12 Μαρτίου 2017

Ο Ουτιδανός δεδικαίωται... {To dna των Πελοποννησίων «μίλησε»:Τι υποδεικνύει αναλυτικά γενετική έρευνα επιστημόνων από την Ελλάδα και τη διασπορά.}

Υπάρχει και η αντικειμενική επιστήμη που αποδεικνύει όσα ισχυρίζονται κάποιοι που αναλύουν και ερμηνεύουν λογικά και αντικειμενικά την Ιστορία, βιώνοντας όσο επιτρέπεται την κάθε εποχή.  
Δεν είναι ο "αποδιοπομπαίος τράγος" ο Φαλμεράγιερ, την δουλειά του έκανε. Είναι οι Έλληνες Ιστορικοί που ερμήνευαν τις Βυζαντινές εκφράσεις "Σκλαβηνίες" και "Σκλάβους" σαν Σλάβους.
Σύμφωνα με νέα γενετική έρευνα επιστημόνων από την Ελλάδα και τη διασπορά, το ποσοστό της σλαβικής καταγωγής των σύγχρονων Πελοποννήσιων κυμαίνεται από 0,2% έως 14,4%.
Ως εκ τούτου, η μελέτη φαίνεται να καταρρίπτει με γενετικά δεδομένα τη θεωρία του 1830 του Γερμανού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ ότι μετά από τις σλαβικές επιδρομές κατά τον Μεσαίωνα, ο ντόπιος ελληνικός πληθυσμός ουσιαστικά εξαφανίσθηκε και αντικαταστάθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. σχεδόν πλήρως από σλαβικές φυλές.
Ειδικότερα, ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή γενετικής Γιώργο Σταματογιαννόπουλο του πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ −που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ευρωπαϊκό περιοδικό ανθρώπινης γενετικής «European Journal of Human Genetics»− ανέλυσαν δείγματα DNA από 241 ανθρώπους από όλη την Πελοπόννησο, οι περισσότεροι ηλικίας 70 έως 90 ετών (ο γηραιότερος 107 ετών), των οποίων οι παππούδες είχαν γεννηθεί μεταξύ 1860-1880.
Σύμφωνα με την ανάλυση του γενετικού υλικού, υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στους πελοποννησιακούς και στους σημερινούς σλαβικούς πληθυσμούς, με ένα μικρό μόνο βαθμό εισροής γονιδίων από τους δεύτερους στους πρώτους.
Αντίθετα, οι Πελοποννήσιοι φαίνεται πως έχουν σημαντικά μεγαλύτερη κοινή γενετική κληρονομιά με τους Γάλλους (39 έως 42%), τους Ισπανούς (53% έως 62%) και τους Ιταλούς (85% έως 96%), από ό,τι με τους Σλάβους (λιγότερο από 15%).
Συνεπώς, σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι Πελοποννήσιοι είναι γενετικά πολύ πιο διαφορετικοί από τους σλάβικούς πληθυσμούς και πολύ πιο όμοιοι με τους πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης».
Σημειώνεται πως οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι πρώτοι «μετανάστες» στην Πελοπόννησο έφθασαν από την Ανατολία περίπου το 9.000 π.Χ. Ακολούθησαν δύο βασικά μεταναστευτικά ρεύματα καθοριστικά για τον πολιτισμό, των Μυκηναίων και αργότερα των Ελλήνων Δωριέων.
Οι επόμενες εισροές πληθυσμών πολύ αργότερα ήσαν σλαβικές. Υπήρξε μεν σλαβική μετανάστευση στην Πελοπόννησο, αλλά οι αριθμοί των Σλάβων μεταναστών ήσαν μικροί σε σχέση με των γηγενών, για να αφήσουν κάποιο καθοριστικό γενετικό αποτύπωμα.
Μεταξύ άλλων, η νέα μελέτη επιβεβαιώνει γενετικά ότι οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες διαφέρουν από τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους, αλλά και μεταξύ τους, ενώ καταρρίπτει οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι έχουν σλαβική καταγωγή.
(Έγινε το πρώτο βήμα για την ανατολή, κάποια στιγμή η επιστήμη θα τεκμηριώσει, την υλοποίηση των αρχαίων ψυχών και την δεδομένη τους φάτνη 8/5/2010) 
Στη Βαθιά Μάνη και στη Νότια Τσακωνιά η σλαβική γενετική καταγωγή δεν ξεπερνά το 1%, ενώ η ιταλική κυμαίνεται μεταξύ 14% έως 25%.
Υπάρχουν εξάλλου γενετικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους κατοίκους της βόρειας και της νότιας Πελοποννήσου.
Κορίνθιοι και Αργείοι εμφανίζουν την μεγαλύτερη γενετική συγγένεια.
Επίσης, οι Πελοποννήσιοι εν γένει είναι γενετικά πολύ κοντά στους Σικελούς και τους Ιταλούς (η επιβεβαίωση του «ούνα φάτσα-ούνα ράτσα»!).
Οι τελευταίοι λειτουργούν ως γενετική «γέφυρα» ανάμεσα στους Πελοποννήσιους και σε άλλους Ευρωπαίους, όπως οι Ανδαλουσιάνοι της Ισπανίας και οι Γάλλοι.
Οι Σλάβοι απέχουν γενετικά πολύ από τους Πελοποννήσιους, όπως και οι πληθυσμοί της Εγγύς Ανατολής.
Τέλος, αξίζει αν αναφερθεί πως στην έρευνα συμμετείχαν επίσης οι Πέτρος Δρινέας και Φώτης Τσέτσος (Πανεπιστήμιο Πέρντιου ΗΠΑ-Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών), Περιστέρα Πάσχου (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης-Τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής), Γιάννης Σταματογιαννόπουλος και Νικολέτα Ψαθά (Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον), Αθανάσιος Θεοδοσιάδης (Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Επιστημών Altius-Σιάτλ), Ευαγγελία Γιαννάκη και Νίκος Ζώγας (Νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης-Αιματολογικό Τμήμα).
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
athensvoice.gr

4 Μαρτίου 2017

Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος

Φοτο Ο Γρηγόριος Βούκουνας (14.09.1873 – 05.10.1929)
Ο Γρηγόριος Βούκουνας (14.09.1873 – 05.10.1929) ήταν Αρχιμανδρίτης, Αρχιερατικός Επίτροπος όλων των ελληνικών εκκλησιών της Επισκοπής Ταυρίδος, μετέπειτα Αρχιερατικός Επίτροπος των ελληνικών εκκλησιών και ενοριών της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κριμαίας.
Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος (κατά κόσμον Γρηγόριος Βούκουνας του Γεωργίου) γεννήθηκε στις 14 (26) Σεπτεμβρίου 1873 στο χωριό Νένητα της Χίου στην οικογένεια ενός ιερέα.
Ο πατέρας του, ο Γεώργιος Βούκουνας του Νικολάου, καταγόταν από μια απλή αγροτική οικογένεια, η οποία ξεχώριζε για την υψηλή της ηθική και ευλάβεια· όντας βαθιά θρησκευόμενος και θέλοντας να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία του Θεού, έλαβε την ιεροσύνη.
Η μητέρα του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου, η Πηνελόπη Ευγενικού του Γεωργίου, ανέτρεφε τα παιδιά της από βρεφική ηλικία στο πνεύμα της υψηλής ηθικής ακεραιότητας και της χριστιανικής ηθικής.
Έχοντας τελειώσει το 1893 με άριστα το Γυμνάσιο της Χίου, ο Γρηγόριος Βούκουνας παρέμεινε εκεί ως καθηγητής Θρησκευτικών, ευρισκόμενος υπό την πνευματική κηδεμονία των αείμνηστων Χιωτών κληρικών Ιωακείμ Φορόπουλου και Διοδώρου Μάσχου, οι οποίοι κατείχαν υψηλές θέσεις στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στα χρόνια του Παναγιώτατου Πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ’.
Το 1897, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου των Ιεραρχών, ο Γρηγόριος Βούκουνας εστάλη στη Ρωσία, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία του Κιέβου, όπου σπούδαζε επί τέσσερα χρόνια στο Τμήμα Θεολογικών Επιστημών.
Τον τελευταίο χρόνο έγραψε τη διατριβή με θέμα «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος», και το 1901 αποφοίτησε από την Ακαδημία με τον τίτλο του Διδάκτορα Θεολογίας.
Επιστρέφοντας από το Κίεβο στην Κωνσταντινούπολη, ο Γρηγόριος Βούκουνας έφθασε στη Σεβαστούπολη, όπου έλαβε την πρόσκληση της τοπικής ελληνικής αποικίας να ηγηθεί της ενορίας του ελληνικού ναού των Τριών Ιεραρχών.
Δέχτηκε αυτή την πρόταση, που ανταποκρινόταν στο δικό του σκοπό να υπηρετεί τον Θεό και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία· ύστερα από αυτό ακολούθησε η διαδικασία της χειροτονίας.
Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου υπό την προεδρία του Παναγιώτατου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’, σε διάστημα μιας εβδομάδας ο Γρηγόριος Βούκουνας προήχθη στο αξίωμα πρώτα του διακόνου και του ιερέα και, στη συνέχεια, χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου από τον αείμνηστο Νικόλαο Ζιόροφ (1851 – 1915) – τον ευσεβή Αρχιεπίσκοπο Ταυρίδος, σοφό αρχιερέα και επιφανή επιστήμονα ελληνικής καταγωγής.
Το 1903 ακολούθησε ο επίσημος διορισμός του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Βούκουνα στη Σεβαστούπολη, λόγω της επικείμενης μετάθεσης του προηγούμενου εφημερίου, του Αρχιμανδρίτη Αμβροσίου Πλειανθίδη (1868 – 1922), στον ελληνικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στην πόλη της Θεοδοσίας.
Το σπίτι του στο νησί της Χίου
Στη Σεβαστούπολη, κατά τη διάρκεια μερικών χρόνων, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος υπήρξε μέλος της Αρχιερατικής Επιτροπείας, και σύντομα εξελέγη πρόεδρός της.
Από το 1903 διατελούσε καθηγητής Θρησκευτικών στην Ελληνική Σχολή που έφερε το όνομα της Βασίλισσας των Ελλήνων Όλγας Κωνσταντίνοβνα, λαμβάνοντας ταυτόχρονα ενεργό συμμετοχή στις δραστηριότητες της Ελληνικής Φιλανθρωπικής Εταιρείας της Σεβαστούπολης.
Από την αρχή της υπηρεσίας του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου ως εφημερίου του ναού των Τριών Ιεραρχών, από τη Χίο στη Σεβαστούπολη έφθασαν ο πατέρας του, ο ιερέας Γεώργιος Βούκουνας, η μητέρα και τα αδέλφια του, που άρχισαν να παίζουν ενεργό ρόλο στη ζωή της ενορίας της Ελληνικής Εκκλησίας.
Μετά την έναρξη του Βαλκανικού Πολέμου του 1912, με πρωτοβουλία της ελληνικής αποικίας της Σεβαστούπολης ιδρύθηκε μια προσωρινή Επιτροπή για τη συλλογή δωρεών προς όφελος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, πρόεδρος της οποίας εξελέγη ομόφωνα ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Η Επιτροπή ξεκίνησε τη συλλογή εθελοντικών δωρεών στις 18 (31) Οκτωβρίου 1912, συγκεντρώνοντας την πρώτη κιόλας ημέρα 3.000 ρούβλια. Μέχρι τις 27 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου) η Επιτροπή συγκέντρωσε ακόμα περίπου 5.000 ρούβλια για τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Στις 29 Οκτωβρίου (11 Νοεμβρίου) 1912 η προσωρινή Επιτροπή υπό την προεδρία του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου παρέδωσε 5.000 ρούβλια στη διάθεση της Βασίλισσας Όλγας Κωνσταντίνοβνα «για την ενίσχυση των πόρων του Ερυθρού Σταυρού και την παροχή βοήθειας σε ορφανά και χήρες των απωλεσθέντων στρατιωτών», και άλλα 5.000 ρούβλια για τους ίδιους σκοπούς, στη διάθεση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου, ενώ στις 25 Νοεμβρίου (8 Δεκεμβρίου) έστειλε στην Ελλάδα ακόμα 15.548 φράγκα, που είχαν συλλεγεί από την ελληνική αποικία της Σεβαστούπολης.
Τον Ιούνιο του 1914 ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η γενική πατριωτική έξαρση κυρίευσε τον ετερόκλητο ως προς την κοινωνική και εθνική του προέλευση πληθυσμό της Σεβαστούπολης. Στα γεγονότα εκείνων των ημερών δεν έμειναν αμέτοχοι και οι Έλληνες αυτής της πόλης. Στις 26 Ιουλίου (8 Αυγούστου) 1914, σε σχέση με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον ελληνικό ναό των Τριών Ιεραρχών τελέστηκε δέηση, και στις 10 (23) Σεπτεμβρίου ο δήμαρχος Σεβαστούπολης υποδέχτηκε την αντιπροσωπεία της τοπικής ελληνικής αποικίας με επικεφαλής τον υποπρόξενο της Ελλάδας στη Σεβαστούπολη Π.Α. Αποστολίδη και τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα με τις πρώτες δωρεές, που είχαν συλλεγεί από τους ντόπιους Έλληνες για τους στρατιώτες του Ρωσικού Στρατού.
Ο πόλεμος επηρέασε με τον χειρότερο τρόπο τη θέση των ευρισκόμενων στην Κριμαία Ελλήνων με οθωμανική υπηκοότητα, οι οποίοι, σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο, εξισώθηκαν με αιχμαλώτους πολέμου.
Πολλοί άνδρες συνελήφθησαν ως πολίτες ενός κράτους, με το οποίο η Ρωσία βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Οι Έλληνες μάταια διαμαρτύρονταν εναντίον αυτής της απόφασης των τοπικών αρχών. Έχοντας μάθει γι’ αυτήν, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος άρχισε να επισκέπτεται προσευχόμενος τις φυλακές της Κριμαίας, να ενθαρρύνει και να παρηγορεί τους κρατούμενους συμπατριώτες του, και συγχρόνως να μεσολαβεί ενώπιον των πολιτικών αρχών, πείθοντας τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα για τη λάθος ταύτιση των Μουσουλμάνων Τούρκων υπηκόων με τους Ορθόδοξους Έλληνες, που είχαν την ατυχία να κατέχουν την οθωμανική υπηκοότητα. Τελικά, ύστερα από μακρές και επίμονες προσπάθειες, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος πέτυχε την απελευθέρωση των κρατούμενων συμπατριωτών του και την παραχώρηση ελευθερίας σε όλους τους Τούρκους υπηκόους ελληνικής καταγωγής, διαμένοντες στην Κριμαία.
Η ελληνική εκκλησίας στη Σεβαστούπολη, που υπηρέτησε  ιερέας  1903 - 1927
Το 1916 όλος ο ελληνικός πληθυσμός της Κριμαίας, ο αριθμός του οποίου εκείνη την περίοδο έφθανε μέχρι 30.000 άτομα, βρέθηκε πάλι σε κίνδυνο.
Οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων της Ελλάδας, τα οποία ήταν και «υπέρ» και «κατά» της συνέχισης του πολέμου, επηρέασαν και τους Έλληνες της Κριμαίας, χωρίζοντάς τους σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Αυτό το γεγονός προκάλεσε υποψίες και δυσπιστία για τον ελληνικό πληθυσμό εκ μέρους του διοικητή του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας Αντιναυάρχου Α.Β. Κολτσάκ (1874 – 1920), ο οποίος τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έδωσε διαταγή για γενικό εκτοπισμό από τις παράκτιες πόλεις της Κριμαίας των Ελλήνων με ξένη υπηκοότητα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και παιδιών, στα κυβερνεία της ρωσικής ενδοχώρας.
Η κατάσταση έγινε κρίσιμη για τους Έλληνες, που βρίσκονταν σε φόβο και απόγνωση, επειδή ο εκτοπισμός τους κατά τη χειμερινή περίοδο ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη.
Ταυτόχρονα απορρίπτονταν οποιαδήποτε επιχειρήματα και ενέργειες με σκοπό την υπεράσπιση ή την ανακούφιση της τύχης του ελληνικού πληθυσμού.
Για τη λύση αυτού του προβλήματος στην Αγία Πετρούπολη έφθασε μια επιτροπή με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα, η οποία είχε στόχο να πείσει τη ρωσική κυβέρνηση, αν όχι για την ακύρωση του διατάγματος του Κολτσάκ, τότε τουλάχιστον για την αναβολή της εκτέλεσής της μέχρι το καλοκαίρι. Κατά τη διάρκεια των μακρών διαπραγματεύσεων ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, που είχε αναλάβει αυτή την υπεύθυνη αποστολή και ενεργούσε με διπλωματική ευελιξία, κατόρθωσε, με το σθένος που τον χαρακτήριζε, να αποτρέψει πλήρως τον επαπειλούμενο εκτοπισμό των ομοεθνών του και να σώσει τον Ελληνισμό της Κριμαίας από την επικείμενη καταστροφή.
Μετά τα γεγονότα της Επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1917, οι δραστηριότητες του ελληνικού πληθυσμού της Ρωσίας αυξήθηκαν σημαντικά. Μία από τις προτεραιότητες για τους Έλληνες ήταν το ζήτημα της συνένωσής τους σε εθνικές οργανώσεις.
Εξαιτίας των προνομίων που είχαν χορηγηθεί από τη ρωσική κυβέρνηση, καθώς και των μεταρρυθμίσεων του Πρωθυπουργού Στολίπιν, οι Έλληνες έγιναν ιδιοκτήτες σημαντικών εκτάσεων γης.
Η ελληνική εκκλησίας στη Σεβαστούπολη, που υπηρέτησε  ιερέας  1903 - 1927
Η απαίτηση της αναθεώρησης των δικαιωμάτων επί της γης, που προέβαλαν οι μικροί και ακτήμονες αγρότες, αποτέλεσαν ώθηση για την ένωση των Ελλήνων ιδιοκτητών γης σε τοπικές κοινότητες και οργανώσεις με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των προνομίων τους.
Στις 29 Ιουνίου – 10 Ιουλίου (12 – 23 Ιουλίου) 1917 στο Ταγκανρόγκ έλαβε χώρα το πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Ελλήνων, στις εργασίες του οποίου εκ μέρους της ελληνικής αποικίας της Σεβαστούπολης συμμετείχε ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Ο ίδιος έθεσε στο εν λόγω Συνέδριο το ζήτημα της αυτονομίας της Ελληνικής Εκκλησίας στα πλαίσια του Πατριαρχείου Μόσχας και της οργάνωσης στη Νότια Ρωσία και στον Καύκασο έξι ελληνικών Επισκοπών, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τις Επισκοπές της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης οι αντιπρόσωποι συζήτησαν το θέμα της πολιτικής κατάστασης των Ελλήνων στη Ρωσία.
Το Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα για την ανάγκη συνένωσης των διάσπαρτων σε όλη την Αυτοκρατορία ελληνικών πληθυσμών.
Γι’ αυτό τον σκοπό γίνονταν προτάσεις για τη δημιουργία τοπικών δημοκρατικών πολιτικών λεσχών και ενώσεων με στόχο την προστασία των ελληνικών εθνικών και πολιτιστικών συμφερόντων.
Αυτές οι ενώσεις, σύμφωνα με τα σχέδια των συνέδρων, έπρεπε να απαιτήσουν το δικαίωμα των Ελλήνων στην εκπροσώπηση όχι μόνο σε όλες τις περιφερειακές, επαρχιακές και δημοτικές επιτροπές, αλλά και σε κυβερνητικές και πολιτικές οργανώσεις και στη Συντακτική Συνέλευση, επί ίσοις όροις με τους εκπροσώπους άλλων εθνικοτήτων.
Το επόμενο έτος 1918 στη Συμφερούπολη πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο των Ελληνικών Ορθοδόξων κοινοτήτων της Κριμαίας, στο οποίο ελήφθη απόφαση σχετικά με την εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση και την ίδρυση της Αρχιερατικής Επιτροπείας όλων των ελληνικών εκκλησιών του Κυβερνείου Ταυρίδας, η οποία θα συνένωνε όλες τις ελληνικές εκκλησίες και ενορίες της χερσονήσου.
Οι σύνεδροι εξέλεξαν ομόφωνα τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα στη θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου, βασίζοντας την επιλογή τους στη μόρφωση, τη συσσωρευμένη εμπειρία και την εκκλησιαστική και πατριωτική δράση του.
Σύντομα η Κριμαία χτυπήθηκε από τη συμφορά του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου και της τρομοκρατίας.
Οι γονείς και τα αδέλφια του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου εγκατέλειψαν τη Σεβαστούπολη το 1920, μαζί με τους εκπροσώπους του Ελληνικού προξενείου και τα ελληνικά στρατεύματα.
Μετά την οριστική εγκαθίδρυση της Σοβιετικής εξουσίας στην Κριμαία το 1920, η Σεβαστούπολη σταδιακά μετατράπηκε σε ένα από τα κέντρα του κινήματος των «ανανεωτικών», οι ιδέες του οποίου δεν βρήκαν υποστήριξη από τους ντόπιους Έλληνες, που τηρούσαν αυστηρά τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη Σεβαστούπολη, τη Μπαλακλάβα και τα ελληνικά χωριά της κοντινής περιοχής εκείνη την περίοδο λειτουργούσαν 7 εκκλησίες και 5 ανήκοντα σε αυτές παρεκκλήσια, οι ενορίες των οποίων αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες.
Από το 1921 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ξανάρχισε την πολιτική της συνένωσης των διάσπαρτων ελληνικών ενοριών της Κριμαίας σε μια ξεχωριστή Αρχιερατική Επιτροπεία, όπως ήταν πριν από το 1920.
Το 1922 οι ενορίτες των ελληνικών ναών της Σεβαστούπολης, της Συμφερούπολης, της Γιάλτας, της Ευπατορίας, της Θεοδοσίας, του Κερτς και άλλων οικισμών, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Ταυρίδος και Συμφερουπόλεως Νικοδήμου Κροτκόφ (1868 – 1938), ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, την επαναλειτουργία της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας στην Κριμαία και τη μετάβασή της υπό την εξουσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ύστερα από αυτό, σύμφωνα με τη νέα σοβιετική νομοθεσία, άρχισε η επί τόπου καταγραφή των Ελληνικών Ορθοδόξων κοινοτήτων.
Τον Μάρτιο του 1923 στο Γραφείο Θρησκευμάτων της Περιφερειακής Εκτελεστικής Επιτροπής της Σεβαστούπολης από τον επίτροπο του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών στη Σεβαστούπολη Σ.Κ. Τογανίδη υποβλήθηκαν δικαιολογητικά για την καταχώρηση της ελληνικής θρησκευτικής κοινότητας: τα «Πρακτικά της γενικής συνέλευσης των μελών της κοινότητας και 40 ερωτηματολόγια για 20 πρόσωπα, συμπληρωμένα ιδιοχείρως».
Το 1923 η ελληνική θρησκευτική κοινότητα της εκκλησίας των Τριών Ιεραρχών είχε 310 μέλη, εκ των οποίων 306 ήταν Έλληνες υπήκοοι και 4 Αλβανοί υπήκοοι, που διέμεναν μόνιμα στη Σεβαστούπολη.
Ανάμεσά τους ήταν εκπρόσωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων: μεγαλέμποροι, μικρέμποροι, υπάλληλοι γραφείου, τεχνίτες, βιοτέχνες, ψαράδες, εργάτες, άνεργοι, νοικοκυρές και σπουδαστές. Εφημέριος του ναού των Τριών Ιεραρχών εξακολουθούσε να είναι ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Τη θέση του ψάλτη κατείχε ο 68χρονος Δ.Θ. Σειχίδης.
Το συμβούλιο της ενορίας κάθε μήνα παραχωρούσε από το ταμείο της εκκλησίας 18 ρούβλια για το μισθό του ιερέα και πλήρωνε 3 ρούβλια στον ψάλτη.
Στις 16 – 17 Ιουνίου 1925 στη Συμφερούπολη έλαβε χώρα το Εκκλησιαστικό Συνέδριο όλων των ελληνικών ναών και ενοριών της Κριμαίας (σύμφωνα με κάποια αρχειακά έγγραφα – το «Ελληνικό Επισκοπικό Συνέδριο»), στο οποίο συμμετείχαν 17 αντιπρόσωποι των ελληνικών εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κριμαίας.
Η Σεβαστούπολη εκπροσωπείτο στο Συνέδριο από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα και τον Παναγιώτη Ιορδάνη.
Το Συνέδριο αποφάσισε: «Να συνενωθούν όλες οι ελληνικές κοινότητες και εκκλησίες σε μια ενιαία Αρχιερατική Επιτροπεία, η οποία αναγνωρίζει κανονικώς την πνευματική εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη των Ελλήνων».
Στη θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου εξελέγη ομόφωνα ο εφημέριος του ελληνικού ναού των Τριών Ιεραρχών στη Σεβαστούπολη, Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Η απόφαση του Συνεδρίου για τη συνένωση των ελληνικών κοινοτήτων και εκκλησιών της ΑΣΣΔ της Κριμαίας στην Ελληνική Αρχιερατική Επιτροπεία με κέντρο τη Σεβαστούπολη, αποκατέστησε νομοθετικά την Αρχιερατική Επιτροπεία των ελληνικών εκκλησιών της Επισκοπής Ταυρίδος, που υπήρχε στην Κριμαία πριν την εγκαθίδρυση της Σοβιετικής εξουσίας. Η Ελληνική Αρχιερατική Επιτροπεία και το Συμβούλιό της που εξελέγη από το Συνέδριο, καταγράφτηκαν στα ανώτατα όργανα εξουσίας της ΑΣΣΔ της Κριμαίας, γεγονός που αποτέλεσε σημαντικό βήμα προς τη συσπείρωση του ελληνικού πληθυσμού γύρω από την Εκκλησία σε συνθήκες «μεταμόρφωσης των εθνικών σχέσεων» και «πολιτιστικής επανάστασης» στη Σοβιετική Ρωσία.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων των ιερέων των ελληνικών ναών, που έμεναν εκείνη την περίοδο στη Σεβαστούπολη, σε άλλες πόλεις και χωριά της Κριμαίας, ήταν υπήκοοι Ελλάδας.
Διατηρούσαν στενές σχέσεις τόσο με την πατρίδα τους, όσο και με τους συγγενείς τους που ζούσαν εκεί.
Έχοντας αποκτήσει με νόμιμο τρόπο την πνευματική και θρησκευτική τους αυτονομία, οι Έλληνες κληρικοί για ορισμένο χρονικό διάστημα κατάφεραν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τους ενορίτες τους από τον μαζικό αθεϊσμό που επέβαλλαν οι κομμουνιστές.
Κατά το ίδιο έτος η Ελληνική Αρχιερατική Επιτροπεία ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και τη μετάβασή της υπό την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν από το Συμβούλιο της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας, κατά τα έτη 1925 – 1927 στο έδαφος της ΑΣΣΔ της Κριμαίας λειτουργούσαν 12 ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες και 6 ελληνικές θρησκευτικές κοινότητες, που υπάγονταν κανονικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος επιδίωκε την αύξηση του αριθμού όχι μόνο των Ελλήνων ενοριτών, αλλά και των ελληνικών ενοριών.
Το καλοκαίρι του 1925, με την ευλογία του, 34 Έλληνες πιστοί απευθύνθηκαν στην Περιφερειακή Εκτελεστική Επιτροπή του Μπαχτσισαράι, ζητώντας να τους παραδοθούν για δωρεάν χρήση οι τρεις εκκλησίες της πρώην Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μπαχτσισαράι, αλλά εξαιτίας των αντιφάσεων, που προέκυψαν μεταξύ της Περιφερειακής Εκτελεστικής Επιτροπής, του Λαϊκού Κομισαριάτου Παιδείας και του Κομισαριάτου Κοινωνικής Προνοίας της ΑΣΣΔ της Κριμαίας, το εν λόγω πρόβλημα δεν μπόρεσε να επιλυθεί. Παρ’ όλα αυτά, τον Σεπτέμβριο του 1926, με πρωτοβουλία του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου τέθηκε εκ νέου το θέμα της «παραχώρησης στη διάθεση της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας των κλεισμένων ναών της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μπαχτσισαράι».
Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος έστειλε μια επιστολή στον εκπρόσωπο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην ΕΣΣΔ Αρχιμανδρίτη Βασίλειο Δημόπουλο με την αίτηση «περί οργάνωσης της εκστρατείας για την παράδοση των ναών της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην ελληνική κοινότητα».
Αφοσιωμένος στο ποίμνιό του και στην υπόθεση του αγώνα για την υπεράσπιση της Ορθόδοξης πίστης από τις επιθέσεις των Μπολσεβίκων, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος βρισκόταν σε συνεχή επαφή και πνευματική επικοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειο Γ’. Τον Οκτώβριο του 1926, στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Αρχιερατικής Επιτροπείας των ελληνικών εκκλησιών και ενοριών της ΑΣΣΔ της Κριμαίας στη Σεβαστούπολη, εγκρίθηκε μια ειδική απόφαση περί υποχρεωτικής μνημόνευσης του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στη διεύθυνση της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας έφθασε η επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «Περί ημερομηνίας εορτασμού του Αγίου Πάσχα», η οποία ανέφερε τα εξής: «Λόγω του ότι εφέτος δεν υπήρχε δυνατότητα σύγκλησης της Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία, ως γνωστόν, έπρεπε να ληφθεί μια συγκεκριμένη απόφαση για το ζήτημα του Πασχαλίου, ως εκ τούτου ελήφθη Συνοδική Απόφαση, ότι για τους ίδιους και λοιπούς λόγους το παλαιό Πασχάλιο πρέπει να παραμείνει εν ισχύ και για το επόμενο έτος 1927, τουτέστιν το Άγιο Πάσχα θα εορτάζεται και στο προαναφερθέν έτος την 24η Απριλίου με Νέο Ημερολόγιο (την 11η με Παλαιό Ημερολόγιο, όπως υποδεικνύεται λόγω του παραμείναντος παλαιού Πασχαλίου), ό,τι και Σας ανακοινώνω προς πληροφόρηση και καθοδήγηση».
Στα τέλη του 1926 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος έστειλε μια επιστολή προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειο Γ’, στην οποία τον συνεχάρη εξ ονόματος όλων των Ορθοδόξων Ελλήνων της Κριμαίας για τις επικείμενες εορτές, και στις 3 Απριλίου 1927 έλαβε την απαντητική επιστολή από την Κωνσταντινούπολη:
«Βασίλειος, ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Πανοσιώτατε Κυρ Γρηγόριε Βούκουνα, Αρχιερατικέ Επίτροπε των Ορθοδόξων Ελληνικών κοινοτήτων της Κριμαίας, τέκνον εν Κυρίω αγαπητόν της ημών μετριότητος, χάρις είη τη υμετέρα Πανοσιώτητι και ειρήνη παρά Θεού.
Τους ενθέρμους εορταστικούς χαιρετισμούς, σταλθέντες από την υμετέρα Πανοσιώτητα και τας Ορθοδόξας Ελληνικάς κοινότητας της Κριμαίας επί της ευκαιρίας των εορτών της Γεννήσεως του Χριστού, του Νέου Έτους και της ημετέρας ονομαστικής εορτής, τους δεχθήκαμεν μετά χαράς.
Ευχαριστώντας εγκαρδίως δι’ αυτούς, ευχόμεθα και προσευχόμεθα το νέον σωτήριον έτος να καταστή δι’ υμάς και δια τας τοπικάς ευσεβείς κοινότητας πλήρης πάσης καλοσύνης, και επικαλούμεθα εφ’ υμάς την ευλογίαν του Θεού, Όστις χάρις είη και αμέτρητο έλεος τη υμετέρα Πανοσιώτητι και υμίν άπασι».
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Ελλήνων της Σεβαστούπολης, που γνώριζαν προσωπικά τον εφημέριο του ναού κατά την δεκαετία του 1920, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος συχνά επισκεπτόταν τις πιο φτωχές ελληνικές οικογένειες και μοιραζόταν με τους απόρους όλα όσα είχε: «ποτέ δεν εισέπραττε από τους ενορίτες αμοιβή για την τέλεση μυστηρίων, αλλά με προθυμία δεχόταν από αυτούς τρόφιμα, τα οποία έδινε αμέσως στις φτωχές και άπορες ελληνικές οικογένειες».
Μετά την έξωσή του από το δωμάτιο που κατείχε από το 1903 στο κτίριο της Ελληνικής Σχολής, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος έμενε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Ποντγκόρναγια 10. Ήταν εξαιρετικά σεμνός, λιτοδίαιτος και ολιγαρκής στην καθημερινή του ζωή.
Σύμφωνα με την Παρθένα Ε. Σαχινίδη (1918 – 1999), που έμενε δίπλα στην εκκλησία στην οδό Γκρέτσεσκαγια 5, «ο εφημέριος ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στα συμφέροντα της εκκλησίας και των ενοριτών». «Έδειχνε υψηλή ανοχή στη Σοβιετική εξουσία», αφηγείτο ο πρώην νεωκόρος της εκκλησίας Ανδρέας Α. Μπεγκοσίνσκι (γεν. 1918). «Στην ερώτηση της μάνας μου: “Πώς να φέρομαι στους κομμουνιστές;” – εκείνος απάντησε χωρίς δισταγμό: “Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς”.
Τα λόγια του ήταν σαν έκκληση για υπομονή, και η μάνα μου τα θυμόταν στις δύσκολες ημέρες της ζωής της». Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ήταν πολύ πνευματώδης άνθρωπος. Συμπληρώνοντας ένα ερωτηματολόγιο, στο ερώτημα «Ποιό κόμμα υποστηρίζετε;», απάντησε: «του Λαού», και στο ερώτημα: «Τί μόρφωση έχετε;», έγραψε: «Μέση: τελείωσα εκκλησιαστικό σχολείο στο Κίεβο».
Στα τέλη του 1925 όλοι οι ξένοι υπήκοοι που διέμεναν στο έδαφος της ΑΣΣΔ της Κριμαίας, κλήθηκαν από τις σοβιετικές αρχές να υπογράψουν αποδείξεις για το ότι δεν μπορούν «να είναι μέλη θρησκευτικών συλλόγων», «να είναι επικεφαλής θρησκευτικών οργανώσεων κάθε είδους», «να εκφωνούν κηρύγματα και ομιλίες σε ναούς, σε δημόσιες θρησκευτικές συναθροίσεις».
Ωστόσο, ούτε το 1925 ούτε το 1926, αυτή η οδηγία δεν εφαρμόστηκε ούτε από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας), ούτε από τους Έλληνες με ξένη υπηκοότητα, οι οποίοι αρνούνταν να δίνουν τέτοιες αποδείξεις.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1927 η Πανενωσιακή Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της ΡΣΟΣΔ εξέδωσε την εγκύκλιο υπ’ αριθ. 78/C «Περί απαγόρευσης σε αλλοδαπούς υπηκόους διαμένοντες στην ΕΣΣΔ, να ασχολούνται με θρησκευτική προπαγάνδα», υπογεγραμμένη από τον «Πανενωσιακό Δημογέροντα» M.I. Καλίνιν.
Η εγκεκριμένη από τις σοβιετικές αρχές απόφαση να απαγορευτεί η διεξαγωγή θρησκευτικής προπαγάνδας από ξένους υπηκόους έθεσε σε κίνδυνο τις δραστηριότητες των ελληνικών κοινοτήτων στην Κριμαία, πρώτα απ’ όλα στη Σεβαστούπολη, στη Γιάλτα, στη Συμφερούπολη, στην Ευπατορία και στο Κερτς. Σε σχέση με την απαίτηση από τις 28 Ιουλίου 1927 του διοικητικού τμήματος της Περιφέρειας Σεβαστούπολης, να παραχωρήσουν όλοι οι υπήκοοι ξένων κρατών, κατοικούντες στο έδαφος της Σεβαστούπολης και της γύρω περιοχής, μια γραπτή υποχρέωση για το ότι δεν έχουν δικαίωμα να είναι μέλη θρησκευτικών οργανώσεων, το φθινόπωρο του ίδιου έτους στην Περιφερειακή Εκτελεστική Επιτροπή της Σεβαστούπολης απευθύνθηκε η θρησκευτική κοινότητα του ελληνικού ναού των Τριών Ιεραρχών, ζητώντας να ανασταλεί η εκπλήρωση των απαιτήσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής της πόλης της Σεβαστούπολης.
Τον Αύγουστο του 1927 ο Αρχιερατικός Επίτροπος των ελληνικών εκκλησιών και ενοριών της ΑΣΣΔ της Κριμαίας Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας, εξ ονόματος όλων των ελληνικών θρησκευτικών κοινοτήτων, απεύθυνε στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας μια αίτηση, στην οποία εξέφρασε τους φόβους του για το ότι η απαγόρευση διεξαγωγής θρησκευτικής λατρείας από ιερείς-ξένους υπηκόους θα οδηγούσε στη διάλυση των θρησκευτικών κοινοτήτων, ενώ η παραχώρηση γραπτών υποχρεώσεων από ενορίτες-ξένους υπηκόους θα συνεπέφερε την εξάλειψη όλων των ενοριών της Ελληνικής Αρχιερατικής Επιτροπείας. Μεταξύ άλλων, τόνιζε στην αίτησή του, ότι πολλοί από τους Έλληνες-ξένους υπηκόους «ζουν εδώ αρκετό καιρό, πολλοί από αυτούς έχουν γεννηθεί εδώ και βλέπουν με σεβασμό την Σοβιετική εξουσία».
Με βάση τα παραπάνω ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ζητούσε από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Κριμαίας να ακυρωθούν οι εντολές σχετικά με την παραχώρηση γραπτών υποχρεώσεων, που απαγόρευαν τη διεξαγωγή θρησκευτικών δραστηριοτήτων σε ξένους υπηκόους.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την αίτηση του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου, στο διοικητικό τμήμα της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Κριμαίας έφθασαν πληροφορίες από τον πρόεδρο της Περιφερειακής Εκτελεστικής Επιτροπής της Σεβαστούπολης σύντροφο Γκουμπάνοφ για το ότι η εφαρμογή της εγκυκλίου της Πανενωσιακής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της ΡΣΟΣΔ υπ’ αριθ. 78/C από τις 28 Φεβρουαρίου 1927 «βάζει σε δύσκολη θέση όχι μόνο τους πιστούς, αλλά και τις τοπικές αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να την τηρούν αυστηρά».
Σύμφωνα με τον Γκουμπάνοφ, η αυστηρή τήρηση όλων των απαιτήσεων της εγκυκλίου συνεπαγόταν «όχι μόνο την διάλυση της ελληνικής θρησκευτικής κοινότητας», αλλά και προκαλούσε την «σοβαρή δυσαρέσκεια για την δράση των σοβιετικών αρχών» ενός ορισμένου μέρους του πληθυσμού της πόλης.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1927 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας απέστειλε μια αίτηση στη Μόσχα, αλλά για κάποιο λόγο όχι στο όνομα του εκπροσώπου του Πατριάρχη Αλεξανδρείας στην ΕΣΣΔ Αρχιμανδρίτη Παύλου, ζητώντας θετική απόφαση στο θέμα του διορισμού στην Κριμαία ενός Έξαρχου. Η επιθυμία να μεταβεί υπό την εξουσία της Αλεξανδρινής Εκκλησίας προκλήθηκε πιθανώς από την παθητική στάση που κρατούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο δεν ήθελε να περιπλέξει τις σχέσεις του με το κράτος των Μπολσεβίκων, και θεωρούσε ότι το ζήτημα της υπηκοότητας των Ελλήνων της Κριμαίας δεν ήταν πνευματικό, αλλά κοσμικό.
Ταυτόχρονα οι Έλληνες πιστοί, με την ευλογία του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Βούκουνα, απεύθυναν μια επιστολή στον πρέσβη της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ΕΣΣΔ, όπου περιέγραψαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, και εξέφρασαν το αίτημα για την προστασία των συμφερόντων τους στην Κριμαία.
Στις 13 Οκτωβρίου 1927 ο πρέσβης της Ελλάδας υπέβαλε μια επερώτηση στο Λαϊκό Κομισαριάτο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ, για την οποία την επόμενη ημέρα έδωσε διευκρινίσεις ο Αναπληρωτής Λαϊκός Κομισάριος Μ.Μ. Λιτβίνοφ.
Τα αντίγραφα της ρηματικής διακοίνωσης, που υπογράφτηκε από τον Λιτβίνοφ και παραχωρήθηκε από τον πρέσβη στη διάθεση των ελληνικών θρησκευτικών κοινοτήτων, βοήθησαν να αποφευχθεί η επαπειλούμενη διάλυσή τους.
Η προσπάθεια των σοβιετικών αρχών να διεξαγάγουν, κατά τα έτη 1925 – 1928, μια γρήγορη εκστρατεία για την εξάλειψη των ελληνικών θρησκευτικών κοινοτήτων στην Κριμαία, απέτυχε.
Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η έντονη δράση των Ελλήνων πιστών της Σεβαστούπολης με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Βούκουνα.
Ωστόσο, η δύσκολη κατάσταση για τους ιερείς-αλλοδαπούς υπηκόους, που δημιουργήθηκε στη Σοβιετική Ένωση, τους εξανάγκαζε να εγκαταλείπουν την Κριμαία.
Οι πρώτοι που άνοιξαν αυτή τη «μαύρη λίστα», ήταν ο Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Ταϊγανίδης, ο πρωθιερέας Γρηγόριος Παπαδόπουλος, ο ιερέας Κωνσταντίνος Μαυροματίδης.
Εγκατέλειψε την Κριμαία και ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα των συγχρόνων του, την παραμονή της αναχώρησής του, κατά τη διάρκεια μερικών ημερών, «πήγαινε στις ελληνικές οικογένειες, ειδικά στις φτωχές, μοίραζε θρησκευτικά βιβλία, και σε εκείνους που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη – μικρά χρηματικά ποσά, δηλαδή, εκείνα τα ολίγα που μπόρεσε να μαζέψει, για να συντηρήσει τον εαυτό του με κάποιον τρόπο στα γηρατειά».
Όλοι οι ενορίτες της ελληνικής εκκλησίας των Τριών Ιεραρχών στη Σεβαστούπολη ήρθαν στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν τον εφημέριό τους.
Το 1927 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος επέστρεψε στην πατρίδα του και προσελήφθη ως γραμματέας στην Ιερά Μητρόπολη Χίου. Σύντομα άρχισαν να γίνονται αισθητές οι στερήσεις, που είχε υποστεί στην Κριμαία από την εξουσία των Μπολσεβίκων, και οι ασθένειες.
Στις 5 Οκτωβρίου 1929, στο 57ο έτος της ζωής του, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βούκουνας πέθανε αιφνιδίως, και ετάφη με τιμές στην ιδιαίτερη πατρίδα του – το χωριό Νένητα.
Του Ι.Β. Μοσχούρη

27 Φεβρουαρίου 2017

(Παλιά) Καρυούπολις, Άγιος Γεώργιος

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, είναι το καθολικό την Παλιακαρυούπολη.
Κτίσθηκε μέσα στον περιβάλλοντα το παλατάκι χώρο, πολύ μεταγενέστερα από αυτό.
Σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή Δρανδάκη, κτίσθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα και ανήκει στην κατηγορία μονόχωρων ναών με τρούλο, που είναι αρκετά διαδεδομένοι στη Μάνη.
Η ανέγερσή του πρέπει να έγινε την εποχή των Παλαιολόγων, τότε που έχουμε και την πρώτη αναφορά για την επισκοπή Καρυούπολης 1426μ.χ.
Μετά από τις άοκνες ενέργειες του συλλόγου Δροσοπηγιωτών " Η Τσεροβά", η Παλιάκαρυούπολις είναι χαρακτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος, και έχει εκπονηθεί μελέτη για την αναπαλαίωση του Αγίου Γεωργίου.