευκράτη, Ευλιμένη, Ευνίκη, Ευπόμπη, Ηιόνη, Θεμιστώ, Θέτις, Θόη, Ιπποθόη, Ιππονόη, Κλυμένη, Κυματολήγη, Κυμοδόκη, Κυμοθόη, Κυμώ, Λαομέδεια, Λειαγόρη, Λυσιάνασσα, Μελίτη, Μενίππη, Νημερτής, Νησαία, Νησώ, Πανόπη, Πασιθέα, Πολυνόη, Ποντοπόρεια, Προνόη, Πρωτομέδεια, Πρωτώ, Σαώ, Σπειώ, Φέρουσα, Ψαμάθη.
Οι Νηρηίδες στη τέχνη τόσο στα μελανόμορφα αγγεία όσο και στα ερυθρόμορφα αλλά και στη γλυπτική κατέχουν την πλέον αξιόλογη θέση σε εμπνεύσεις επικής δραματικής και λυρικής ποίησης απεικονιζόμενες με σεμνότητα μορφής και ενδυμάτων ενίοτε και γυμνές παίζοντας με τους Ερωτιδείς αλλά και σε παραστάσεις με υπαινιγμό σε μεταθάνατο ζωή στις νήσους των Μακάρων.
Για τις Ναϊάδες, ιδιαίτερα, υπάρχουν πολλοί μύθοι, που αφορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες. Έλεγαν ότι κάποτε ο Ύλας, σύντροφος του Ηρακλή, πλησίασε σε μια πηγή, για να γεμίσει την υδρία του. Εκεί συνήθιζαν να μαζεύονται οι Νύμφες και να τραγουδούν ύμνους στην Άρτεμη ολονυχτίς. Ο Ύλας είχε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι Νύμφες άρχισαν να συγκεντρώνονται και μια απ' αυτές, η Εφυδάτια, που κατοικούσε μέσα στην πηγή, σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από τη θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Εκείνος, σκυμμένος είχε βουτήξει την υδρία του μέσα στο νερό, χωρίς να υποπτεύεται πως κάποιος τον παρακολουθεί με προσοχή. Η Νύμφη θέλησε ν' αρπάξει την ευκαιρία και να τον φιλήσει· τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό. Οι σύντροφοί του έψαξαν να τον βρουν, μα δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να εξηγήσουν την εξαφάνισή του. Πολύ γνωστές επίσης ήταν οι ιστορίες των ερώτων των Νυμφών με βοσκούς, που συνήθως έβοσκαν τα πρόβατά τους στις όχθες των ποταμών. Έπειτα οι Νύμφες έφερναν στον κόσμο γιους θνητούς, αλλά σοφούς και γενναίους...
Οι Νηρηίδες παραμένουν μέχρι και σήμερα στις δοξασίες των Ελλήνων με μικρή παραφθορά του ονόματος ως νύμφες "Νεράιδες". Νηρηίδες ήταν ο πιο αρχαίος τύπος του ονόματος όπως τον μεταφέρει ο Όμηρος, ο Ησίοδοςκ.α. Οι δύο αυτές λέξεις, "νεράιδα" και "Νηρηίδα", ανάγονται στον όρο Nerti , που σημαίνει «βυθίζω». Η παρετυμολογία του ονόματος, σύμφωνα με την οποία το "νεράιδα" προέρχεται από τη λέξη "νερά", αποδίδει επίσης τη στενή τους σχέση με το νερό. Άλλωστε οι νεράιδες των παραμυθιών μοιάζουν εξ ορισμού υδάτινες. Όπως και οι νύμφες ζουν στα βουνά, στα δάση, στα ποτάμια, σε βρύσες, σε συντριβάνια, σε σπηλιές, σε όλη τη φύση, και αποκαλούνται με πολλά ονόματα : ανεράδες, ανεραγόδες, νεράισσες, ξεραμένες, αβραγίδες κτλ. Κινούνται σε χώρους κυκλικούς (αλώνι, συντριβάνι, λίμνη, στέρνα), όπως κυκλικές είναι οι κινήσεις τους στον χορό ή στο γνέσιμο. Ο χορός τους αφήνει κυκλικά χνάρια στο χορτάρι σύμφωνα με τις παραδόσεις πολλών λαών. Είναι όμορφες με μακριά ξανθά μαλλιά συνήθως πράσινα μάτια φορούν λευκά φουστάνια με λευκό μαντήλι και τις βλέπουν μόνο οι σαββατογεννημένοι και οι ελαφρό ίσκιοτοι .
Αρχηγός τους είναι η Κάλω και έχουν πολλά ονόματα όπως Αστέρω, Ουρανία, Λαμπετία, Κανέλα, Κάλω κ.α.. Τους αρέση ο χορός και συχνά αρπάζουν τους λυράδες για να τους παίξουν και να χορέψουν , και συνήθως βγαίνουν τα μεσάνυχτα μπαίνουν στα σπίτια και κλέβουν τα ρούχα των γυναικών. Σαν γυναίκες, προκαλούν του άνδρες, τους θέλγουν και ύστερα τους ξεφεύγουν, μέσα από μία διχασμένη έκφραση της σεξουαλικότητάς τους. Παρά την υπερφυσική τους προέλευση οι δραστηριότητές τους ταυτίζονται με τις παραδοσιακά γυναικείες: φροντίζουν για την καθαριότητα του σώματος και αγαπούν γενικά το νερό. Οι Νεράιδες παντρεύονται με Νεράιδους κάνουν παιδιά ενώ σε κάποιες παραδόσεις υφαίνουν. Η νεράιδα αναπαριστά την ιδανική και τρομακτική θηλυκότητα. Συγκεντρώνει πολυάριθμες γυναικείες ιδιότητες : οι αναπαραστάσεις της παραπέμπουν στη συμβολική του νερού, του γνεσίματος και του νοικοκυριού, στις αναπαραστάσεις της νύφης, στον πόθο και στον θάνατο.
Οι Νεράιδες στην Ομήρου Ιλιάδα
Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος·
και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει
πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια'
κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα'
κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κοίτουνταν στη σκόνη,
και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.
Κι οι σκλάβες, που ο Αχιλλέας κι ο Πάτροκλος είχαν κουρσέψει,
έσυραν τρανή φωνή, απ' τον πόνο που 'νιωσαν, και δράμαν απ' τις πόρτες
30 στον Αχιλλέα το γαύρο ολόγυρα, και χεροπάλαμα όλες
κρούγαν τα στήθη τους, και λύθηκαν της κάθε μιας τα γόνα.
θρηνούσε κι απ' την άλλη ο Αντίλοχος, πνιγμένος μες στο κλάμα,
τον Αχιλλέα στα χέρια πιάνοντας—κι αυτός βαριά εβογγούσε—
τι έτρεμε μπας και με το σίδερο θερίσει το λαιμό του.
Κι έσκουξεν άγρια" ευτύς τον άκουσεν η σεβαστή του η μάνα,
που πλάι στο γέρο κύρη εκάθουνταν, στα βάθη του πελάγου,
κι αρχίνησε το θρήνο' γύρα της μεμιάς εμαζωχτηκαν
όσες θεές νεράιδες έμεναν στου πελάγου τα βάθη·
η Κυμοθόη κι η Γλαύκη εκεί 'τανε, κι η Θάλεια κι η Νησαία
40 κι η βοϊδομάτα Αλία κι η Φέρουσα κι η Θόη κι η Κυμοδόκη·
ήταν ακόμα κι η Λιμνώρεια κι η Αμφιθόη κι η Ακταίη
με τη Μελίτη και την Ίαιρα, την Αγαυή, τη Μαίρα,
και την Πρωτώ καί την Ιάνασσα, τη Σπειώ και την Πανόπη
και τη Δωτώ και την Καλλιάνειρα, την ξακουστή Γαλάτεια,
τη Δυναμένη, την Καλλιάνασσα καί τη Δωρίδα' κι ήταν
κι η Νημερτή μαζί και η Ιάνειρα, μαζί τους κι η Αμφινόμη·
κι η Ωρείθεια κι η Κλυμένη κι η Άψευδη μες στη σπηλιά βρεθήκαν,
κι η Αμάθια ακόμα η καλοπλέξουδη κι η Δεξαμενή, κι άλλες,
όσες θεές νεράιδες έμεναν στου πελάγου τα βάθη.
50 Και γέμισε η σπηλιά η κρουστάλλινη, κι αυτές έδερναν όλες
τα στήθη τους· και πρώτη η Θέτιδα κινάει το μοιρολόγι:
« Νεράιδες αδερφές μου, ακούστε με, καλά να ξέρετε όλες
γρικώντας, πόσους κρύβω μέσα μου βαθιά καημούς και πόνους.
Αλί κι αλί σε με την άμοιρη πικρολεβεντομάνα!
Γέννησα γιο τρανό, αψεγάδιαστο, στους αντρειωμένους πρώτο,
κι ως τρυφερό κλωνάρι ανάδωσε' κι εγώ, που ανάστησα τον
σα ροδαμό που ξεπετάχτηκε στου χωραφιού τον όχτο,
πάνω στα πλοία τα δρεπανόγυρτα στην Τροία τον έχω στείλει,
τους Τρώες να πολεμήσει. Αλίμονο, δε θα τον δω να γέρνει
60 στο πατρικό ξοπίσω σπίτι του, να τον καλωσορίσω!
Μα κι όσο ακόμα ζει και χαίρεται το φως του γήλιου, πάντα
τραβάει καημούς, κι ουδέ πηγαίνοντας μπορώ να τον συντράμω.
Κι όμως θα πάω να ιδώ το τέκνο μου, ποια συφορά ν' ακούσω
το 'χει πλακώσει, από τον πόλεμο μακριά κι ας μένει τώρα.»
Είπε, και τη σπηλιά παράτησε, κι εκείνες δακρυσμένες
ομάδι της τραβούσαν κι άνοιγε της θάλασσας το κύμα
τρογύρα, ως πια στην Τροία που φτάσανε την παχιοχωματούσα'
κι αράδα στο γιαλό ξεπρόβαλαν, κει που ήταν τραβηγμένα
πυκνά των Μυρμιδόνων τ' άρμενα, στον Αχιλλέα τρογύρα'
70 κι ως εβογγούσε κείνος, σίμωσεν η σεβαστή του η μάνα'
σέρνει φωνή μεγάλη, εφούχτωσε την κεφαλή του γιου της,
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Τι κλαις, παιδί μου; Ποιος σου ετάραξε καημός τα σπλάχνα τώρα;
Για μίλα μου ανοιχτά, μην κρύβεσαι· σου τα 'χει ο Δίας τελέψει
τα όσα πιο πριν τον παρακάλεσες με σηκωμένα χέρια,
να στριμωχτούν οι Αργίτες σύψυχοι μπροστά απ' των πλοίων τις πρύμνες
και στενεμένοι απ' την ανάγκη σου φριχτά κακά να πάθουν.»

4 Αυγούστου 2011

Οί Μαυρομιχάλες της Κριμαίας

Μια περίληψη της οικογένειας Μαυρομιχάλες στην Κριμαία στα τέλη της δεκαετίας 18 - αρχές 19 ου αιώνα:

1) Μαυρομιχάλης Στέφανος (1734-24.02.1801), αντισυνταγματάρχης.
Γιος της Ξάνθης Μαυρομιχάλη.
Συμμετέχων από ρωσοτουρκικούς πολέμους 1768-1774 και 1787-1790, και της Ρωσίας-Σουηδίας πόλεμο του 1788-1790, ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων στο Αιγαίο (1770-1774) και του Κερτς (1775-1779), τότε διοικητής του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού (από 21.06. 1794 έως την ημερομηνία του θανάτου 24.02.1801).
Σύζυγος: Φωτεινή Σταμάτη (ημερομηνία γέννησης και του θανάτου άγνωστη), κόρη του καπετάνιου.
2) Μαυρομιχάλης Παύλος (1772-1822), υπολοχαγός του στόλου, δικαστικός σύμβουλος, ένας ιδιοκτήτης γης.
Γιος του Αντισυνταγματάρχη Στέφανου Μαυρομιχάλη.
Έλαβε μέρος στην αποστολής της Μεσογείου του ναυάρχου Φιοντόρ Ουσακώφ 1798-1800 . Αρχηγός Αστυνομίαςστην Οδησσό (1810-1814).
Σύζυγος: Ξένια Δμίτριεβα (Dmitrieva) (1787-1851), κόρη του υποστράτηγου.
Παιδιά: Κωνσταντίνος (γεν. 1804), Μαρία (γεν. το 1806), Κατερίνα (γεν. το 1808), Ελισάβετ (γεν. το 1810), η Άννα (γεν. 1812), Αλεξάνδρα (γεν. το 1814), Ελένη (γεν. το 1816).
3) Μαυρομιχάλης Κωνσταντίνος (1804-1805), ο μόνος γιος του Παύλου Μαυρομιχάλη. Πέθανε σε βρεφική ηλικία.
4) Μαυρομιχάλη Μαρία (γεν. 1806), κόρη του Παύλου Μαυρομιχάλη.
Σύζυγος: Κωνσταντίνος Αναστάσιου (ροσ. Anastasyev) (γεννημένος το 1795 από οικογένεια γεννηθεί Μορέως).
Υποστράτηγος του Σώματος των Πεζοναυτών μηχανική κατασκευών, διοικητής της Νότιας Περιφέρειας (1851), έκανε την κατασκευή δεξαμενών στη Σεβαστούπολη (αρχές 1850).
5) Μαυρομιχάλη Αικατερίνη (γεν. 1808), κόρη του Παύλου Μαυρομιχάλη.
Σύζυγος: Michael Blaramberg (γεννήθηκε το 1810), υπολοχαγός, ένας αρχαιολόγος,μέλος της «Κοινωνία της Ιστορίας και Αρχαιοτήτων» της Οδησσού.
6)Μαυρομιχάλη Ελισαβέτ (γεν. 1810), κόρη του δικαστικού συμβούλου κυρίου Παύλου Μαυρομιχάλη. Σύζυγος: Πέτρος Ρεβελιότης (1813-1849), ένας συνταξιούχος καπετάνιος, Λόρδος.
Ο γιος του υποστράτηγος Θεοδόσιος Ρεβελιότης,υπήρξε διοικητής του Ελληνικού τάγματος πεζικού της Μπαλακλάβα. Δεν είχε παιδιά.
7) Μαυρομιχάλη Άννα (1812-17.02.1883), ένα κορίτσι, που πήρε την επωνυμία «Φωτεινή» κόρη του Παύλου Μαυρομιχάλη.Θάφτηκε στο παλιό νεκροταφείο Ορθοδόξων στη Σεβαστούπολη δίπλα στην αδελφή της Ελένη.
8) Μαυρομιχάλη Αλέξανδρα (γεν. το 1814), κόρη του Παύλου Μαυρομιχάλη.
Σύζυγος: Ηλίας Καζής (1803-25.09.1888), ένας συνταξιούχος υπολοχαγός διοικητής του στόλου, και γαιοκτήμονας.
9)Μαυρομιχάλη Ελένη (24.08.1816-03.02.1876), κόρη του Παύλου Μαυρομιχάλη.
Σύζυγος: Ιohann Blaramberg (08.04.1800-03.12.1878), Αντιστράτηγος (1862), γεωγράφος, ταξιδιώτης και συγγραφέας.
9)Μαυρομιχάλης Μιχάλης (γεν. 1770), αρχηγός του Ελληνικού τάγματος πεζικού της Μπαλακλάβα, και ιδιοκτήτης γης.
10)Ο υπολοχαγός Στίβεν Μαυρομιχάλης ανιψιόςτου Αντισυνταγματάρχη, ξάδελφος του δικαστικού σύμβουλου Παύλου Μαυρομιχάλη.
Σύζυγος: Αικατερίνη Παπαντίμανο (γεν. το 1788), κόρη του υπολοχαγού.
Παιδιά: Δημήτρης (γεν. 1802), Ελένη (ημερομηνία γέννησης και θανάτου άγνωστη)

Ευχαριστώ τον φίλο Ιγκορ Μοσχούρη για την ευγενική προσφορά στοιχείων από την έρευνά του.
Ο Ιγκορ είναι ιστορικός και περισσότερα από 20 χρόνια αφιερώθηκε στη μελέτη της ιστορίας των Ελλήνων της Σεβαστούπολης και Μπαλακλάβας, που προέρχονται από την Μάνη, την Πελοπόννησο, τα Ιόνια Νησιά, και το Ελληνικό Αρχιπέλαγος.
Το 2005 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της μονογραφίας του «Οι Έλληνες στην ιστορία της Σεβαστούπολης» (634 σελίδες). Στο βιβλίο αυτό περιγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα του 1770 στο Μοριά, και τις μάχες των Ελλήνων με τη ρωσική πλευρά...κατά των Τούρκων.

31 Ιουλίου 2011

Οι απόγονοι των Μανιατών της Κριμαίας.

Τι κι αν η Ελλάδα βρίσκεται σε δύσκολη θέση…
Τι κι αν οι Έλληνες περνάνε μια δύσκολή καμπή στην ιστορία τους….
Ο Ελληνισμός πραγματικά αναγεννάτε από τις στάχτες του.
Οι απανταχού της γης Έλληνες επιζητούν τώρα στην δύσκολη χρονική περίοδο, όσο ποτέ άλλοτε την επαφή, και την επανασύνδεση με την Μητρόπολη.
Δεν είναι μόνο οι Μανιάτες στο Καργέζε της Κορσικής, οί Μανιάτες στη Μοντρέστα της Σαρδηνίας, οι Σπαρτιάτες στον Τάραντα της κάτω Ιταλίας, οι πρόγονοι των Ιταλών, οι Αραουκάνοι της Χιλής....
….. είναι και οι Μανιάτες της Κριμαίας.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα της μετεγκατάστασης,  κλάδων της ιστορικής πατριάς των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης, στην Ρωσία.
Τρεις κλάδοι της Μαυρομιχάλες εγκαταστάθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα στη Ρωσία, γεγονός παντελώς άγνωστό στους ιστορικούς κύκλους της Ελλάδας.
Οι Μανιάτες εγκαταστάθηκαν στην Κριμαία, Μπαλακλάβα το 1775.
Επικεφαλής της μετεγκατάστασης ήταν ο Στέφανος Μαυρομιχάλης (1734, Μάνη – 12/2/1801 Κριμαία, Μπαλακλάβα)
Αυτό επάνω είναι το πορτραίτο του.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα λιθογραφία. Blaclava 25 Αυγούστου 1837, Ed.Auguste Bry (Παρίσι) ΠΑΕ Brothers, 1848.
Αξιωματικοί και οπλίτες του Ελληνικού τάγματος πεζικού της Μπαλακλάβα.
Μιχαήλ Τσακνής (1818-18730 υπολοχαγός, Αταμάν του Κουμπάν Cossak του στρατού, και επικεφαλής της περιοχής Kuban.
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην υπηρεσία, στην περιοχή του Καυκάσου.
Ήταν γιός του Αργύρη Τσακνή, που πριν την μετεγκατάσταση, ζούσε στην Πελοπόννησο.
Άποψη της Μπαλακλάβα από ψηλά
Оι Ελληνίδες υποδέχονται την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β 'στην είσοδο της Μπαλακλάβα. 1787.
Άποψη χωριό Τσόργουν (Chorgun) της Μπαλακλάβα. Αυτή η γη από το 1794 ανήκε στην οικογένεια Μαυρομιχάλη.
Υπαξιωματικός και μέλος του πρώτου ελληνικού τάγματος πεζικού (1779 - 1796).
Έλενα Μαυρομιχάλη (1816 - 1889), εγγονή του Στεφάνου Μαυρομιχάλη.

Η έρευνα συνεχίζεται, και έχει πολλά να παρουσιάσει για τους Μανιάτες στην Κριμαία.


Ευχαριστώ τον φίλο Ιγκορ Μοσχούρη για την ευγενική προσφορά στοιχείων από την έρευνά του.
Ο Ιγκορ είναι  ιστορικός και περισσότερα από 20 χρόνια αφιερώθηκε στη μελέτη της ιστορίας των Ελλήνων της Σεβαστούπολης και Μπαλακλάβας, που προέρχονται από την Μάνη, την Πελοπόννησο, τα Ιόνια Νησιά, και το Ελληνικό Αρχιπέλαγος.
Το 2005 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της μονογραφίας του «Οι Έλληνες στην ιστορία της Σεβαστούπολης» (634 σελίδες). Στο βιβλίο αυτό περιγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα του 1770 στο Μοριά, και τις μάχες των Ελλήνων με τη ρωσική πλευρά...κατά των Τούρκων.

20 Ιουνίου 2011

Η Πεταλούδα του Ιονίου.

Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός από την μάχη…
Τώρα που όλα κρίθηκαν, όπως οι μοίρες τα όρισαν…
Τώρα μπορώ να ερμηνεύσω τα σημεία και να σου μιλήσω μέσα από μένα για σένα και μέσα από σένα για μένα.
Δεν υπάρχει κάτι σκοτεινό, δεν υπάρχει τίποτα που να μην λύθηκε μέσα στο είναι μου και τίποτα που να μην ανακάλυψα μέσα σε σένα.
Το Απολλώνιο φώς της Μάνης, που λάτρεψες, ο φωτεινός Ταΰγετος, ο ίδιος ο Απόλλωνας που γύρευες για λύτρωση…σε τύλιξε γλυκά με τα πέπλα του, ο χρόνος τελείωσε, και μαζί του τελείωσε και η αγωνία, για την ποιότητα της εφήμερης μας ζωής.
Αλλά και η Παναγία η Γιάτρισσα σε γιάτρεψε όπως της το ζήτησες.
Στο περιβόλι της δεν υπάρχει πόνος, προσμονή, άγχος, μόνο χιλιάδες πεταλούδες.
Γλυκεία μου πεταλούδα, έγινες έτσι απλά, και θαρρετά, η πεταλούδα του Ιονίου.
Έκλαιγα ο ανόητος όταν μού έλεγες «εγώ η πεταλούδα του Ιονίου, πώς μπορώ να είμαι κάτι διαφορετικό».
Γατούλα μου, που επειδή νιαούριζες ναζιάρικα, δεν κατάλαβα ποτέ πώς είχα δίπλα μου μια λιονταρίνα.
Ψυχούλα μου πόσο λίγος είμαι μπροστά στην γενναιότητα σου.
«Νάσαι περήφανος για μένα, με έφτιαξες, μια γενναία Μανιατόνυφη»
Όχι μόνο περήφανος αλλά και δυνατός, ήσουν για μένα αγάπη, και τώρα είσαι λατρεία και ιδανικό.
Βουρκώνουν όμως ακόμα τα μάτια μου, που δεν θα συναντούν τα δικά σου…
Αλλά τι λέω, θα τα βλέπω στο γαλάζιο του ουρανού, και του Λακωνικού κόλπου.
Φταίω αλλά δεν μετανιώνω, που σου είπα «Σκίστονε», και εσύ το κάνες κατά γράμμα.
Δεν το κατάλαβα ψυχή μου, εννοούσα να τον ξεριζώσεις, και όχι να πολεμήσεις με το «τέρας».
Ας είναι δεν υπήρχε περίπτωση να μην τελειώσεις ότι αποφάσισες.
Πόσο ανόητος και εγωιστής που έβλεπα μια «γατούλα» και δεν έβλεπα το «λιοντάρι» εδώ και είκοσι πέντε χρόνια,
Θα σε ζηλέψει ο Διγενής, που πολέμησε τον χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια.
Θα ζηλέψει και ο Λιαντίνης που συνάντησε τον χάροντα, για να του στερήσει την πρωτοβουλία..
Εσύ λεβέντισσα μου πρωτοτύπησες και σε αυτό, συμμάχησες με τον χάροντα για να πολεμήσεις το σκοτάδι, για να λυτρώσεις την ζωή, και να φέρεις κάθαρση σε όλα τα μιάσματα.
Σε μάγεψε εκείνο το φώς της Μάνης, εκείνο που με θαυμασμό μούλεγες και μου ξανάλεγες, εκείνο ντύθηκες αιώνια.
Τρυφερή μου μανούλα, στη σκάλα που διάλεξες, για να ανέβεις θα συναντήσεις την φυσική μου μάνα, που θα σε αγκαλιάσει με αγάπη, να γλυκάνει την ψυχούλα σου όπως ήθελες, κάτω από γλυκιά ματιά, της Παναγίας της Βαραμπέσας.
Ζηλεύω…νάνος μπροστά στο μεγαλείο σου με δίδαξες τα πάντα σε τόσο λίγο χρόνο…
Τώρα βλέπω καθαρά την ζωή, τον άνθρωπο το θεό το σύμπαν το ορατό και το αόρατο.
Η θεωρητική μου για τα πάντα έγινε πρακτική έγινε ουσία…
Χιλιάδες αυτά που νοιώθω και δεν μπορώ να εκφράσω…
Η μόνη μου έκφραση αγαπημένη μου, η βαθειά ατέλειωτη μου αγάπη για σένα..

Μωρό μου η αγάπη σου με βοηθά κάθε στιγμή, το νοιώθω πώς είσαι δίπλα μου, νοιώθω πώς με κατευθύνεις, αντιλαμβάνομαι την προστασία σου.
Με συντροφεύουν, πορτοκαλοκίτρινες πεταλούδες σε κάθε μου βήμα.
Από και πέρα όλες οι εποχές θα γίνουν άνοιξη, «γλυκύ μου έαρ».
Δεν είμαι γενναίος, όπως εσύ αλλά είμαι δυνατός…
Μου λείπεις, και όμως είσαι στο πλευρό μου στο κάθε μου βήμα, και μου το δηλώνεις την κάθε στιγμή, πάνω μου, γύρω μου, στό σπίτι, στην δουλειά, σε όλη την Ελλάδα....παντού και πάντα.
Υπέροχη μανούλα σε βλέπω και σε αγγίζω μέσα από την γέννα σου, ζεις μέσα στο βλαστάρι σου, το ψυχωμένο παληκάρι, που στάθηκε, στέκεται και θα σταθεί, έτσι όπως αξίζει να στέκονται γιοι που τού έτυχαν τόσο μεγάλες Μάνες.
Γλυκεία μου πιστός στην θέληση σου, σε αποθέτω στην αγκαλιά του Ταΰγετου, και είμαι ήσυχος.
Τα ιερά χώματα, το εκτυφλωτικό φώς και οι λατρεμένοι πρόγονοι, θα κάνουν ότι αρμόζει.
Και όταν σε αφήνει ο Πλούτωνας, να κατηφορίζεις, από τον Αχέροντα στο Γλυκύ, και μετά, γραμμή για Γιάννενα.
Παμβώτιδα, μόλος, νησί, παλιά πόλη, Μέτσοβο, και όλα τα Ζαγοροχώρια, γραμμή απνευστί πετώντας με τα αετόπουλα, όπως μόνο εσύ ξέρεις…
Να δροσίζεσαι στα γάργαρα νερά του Bοϊδομάτη…και όταν γέρνει ο ήλιος πάλι στα λατρεμένα σου Γιάννενα…που με πονάνε τόσο.
Να σταματάς στης Πάργας τον ανήφορο και να ρεμβάζεις από το κάστρο, φυλακίζοντας τις στιγμές, και τις εικόνες.
Α…μην ξεχάσεις το Συρράκο, που δεν τόλμησες να επισκεφτείς..
Τώρα αλήθεια…μάλλον πλάκα ήταν πώς φοβόσουν τους γκρεμούς...τί τραγικό!
Έγινες στ’ αλήθεια Πεταλούδα του Ιονίου που λάτρεψες, και θα ταξιδεύεις ασταμάτητα, από την Κέρκυρα, που σε περιμένε, μέχρι την Πύλο, με τα δελφίνια του Αρίωνα.
Αρχόντισσα μου πόσο μου άρεσε που ήμουν ο αλήτης σου..
Καλά μην θυμώνεις… ήμουν ο άγγελός σου, και εσύ το αστέρι μου.
Δεν σου χάλασα ποτέ χατίρι…και ήξερες πως είχες υπασπιστή που…αλλοίμονο δεν κατάλαβε την αντάρα της μάχης και το πολεμικό σχέδιο.
Τα μαρμαρένια αλώνια ήταν για σένα, τα πέτρινα «αλωνάκια» της Αρεόπολης
Και οδηγός σου το δακρυσμένο ηλιοβασίλεμα στο Λιμένι, αγναντεύοντας την Κορώνη…κορώνα μου.
Κάθε γωνιά της Ελλάδας, θα σε αγκαλιάζει και εγώ θα σε σεργιανάω…παθιασμένη μου Ελληνίδα..
Στο Πήλιο, στην Μακρυνίτσα παρέα με την «δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» που τόσο σου έμοιαζε. Εκεί που αποθέσαμε τον μέλητα…και αρχίσαμε τα όνειρα και την δημιουργία.
Και απέναντι στην γραφική Σκόπελο, στην Θεσσαλονίκη, τις Πρέσπες, την Καστοριά και σε όλες τις γωνίτσες της γλυκείας πατρίδας, που έγραφες το όνομά σου στις πέτρες και στα δέντρα..
Ευαίσθητη μου μαργαρίτα, το αμάραντο στεφάνι της πρωτομαγιάς, θα στολίζει την πόρτα μας.
Ελεύθερη και ανέμελη μου νεράιδοπεταλούδα  πέτα στους πανσέδες και τις πετούνιες του λουλουδιασμένου σου κήπου.
Ξανθά μου μαλλιά, ουράνια μάτια, ποθητό κορμί , εσύ ήσουν η μούσα μου, οδηγούσες το πινέλο μου στο μουσαμά, κρατούσες την πένα μου, κυριαρχούσες στο πληκτρολόγιο μου.
Έτσι όπως αρχίσαμε θα τελειώσουμε είπες, με μια περιοδεία στην Πελοπόννησο.
Παραπονιέμαι…μη μου κρατάς κακία…δεν χόρτασα…ήθελα κι άλλο.
Θα θυμάμαι τις στιγμές και θα γίνονται αιώνες…
Την ανυπομονησία σου, μέχρι να φτάσει ο Αύγουστος να πραγματώσει τα όνειρα σου…
Τα όνειρα που έστηνες τα χειμωνιάτικα βράδια δίπλα στο τζάκι, ξεφυλλίζοντας, βιβλία διακοπών..
Τα όνειρα που βίωνες βλέποντας τις αγαπημένες σου Ελληνικές ταινίες…πάντα τις ίδιες.
Τα παιδιάστικα σου χοροπηδητά όταν σου ορκιζόμουν ότι θα πραγματοποιηθούν τα όνειρά ο κόσμος να χαλάσει…να όμως που βγήκα ψεύτης…
Θα σε φορέσω όμως…στο στήθος, στο μακό μπλουζάκι, και θα γυρνάμε μαζί, και πάλι όπως παλιά.
Σου γράφω μέρες και δεν θέλω να τελειώσω…
Παρεούλα μου, λατρεμένη μου γυναίκα, αυτά είναι ελάχιστα που ξεχώρισα…
Τα λόγια, και τα γραπτά δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις.
Και τα δάκρυα των αναμνήσεων δεν μπορεί να τα διαβάσει κανείς μόνο οι δυό μας.
Γουτσάκι μου…πέτα ελεύθερη και όμορφη πεταλούδα, εκεί που αγαπάς…
Μα να θυμάσαι να έρχεσαι που και πού στα όνειρά μου, να βλέπω την ομορφιά, της όψης και την μεγαλοσύνη της ψυχής.
«Αυτή η θάλασσα»…...ααχ αυτή η Γυθειότικη θάλασσα…..
η στερνή σου εικόνα.

Θα τα ξαναπούμε…

Γούτς