Οι Μανιάτες δημιούργησαν μεγάλο στρατό, κάτω από τις εντολές του Έξαρχου Γρηγοράκη και του ανιψιού του, Τζανέτου Γρηγοράκη, μέλη της μεγάλης οικογένειας Γρηγοράκη με καταγωγή από τον Αγερανό και το Σκουτάρι και στρατοπέδευσαν στα βουνά πάνω από το χωριό Παρασυρός, περιμένοντας τους Οθωμανούς.
Ο Χατζή Οσμάν πασάς ξεκίνησε από την Μεσσηνία με σκοπό να εισβάλει στα ενδότερα τής Μάνης, και δια πυρός και σιδήρου να υποδουλώσει την υπερήφανό χώρα. Αλλά η μεγίστη αντίσταση και ανδρεία των Μανιατών το πλήθος των φονευθέντων στρατιωτών του, και το δύσβατο της περιοχής, που συνάντησε κατά την μικρή πορεία του, τον ανάγκασαν να αναλογισθεί ότι εφόσον σε βατούς τόπους είχε τόσες απώλειες, εάν προχωρούσε στα δυσπρόσιτα βουνά, πολεμώντας τούς Μανιάτες μαχόμενους υπέρ βωμών και εστιών, θα υφίστατο πανωλεθρία. Λαμβάνοντας υπόψιν του αυτή την κατάσταση επανήλθε στον Αλμυρό, και με δόλιες διαπραγματεύσεις, και πολλές υποσχέσεις προσπαθούσε να προσελκύσει και τελικά να υποτάξει τούς Μανιάτες.
Αλλά οι Μανιάτες είχαν διαφορετικά σχέδια, έτσι σε τρείς μέρες συγκεντρωθήκαν τέσσερεις χιλιάδες στο στρατόπεδο του Πώρου, και αποφάσισαν την προσεχή νύχτα να επιτεθούν στους Τούρκους.
Την συμφωνηθείσα ώρα αφού κατέβηκαν απαρατήρητοι, από το υπερκείμενο του Αλμυρού βουνό τής Σέλιτσας, επιτέθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο από τρείς πλευρές, με αλαλαγμούς και πυροβολισμούς. Οι Τούρκοι κατελήφθησαν στον ύπνο και λόγω του αιφνιδιασμού, μετά από μικρή αντίσταση ετράπησαν σε άτακτη φυγή, καταδιωκόμενοι από τούς Μανιάτες μέχρι την Καλαμάτα.
Οι τουρκικές απώλειες ήταν 700 νεκροί και πολλοί τραυματίες, ενώ από τούς Μανιάτες 36 νεκροί άνδρες και 3 γυναίκες. Μετα την νικη τους περιχαρείς οι Μανιάτες επειδή εξεδίωξαν τούς Τούρκους και εκδικήθηκαν για τούς νεκρούς, επανήλθαν στον Αλμυρό.
Πηγή : Ιστορία τής Μάνης, υπό του Δημητρίου Αλεξανδράκου
Έκδοση : Τυπογραφείο «ΠΑΛΑΜΙΔΗΣ» 1892
Ο Χατζή Οσμαν καταντροπιασμένος επανήλθε στην Καλαμάτα και συγκαλώντας σύσκεψη με τούς ντόπιους άρχοντες, εν μέσω ύβρεων και απειλών, τούς είπε ότι θα αναφέρει το γεγονός στο Δοβλέτι (Τουρκική κυβέρνηση). Εκείνοι βέβαια δικαιολογήθηκαν λέγοντας ότι δεν είχαν ενημερωθεί για την επίθεση εναντίον τής Μάνης.
Ο Χατζη Οσμάν παρέμεινε στην Καλαμάτα και μετά από συνεχή συμβούλια, ελήφθη η απόφαση να επιτεθεί στην Μάνη από την Ανατολική πλευρά, που ήταν εδαφικά ομαλότερη και ευκολότερη για τον τουρκικό στρατό. Για τον σκοπό αυτό, και θέλοντας να εκδικηθεί τούς Μανιάτες, διέταξε τον στρατό του να ξεκινήσει από δύο διαφορετικούς δρόμους. Το πεζικό μέσω του Ταϋγέτου από το δύσβατο στενό τής Λαγκάδας που ήταν ο συντομότερος δρόμος και το Ιππικό και πυροβολικό από την βόρεια πλευρά του Ταϋγέτου. Μετά από πέντε μέρες πορεία ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από δέκα έξι χιλιάδες άνδρες, στρατοπέδευσε στο Μυστρά.
Μετά από μικρή ανάπαυση ο ίδιος ο Χατζή Οσμαν οδηγώντας τον στρατό του, βάδισε εναντίον τής Μάνης και αφού μετά από μικρή αντίσταση, κατέλαβε όλες τίς πεδινές εκτάσεις των δήμων Μαλευρίου Γυθείου και Καρυουπόλεως, έφτασε σε μια μικρή κοιλάδα δυτικά του Σκουταρίου. Στο Σκουτάρι υπήρχε ο οχυρωμένος πύργος των Καλκαντήδων, στον οποίο εγκλείστηκαν πέντε αδέλφια και πενήντα συγγενείς, οι οποίοι για μία εβδομάδα απέκρουαν ηρωικά τίς επιθέσεις.
Δυστυχώς όμως οι Τούρκοι έσκαψαν τούνελ και με εκρηκτικά ανατίναξαν τον πύργο, στα ερείπια του οποίου ενταφιαστήκαν οι ευρισκόμενοι στο εσωτερικό του. Παρέμεινε το ακέραιο το δυτικό τείχος του πύργου το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα και αποτελεί μνημείο ανδρείας. Στην μικρή κοιλάδα που προ είπαμε ότι στρατοπέδευσαν οι Τούρκοι είχε πηγάδια τα οποία ονομάζονταν «αγιοπήγαδα» λόγω των ιαματικών ιδιοτήτων που περιείχαν τα νερά τους. Μετά την φονική μάχη γεμίστηκαν με τα πτώματα των Τούρκων, λίθους και επιχωματώσεις και έτσι παραμένουν μέχρι σήμερα, ενώ η περιοχή ονομάζεται «Βρωμοπήγαδα».Για να προχωρήσει ενδότερα στην περιοχή τής Μάνης ο Χατζη Οσμάν, χρειαζόταν να διανύσει την ανηφορική διαδρομή, που θα τον οδηγούσε στα Τρικεφάλια. Διαπιστώνοντας ότι το εγχείρημα τής ανόδου στην θέση «Τρικεφάλια», είτε δια μέσου τής «Τσεροβάς» (το χωριό Δροσοπηγή) είτε δια μέσου του «Κότσινου» (πηγάδι που βρίσκεται χαμηλότερα από τα «Τρικεφάλια», ήταν εξαιρετικά δύσκολο, λόγω τής ανωφέρειας αλλά και λόγω των τριών χιλιάδων Μανιατών, οι οποίοι ευρίσκοντο στρατοπεδευμένοι στα υψηλά σημεία τής περιοχής, απέφυγε την κατά μέτωπο επίθεση και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την διπλωματική οδό. Έστειλε λοιπόν έναν χριστιανό από το στρατόπεδο του να διαμηνύσει στους Μανιάτες πώς σκοπεύει να συζητήσει με αυτούς για συμφιλίωση, και για αυτό να στείλουν εκπροσώπους για τίς συνομιλίες.
Η απάντηση των Μανιατών μέσω του απεσταλμένου ήταν θαρραλέα και αρνητική.
« Δεν πρόκειται να στείλουμε εκπροσώπους για διαπραγματεύσεις προς συμφιλίωση, εφόσον οι Τούρκοι βεβηλώνουν δια τής παρουσίας τους τα ιερά χώματα της Μάνης, εκτός και αν επανέλθετε στο Μυστρά».
Αυτή η απάντηση τον εξόργισε, και διέταξε τον στρατό να προχωρήσει, υπήρξαν όμως πολλές αντιδράσεις και δεν το έκαμε, ούτε όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα οπισθοχωρούσε στον Μυστρά άπρακτος. Ξανάστειλε λοιπόν απεσταλμένους στο στρατόπεδο των Μανιατών, δύο χριστιανούς τον διερμηνέα του, τον ιδιαίτερο γραμματέα του και έναν ανώτερο αξιωματικό, με διαταγή να κατασκοπεύσουν τούς δρόμους που οδηγούν στο στρατόπεδο, το στρατόπεδο, και την δύναμη των Μανιατών. Πράγματι μετά από δύο ώρες δρόμο έφτασαν στο στρατόπεδο και αφού τούς προσέφεραν ξερά σύκα και ρακί, κατόπιν ερώτησαν για τον σκοπό τής επίσκεψής του.
Οι απεσταλμένοι έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να τούς πείσουν, να μην προβάλλουν αντίσταση ούτως ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω καταστροφή για τον τόπο, προσπαθώντας να τούς τρομοκρατήσουν για την εξέλιξη των γεγονότων. Παρ όλα οι Μανιάτες απάντησαν ατάραχοι ότι θα συσκεφθούν και θα απαντήσουν. Οι Τούρκοι ανέχωρησαν αφού θαύμασαν ότι στο στρατόπεδο των Μανιατών υπήρχαν πολλές γυναίκες οπλισμένες, εκ των οποίων άλλες μαγείρευαν και άλλες βοηθούσαν στην τροφοδοσία του στρατοπέδου. Η απόφαση των Μανιατών ήταν να στείλουν εκπροσώπους για να μάθουν τίς απαιτήσεις του πασά.
Οί πληροφορίες που διέρρεαν όμως τούς καθιστούσαν επιφυλακτικούς για τέτοια αποστολή, και κανείς δεν ήθελε να μεταβεί στον Χατζή Οσμάν, διότι θεωρούσαν βέβαιο πώς οι απεσταλμένοι θα δολοφονούντο. Τότε ένας υπέργηρος και σεβάσμιος και ανδρείος ηγούμενος με το όνομα Τσατσούλης από την Αρεόπολη, πήρε την απόφαση να αναλάβει την αποστολή λέγοντας πώς ένα φονευθεί αυτό θα είναι θυσία για την πατρίδα, η οποία θα πρέπει να γίνει έναυσμα και για τούς υπόλοιπους να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων τον εισβολέα.
Τον Πνευματικό Τσατσούλη συνόδευσε άλλος ένας υπέργηρος ιερέας, και ο γέροντας Πικουλάκης.
Οι απεσταλμένοι συνάντησαν τον πασά χωρίς να αποδώσουν το απαραίτητο προσκύνημα, και τού εξέθεσαν ότι ο λόγος τής παρουσίας τους ήταν να μάθουν και να μεταφέρουν στους καπετάνιους τής Μάνης, ποιες ήταν οι απαιτήσεις του. Εκείνος οργισθείς από την συμπεριφορά τους τούς ανακοίνωσε πώς λόγω τής συμμαχίας των καπεταναίων της Μάνης, με τούς Ρώσσους, και επειδή επαναστάτησαν, έχει απαίτηση να παραδώσουν τα όπλα, δέκα παιδιά των καπεταναίων ως ομήρους, και χαράτσι, διαφορετικά θα τούς εξολοθρεύσει και θα κατακαύσει την χώρα τους.
Η απάντηση των απεσταλμένων ήταν πως αν τολμήσουν να τούς μεταφέρουν αυτά θα λιθοβοληθούν, και πώς οι Μανιάτες δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούν αυτούς τούς όρους αλλά προτιμούν να πεθάνουν. Μετά από αυτή την απάντηση ο Χατζή Οσμάν διέταξε να αποκεφαλισθούν οι τρείς απεσταλμένοι, τα κεφάλια των οποίων τοποθετήθηκαν σε πασσάλους, και στήθηκαν σε λόφο πάνω από το χωριό Παρασυρός, ούτως ώστε να είναι ορατά από το στρατόπεδο των Μανιατών.
Η ανόσια αυτή πράξη αντί να σπείρει φόβο, φούντωσε την φλόγα τής εκδίκησης και ενίσχυσε με άνδρες την μάχιμη δύναμη, η οποία αριθμούσε πέντε χιλιάδες άνδρες, υπό την αρχηγία του Γεωργίου Μαυρομιχάλη. Στην συνέχεια εκπονήθηκε το πολεμικό σχέδιο τής επίθεσης. Σύμφωνα με αυτό τρείς χιλιάδες άνδρες το μεσονύκτιο θα βάδιζαν εναντίον των Τούρκων, εξακόσιοι άνδρες όταν έπεφτε η νύχτα θα καταλάμβαναν την περιοχή Ξυνοκαβάλες δυτικά του Τουρκικού στρατοπέδου, και θα το πλαγιοκοπούσαν τα μεσάνυχτα ταυτόχρονα με το σώμα των τριών χιλιάδων.
Επί πλέον χίλιοι πεντακόσιοι άνδρες θα καταλάμβαναν τούς λόφους Πασσαβά, Μαστρολέου, και Πεταλέας που απέχουν περίπου μία ώρα, με σκοπό να αποδεκατίσουν τούς Τούρκους κατά την υποχώρησίν τους. Το όλο σχέδιο βασίζονταν στον αιφνιδιασμό, έτσι λοιπόν οι Μανιάτες έφτασαν απαρατήρητοι στο Τουρκικό στρατόπεδο, και με πυροβολισμούς και αλαλαγμούς επιτέθηκαν σπέρνοντας τον πανικό. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από μικρή αντίσταση να τραπούν εις άτακτη φυγή, εγκαταλείποντας τα πάντα ακόμη και τα όπλα τους. Καταδιωκόμενοι υπό των Μανιατών έφτασαν μέχρι την μικρή πεδιάδα στο Βαθύ, αλλά η διάβαση των στενών στην Τουρκόβρυση ήταν αδύνατη, λόγω του σώματος των χιλίων πεντακοσίων.
Η νίκη ήταν σπουδαία, με μεγάλες απώλειες του εχθρού. Πολλοί αγάδες έπεσαν νεκροί στην μάχη ακόμη και ο ίδιος ο Χατζή Οσμάν πασάς.Όσοι διασώθηκαν περίπου επτά χιλιάδες έφτασαν στον Μυστρά.
Οι απώλειες των Μανιατών ήταν σαράντα νεκροί, δέκα πέντε πληγωμένοι άνδρες και δέκα οκτώ γυναίκες.
Πηγή : Ιστορία τής Μάνης, υπό του Δημητρίου Αλεξανδράκου
Έκδοση : Τυπογραφείο «ΠΑΛΑΜΙΔΗΣ» 1892
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας....συντροφιά μας.