15 Μαρτίου 2015

Ο μύθος της αρπαγής της Ευρώπης


Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ευρώπη είναι γνωστή κυρίως η κόρη του Φοίνικα και της Τηλέφασσας. Από μερικούς θεωρείται κόρη του Αγήνορα (ο Φοίνιξ ήταν γιος του Αγήνορα).
Ο Δίας απήγαγε την Ευρώπη και μαζί απέκτησαν τρία τουλάχιστον παιδιά: τον βασιλιά Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα.
«Ευρ-ώπη» σημαίνει αυτή που έχει πλατύ, στρογγυλό πρόσωπο, η η χώρα με τα πολλά νερά, κατά μια άλλη εκδοχή.
Η Αρπαγή της Ευρώπης
Σύμφωνα με τον μύθο, η Ευρώπη ήταν αδελφή του Κάδμου, ιδρυτή της Θήβας και κόρη του Αγήνορα και της Τηλεφάσσας, ηγεμόνων της Φοινίκης.
Όταν μεγάλωσε, μια μέρα πήγε στα λιβάδια της παραλία, για να παίξει με τις φίλες της και να μαζέψει λουλούδια.
Εκεί συνάντησε τον θεό Δία. Εκείνον αμέσως τον χτύπησε ο Έρωτας και για να την πλησιάσει μεταμορφώθηκε σε ήρεμο, εύσωμο και δυνατό ταύρο και πήγε δίπλα της κάνοντας δήθεν ότι βόσκει, σκεπτόμενος με τι τρόπο θα την κατακτούσε.
Εκείνη τότε πλησίασε τον ταύρο – Δία και άρχισε να τον χαϊδεύει γοητευμένη από την ωραία κορμοστασιά του και τη μυϊκή του δύναμη. Σε λίγο δε δίστασε και να τον ιππεύσει.
Τότε αυτός άρχισε να τρέχει με αστραπιαία ταχύτητα.
Η Ευρώπη έκλαιγε, μα δεν μπορούσε να πηδήσει, γιατί φοβόταν μη σκοτωθεί.
Ο μεταμορφωμένος σε ταύρο θεός διέσχισε τη θάλασσα συνοδευόμενος από Τρίτωνες και Νηρηίδες και έφτασε στην Κρήτη.
Όταν αποβιβάστηκε στο νησί, ο ταύρος δεν φαινόταν πια, αλλά ο Δίας πήρε από το χέρι την Ευρώπη και την οδήγησε στο Δικταίον Άντρο.
Καρπός των ερωτικών ενώσεων του Δία και της Ευρώπης στην Κρήτη ήταν ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας.
Αργότερα, όταν ο Δίας εγκατέλειψε την Ευρώπη και πήγε στον Όλυμπο, η Ευρώπη πήρε για δεύτερο σύζυγό της το βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, που υιοθέτησε και τα παιδιά που είχε αποκτήσει αυτή από το Δία.
Μετά το θάνατο του βασιλιά Αστέριου, το θρόνο της Κρήτης πήρε ο μεγαλύτερος από τους θετούς γιους του, ο Μίνωας, ο οποίος έγινε ο πρώτος Έλληνας θαλασσοκράτορας και νομοθέτης.
Υπάρχουν όμως και άλλες παραλλαγές του μύθου της Ευρώπης: Μία αναφέρει ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος ή της Παρθενόπης, αδελφή της Θράκης και ετεροθαλής αδελφή της Ασίας και της Λιβύης.
Δηλαδή η Ευρώπη υπήρξε επώνυμη της ηπειρωτικής Ελλάδας και μετά τους Περσικούς Πολέμους του τρίτου τμήματος του τότε γνωστού κόσμου, της Ευρώπης.
Στην Ήπειρο έλεγαν ότι ο Δώδων, από τον οποίο πήρε το όνομά της η Δωδώνη, ήταν επίσης γιος του Δία και της Ευρώπης, όπως και ο Αιακός, γενάρχης των Αιακιδών.
Παιδί της Ευρώπης λέγεται ότι ήταν και ο Κάρνος, αγαπημένος του θεού Απόλλωνα.
Η λατρεία της Ευρώπης διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα.
Στο Πήλιο υπήρχε το «Λουτρόν της Ευρώπης». Η θεσσαλική πόλη Γυρτώνη ή Γυρτών είναι παραλλαγή της Γόρτυνος, του κέντρου της λατρείας της Ευρώπης στην Κρήτη.
Από τον Όλυμπο πήγαζε ομώνυμό της ποτάμι, ο Εύρωπος.
Ο Θάσος ήταν αδελφός της Ευρώπης, όπως και οι Κάδμος, Ρινέας, Σύρος και άλλοι.
Γενικώς, οι ελληνικές πόλεις ήθελαν να έχουν κάποια σχέση με την Ευρώπη, της οποίας ο μύθος ήταν διαδεδομένος παντού, με παραλλαγές από πόλη σε πόλη.
Εκτός Ελλάδας, ο Λουκιανός (2ος αι. μ.Χ.) πληροφορήθηκε ότι ο ναός της Αστάρτης στη Σιδώνα ήταν αφιερωμένος στην πραγματικότητα στην Ευρώπη: «Υπάρχει παρομοίως στη Φοινίκη μέγας ναός των Σιδωνίων.
Τον αποκαλούν ναό της Αστάρτης. Πιστεύω ότι αυτή η Αστάρτη είναι η σεληνιακή θεότητα.
Αλλά σύμφωνα με ένα εκ των ιερέων, αυτός ο ναός είναι αφιερωμένος στην πραγματικότητα στην Ευρώπη, την αδελφή του Κάδμου. …, όταν έφυγε από τη Γη οι Φοίνικες την τίμησαν με ναό και διηγούνταν ένα ιερό θρύλο γι” αυτή, πώς ο Δίας την ερωτεύθηκε για την ομορφιά της και μεταμορφωμένος σε ταύρο την μετέφερε στην Κρήτη.
Αυτό τον μύθο τον άκουσα και από άλλους Φοίνικες.
Και το νόμισμα των Σιδωνίων φέρει επάνω του την Ευρώπη καθήμενη επί ταύρου…»
Επίσης σύμφωνα με τον ίδιο τον Λουκιανό, η πρώτη ερωτική ένωση του Δία και της Ευρώπης έγινε στο Δικταίο Άντρο, το σπήλαιο δηλαδή όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δίας. («επεί δε επέβη τη νήσω (Κρήτη) ο μεν ταύρος ουκέτι εφαίνετο, επιλαβόμενος δε της χειρός o Ζεύς απήγε την Ευρώπην εις το Δικταίον άντρον ερυθριώσαν και κάτω ορώσαν…», Λουκιανός Σαμωσατέας, Ενάλιοι Διάλογοι, 15, 4)
Αντίθετα σύμφωνα με την παράδοση των Γορτυνίων, η ερωτική ένωση του Δία και της Ευρώπης έγινε στην περιοχή της Γόρτυνας, στη σκιά ενός πλατάνου που από τότε παρέμεινε αειθαλής, κάτι που αποτυπώνεται σε πάρα πολλά νομίσματά της πόλης αυτής.
Παιδιά του Δία και της Ευρώπης, σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν μόνο ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς (και οι δυο φέρονται ως κριτές στον Άδη των Ελλήνων): «μηδέ του κοσμολόητου Φοίνικα την κόρη ως αγαπούσα, που το Ραδάμανθυ μου γέννησε και τον ισόθεο Μίνω» (Ιλιάδα Ξ 310 – 322).
Αντίθετα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Α 2 και Α 170 – 173), ο Μίνωας ήταν γιος ενός Έλληνα, μάλλον Κρητικού, που δεν αναφέρει το όνομά του (υπονοεί τον βασιλιά Αστέριο) και της Ευρώπης, πριγκίπισσας της Φοινίκης και αδελφός όχι του Ραδάμανθυ, αλλά του Σαρπηδόνα, ο οποίος συνεπλάκη με το Μίνωα για το ποιος θα πάρει τη βασιλεία και ηττηθείς πήρε τους στασιαστές του και πήγαν στη Μίλητο της Μ. Ασίας.
Σύμφωνα όμως πάλι με τον Όμηρο, ο Σαρπηδόνας ήταν γιος του Δία και της Λαοδάμειας, κόρης του Βελλεροφόντη, του ήρωα και ηγεμόνα της Λυκίας: «Τρία παιδιά απ” αυτήν ανάστησε μετά ο Βελλεροφόντης, τον Ίσαντρο και τον Ιππόλοχο, στερνά τη Λαοδάμεια.
Μαζί της πλάγιασε ο βαθύγνωμος ο Δίας, κι η Λαοδάμεια το χαλκαρματωμένο γέννησε ισόθεο Σαρπηδόνα»
(Ιλιάδα Ζ 199 – 200).
defencenet.gr

13 Μαρτίου 2015

Τα Εμβλήματα των Οπλιτών της Σπάρτης


Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά για τα Σπαρτιατικά εμβλήματα της Ηρωικής Εποχής καθώς προς το παρόν δεν υπάρχουν αρκετά άρχαιολογικά στοιχεία.
Έχουμε όμως περισσότερες ενδείξεις για την Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή.
Η βασική μας πηγή στην προσπάθεια ιστορικής αποκατάστασης του Σπαρτιατικού Στρατού είναι το αγγείο “Chigi” και ο αρύβαλλος «Mc Milan» στην Ιταλία και Αγγλία αντίστοιχα.

Στα 1916 η Βρεταννική Αρχαιολογική Σχολή ανέσκαψε το Ιερό της «Αρτέμιδος Ορθίας» και βρήκε έναν αριθμό από μεταλλικούς δίσκους και αγαλματίδια.
Τα ευρήματα ήταν δυνατό να κατηγοριοποιηθούν βάση των παραστάσεων που έφεραν.
Σε μερικούς δίσκους υπήρχε το όνομα του «ιδιοκτήτη» και πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι πρόκειται για στρατιωτικές ταυτότητες.
Τα ευρήματα αυτά μαζί με αποσπάσματα από τον Τυρταίο, Τέρπαρνδρο, Θουκυδίδη, Πλούταρχο χρησιμοποιήθηκαν ως βάση αυτής της μελέτης.

Ο Σπαρτιατικός στρατός φέρεται ως ο πρώτος που διαίρεσε τη φάλαγγα σε τακτικέ μονάδες και υπομονάδες: τις Μόρες.
Οι Μόρες, αριθμιτικά ισοδύναμες με ένα σύγχρονο στρατιωτικό τάγμα ήταν μάλλον μονάδες διαχείρισης και διοικητικής μερίμνης σαν τα συντάγματα της Ναπολεόντειας περιόδου.
Κάθε μία από της Μόρες έφερε το δικό της έμβλημα βασισμένο στο σύμβολο της θεότητας που λατρευόταν στην περιοχή στρατολόγησης.
Η μόρα της κυρίως Σπάρτης έφερε το «Γοργόνειο» που σχετιζόταν με τη λατρεία της «Χαλκιοίκου Αθηνάς» στη Σπάρτη.
Το καλύτερο δείγμα αυτής του εμβλήματος βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Η μόρα της Σκιρίτιδος που αργότερα εξελίχθηκε σε Σπαρτιατική «μονάδα καταδρομών» έφερε το λευκό γεράκι σε μαύρο φόντο. Λακώ ή Υ-λακώ- σημαίνει κραυγάζω σαν γεράκι και η Λακωνία ειναι η γή που υπερίπτανται κρωζοντα γεράκια (Λακουνίζω, ακόμη χρησιμοποιείται και δηλώνει τις γοερές κραυγές που προέρχονται από πόνο ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ)
Η μόρα των Αμυκλών η μόνη κοινότητα αυτοχθόνων που απέκτησε πολιτικά δικαιώματα στη Δωρική Σπάρτη έφεραν περήφανα τον πετεινό που σχετιζόταν με τον Απόλλωνα. Οι Αμύκλες ήταν το κέντρο της λατρείας του Καρνείου Απόλλωνα.
Η μόρα του Έλους έφερε την ταυροκεφαλή με τα κέρατα στραμμένα προς τα κάτω.υτά τα ανθεκτικά ζώα υπήρχαν στη Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 20ου αι. και οι μακρινοί τους απόγονοι βρίσκονται στην περιοχή του Στρυμώνα.
Στο ακρωτήριο Ταίναρο υπήρχε ο Ναός του «Ποσειδώνα Ταυρώου».
Σύμφωνα όμως με ένα μύθο που παραδιδει ο Αρνόβιος ο Ζευς με τη μορφή ταύρου συνευρέθεοι στο Ελος με τη Δήμητρα και απέκτησε την Περσεφόνη.
Η μόρα των Γερονθρών κοντά στο σημερινό Μυστρά ήταν κέντρο της λατρείας του Άρη και έφερε το σκορπιό.
Όταν το κύριο άστρο στον αστερισμό του Σκορπιού ήτα ορατό στο στερέωμα γύρω στις 9 Ιουλίου, ελάμβαναν χώρα τελετές στο ναό του Άρη και οι γυναίκες δεν επιτρέπετο να εισέλθουν.
Ο σκορπιός είναι σύμβολο του Άρη και ένα πολύ μαχητικό είδος ζει στην Λακωνία.
Η μόρα όσων στρατολογούνταν στα Μεσσηνιακά σύνορα έφερε την αγριόχηνα σύμβολο της Άρτεμης Λιμνάτιδος.
Το πτηνό έφερε το κεφάλι στραμμένο προς τα πίσω ως σύμβολο επαγρύπνησης.
Η λεοπάρδαλη ήταν το έμβλημα της μόρας που στρατολογείτο στην Πύλο.
Σχετίζεται δε με τη λατρεία του Διονύσου. Το όνομα του θεού (Dio-Nu-So- wO) αναφέρεται σε Πυλιακές πινακίδεςγραμμικής γραφής Β και το ζώο απεικονίζεται στις τοιχογραφίες του «ανακτόρου του Νέστορα».
Η μόρα που δημιουργήθηκε μετά τη μάχη της Στενύκλαρου έφερε ένα μαύρο κάπρο επειδή στο σημείο που έγινε η μάχη, ο μύθος έλεγε ότι ο Ηρακλής είχε θυσιάσει έναν κάπρο.
Επίσης οι οικογένειες των οποίων τα πατρώα έφταναν ως την «Ηρωική Εποχή» όπως οι Αιγιείδες, και οι Μελμποντίδες (οιωνοσκόποι-θεραπευτές) έφεραν στις ασπίδες τους τον ιερό όφι ενω οι κήρυκες Ταλθυβιάδες το σταυρωτό ελαιόκλαδο.

Το ευρήματα διαδεδομένο «Λ» εμφανίστηκε στα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου· πιθανόν για πρώτη φορά στις ασπίδες των ανδρών του Βρασίδα που ήταν «Νεοδαμώδεις» δηλ. Νεοπολιτογραφηθέντες Το σύμβολο αυτό μάλλον διατηρήθηκε μέχρι την Ελληνιστική εποχή.
Οι Βασιλείς της Σπάρτης απεικονίζονται στην αγγειογραφία και τη γλυπτική με εγκάρσιο λοφίο.
Μια πήλινη πλάκα που βρέθηκε το 1916 από τη Βρετανική Αρχαιολογική σχολή τον απεικονίζει να φέρει ένα ηλιακό σύμβολο.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο συνοδευόταν από δύο σωματοφύλακες που ήταν ολυμπιονίκες και ίσως έφεραν τον κότινο στις περικεφαλαίες και τα δόκανο των Δισκούρων στις ασπίδες τους.
Οι επικεφαλής των στίχων της φάλαγγας ίσως έφεραν υψηλούς λοφιοστάτες.

12 Μαρτίου 2015

Η Washington Post για τη Μάνη: Θυμίζει το κυρτό δάχτυλο μιας μάγισσας...

Ένα βιωματικό αφιέρωμα στην περιοχή της Μάνης δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της η κορυφαία αμερικάνικη εφημερίδα, Washington Post, στο οποίο ο Roberto Loiederman αναφέρει την προσωπική του εμπειρία, αναδεικνύοντας τις ομορφιές της χώρας μας, αλλά και τα μαθήματα ζωής που πήρε.



Πως να νοιώσει ο αγαπητός Roberto Loiederman, την Μάνη...
Πώς να καταλάβει όσα δεν μπορούν να γραφτούν για το κομμάτι αυτό της Ελλάδας...
Μάνη δεν είναι ότι περιγράφουν τα μάτια.... με μια γρήγορη προσέγγιση..
Και η Washington Post, δεν αγάπησε ξαφνικά την Μάνη...
...και ο χάρτης που παραθέτει έχει τα Σκόπια Μακεδονία..
Ο ιερέας της Τροίας Λαοκόων....όνομα ένδειξη της καταγωγής των Τρώων από την Λααν της Λακωνίας, είπε για τούς ξενόφερτους Δαναούς....
"Φοβού τους Δαναούς, και δώρα φέροντες"

Το προσυπογράφω
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

Ολόκληρο το άρθρο του συντάκτη:

«Αυτό, που πραγματικά επιθυμούσαμε όλοι, ήταν ένα ευχάριστο μέρος για μια οικογενειακή, 10ήμερη απόδραση. Η γυναίκα μου κι εγώ, ο αδερφός της και η σύζυγος του και η 93 ετών πεθερά μου, δηλαδή μια παρέα πέντε ατόμων, που συνδέονται με δεσμούς αίματος, γάμου και κοινής ιστορίας.
Αυτό που ζήσαμε ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα reunion.
Επειδή οι συγγενείς της γυναίκας μου δεν ήθελαν να ταξιδέψουν μακριά από το σπίτι τους στο Ισραήλ, αποφασίσαμε να συγκεντρωθούμε όλοι στην Ελλάδα.

Αφού έψαξα σε ταξιδιωτικές ιστοσελίδες, βρήκα ένα κατάλληλο σπίτι στην Μάνη της Πελοποννήσου, όπου κανείς από εμάς δεν είχε πάει ποτέ.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα, το σπίτι ήταν

9 Μαρτίου 2015

Το χρυσόμαλλο δέρας δεν ήταν μύθος!

Το χρυσόμαλλο δέρας δεν ήταν καθαρά αποκύημα της φαντασίας των αρχαίων Ελλήνων, αλλά βασιζόταν σε ιστορικά δεδομένα του τρόπου απόληψης χρυσού.
Η απόληψη του πολύτιμου μετάλλου γινόταν με προβιές, κυρίως προβάτων, τις οποίες βουτούσαν οι μεταλλευτές μέσα στο ποτάμι, όπου και εγκλωβίζονταν τα ψήγματα του χρυσού.
Στη συνέχεια οι προβιές στέγνωναν και τινάζονταν για να συλλεχθεί ο χρυσός ή καίγονταν για να αποληφθούν οι σβόλοι του χρυσού.
«Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη των τεχνικών, οι προβιές τοποθετούνταν σε σταθερά ξύλινα ρείθρα μέσα στην κοίτη του ποταμού» εξήγησε ο Μάρκος Βαξεβανόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε διάλεξη που έδωσε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Βόλου, με θέμα: «Αρχαία μεταλλεία: Από το Πήλιο του Ιάσονα, στο Λαύριο του Πεισίστρατου».
Όπως υπογραμμίζει στην ομιλία του, το αξιόλογο στα φιλολογικά έργα για την Αργοναυτική εκστρατεία, αλλά και τον Τρωικό πόλεμο είναι ότι τα οικονομικά κέντρα της εποχής και τα γεωστρατηγικά σημεία τοποθετούνται προς την περιοχή του Εύξεινου Πόντου. «Και όχι άδικα», εξηγεί, «καθώς τα γεγονότα που περιγράφονται τοποθετούνται χρονικά περίπου στο πέρασμα από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου».
Πρόσφατα, στην περιοχή της Γεωργίας, μελετήθηκαν χώροι με την αρχαιότερη εξόρυξη και μεταλλουργία σιδήρου- περίπου το 1400 π.Χ. Αυτό δείχνει ότι στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου έχουμε το πέρασμα από τη μεταλλουργία του χαλκού, στη μεταλλουργία του σιδήρου.
«Άρα, όχι άδικα», συμπεραίνει, «ο Ηρόδοτος τοποθέτησε τη φυλή των Χαλύβων, που επεξεργάζονταν το σίδηρο, σε εκείνη την περιοχή».
Οι αιώνες γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας οδηγούν σταθερά στην ανακάλυψη της απόληψης και της χύτευσης του σιδήρου.
Πιθανότατα, οι ταξιδευτές της εποχής μεταφέρουν στον ελλαδικό χώρο τις γνώσεις για το νέο μέταλλο.
Η νέα εποχή θα σημαδευτεί από τα πιο ισχυρά, πιο γερά στην κρούση, σιδερένια όπλα.
Όπως πιθανολογεί, άλλωστε, ο κ.Βαξεβανόπουλος, η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» έχει σχέση με την κάθοδο της γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας.
«Ας μην ξεχνάμε ότι ο βασικός μοχλός της οικονομίας και των επιμέρους λειτουργιών της ήταν η κατοχή των μετάλλων και των μεταλλοφόρων περιοχών» διευκρινίζει.
Αρχαία μεταλλεία στο Πήλιο
Ο Ιάσονας, όμως, δεν ξεκίνησε από μία περιοχή, χωρίς γνώσεις μεταλλευτικής και μεταλλουργίας. Οι κάτοικοι της αρχαίας Ιωλκού γνωρίζουν το χρυσό και το χαλκό, ως μέταλλα.
Το Πήλιο μέχρι πρότινος δεν ήταν γνωστό για την παρουσία χρήσιμων μετάλλων.
«Κι όμως», αναφέρει ο υποψήφιος διδάκτορας, «από την περιοχή της Ζαγοράς μέχρι το χωριό Καλαμάκι Πηλίου έχουν βρεθεί πάνω από 30 μεταλλοφόρες περιοχές με έντονη την παρουσία ορυκτών του σιδήρου, του μολύβδου και του χαλκού».
Μάλιστα, στο χωριό Ξουρίχτι, ανακαλύφθηκε αρχαίο υπόγειο μεταλλείο με συνολικό μήκος διαδρόμων πάνω από 100 μέτρα, ενώ στη γύρω περιοχή, έντονη είναι η παρουσία επιφανειακών εκμεταλλεύσεων.
«Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η εξάντληση των τοπικών μεταλλοφοριών, υπήρξε η κύρια αφορμή για την οργάνωση εκστρατειών σε υπερπόντιες περιοχές. Η αναζήτηση νέων και πλούσιων μεταλλοφοριών χαλκού και χρυσού, πιθανώς, ήταν η κύρια αιτία των αποστολών, ίσως και των επιμέρους πολεμικών συγκρούσεων» εκτιμά.
Αρχαίο Λαύριο
Σημείο σταθμός στην ιστορία του Λαυρίου είναι για τον κ. Βαξεβανόπουλο, το 546 π.Χ., οπότε και επιστρέφει ο Πεισίστρατος από την εξορία του. Από το Παγγαίο και τη Θράκη, όπου είχε εξοριστεί, φέρνει μαζί του έμπειρους μεταλλευτές των μεταλλείων του Παγγαίου και της Σκαπτής Ύλης και πλέον το Λαύριο αρχίζει να γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή.
Ξεκινά η διάνοιξη δαιδαλωδών στοών, που συνδέονται με την επιφάνεια με κατακόρυφα φρεάτια. Το 483 π.Χ. θα ανακαλυφθεί μία ιδιαίτερα πλούσια μεταλλοφορία που θα οδηγήσει στην οικονομική άνθηση της Αθήνας. Από τις προσόδους αυτής της ανακάλυψης, ο Θεμιστοκλής θα πείσει του Αθηναίους να ναυπηγήσουν 200 τριήρεις, με τις οποίες νίκησαν τον Περσικό στόλο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
«Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη και η πορεία της ιστορίας εξαρτάται από την εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας, αφού αυτή ορίζει τους πυλώνες της οικονομίας και κατ’ επέκταση της πολιτικής» προσθέτει, χαρακτηρίζοντας το Λαύριο ως «την πρώτη βιομηχανική επανάσταση προ Χριστού».
Γενικότερα πάντως, μεγάλα μεταλλευτικά κέντρα της αρχαιότητας θεωρούνται η Θάσος, η απέναντι της Θάσου περιοχή της Σκαπτής Ύλης, το όρος Παγγαίο, το όρος Άγκιστρο, η Βορειοανατολική Χαλκιδική, η Σίφνος και η Μήλος.
Σε όλες αυτές τις περιοχές υπάρχουν δεκάδες αρχαίες υπόγειες στοές εξόρυξης μεταλλεύματος, οι οποίες, όμως, δεν έχουν μελετηθεί ενδελεχώς, με αποτέλεσμα την έλλειψη βασικών στοιχείων και την καταστροφή πολλών στοών, καταλήγει ο κ.Βαξεβανόπουλος.

tanea.gr

27 Φεβρουαρίου 2015

Ιστορίες και παραδόσεις της Μάνης.


Η νεράιδα των ελληνικών θρύλων, παραπέμπει άμεσα στις αρχαίες νύμφες. Στην αρχαιότητα, οι Νύμφες παντρεύονταν πολλές φορές κοινούς θνητούς.
Η ελληνική παράδοση είναι γεμάτη από ιστορίες σχέσεων νεράιδων και θνητών, οι οποίες κατέληγαν στη γέννηση παιδιών, από τα οποία ξεκίνησαν ολόκληρες πατριές.
Στη Μάνη η ιστορική οικογένεια των Μαυρομιχαλέων αυξήθηκε και πρόκοψε επειδή κάποτε ένας πρόγονος, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, παντρεύτηκε μια βουβή νεράιδα με την οποία έκανε πολλά παιδιά.
Τα λεγόμενα "νεραϊδόσογα" είναι αμέτρητα σε πολλά μέρη της Ελλάδας και φανερώνουν ότι η σχέση κατοίκων του Αλλόκοσμου και ανθρώπων είναι κάτι παραπάνω από στενή.

Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης μπαίνοντας από το τυροκομείο στο σπίτι, άρπαξε ένα σκαμνί κι έκατσε κοντά στο σοφρά που τούχε στρωμένον η μάνα του.
-"Ν' ανάψω το φως;" τον ρώτησε κείνη. "Σκοτίδιασε"!
Δεν της αποκρίθη. Αλλά η μάνα ήξερε τα χούγια του γιού της. 'Αμα δεν της αποκρινόταν της έδινε συγκατάθεση. Έτσι κι ο πατέρας του, έτσι κι ο πάππος του, δεν τόχαν εύκολο το "ναι" σα να ντρεπόντανε, από περηφάνεια.
'Αγγιξε με την άκρη του μαύρου τσεμπεριού το βλέφαρό της, όπως έκανε πάντα, σα να δάκρυζε, κάθε φορά που θυμότανε τους πεθαμένους, τους αραχνιασμένους ανθρώπους. Έπειτα πέρασε στη φωτογωνιά, άναψε το λυχνάρι, το γέμισε λάδι με το ρογί και του τόφερε.
Η μικρή χρυσή φλόγα του φώτισε την πεντάλφα του λυχνοστάτη, το αμπάρι που ήταν γεμάτο λούπινα και καρπό, την κόρδα με τα κρεμμύδια και το πρόσωπο του Μαυρομιχάλη με τις άγριες μουστάκες, που τις έδενε πίσω από το ριζάφτι, σαν το Σκυλογιάννη. Η μάνα έβαλε το ψωμί, το φαΐ, το σκαμνί το δικό της κι αρχίσανε να τρώνε. 'Αξαφνα ο Μαυρομιχάλης χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο σοφρά:
-"Δε μπορώ να καταλάβω", είπε με θυμό, "ποιος βρήκε το κουράγιο να μπει στο τυροκομείο το δικό μου! για να κλέψει τυρί. Και δεν είναι για το τυρί. Τυρί έχομε, απ' όλα έχομε, μπερκέτι. Δεν το σηκώνω όμως να με κλέβουν, να πατάνε το σπίτι μου". Γύρισε προς τη μάνα του και τη ρώτησε: "Ποιός νάναι";
-"Τήγαρι ξέρω κι εγώ"!
-"Από πότε κλέβουνε";
-"Πάνε δυο μέρες και καρτέραγα να γυρίσεις από το βουνό με το κοπάδι για να στο πω". Ο άντρας έβγαλε το συμπέρασμα:
-"Εδώ μέσα μπαίνει άνθρωπος ξένος", φώναξε απότομα, φοβεριστά, "αλλά που θα μου πάει! Θα τον πιάσω κι ας είναι και βρυκόλακας..."
Οι δαχτυλάρες του Γιώργη του Μαυρομιχάλη παίξανε σα νάδραξαν, σα νάσφιξαν ανθρώπινο σβέρκο, ανθρώπινο καρίτζαφλα. Έπειτα ησύχασε λίγο. Μάνα και γιος ξανάρχισαν να τρώνε, να μιλάνε τρώγοντας. Είπανε για ένα βασιλικό καράβι εγγλέζικο θάταν που πέρασε ανοιχτά από τον Κάβο Γκρόσο. Οι Μεσομανιάτες δε χορταίνανε να το βλέπουν, ώσπου σκαπέτισε, χάθηκε πέρα στο πέλαγος. Στο Μεζάπο μάλιστα κουβεντιάστηκε πολυ και το ρεσάλτο. Είπανε να του ριχτούνε ξαφνικά του ξένου καραβιού και να το κουρσέψουνε, αλλά μετανιώσανε την τελευταία στιγμή.
-"Δε θάχανε μπατσέρα για κούρσο!" είπε χαμογελώντας η μάνα, που τάξερε αυτά από τα παληά χρόνια, από τα νειάτα της. Και θυμήθηκε τα τραγούδια του φόβου, όπως τον ένοιωθαν τότε οι καπεταναίοι των ξένων καραβιών, κάθε φορά που ζυγώνανε τα βράχια της Μάνης:
Από τον Κάβο Ματαπά
σαράντα μίλια αλαργινά
κι από τον Κάβο Γκρόσο
σαράντα κι άλλο τόσο.
Είπαν ύστερα για τον Αναστάση και για τον γιο του, που ο πρώτος είχε χτυπηθεί βαρειά στο κεφάλι κι ο δεύτερος ξέσκουρα στο βυζί. Τα μαντάτα τάχε φέρει ο Καλαπόθος, ο Τρικούτελος, από τη Μελτίνη, όπου κατεβήκανε οι Μπαρδουνιώτες, οι Τουρκαρβανίτες, για να πατήσουν τη Στροτζά, να κάψουνε τα μπαρούτια της. Η Μαυρομιχάλαινα σταυροκοπήθηκε, γυρίζοντας το μελαψό της πρόσωπο κατά την Ανατολή. Μάνα και γιος σωπάσανε για λίγο.
-"Ας είναι καλά η Μάνη!" είπε ο γιος χτυπώντας το σοφρά με τη χερούκλα του.
"Ας είναι καλά οι πέτρες, τα κοτρώνια της Μάνης και τα στριγγλολάγκαδα. Ακούς γρηά;
Αυτά νάναι καλά και να βρίσκουμε μπαρουτόβολο για τις μπάλλες.
Και λίγη ξεροκαυκάλα για φαΐ. Τίποτ' άλλο δε θέλομε. Κι από τον Πενταδαχτυλιά κι εδώθε ο Τούρκος δε θα ρίξει ρίζα ποτέ, όπως δεν έρριξε ως τώρα. Σου το δίνω γραφτό".
Η μάνα μαζεύτηκε, μίκρηνε, ακούγοντάς τον.
Ο Μαυρομιχάλης ανασηκώθηκε μονομιάς και καθώς ήτανε ψηλός η κούτρα του σα ν' ακούμπησε τη κορφή της κάμαρας, σα ν' άγγιξε το μεσοδόκι. "Αύριο" είπε βγαίνοντας από την πόρτα, "θα μείνω εγώ στο σπίτι και θα πας εσύ με το κοπαδι στο βουνό. Τον κλέφτη που μου παίρνει το τυρί, πρέπει να τον πιάσω".
-"Όπως θέλεις γιε μου", ψιθύρισε η μάνα του. "Εσύ είσ' ο κάπος".
Ήταν καλοκαίρι κι ο γιος πήγε και ξάπλωσε στο λιακό, εκεί που ξεραίνανε τα σύκα.
Όλα φουρφουλίζανε γύρω-γύρω, όπως κάνουν τα δέντρα τη νύχτα, όπως κάνουν τα νερά.
Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ο θαλασσινός από τα Μοθοκόρωνα, ο στεριανός από τη μεριά του λαγκαδιού, ανάμεσα στο Κάστρο της Κελεφάς και το Βοίτυλο, κει που κοιμάται ο δράκος, ο Κάκαβος με τα φλουριά γεμάτος.
Το φεγγάρι έλαμπε απάνου από την Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, από τη Σαγγιά ως τη Μέσα Μάνη, ως εκεί που η στερνή πέτρινη καταβολάδα του Ταΰγετου πέφτει, στ' αρμυρό νερό, περνώντας ανάμεσα Μαρινάρι και Πόρτο Κάγιο.
Στο πεζούλι, τα μικρά παιδιά από τα γύρω λιγοστά και σκόρπια σπίτια, παρακαλούσαν, όπως γινότανε πάντα το καλοκαίρι με το φεγγάρι, τη Μαυρομιχάλαινα:
-"Για πες μας, για τη κουρμαδιά και για τις Νεράιδες. Πως έγινε; Που ήταν η βάρκα";
-"Να, καρσί μας ήτανε. Εκεί που πάει να στρίψει ο δρόμος του Λιμενιού για ν' αγναντέψει το Καραβοστάσι.
Στο ψήλωμα, στο μοναστήρι, εζούσε ένας καλόγερας. Κι από το μοναστήρι κατέβαινε πότε-πότε, τη νύχτα στη θάλασσα για να ρίξει τα παραγάδια. Μια τέτοια νύχτα ήρθαν οι Νεράιδες και τον πήρανε".
-"Από που ήρθαν, κυρά";
-"Από τα μέρη της Μπαρμπαριάς. Αποκεί έρχονται στον τόπο μας οι Νεράιδες".
-"Κι ήταν πολλές";
-"Τρεις. Η μια καλλίτερη από την άλλη, λουσοχτενισμένες κι οι τρεις, λιγνές, με τα χρυσά τους πασουμάκια και με τις μεγάλες άσπρες μπαμπακέλες τους, που παίζανε με τον αέρα. Η καθεμιά βάσταγε ένα κόκκινο περιστέρι στα χέρια, δικέφαλο".
-"Με δυο κεφάλια, κυρά";
-"Με δυο κεφάλια".
-"Και κόκκινο";
-"Κόκκινο, μπουγαζί, του Τρισκατάρατου, του Οξαποδώ".
-"Και τον καλόγερα τι τον κάμανε, κυρά; Του πήρανε τη φωνή του";
-"Όχι. Δεν του κάμανε κακό. Μια είπε στην αρχή, να τον σηκώσουν από τις αμασκάλες και να τον πετάξουν στο γιαλό. Αλλά οι δυο άλλες τον ελυπήθηκαν. Λύσαν το παλαμάρι κι εβγήκαν στ' ανοιχτά. Τράβηξαν κάτω, για την Καραβόπετρα κι έπειτα άλλαξαν ρότα, πέρασαν έξω από το Βενέτικο κι έβαλαν πλώρη για το κανάλι της Μάλτας".
-"Και τι κάμαν οι Νεράιδες, κυρά";
-"Η μια, η πιο μεγάλη, έπαιζε το λαβούτο της κι οι άλλες δυο, οι πιο μικρές χορεύανε και τραγουδούσανε όλη τη νύχτα. Ώσπου βγήκε τ' άστρι που διώχνει τα στοιχειά, ο αημερινός και γυρίσανε πάλι στο Λιμένι, στα Μαυρομιχαλιάνικα.
Ξαναδέσανε το παλαμάρι στα βράχια και σε λίγο χαθήκαν με τα περιστέρια τους, γινήκανε καπνός".
-"Κι ο καλόγερας";
-"Έτριψε τα μάτια του, νομίζοντας πως καταφυγγιάστηκε, πως τάδε όλα στ' όνειρό του. Αλλά μες στη βάρκα βρήκε πούπουλα κόκκινα και κάτω από τα πούπουλα ένα παράξενο κουκούτσι.
Τρόμαξε.
Τα πούπουλα τα σκόρπισε στη θάλασσα και το κουκούτσι το πέταξε στην ανηφοριά. Αυτό το κουκούτσι είναι ο ψηλότερος κουρμάς που βλέπουμε στον τόπο μας, χρόνια και χρόνια".
-"Ο πάππος μου", λέει ένας μικρός, "έχει ακουστά πως βγήκανε κουρσάροι στα βράχια μας κι είχανε και κουρμάδες μαζί τους.
Κι ένα από τα κουκούτσια π' αφήσανε στο κολατσιό τους, φύτρωσε, ψήλωσε, έγινε ο κουρμάς του Λιμενιού".
-"Τα ξέρω", είπε η Μαυρομιχάλαινα θυμωμένη, "κουρσάροι ήρθανε πολλές φορές στον τόπο μας από τη Μπαρμπαριά.
Αλλά τον κουρμά τον έφεραν οι Νεράιδες..."
Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης, δεν πήγε με το κοπάδι το άλλο πρωΐ, έστειλε στο βουνό τη μάνα του κι εκείνος έμεινε να φυλά καραούλι να πιάσει τον κλέφτη του μαντριού.
Τίποτα δε φαινότανε και καθώς η ώρα προχωρούσε, γλαρώθηκε στη θέσι του. 'Αξαφνα άκουσε ανάμεσα στα βράχια τσάχαλα, πατημασιές.
Με το δεξί του χέρι έπιασε την πιστόλα, το γαργάλι της πιστόλας και περίμενε.
Αλλά το χέρι του πάγωσε μονομιάς, γιατί εκείνο που πρόβαλε σε λίγο δεν ήταν άνθρωπος.
Ήτανε Νεράιδα.
Ταμπουρώθηκε κάπου και με το μάτι περίμενε να την ξεχωρίσει πιο καλά.
Η Νεράιδα πέρασε από μπροστά του κι αντίς να του πάρει τη μιλιά του χαμογέλασε κι ο άντρας με το αίμα του, με τα ψαχνά του, με τα κόκκαλά του, κατάλαβε πως ήταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα.
Τη σήκωσε με τα χοντρά του χέρια, την πήρε και την έφερε ζαλισμένος στο σπίτι του, όπου την απόθεσε απάνου στη μεγάλη κασέλλα με την αντρομίδα και τα φαντά.
Δεν ήξερε να του μιλάει, να του αποκρένεται. Ήξερε μόνο να του χαμογελά κι ο Μαυρομιχάλης δεν ήθελε τίποτ' άλλο για να την κάμει δικιά του, για να σκύψει απάνου της και να τη ρουφήξει, όπως ρουφάνε οι διψασμένοι στον αυλό της βρύσης το νερό.
Αυτή η νια πόμοιαζε με μαλαματόβεργα, ανέβαινε από τα βράχια στο τυροκομείο κι έπαιρνε το τυρί. Δεν είχε τίποτ' άλλο για να ζήσει.
Τη πήρε γυναίκα του, έκανε μαζί της πολλά παιδιά κι η Νεράιδα του Γιώργη του Μαυρομιχάλη, όπως τη λέγανε σ' όλα τα χωριά, ρίζωσε και γίνηκε Μανιάτισσα.
Λένε, πως ήτανε κάποια βασιλοπούλα, κάποια πριγκηπέσσα από την Ιταλία, από τη Φραγκιά, που επειδή έπεσε σε μεγάλο κρίμα, έδωσε διάτα ο πατέρας της να τη σκοτώσουνε.
Αλλά η μάνα της, που πονούσε το σπλάχνο της, δεν άφισε να γίνει κρίμα.
Την έβαλε σ' ένα καράβι κι είπε στον καπετάνιο να την αφήσει στο πιο ξερό, στο πιο γυμνό, στο πιο έρημο μέρος που υπάρχει στη Μεσόγειο κι ο καπετάνιος την άφησε στα βράχια της Μάνης.
Ύστερα από χρόνια, ο πατέρας της, πεθαίνοντας, ένιωσε βάρος στη συνείδησή του γιατί εσκότωσε την κόρη του. Αλλά η μητέρα τον ξαλάφρωσε αποκαλύπτοντας το μυστικό της, τούπε πως την έστειλε με καράβι μακρυά, από κείνα τα χρόνια.
Την αναζητήσανε, στείλανε νέο καράβι στη Μάνη κι όταν τη βρήκανε, της είπαν να ξαναγυρίσει στον πατέρα της, που την είχε συχωρέσει, που πρόσμενε τη συχώρεσή της κι αυτός.
Τη συχώρεση του την έστειλε, αλλά δε γύρισε, δε θέλησε να γυρίσει στον τόπο της γιατί είχε πια δεθεί με τον τόπο του αντρός της.
Σ' αυτή τη γυναίκα, στο αίμα αυτής της γυναίκας, λένε πως χρωστούν οι Μαυρομιχαλαίοι την ομορφιά της ράτσας τους.
Σοφία Ηλέκτρα